Andreou Α., Vamvakidou Ι. (2006). Τhe numerous statues, the case of Florina: reading of public...

386
THE STATUE POPULATION, THE CASE OF FLORINA Reading public monuments Activities in History

Transcript of Andreou Α., Vamvakidou Ι. (2006). Τhe numerous statues, the case of Florina: reading of public...

THE STATUE POPULATION,

THE CASE OF FLORINA Reading public monuments

Activities in History

Andreas P. Andreou and Ifigenia Vamvakidou

THE STATUE POPULATION, THE CASE OF FLORINA

Reading public monuments

Activities in History

ANT. STAMOULIS EDITIONS

Αντρέας Π. Ανδρέου K Ιφιγένεια Βαμβακίδου

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Αναγνώσεις δημόσιων μνημείων και ασκήσεις Ιστορίας

ΕΚ∆ΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ

Αντρέας Π. Ανδρέου - Ιφιγένεια Βαμβακίδου Ο πληθυσμός των αγαλμάτων, η περίπτωση της Φλώρινας

ΕΚ∆ΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, 2006 Τηλ. 2310-264-748

2310-900-777 6946461460

ISBN 960 –8353 –89 – 0 Όλα τα δικαιώματα μετάφρασης, αναπαραγωγής και προσαρμογής

κατοχυρωμένα για όλες τις χώρες του κόσμου. Copyright © by ΕΚ∆ΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, 2006.

All rights reserved

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

∆ύο Συγγραφείς – ∆ύο Προοίμια ............................................................. 9 Α. Ανδρέου, ΕΠΕΤΕΙΟΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ............................... 9 Ι. Βαμβακίδου, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ ............................... 12

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Θεωρία Ι. Ιστορία και δημόσιο μνημείο: Αρμόδιος και Αριστογείτο-νας ή το πρώτο δημόσιο, πολιτικό μνημείο «∆ημοκρατί-ας» στην αρχαία Αθήνα......................................................................

19 ΙΙ. Αναπαραστάσεις ιστορικού περιεχομένου (19ος-20ός αιώνας) .....................................................................................................

32

ΙΙΙ. Η τεκμηρίωση του οπτικού υλικού στην ιστορία του βλέμματος ................................................................................................

48

ΙV. Κατηγορίες δημόσιας εικόνας, από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο .........................................................................................

53

V. Ιστορικά συμφραζόμενα δράσης των προσώπων, ανα-φορικότητα των μνημονικών τόπων..............................................

63

∆ΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Έρευνα Ι. Μεθοδολογικά......................................................................................... 67 ΙΙ. Αναγκαίες διευκρινήσεις................................................................... 81

ΙΙΙ. Ερανική Επιτροπή Aνεγέρσεως Ανδριάντων και Προτο-μών............................................................................................................

97

IV. Το υλικό ................................................................................................ 105 1. Νίκος ή Λάκης Πύρζας, του Κ. Κοντογιάννη, 1960 ........ 109 2. Στέφανος Γρηγορίου, ο Στέφος, του Π. Μωραίτη,

1960 ....................................................................................................

118

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 6

3. Ο Αντώνιος Ζώης, της Α. Χατζή 1960 ................................. 125 4. Ιωάννης Καραβίτης, του Ι. Κανακάκη, 1960 ..................... 135 5. «Μακεδονομάχος» Κώττας, του ∆. Καλαμάρα, 1961 .... 140 6. Ο Σούλιος,του Θ. Μηνόπουλου, 1962 .................................. 168 7. Καπετάν Πέτρος Χρήστου ή Τριανταφύλλου ή Τρια-νταφυλλίδης ή Γρηγορίου, του Π. Μωραίτη, 1962 ..........

176

8. Στρατηγός Νικόλαος Παπαδόπουλος ή Παππούς, του Στρατή Φιλιππότη, 1963 .............................................................

180

9. H Γυναίκα της Βεύης η κόρη του Βορά, ή/και η Φλω-ρινιώτισσα, του Ν. ∆ογούλη, 1964 .........................................

193

10. Η Ελλάς στεφανώνει στρατιώτη, του Ν. ∆ογούλη, 1965 .....................................................................................................

209

11. Ιωάννης Κοντόπουλος, του ∆. Καλαμάρα, (1965-1970) ..................................................................................................

221

12. Θνήσκων πολεμιστής, του ∆. Καλαμάρα, 1971. ................ 227 13. Οι αγρότες, του Η. Βυζάντη, 1975-1978 .............................. 239 14. Χαράλαμπος Καστρισιανάκης, του Β. Αντωνόπου-

λου, 1975 ...........................................................................................

249 15. Ιωάννης Ιωαννίδης, του Θ. Μηνόπουλου, 1976 ................ 262 16. Ο Παύλος Τσάμης ή Τσιάμης, του Ν. ∆ογούλη, 1981...... 267 17. Οι Επτά Ήρωες, του Ρ. Τηλέμαχου, 1990 ............................ 273 18. ∆ημήτρης Μακρής, του Ι. Αντωνίάδη, 1993 ....................... 281 19. «Γενοκτονία» Ελλήνων του Πόντου, του Χ. Χατζη-

βασιλειάδη, 1996 ...........................................................................

288 20. Κωνσταντίνος Κανάρης, αντίγραφο 1998 .......................... 305 21. Έφεδρος αξιωματικός, του Ν. ∆ογούλη, 1998 .................. 311 22. Ρασοφόρος ορθόδοξος, της Α. Χατζή, 1999 ....................... 329 23. Ο «Καπετάν» Κώττας, του Ν. ∆ογούλη, 2001 ................... 341

V. Παρατηρήσεις ....................................................................................... 353 Addenta ......................................................................................................... 359 Βιβλιογραφία .............................................................................................. 361 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚ∆ΟΣΕΩΝ ............................................................................................ 387

«με θλίψη απαντώ στην ερώτηση- ποια μαθήματα αντλούμε από την Ιστορία – τα μαθήματα της ιστορίας γλιστρούν σαν τη βροχή στο α-διάβροχο. Γι’ αυτό γίνεται κανείς απαισιόδοξος και προσγειώνεται όσον αφορά στη χρησιμότητα των προόδων της ιστορικής επιστήμης. Ασφαλώς κάποια μορφή γεγονοτικής γνώσης κατορθώνει να επιπλεύ-σει, αλλά η αναστοχαστική κατανόηση, όσον αφορά την ιστορία δεν λειτουργεί ή λειτουργεί ανεπαρκώς»

M. Ferro

∆ύο Συγγραφείς- ∆ύο Προοίμια

ΕΠΕΤΕΙΟΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

Αντρέας Π. Ανδρέου

Ως μαθητής ενός πολυδύναμου, για την εποχή του, ∆ημοτικού Σχο-λείου σε κεφαλοχώρι της Φλώρινας τη χρονική περίοδο 1966-1972 και στη συνέχεια Γυμνασίου-Λυκείου στην πόλη της Φλώρινας την περίοδο 1972-1978, ενστερνίστηκα κι «εόρταζα» σταθερά και επαναλαμβανό-μενα τις παρακάτω εθνικές επετειακές ημερομηνίες, έχοντας πλάσει και διαμορφώσει στη φαντασία μου για κάθε μία από αυτές, μια ζωντανή εικόνα που περι-γράφεται μέσα από λέξεις σύμβολα1: 28η Οκτωβρίου, ΟΧΙ, Μεταξάς, Αλβανία, Αέρα, Φανέλα του Στρατιώτη- 8η Νοεμβρίου, Τούρκοι, απελευθέρωση Φλώρινας- 12η Φεβρουαρίου, Βίτσι, Εθνικός στρατός, Εαμοβουλγαροκομμουνιστοσυμμορίται, Κονσερβοκούτια, Σιδηρούν παραπέτασμα- 25η Μαρτίου, Τούρκοι, Απελευθέρωση, Πα-λαιών Πατρών Γερμανός, Αγία Λαύρα, «Ελευθερία ή Θάνατος», Ευ-ζωνάκια, Φουστανέλες και τσαρούχια- 21η Απριλίου, Εθνική Επανά-σταση, Φοίνικας, Φωτιά, Στρατιώτης με ξιφολόγχη.

Κάποιες από τις παραπάνω ημερομηνίες δεν τιμούνται πλέον από την πολιτεία και τη θεσμοθετημένη εκπαίδευση (όπως η 12η Φεβρουα-ρίου, η 21η Απριλίου, η 28η Αυγούστου-Βίτσι), συντηρούνται όμως τακτικότατα από συγκεκριμένες ομάδες και υποστηρίζονται από τα μονομερή μνημόσυνα της εκκλησίας: «ας μη γελιόμαστε, η εικόνα που έχουμε για τους άλλους ή και για εμάς τους ίδιους συνδέεται με την ι-

1. Χ. Κουλούρη (1995). Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου. Κομοτηνή:

∆ΠΘ, 13.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 10

στορία που μας έχουν αφηγηθεί όταν ήμασταν παιδιά. Η ιστορία αυτή μας σημαδεύει σε ολόκληρη τη ζωή μας»2. Το θεμελιακό επιχείρημα και ζητούμενο για τον εορτασμό κάθε επετείου είναι η επικαλούμενη «ι-στορική μνήμη». Ωστόσο, τόσο οι εορτασμοί αυτοί όσο και οι ίδιες οι ημερομηνίες είναι επιλεκτικά στοιχεία μέσα από το τεράστιο σώμα της ανθρώπινης ιστορίας, και ως τέτοια επιλέγουν αποσπασματικά θραύ-σματα για την ιστορική μνήμη αφήνοντας ταυτόχρονα άλλες μνημονι-κές περιοχές απ’ έξω.

Το πλαίσιο από το οποίο συνοδεύονται και καλύπτονται όλοι οι επετειακοί εορτασμοί στηρίζεται στο γνωστό πυρήνα της εθνικοθρη-σκευτικής ιδεολογίας για την «υπεράσπιση της ιστορίας», για τη «δια-μόρφωση της ιστορικής μνήμης» και για την «αξία της παράδοσής» μας. Η ίδια η ιστορία έχει τεθεί-και αυτό είναι πλέον κοινά αποδεκτός μυστικός τόπος- στην υπηρεσία ξένων σκοπιμοτήτων και χρησιμοποι-είται ως μηχανισμός για τη νομιμοποίηση του έθνους κράτους και της κυρίαρχης ιδεολογίας επιμέρους κοινωνικών και πολιτικών ομάδων. Ανάλογα, συμπληρωματικά και εναλλακτικά λειτουργούν τα μνημεία, οι προτομές, οι ανδριάντες, το πλήθος των ιστορικών αγαλμάτων σε κάθε πόλη για κάθε λαό.

Το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει, είναι πόσο μέσα από τον εορτασμό μιας ιστορικής επετείου και την ανέγερση των ανάλογων δημόσιων μνημείων προωθείται η διαδικασία για «ιστορική αυτογνωσία», εάν και πόσο προωθεί ο εορτασμός αυτό που τόσο εύ-κολα στην εκπαίδευση διατυμπανίζεται ως «καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης».

Για τη σχέση Ιστορίας και μνήμης καθώς και για την εκκοσμίκευση των εορτών και του ημερολογίου που καθιστά πιο εύκολο έναν πολ-λαπλασιασμό του εορτολογίου, γράφει ο Jacques Le Goff3: «στη Γαλλί-α, η ανάμνηση της Επανάστασης αφήνεται να εξημερωθεί στο πλαίσιο του εορτασμού της 14ης Ιουλίου, τις μεταμορφώσεις του οποίου αφη-γήθηκε ο Rosemond Sanson. Έχοντας καταργηθεί από τον Ναπολέο-ντα, η εορτή επαναθεσπίζεται, με πρόταση του Raymond Raspail, στις

2. M. Ferro (2001). Πως αφηγούνται την Ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον

κόσμο. Αθήνα: Μεταίχμιο, 10 κ.ε. 3. Ζακ Λε Γκοφ (1998). Ιστορία και μνήμη. Μετ. Γ. Κουμπουρλής. Αθήνα: Νε-

φέλη, 130 κ.ε.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 11

6 Ιουλίου 1880. Ο εισηγητής της πρότασης νόμου διακηρύσσει ότι «η οργάνωση μιας σειράς εθνικών εορτών που να υπενθυμίζουν στο λαό αναμνήσεις συνδεόμενες με τον υφιστάμενο πολιτικό θεσμό αποτελεί μια ανάγκη την οποία όλες οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει και θέ-σει σε εφαρμογή». Στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, την επομένη του Εμφυλίου πολέμου, οι Πολιτείες του Βορρά αποφασίζουν μία ημέ-ρα μνήμης, η πρεμιέρα της οποίας πραγματοποιείται στις 30 Μαΐ-ου1868. Το 1882, δίνεται στην ημέρα αυτή το όνομα Memorial Day.

Για τον άχαρο ρόλο της/του ιστορικού να έρθει σε αντιπαράθεση με καθιερωμένες και θεσμοθετημένες γιορτές που έχουν στον πυρήνα τους ιστορικά γεγονότα, αλλά και με τα δημόσια μνημεία που μεταφη-γούνται και τεκμηριώνουν εμμέσως πλην σαφώς τα γεγονότα και τους νικητές θεωρούμε ότι αυτά πρέπει να γίνουν αντικείμενο αποδόμησης και πολλαπλής ανάγνωσης για να αποκτήσουν αξία διαλόγου προς το παρελθόν.

Όταν αρχίσουμε να γιορτάζουμε από-ιδεολογικοποιημένες και α-ποδραματοποιημένες επετείους από την ίδια την έννοια της ιστορίας και της παράδοσης, όταν οι εθνικές επέτειοι και τα δημόσια μνημεία πάψουν να υπηρετούν μία και μόνο όψη και άποψη και συμπεριλά-βουν όλους και δεν θα αποκλείουν κανέναν, όταν πάψει η επέτειος να είναι κούφιος ρητορικός λόγος, που ποτέ δεν συμπεριέλαβε σε κανέναν πανηγυρικό τη δράση και τις συγκεκριμένες εμπειρίες των «άλλων», όταν η μνήμη, αυτή η τόσο κακοποιημένη ακόμη και από τους ιστορι-κούς, έννοια, από την οποία αντλεί και τροφοδοτείται η ιστορία, προ-σπαθεί να διασώσει το παρελθόν διαμορφώνοντας συλλογική μνήμη που απελευθερώνει και δεν υποδουλώνει, τότε η μνήμη της επετείου και ο ρόλος του δημόσιου μνημείου για τη συντήρησή της, αλλά και για τη διαρκή πολλαπλή και νέα κάθε φορά ανάγνωση θα έχει κάποιο νόημα για το παρόν και το μέλλον.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ

Ιφιγένεια Βαμβακίδου

Η συνύπαρξη του πλανητικού με το εθνικό-τοπικό στη σύγχρονη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης συνθέτει μια δυναμική, διαλε-κτική λογική με αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας και τη διαμόρφωση αντίρροπων τάσεων σ’ έναν κόσμο «όπου δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε μια ιστορία-τη δική μας ιστορί-α, φωνάζοντας πιο δυνατά ή φιμώνοντας όσους τραγουδούν ένα τρα-γούδι διαφορετικό από το δικό μας»1.

Το αξιακό υπόβαθρο, οι σκοποί, το γνωστικό και ιδεολογικό περι-εχόμενο, οι διδακτικές πρακτικές του μαθήματος της ιστορίας ασκούν σημαντικό ρόλο στην εγγραφή ή/και την επιβολή της φυλετικής και εθνοπολιτισμικής κοινότητας στην ατομικότητα. Η επιστημολογική, θεματολογική και μεθοδολογική πολυμέρεια που χαρακτηρίζει τη σύγ-χρονη ιστοριογραφία από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αντιπαράθεση της κοινω-νικής, συνολικής και «από τα κάτω» ιστορίας με τη νέα πολιτισμική ιστορία καθώς επίσης και στις επιδράσεις από τη γλωσσική στροφή, τον μεταδομισμό και τον «αποικισμό» του ιστορικού λόγου από την ανθρωπολογική έννοια της ταυτότητας2.

Στο πεδίο της νέας πολιτισμικής ιστορίας (υπό την επίδραση των Barthes, Foucault, Derrida, White) η ιστορία ορίζεται ως παρελθοντικό γεγονός που διαμεσολαβείται από τις γραπτές ιστορικές πηγές, ενώ ως μορφή γνώσης αποτελεί έναν ιδιαίτερο και αυτοτελή λόγο (discourse). Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στον αντίποδα των περισσότερων κρα-

1. Ν. Postman (2002). Η πυξίδα του μέλλοντος. Μετ. Κ. Μεταξά. Αθήνα: Κα-

στανιώτης, 139. 2. Μ. Poster (1997). Cultural history and postmodernity. N. York: Columbia

University Press, 3-7.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 13

τών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ζητήματα που αφορούν στο μάθημα της Ιστορίας και γενικότερα την ιστορική κουλτούρα των πο-λιτών και τον δημόσιο διάλογο για το παρελθόν. Η ιστορική επιστήμη εξακολουθεί να ποδηγετείται από την πολιτική ιδεολογία και την ε-θνική μυθολογία, έτσι ώστε να συγκροτείται επιλεκτικά το εθνικό α-φήγημα3. Σ’ αυτό το πεδίο ο ιδεολογικός ή ο παραδοσιακός ιστορικός λόγος με ψευδο-ιστορικές διαστάσεις, συγκαλύψεις και εξιδανικεύσεις του ιστορικού παρελθόντος διαμορφώνει αναγωγές επιλεγμένων όψε-ων, ηρωοποιήσεις, συμβολισμούς και ιερά ταμπού4. Η διδασκαλία του μαθήματος στις δύο πρώτες βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης προσ-διορίζεται ακόμη από ένα ενιαίο, ανελαστικό και επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα, από ένα εγχειρίδιο, από την έλλειψη εξειδίκευσης και δι-δακτικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών και από την παραδοσιακή δασκαλοκεντρική διδασκαλία.

Στην Ελλάδα η διαμάχη για το μάθημα της ιστορίας δεν επικε-ντρώθηκε στις επιστημολογικές προϋποθέσεις της ιστορικής έρευνας, αλλά στην εθνοκεντρική ανάγκη συγκρότησης ενός ενιαίου αφηγήμα-τος για το παρελθόν. Στη σημερινή ιστορική συγκυρία το μάθημα της ιστορίας μπορεί αφενός να αντιμετωπισθεί ως μέσο για την επίτευξη της πολιτισμικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης εθνοτικής, εθνικής ή πολιτισμικής ομάδας, ως μηχανισμός δηλαδή μύησης στην πολιτική θε-σμική και πολιτισμική ιστορία του έθνους, αλλά αφετέρου ως μηχανι-σμός διαμόρφωσης διανοητικών δεξιοτήτων και διδακτικών πρακτι-κών τεκμηριωμένης, ορθολογικής, ενεργητικής και κριτικής προσπέλα-σης του ιστορικού περιβάλλοντος5.

Η έρευνα στα σχολικά εγχειρίδια αποκαλύπτει ότι στη σύγχρονη εποχή παρά το γεγονός ότι η ιστορία έχει εν μέρει αντικαταστήσει τη μυθολογία, επιτελεί την ίδια λειτουργία, διότι με κέντρο το έθνος πα-

3. L. Althusser (1977). Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους.

Αθήνα Θεμέλιο. 4. Π. Λέκκας (1989). Εθνικιστική ιδεολογία και εθνική ταυτότητα: Τα Ιστορι-

κά/τ. 6ος/ 11, 313-337. Π. Λέκκας (1994). Εθνικιστική ιδεολογία παράδοση και εκ-συγχρονισμός: Σύγχρονα θέματα/50-51.

5. Γ. Κόκκινος (2003). Επιστήμη, ιδεολογία, ταυτότητα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 113 κ.ε.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 14

ράγονται νέοι μύθοι καταγωγής και γενεαλογίας6. Η ιστορική αφήγη-ση χρησιμοποιείται ως μια ηγεμονική μορφή συλλογικής μνήμης και λήθης7 και ενσωματώνεται στο λόγο των διδασκομένων με αποτέλεσμα να συγχέεται αρχικά η ιστορία με το μύθο8 και αργότερα να συρρι-κνώνεται η διεύρυνση της θεματολογίας του μαθήματος προς τις κοι-νωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές9 παραμέτρους των ιστορικών φαινομένων. Αποσιωπάται επίσης ο συγκρουσιακός χαρακτήρας τόσο των ίδιων των ιστορικών γεγονότων όσο και της ιστοριογραφικής α-νασυγκρότησής τους.

Όσον αφορά στην ιστορική μεταφήγηση, όπως αυτή παράγεται στην Τέχνη παρατηρούμε ότι στην 49η μπιενάλε της Βενετίας, «δημο-κρατική, πολύχρωμη αλλά και φλύαρη», ένας Βόσνιος στο βίντεο φτιάχνει τσάντες από ανθρώπινο δέρμα και με σακαταμένο χέρι κάνει το σήμα της νίκης10. Στις μέρες μας στην παγκόσμια αγορά τέχνης το δίδυμο των V. Dubossarsky, Al. Vinogradov από τη Ρωσία, με σπουδές σε παραδοσιακά σχολεία και βιώματα από την μετα-περεστρόικα επο-χή παράγουν «μια ακόμη ουτοπία, τοποθετημένη στο φωτεινό κομμάτι της νέας Ρωσίας» σ’ ένα μοναδικό συνταίριασμα του «φελινικού ζήλου για ζωή μ’ έναν τύπο σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Η τελευταία κατά παραγγελία εικαστική παραγωγή στους Ρώσους καλλιτέχνες για ένα πορτρέτο του Γερμανού Χ. Κολ επιβεβαιώνει την άποψη των ιστορι-κών του υλικού πολιτισμού ότι το έργο των καλλιτεχνών είναι μια μα-

6. C. Levis-Strauss (1978). Μύθος και νόημα. Mετ. Β. Αθανασόπουλος. Αθήνα:

Καρδαμίτσας, passim. 7. Κ. Τσουκαλάς (1999). Η εξουσία ως λαός και ως έθνος. Αθήνα: Θεμέλιο,

330-357. 8. Α. Ανδρέου (1995). Αναζητήσεις στο σχολικό χώρο. Σκέψεις και παρατηρή-

σεις στα κείμενα και την εικονογράφηση της μυθολογίας μέσα στο εγχειρίδιο ι-στορίας της Γ΄ ∆ημοτικού: Μακεδνόν/ 1, 91-93. Ι. Βαμβακίδου (2002). Ιστορία και καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης: Το μάθημα της ιστορίας ως μάθημα κοινωνικής ιστορίας: Μακεδνόν/ 9, 39-52. βλ. επίσης Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου, Σ. Κασίδου (2003). Ιστορία ή παραμύθι; Τα όρια της ιστορικής και μυθοπλαστικής αφήγησης στα κείμενα των μαθητών: στο Α. Ευκλείδη, Μ. Τζουριάδου, Α. Λεονταρή (επιμ.). Ψυχολογία και Εκπαίδευση, επιστημονική επετηρίδα της Ψυχολογικής Εταιρεί-ας/1. Θεσσαλονίκη: Ελληνικά Γράμματα, 273-289.

9. T. Thwaites, D. Lloyd, M. Warwick (1994). Tools for Cultural Studies: An In-troduction. South Melbourne: Macmillan, passim.

10. Ν. Ξυδάκης (2001). Όσα ψυχανεμίζεται η τέχνη: Καθημερινή 17/6/, 52.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 15

κρά κοινωνική περφόρμανς με αντικείμενό της την καταναλωτική κοι-νωνία11. Οι οπτικές εικόνες είναι πιο συχνές και πιο ενδιαφέρουσες στη λειτουργία της μνήμης, διότι η ανάμνηση και η φαντασία δεν αποσυν-δέονται στην οπτική μνήμη, αλλά συνιστούν μια κοινότητα ανάμνησης και εικόνας12.

Όπως υποστηρίζει ο Η. Μυκονιάτης, «σε κάθε στιγμή η παρουσία-ση ενός γεγονότος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το ίδιο το γεγονός, αφού οι σκέψεις και οι ενέργειες μας σχετικά μ΄ αυτό διαμορφώνονται με βάση τη συμβολική παρουσίασή του και όχι το ίδιο το συγκεκριμέ-νο συμβάν»13. Μετά τη Σχολή των Αnnales οι ιστορικοί στο πεδίο δι-εύρυνσης των ιστορικών πηγών εντοπίζουν στις καλλιτεχνικές πρωτο-πορίες του 20ού αιώνα μοντέλα τέχνης και ζωής με αντιστασιακό χα-ρακτήρα στη διάσταση ενός κοινωνικού επεμβατικά οράματος. Με μια απλοποίηση θα ήταν δυνατό να λεχθεί ότι ο όρος «νεοτερική τέχνη» αναφέρεται στην παραγωγή των ζωγραφικών συνθεμάτων που αρχίζει με τον Σεζάν και μέσω των κυβιστών διακλαδώνεται στις αναζητήσεις μετά το ∆εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στις ΗΠΑ και στη συνέχεια σ’ όλο τον κόσμο.

Η σημασία της επιλογής του δημόσιου μνημείου ως ιστορικού αντι-κειμένου δεν αφορά μόνο στο ερευνητικό πεδίο της Ιστορίας της Τέ-χνης, αλλά και της πολεοιστορίας, της τοπικής ιστορίας, της μουσεια-κής αγωγής και κυρίως της μεταφηγηματικής οπτικοποίησης της ιστο-ρίας μέσα από τα κατά παραγγελία έργα για το δημόσιο τόπο και βίο μιας πολιτείας. Το φαινόμενο της δημόσιας γλυπτικής στην πόλη της Φλώρινας παρουσιάζει ιστορικό, κοινωνιολογικό και εικαστικό – αι-σθητικό ενδιαφέρον καθώς εκδηλώνεται σε συγκεκριμένο χρονικό και τοπογεωγραφικό άξονα από Φλωριναίους και άλλους καλλιτέχνες.

Η παρουσίαση των δημόσιων γλυπτών εντάσσεται στην έρευνα για την ιστορική εικόνα και τις πολλαπλές αναγνώσεις της σύγχρονης ελ-ληνικής ιστορίας με βασικούς άξονες το «μακεδονικό» και τον εμφύλιο πόλεμο. Η ιστορική καταγραφή και ανάλυση που επιχειρούμε στηρίζε-

11. Γ. Κωνσταντάτου (2003). Dubossarsky and Vinogradov: Επενδυτής/ 31-8,

Έργα και Ημέρες, 2-3. 12. Γ. Πετρής (1975). Μακρυγιάννης και Π. Ζωγράφος, ∆οκίμιο εικονολογικό.

Αθήνα: Ηριδανός, 57-58. 13. Η. Μυκονιάτης, Το εικοσιένα στη ζωγραφική, ό.π., 125.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 16

ται στην υπόθεση εργασίας για τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσε-ων στα δημόσια μνημεία, η οποία αντλεί ερείσματα από την Ιστορία της Τέχνης, την Ιστορία της πόλης, το πεδίο των πολιτισμικών σπου-δών14 και της τοπικής ιστορίας15.

Στόχος της ιστορικής επιτόπιας έρευνας που παρουσιάζουμε είναι η καταγραφή, η ταξινόμηση και η παρουσίαση του εικαστικού έργου ως ιστορικής μαρτυρίας16, ως πολιτισμικού προϊόντος, το οποίο έχει πα-ραχθεί από τα μέσα του 20ού αιώνα μέσα σε συγκεκριμένες για την πε-ριοχή της Φλώρινας ιστορικές και πολιτικοκοινωνικές παραμέτρους. Η μεθοδολογία που ακολουθείται στην παρούσα μελέτη στηρίζεται στη δημοσιευμένη βιβλιογραφία για την τοπική ιστορία, στις παράλληλες γραπτές πηγές που καταγράφουν τα ιστορικά συμφραζόμενα παραγω-γής και έκθεσης των δημόσιων μνημείων και κυρίως στην ιστορική επι-τόπια έρευνα, στην παρατήρηση του εικαστικού υλικού και στην ανά-γνωσή του στο πεδίο της ιστορίας του βλέμματος και της κοινωνιοση-μειωτικής. Με τη κοινωνιοσημειωτική ανάλυσή των τεχνουργημάτων και σε συνεργασία με τις φοιτήτριες/τους φοιτητές των Παιδαγωγικών Τμημάτων Φλώρινας του Πανεπιστημίου ∆υτικής Μακεδονίας οδηγη-θήκαμε στην αναζήτηση της πρόσληψης των έργων στο πεδίο των πο-λιτισμικών σπουδών.

H πρότασή μας εντάσσεται στο πεδίο της κοινωνιολογίας της κουλ-τούρας17 και εστιάζεται στο ερώτημα για τη διαχείριση του μνημοτεχνι-κού γλυπτικού λόγου, που εμφανίζεται συχνότερα, ή και αυτού που α-ποσιωπάται. Τα ερωτήματα, τα οποία προκύπτουν στην προσπάθεια μι-

14. L. Grossberg, C. Nelson, P. A. Treichler (1992). Καλειδοσκόπιο-Μελέτες για

τον Πολιτισμό. Μετ. Μ. ∆ιάφα. Θεσσαλονίκη: Μάγια, 192. R. Williams (1994). Κουλτούρα και Ιστορία. Μετ. Β. Αποστολίδου. Αθήνα: Γνώση, 30-34.

15. A. Ανδρέου (2002).Από τη Γενική στην Τοπική Ιστορία ή όταν ο Κώττας αντάμωσε τους L. V. Ranke και M. Bloch, 13-23: Μακεδνόν, 9. Για τον καλλιτέχνη και το έργο που παράγει ως συνάρτηση της ιστορικής στιγμής, δηλαδή της γενικής, της τοπικής ιστορίας και της ιστορίας της τέχνης: βλ. Γ. Μουρέλος (1985). Θέματα Αισθητικής και Φιλοσοφίας της Τέχνης. Τ. Β΄. Αθήνα: Νεφέλη, 53.

16. L. Cohen, L. Manion (2000). Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας. Μετ. Χ. Μητσοπούλου, Μ. Φιλοπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 79.

17. R. Williams (1958). Culture and society. London: Chatto & Windus. (1980). Problems in Materialism and Culture. London: Verso. (1989). The politics of Mod-ernism. London: Verso.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 17

ας κοινωνικής σημειωτικής ανάγνωσης των τεχνουργημάτων μπορούν να προσανατολιστούν προς τις υποκειμενικές πλευρές της σημασιοδότησης και προς την πρακτική, αισθητική ιδεολογική χρήση τους. Το μνημειακό, όπως και το ιδεολογικό τοπίο της Φλώρινας χαρακτηρίζεται από οξύμω-ρες αντιθέσεις. Οι σταυροί του Καντιώτη είναι διάσπαρτοι σε περίοπτα σημεία της πόλης, το πλήθος των αγαλμάτων συγκροτεί σημείο συμβατι-κής τεχνοτροπίας, ενώ τα δύο έργα του Καλαμάρα απομονωμένα και περιορισμένα μάλλον στο νέο Πάρκο της Πόλης αναδεικνύουν την αντι-ηρωική εκδοχή των μνημείων που ενεργοποιεί και δεν ακινητοποιεί τη σχέση μας με το ιστορικό παρελθόν18.

Το υλικό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών και της σημειωτικής ανάλυσης της εικόνας. Οι πολιτισμικές σπουδές δεν ταυτίζονται με μια συγκεκριμένη εθνική παράδοση, αλλά αποτελούν διεπιστημονική κατεύθυνση με στόχο τη μελέτη των πολιτι-σμικών πρακτικών, οι οποίες εμπλέκονται με σχέσεις ισχύος της ηγεμο-νικής κουλτούρας19. Προσεγγίζουμε τα δείγματα ως προϊόντα της ηγε-μονικής, επίσημης εθνικής και υλικής παραγωγής. Στα περισσότερα από αυτά τα έργα αναγνωρίζεται και αναγιγνώσκεται η εθνική ιδεο-λογία και η μονομερής αφήγηση της ιστορίας.

18. Ο Ροντέν πρώτος στο μνημείο για τον Balzac εισήγαγε την πρόταση του

μοντερνισμού απέναντι στην ακαδημαϊκή δημόσια γλυπτική: βλ. Σ. Τσιάρα (2004). Τοπία της εθνικής μνήμης, ιστορίες της Μακεδονίας γραμμένες σε μάρμαρο. Αθή-να: Κλειδάριθμος,177.

19. βλ: L. Grossberg, C. Nelson, P.A. Treichler (1992). Καλειδοσκόπιο-Μελέτες για τον Πολιτισμό. Μετ. Μ. ∆ιάφα. Θεσσαλονίκη: Μάγια, 192. R. Williams (1994). Κουλτούρα και Ιστορία. Μετ. Β. Αποστολίδου. Αθήνα: Γνώση, 30-34 . T. Thwaites, L. Davis, W. Mules (1994). Tools for cultural studies. Macmillan education Australia PTY Ltd. Για τη σημειωτική ως αναστοχαστικό διάλογο με τον κόσμο των σημα-σιών που ταυτόχρονα παράγουμε και μας παράγουν: βλ. Γ. Πασχαλίδης (2001). Σημείων Αγωγή / Σημεία Αγωγής, 15-22 στο: Σ. Καμαρούδης., Ε. Χοντολίδου (ε-πιμ). Σημειωτική και Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 19.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΘΕΩΡΙΑ

Ι. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ∆ΗΜΟΣΙΟ ΜΝΗΜΕΙΟ: ΑΡΜΟ∆ΙΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΓΕΙΤΟΝΑΣ ΄Ή ΤΟ ΠΡΩΤΟ ∆ΗΜΟΣΙΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ «∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Το επεισόδιο

Τη χρονιά του 527 π.Χ. ο τύραννος Πεισίστρατος απεβίωσε από φυ-σικό θάνατο και η εξουσία πέρασε χωρίς προβλήματα στους δυο γιους του Ιππία και Ίππαρχο. Το 514 π. Χ. κατά τη διάρκεια του εορτασμού των Μεγάλων Παναθηναίων δολοφονείται ο Αθηναίος Ίππαρχος, α-δελφός του τυράννου Ιππία, από τους δύο φίλους (ερωτικό ζευγάρι) τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα που κατάγονταν από το αριστοκρατι-κό γένος των Γεφυραίων. Το συμβάν αυτό αποτέλεσε αντικείμενο ιστο-ρικής, αρχαιολογικής, φιλολογικής, πολιτικής συζήτησης και διερεύνη-σης. Τα κίνητρα που οδήγησαν τους δύο τυραννοκτόνους ήταν περισσό-τερο προσωπικά και δεν σχετίζονταν με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις των αντιπολιτευόμενων παρατάξεων. Ακόμη κι όταν ο Ίππαρχος δολο-φονήθηκε για προσωπικούς λόγους και εξαιτίας του γεγονότος αυτού η εξουσία του Ιππία έγινε πιο σκληρή, έτσι που εξορίστηκαν π.χ. οι Αλ-κμεωνίδες, η τυραννίδα δεν καταλύθηκε από το εσωτερικό, αλλά από τους Σπαρτιάτες. Αυτοί, υπό την ηγεσία του αυταρχικού βασιλιά Κλεο-μένη θέλησαν για να επεκτείνουν το πεδίο επιρροής τους προς βορρά, να εγκαταστήσουν και στην Αθήνα την ολιγαρχία. Έδιωξαν τον τύραννο Ιππία, ο οποίος έφυγε εξόριστος στην Περσία, αλλά δεν πέτυχαν τον πραγματικό τους στόχο. Ο υποψήφιός τους για την εξουσία, ο Ισαγόρας, ηττήθηκε σε έναν εσωτερικό αγώνα ισχύος από τον Αλκμεωνίδη Κλει-σθένη, ο οποίος επέστρεψε από την εξορία και μπορούσε να βασίζεται στην υποστήριξη μεγάλου μέρους του λαού.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 20

Οι πηγές1

Ηρόδοτος 6, 123

«Ούτε αυτός επαναλαμβάνω δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τους Αλκμεωνίδες σε μίσος για το απολυταρχικό καθεστώς˙ συνεπώς η κα-τηγορία ότι έδωσαν το σύνθημα στους Πέρσες σηκώνοντας την ασπίδα είναι απλή συκοφαντία και ομολογώ ότι με εκπλήσσει. Πρόκειται για άνδρες που έμειναν εξόριστοι από την Αθήνα σε όλο το διάστημα της τυραννίας2- κι ήταν αυτοί που σκέφτηκαν το σχέδιο που ανέτρεψε τους Πεισιστρατίδες από την εξουσία. Πράγματι, προσωπικά πιστεύω ότι περισσότερο οι Αλκμεωνίδες παρά ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτο-νας ήταν αυτοί που ελευθέρωσαν την Αθήνα˙ γιατί οι δυο τελευταίοι, δολοφονώντας τον Ίππαρχο, το μόνο που κατάφεραν ήταν να εξωθή-σουν στα άκρα τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας, χωρίς να καταφέ-ρουν να βάλουν φραγμό στην εξουσία τους, ενώ οι Αλκμεωνίδες έφε-ραν, χωρίς αμφιβολία, την οριστική απελευθέρωση- με την προϋπόθε-ση ότι αυτά που έγραψα νωρίτερα, ότι δηλαδή αυτοί δωροδόκησαν την Πυθία να λέει στους Σπαρτιάτες πως έπρεπε να απαλλάξουν την Αθήνα από την τυραννία, αληθεύουν».

Ο Θουκυδίδης, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο διασώζει δύο περι-γραφές της πράξης, μια σύντομη στο πρώτο βιβλίο και μια εκτενέστερη στο έκτο. Παρά το γεγονός, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τη δομή και τη διάρθρωση του έργου ότι δεν είχε λόγους να περιγράψει το πα-ραπάνω συμβάν, ωστόσο αναφέρεται στο ζήτημα της κατάλυσης της τυραννίδας δυο φορές. Στο προοίμιο, όπου αναπτύσσει τη λεγόμενη μεθοδολογία, τις αρχές δηλαδή που ακολούθησε ο ιστορικός, αλλά και στο εικοστό κεφάλαιο, όπου περιγράφει το γεγονός της τυραννοκτο-νίας, ασκώντας κριτική στους σύγχρονούς του, οι οποίοι με μεγάλη ευ-κολία και χωρίς έλεγχο αποδέχονται την προφορική παράδοση.

Ως παράδειγμα ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το παραπάνω επεισό-διο:

1. Χρησιμοποιήθηκαν οι εκδόσεις Oxford Classical Text και οι μεταφράσεις

της σειράς του Κάκτου «Οι Έλληνες». 2. Σφάλλει κατά πάσα πιθανότητα.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 21

Θουκυδίδης, 2, 20

«Αυτά είναι όσα μπόρεσα να εξακριβώσω για τα αρχαιότερα χρό-νια. Είναι δύσκολο, όμως, να δώσει κανείς πίστη σε όλες τις πληροφο-ρίες, γιατί οι άνθρωποι, όταν πρόκειται ακόμα και για τη δική τους πατρίδα, δέχονται αβασάνιστα τα όσα ακούνε για το παρελθόν. Οι περισσότεροι Αθηναίοι πιστεύουν ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων σκότωσαν τον Ίππαρχο3 όταν ήταν τύραννος και δεν ξέρουν ότι τύ-ραννος ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Πεισιστράτου, ο Ιππίας4. Ο Ίπ-παρχος και ο Θεσσαλός ήσαν αδελφοί του, αλλά την ημέρα του φόνου, την τελευταία στιγμή, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων υποπτεύθηκαν ότι κάποιος από τους συνωμότες είχε ειδοποιήσει τον Ιππία και δεν ε-πιχείρησαν τίποτε εναντίον του. Θέλοντας, όμως, προτού συλληφθούν και αφού κινδύνευαν, να κάνουν κάτι το άξιο, βρήκαν τον Ίππαρχο στο Λεωκόρειον, όπου ετοίμαζε την πομπή των Παναθηναίων, και τον σκότωσαν (…)».

Σε αντίθεση με τη σύντομη αυτή πρώτη περιγραφή, επανέρχεται ο Θουκυδίδης στο έκτο βιβλίο, όπου καταθέτει μια εκτενέστατη περι-γραφή του γεγονότος και κάνει λόγο για τα κίνητρα που οδήγησαν σε αυτήν.

Θουκυδίδης 6,53

«(…) Ο λαός ήξερε από την παράδοση ότι η τυραννίδα του Πεισι-στράτου και των γιων του είχε γίνει σκληρή προς το τέλος της και ότι δεν είχε ανατραπεί από τους Αθηναίους και τον Αρμόδιο, αλλά από τους Λακεδαιμονίους. Γι’ αυτό και ο λαός ζούσε σε διαρκή φόβο και υποπτευόταν τα πάντα».

3. Βλ. K. Beloch (1920). Hipparchos und Themistokles: Hermes LV. 311, όπου σε

αντίθεση με το Θουκυδίδη υποστηρίζεται ότι ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε ως τύ-ραννος.

4. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Αριστοτέλης: Αθηναίων Πολιτεία/18, όπου σημειώνει (…) Ο Ιππίας, που ήταν μεγαλύτερος και ενδιαφερόταν για την πολιτική και ήταν πιο λογικός, ανέλαβε επικεφαλής του καθεστώτος. Την άποψή όμως αυτή την ανατρέπει στο έργο του Ρητορική II,1411b, όπου σημειώνει (…) διότι ο έρωτας του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα ανέτρεψε τον Τύραννο Ίπ-παρχο.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 22

Θουκυδίδης 6,54

«.... Στην πραγματικότητα το τόλμημα του Αριστογείτονος και του Αρμοδίου είχε αιτία μια ερωτική περιπέτεια, την οποίαν θα ιστορήσω με λεπτομέρεια για ν’ αποδείξω ότι, ούτε οι άλλοι Έλληνες5, ούτε οι Αθη-ναίοι λένε αλήθεια όταν διηγούνται τα των τυράννων τους και ειδικότε-ρα το γεγονός αυτό. Όταν ο Πεισίστρατος, γέρος, πέθανε τύραννος, δεν τον διαδέχτηκε ο Ίππαρχος, όπως το νομίζουν οι πολλοί, αλλά πήρε την εξουσία ο Ιππίας, ως πρωτότοκος. Ο Αρμόδιος ήταν, τότε, ωραιότατος, στον ανθό της νιότης και ο Αριστογείτων, πολίτης της μέσης τάξης, τον ερωτεύτηκε και ζούσε μαζί του. Ο Ίππαρχος του Πεισιστράτου, έκανε ερωτικές προτάσεις στον Αρμόδιο, ο οποίος τον απέκρουσε και το είπε στον Αριστογείτονα που αγανάκτησε απ’ το ερωτικό του πάθος. Φοβή-θηκε μήπως ο Ίππαρχος, με τη δύναμή του πάρει τον Αρμόδιο με τη βία και άρχισε αμέσως να συνωμοτεί για να ανατρέψει την τυραννίδα, χρη-σιμοποιώντας την επιρροή που είχε. Ο Ίππαρχος προσπάθησε πάλι να προσελκύσει τον Αρμόδιο και πάλι απέτυχε, αλλά δεν είχε κανένα σκο-πό να μεταχειριστεί βία, αναζητούσε, όμως, τρόπο να τον εξευτελίσει χωρίς να φανεί ότι ήταν για αυτήν την αιτία. Άλλωστε δεν ασκούσε σκληρά την εξουσία του επάνω στον λαό και φρόντιζε να μην προκαλεί το φθόνο.6 Οι τύραννοι αυτοί, έδειξαν για πολύν καιρό, και αρετή και σύνεση7. ∆εν εισέπρατταν περισσότερο από το ένα εικοστό από τα προ-ϊόντα της γης, και όμως κόσμησαν την Αθήνα με ωραία οικοδομήματα, έκαναν επιτυχείς πολέμους και οργάνωναν θυσίες στους ναούς. Γενικά η πολιτεία χρησιμοποιούσε τους παλιούς θεσμούς, μόνο που οι τύραννοι φρόντιζαν να είναι πάντα ένας από την οικογένειά τους μεταξύ των αρ-χόντων.

Πολλοί άσκησαν έτσι την εξουσία του ετησίου άρχοντα και ιδιαί-τερα ο Πεισίστρατος, γιος του τυράννου Ιππία, που είχε το όνομα του παππού του. Ίδρυσε τον βωμό των ∆ώδεκα Θεών στην αγορά όταν

5. Σύμφωνα με τον Jacoby ο Θουκυδίδης αναφέρεται στον Μυτιληναίο ιστο-

ριογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Ελλάνικο. F. Jacoby (1949). Atthis, The local chroni-cles of ancient Athens. Oxford, 152 κ.ε.

6. Με την άποψη αυτή του Θουκυδίδη δεν συμφωνεί ο ∆ιόδωρος X/17, ο ο-ποίος αναφέρει ότι οι δε άλλοι Ίππαρχος και Ιππίας και χαλεποί καθεστώτες ετυ-ράννουν της πόλεως πολλά δε παρανομούντες εις τους Αθηναίους και τινος μει-ρακίου διαφόρου την όψιν Ίππαρχος ερασθείς.

7. J. T. Hocker (1974). Χάρις and Αρετή in Thucydides: Hermes,102, 164-169.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 23

ήταν άρχων και τον βωμό του Απόλλωνος στο Πύθιο. Στον βωμό της αγοράς, όταν αργότερα τον μεγάλωσαν με πρόσθετα κτίσματα, οι Α-θηναίοι έσβησαν την αφιερωματική επιγραφή.

Ωστόσο στον βωμό του Πυθίου ακόμα και σήμερα φαίνεται η επι-γραφή με μισοσβησμένα γράμματα, η οποία λέει τα εξής: Ο γιος του Ιππία Πεισίστρατος αφιέρωσε στον ναό του Απόλλωνα το μνημείο τούτο της εξουσίας του».

Θουκυδίδης 6, 55

«.... Ο Ιππίας ήταν ο πρωτότοκος γιος του Πεισιστράτου και πήρε την εξουσία το υποστηρίζω, επειδή το ξέρω από την προφορική παρά-δοση καλύτερα από άλλους, αλλά μπορεί κανείς να το συμπεράνει και από τα ακόλουθα. Από όλους τους γνήσιους αδελφούς του, ήταν ο μό-νος που είχε παιδιά, όπως προκύπτει και από την επιγραφή του βωμού και από την στήλη που στήθηκε στην Ακρόπολη για τις παρανομίες των τυράννων, όπου δεν αναφέρεται κανένας γιος ούτε του Θεσσαλού ούτε του Ιππάρχου, ενώ αναφέρονται πέντε γιοί του Ιππία που τους γέννησε η Μυρσίνη του Καλλίου, γιου του Υπεροχίδου. Ήταν φυσικό ο πρωτότοκος να παντρευτεί πρώτος.

Στην ίδια στήλη το όνομά του είναι γραμμένο πρώτο μετά το όνο-μα του πατέρα του και αυτό είναι φυσικό αφού ήταν ο μεγαλύτερος μετά από αυτόν και είχε ασκήσει την εξουσία. Αλλά και δε μου φαίνε-ται ότι ο Ιππίας θα μπορούσε να πάρει αμέσως και εύκολα την εξουσί-α, αν ο Ίππαρχος είχε πεθάνει, ενώ ήταν τύραννος και έπρεπε να τον αντικαταστήσει την ίδια μέρα. Αλλά επειδή οι πολίτες τον είχαν συνη-θίσει στην εξουσία και τον φοβόταν και οι σωματοφύλακές του ήταν πιστοί, μπόρεσε εύκολα να συγκρατηθεί στην εξουσία χωρίς να συνα-ντήσει τις δυσκολίες που θα είχε ο νεότερος αδελφός, ο οποίος δεν θα είχε εξοικειωθεί με την εξουσία, ασκώντας την αδιάκοπα. Συνέβηκε με τον Ίππαρχο να γίνει ξακουστός για το πάθημά του και αργότερα ε-ξαιτίας του να φημιστεί για τύραννος».

Θουκυδίδης 6, 56

«Επειδή, λοιπόν, ο Αρμόδιος είχε αποκρούσει τις προτάσεις του, ο Ίππαρχος τον εξευτέλισε, όπως το είχε σκοπό. Κάλεσαν την αδελφή του, μια νέα παρθένα, να πάει να κρατήσει ένα καλάθι σε μια πομπή

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 24

και μετά την έδιωξαν λέγοντάς της ότι δεν την είχαν ποτέ καλέσει, γιατί δεν ήταν άξια για τέτοια τιμή8. Ο Αρμόδιος το πήρε πολύ άσκη-μα και εξαιτίας του ο Αριστογείτων ένιωθε ακόμα μεγαλύτερη αγανά-κτηση. Συνεννοήθηκαν με όλους όσους επρόκειτο να βοηθήσουν και περίμεναν τα Μεγάλα Παναθήναια, μόνη μέρα κατά την οποία οι πο-λίτες, οι οποίοι θα σχημάτιζαν την πομπή, μπορούσαν να συγκεντρω-θούν ένοπλοι χωρίς να κινήσουν υποψίες. Επρόκειτο να χτυπήσουν πρώτοι οι δυο τους και οι άλλοι να τους βοηθήσουν εναντίον της σω-ματοφυλακής. Για περισσότερη ασφάλεια οι συνωμότες δεν ήσαν πολ-λοί, γιατί ήλπιζαν ότι, όσο λίγοι και αν ήσαν, οι άλλοι πολίτες που δεν ήξεραν τίποτε, θα ήθελαν πρόθυμα, έχοντας όπλα, να βοηθήσουν για την ίδια την απελευθέρωσή τους».

Θουκυδίδης 6,57

«Όταν ήρθε η μέρα της γιορτής ο Ιππίας, έχοντας τους σωματοφύ-λακές του, ήταν έξω από την πόλη, στο μέρος που λέγεται Κεραμεικός και κανόνιζε πως θα πορευόταν η κάθε ομάδα στην πομπή. Ο Αρμόδι-ος και ο Αριστογείτων με τα κοντοσπάθια τους προχωρούσαν κιόλας για να χτυπήσουν. Αλλά καθώς είδαν έναν από τους συνωμότες να μι-λάει με οικειότητα στον Ιππία (τον οποίο μπορούσε εύκολα να πλη-σιάσει οποιοσδήποτε), φοβήθηκαν και νόμισαν ότι τους είχαν κατα-δώσει, και ότι θα τους έπιαναν εκείνη την ώρα. Θέλοντας, όμως, να προλάβουν να εκδικηθούν τον άνθρωπο που τους είχε προσβάλει και για τον οποίο τα ριψοκινδύνευαν όλα αυτά, έτρεξαν όπως ήσαν μέσα στην πολιτεία και βρήκαν τον Ίππαρχο κοντά στο λεγόμενο Λεωκό-ρειον και, χωρίς να σκεφτούν άλλο τίποτε, έπεσαν επάνω του. Τυφλω-μένοι από το πάθος τους, ο ένας από την ερωτική του ζήλια, ο άλλος από την προσβολή που του είχε γίνει, τον χτύπησαν και τον σκότω-σαν. Ο Αριστογείτων, μέσα στην σύγχυση του όχλου που μαζεύτηκε, κατόρθωσε εκείνη τη στιγμή να ξεφύγει απ’ τους σωματοφύλακες. Αρ-γότερα τον έπιασαν και τον θανάτωσαν με σκληρό τρόπο. Τον Αρμό-διο τον σκότωσαν επί τόπου».

8. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 18/ 2 δεν ήταν ο Ίππαρ-

χος αυτός ο οποίος απέπεμψε την αδελφή του Αρμοδίου, αλλά ο αδελφός του Θεσσαλός, ο οποίος με βάση τις αναφορές του Αριστοτέλη προσπαθούσε να προ-σελκύσει τον Αρμόδιο.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 25

Θουκυδίδης 6, 58

«Μόλις πληροφόρησαν τον Ιππία στον Κεραμεικό, δεν έτρεξε στον τόπο όπου είχε γίνει το έγκλημα, αλλά στο μέρος όπου ήσαν συγκε-ντρωμένοι οι ένοπλοι που θα έπαιρναν μέρος στην πομπή, προτού μπορέσουν να καταλάβουν τίποτε-γιατί ήσαν κάπως μακριά- και, δί-νοντας στο πρόσωπό του μια έκφραση που δεν μαρτυρούσε τίποτε από την συμφορά διέταξε να συγκεντρωθούν χωρίς τα όπλα, σ’ ένα μέρος που τους έδειξε. Πήγαν εκεί νομίζοντας ότι κάτι θα τους πει, αλ-λά ο Ιππίας είπε στους σωματοφύλακές του να μαζέψουν τα όπλα και άρχισε αμέσως να ξεχωρίζει όσους υποπτευόταν και όσους βρέθηκαν με κοντοσπάθι, γιατί στις πομπές είχαν συνήθεια να παίρνουν μόνο ασπίδα και κοντάρι».

Θουκυδίδης 6, 59

«Έτσι, λοιπόν, η αιτία της συνωμοσίας του Αρμοδίου και του Αρι-στογείτονος ήταν το ερωτικό πάθος που τους έσπρωξε, από ξαφνικό φόβο, στην τολμηρή τους πράξη. Μετά από αυτό η εξουσία των τυ-ράννων έγινε πιο σκληρή για τους Αθηναίους και ο Ιππίας, που φοβό-ταν πια πολύ περισσότερο, σκότωνε πολλούς πολίτες και ταυτόχρονα έψαχνε να βρει ασφαλισμένο καταφύγιο στο εξωτερικό, για την περί-πτωση που θα γινόταν επανάσταση. Μετά απ’ αυτά, ο Ιππίας, ο Αθη-ναίος, έδωσε την κόρη του Αρχιδίκη στον Λαμψακηνό Αιαντίδη, γιο του Ιππόκλου, τυράννου της Λαμψάκου, γιατί ήξερε ότι είχε μεγάλη επιρροή στον βασιλέα ∆αρείο.

Στον τάφο της Αρχιδίκης που είναι στην Λάμψακο, υπάρχει η ακό-λουθη επιγραφή: το χώμα αυτό σκεπάζει την Αρχιδίκη, κόρη του Ιππί-α, που ήταν από τους πιο ξακουστούς Έλληνες της εποχής του. Ήταν κόρη, γυναίκα, αδελφή και μητέρα τυράννων, αλλά δεν άφησε να πα-ρασυρθεί το πνεύμα της από την υπεροψία. Ο Ιππίας κυβέρνησε τους Αθηναίους τρία ακόμα χρόνια και τον τέταρτο τον ανέτρεψαν οι Λα-κεδαιμόνιοι και οι εξόριστοι Αλκμεωνίδες. Έφυγε, μετά από συμφωνί-α, στο Σίγειο και μετά πήγε κοντά στους Αιαντίδες στην Λάμψακο. Από εκεί πήγε στον βασιλέα ∆αρείο από όπου, είκοσι χρόνια αργότε-ρα, γέρος πια, ακολούθησε τους Μήδους στον Μαραθώνα».

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 26

Η Αθήνα στήνει το πρώτο δημόσιο, πολιτικό μνημείο

Το μνημείο για το ιστορικό επεισόδιο- η δεύτερη αφήγηση, το μεταφήγημα

Αμέσως μετά την κατάλυση της τυραννίδας του Ιππία στην Αθήνα, η οποία συντελέστηκε με την ισχυρή βοήθεια των Σπαρτιατών με αρχηγό το βασιλιά Κλεομένη τον Α΄, τον οποίο κάλεσαν προς υποστήριξη οι Αλκμεωνίδες, συμφώνησαν οι Αθηναίοι να τιμήσουν με υψηλές τιμές τους δύο «τυραννοκτόνους» τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Οι δυο φίλοι είχαν δολοφονήσει τη χρονιά του 514 π. Χ. τον Ίππαρχο, τον αδερφό του Ιππία, και αμέσως μετά σκοτώνεται ο Αρμόδιος, ο νεότερος από τους δυο φίλους, από την προσωπική φρουρά του Ίππαρχου, ενώ ο Αριστογείτων κατάφερε αρχικά να ξεφύγει, για να συλληφθεί αργότερα και να εκτελεσθεί από τους ανθρώπους του Ιππία. Μετά από αυτό το γεγονός, η διακυβέρνηση που ασκείται από τον Ιππία για τα τέσσερα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 510 π. Χ., ήταν σκληρή και απάνθρωπη, έτσι που η πράξη των δυο φίλων να αναγιγνώσκεται-ερμηνεύεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 6ου π. Χ. αιώνα πολλαπλώς, όπως εντοπίζουμε στις παραπάνω αναφορές του Ηροδότου και του Θουκυδίδη.

Η ανύψωση του ερωτικού αυτού ζεύγους σε ήρωες της ελευθερίας και σε πρωταίτιους για τις απαρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, δεί-χνει πόσο μακριά απείχε η αυτοπαρουσίαση της Αθήνας, ήδη κατά τα πρώτα χρόνια της αθηναϊκής δημοκρατίας, από την ιστορική πραγμα-τικότητα. Τα σώστρα για την κατάλυση της αθηναϊκής τυραννίδος ανήκαν σε πρώτη μοίρα στους Σπαρτιάτες και το βασιλιά τους Κλεομένη Α΄ κα-θώς και στο κραταιό γένος της οικογενείας των Αλκμεωνίδων. Ωστόσο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τιμήσει την ίδρυση και τις απαρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας με έναν Σπαρτιάτη, και μάλλον δεν θα ή-ταν επιθυμητή η εκ νέου ενδυνάμωση της οικογενείας των Αλκμεωνί-δων. Για τους λόγους αυτούς φαίνεται να βολεύει η επιλογή των δυο νέων, οι οποίοι προέρχονται από λιγότερο σημαντική οικογένεια (του γένους των Γεφυραίων) με στόχο να ενσαρκώσουν και μέσα από ανα-παραστατικές εικόνες (αγάλματα) τους πρώτους αγωνιστές για την ε-λευθερία και τη δημοκρατία.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 27

Εικόνα 1. Αρμόδιος και Αριστογείτωνας, Αρχαιολογικό Μουσείο Napoli Ιταλίας9.

9. Antikensammlung Berlin Staatlichte Museen Preußischer Kulturbesitz (2002).

Die Griechische Klassik. Idee oder Wirklichkeit, Verlag Philipp von Zabern-Mainz, 239.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 28

Παρά το γεγονός ότι δεν επέφεραν αξιομνημόνευτη πολιτική αλ-λαγή οι δυο φίλοι, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων αποτέλεσαν υλικό για μυθοποίηση, ή για το πρώτο πολιτικό ιδεολόγημα: «χάρη σε αυ-τούς τους δυο απελευθερώθηκε η Αθήνα από την τυραννία και εγκαθι-δρύθηκε στην πόλη τους η ∆ημοκρατία».

Για το λόγο αυτό έστησαν οι Αθηναίοι καταμεσής της Αγοράς (με-ταξύ του 510 και του 500 π.Χ.) δυο μπρούντζινα αγάλματα φτιαγμένα από το χέρι του γλύπτη Αντήνορα. Το πρώτο αυτό μνημείο λεηλατή-θηκε και μεταφέρθηκε στην Ασία από τους Πέρσες τη χρονιά του 480 π.Χ. όταν αυτοί κατέλαβαν και κατάστρεψαν την Αθήνα. Το μνημείο επαναφέρεται στην Αθήνα από τους διαδόχους του Αλέξανδρου κατά τον 3ο π. Χ. αιώνα.10

Το 477/6 π. Χ. οι Αθηναίοι έστησαν στην Αγορά ένα νέο χάλκινο σύμπλεγμα, το οποίο φιλοτέχνησαν οι γλύπτες Κριτίος και Νησιώτης. Για τη μορφή του πρώτου συμπλέγματος, το οποίο είχε φιλοτεχνηθεί από τον γλύπτη της ύστερης αρχαϊκής εποχής δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Ωστόσο γνωρίζοντας τις συμβάσεις τις αρχαϊκής τέχνης, μπο-ρούμε να εικάσουμε πως το πρώτο σύμπλεγμα θα ακολουθούσε την ει-κονογραφία των Κούρων της τελευταίας δεκαετίας του 6ου π. Χ. αιώ-να. Αντίθετα, από το δεύτερο σύμπλεγμα έχουν σωθεί πολλές και ποι-κίλες αναπαραστάσεις (απεικονίσεις σε αγγεία11, νομίσματα μαρμάρι-να ανάγλυφα), με σημαντικότερη αυτήν που σώζεται στο Αρχαιολογι-κό Μουσείο της Νεάπολης και η οποία αποτέλεσε το παράδειγμα δη-μιουργίας σύγχρονου εικαστικού υλικού με πολιτικά ιδεολογήματα.

Μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο το μνημείο αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα δημόσια μνημεία της Αθήνας. Ο χώρος στον οποίο έ-στεκε το μνημείο, η Αγορά, ήταν δια νόμου προστατευόμενος και δεν επιτρεπόταν η ανέγερση άλλων μνημείων, όπως αυτό επιβεβαιώνεται

10. B. Fehr (1984). Die Tyrannentőter. Oder kann man der Demokratie ein

Denkmal setzen; Φρανκφούρτη: Fischer, 6 κ .έ 11. Για παράδειγμα, ένας ερυθρόμορφος στάμνος στο Wuerzburg της Γερμανί-

ας, σύγκρ. M. Hirsch (1926). Die athenischen Tyrannenmoerder in Geschichts-chreibung und Volkslegende: Klio/20, 129 κ .έ. Επίσης ανάγλυφη παράσταση από έναν μαρμάρινο θρόνο του 3ου π. Χ. αιώνα από την Αθήνα, σύγκρ. Fr. Koepp (1902). Harmodios und Aristogeiton, ein Kapitel griechischer Geschichte in Dich-tung und Kunst: Jahrbuch fuer Klassisches Altertum/ 9, 609-634

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 29

από τα κείμενα δύο πρώιμων ελληνιστικών επιγραφών12. Η απαγόρευση αυτή παραβιάσθηκε δύο φορές, μία τη χρονιά του

307/6 π. Χ. όταν στήθηκαν τα έφιππα επίχρυσα αγάλματα των Μακεδό-νων «Σωτήρων» Αντίγονου του Μονόφθαλμου και ∆ημήτριου του Πο-λιορκητή δίπλα στο σύμπλεγμα των «Τυραννοκτόνων» και μια δεύτερη όταν τη χρονιά του 42 π.Χ. στήθηκαν τα αγάλματα των νέων «τυραννο-κτόνων» Βρούτου και Κασίου, των δολοφόνων του Καίσαρα.

Ωστόσο, η διάρκεια παραμονής των παραπάνω μνημείων δίπλα στο σύμπλεγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα ήταν μικρή. Έ-τσι όταν άλλαξε η πολιτική κατάσταση γύρω στο 200 π.Χ. πρέπει να απομακρύνθηκαν οι Μακεδόνες «Σωτήρες» και το αργότερο το 31 π.Χ. μετά τη μάχη στο Άκτιο οι δολοφόνοι του Καίσαρα.

Ο τύπος αυτός της αναπαράστασης, ο οποίος κυριάρχησε σ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, χρησιμοποιήθηκε και κατά τη σύγχρονη ε-ποχή μετά την αποκάλυψή του κατά τον 19ο αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε ως συμβολικός τύπος τόσο από τους εθνικοσοσιαλιστές (ναζί) όσο και από τους σοβιετικούς κομμουνιστές στη Ρωσία, εκφράζοντας κάθε φο-ρά διαφορετική ιδεολογία και προσδίδοντας διαφορετικές σημασίες (εικ. 2, 3)13. Τα μνημεία που τιμούν το βίαιο θάνατο σε κάθε εποχή συ-ντηρούν ένα μέσο ταυτοποίησης τόσο για τους αναπαριστάμενους, αλλά και για τους θεατές των μνημείων. Οι πρώτοι «ταυτίζονται με τους ήρωες, τους μάρτυρες, τα θύματα, τους νικητές, τους φύλακες, τους κατόχους της τιμής, της πίστης, της δόξας, του καθήκοντος, της νομιμότητας, τους προστάτες της πατρικής γης, της ανθρωπότητας, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας….», ενώ οι θεατές ταυτίζονται με την «προσφορά αυτής της ταυτότητας». Στο πεδίο αυτό ο R. Koselleck υ-ποστηρίζει ότι συνειδητά ή όχι τα μνημεία για τον πόλεμο αποτελούν μνημεία θανάτου και οι ζωντανοί αισθάνονται υποχρεωμένοι απένα-ντι στο θάνατο. Τα μνημεία αυτά ανακαλούν τις μνήμες των ιστορικών γεγονότων, των μαχών, της σύγκρουσης, τη βία του πολέμου, αλλά προσφέρουν και ένα είδος απονομής δικαιοσύνης όπως αυτή ορίζεται κάθε φορά από τους νικητές και όχι από τους εκλιπόντες. Τα μνημεία

12. R. Krumeich (2002). Ρortraets und Historienbilder der klassischen Zeit: Die

griechische Klassik. Idee oder Wirklichkeit, Verlag Philipp von Zabern-Mainz. 13. M. B. Fehr, ό.π., 54 κ.ε.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 30

πολέμου λειτουργούν σε μια διπλή διαδικασία ανάκλησης των συγκε-κριμένων θανάτων, αλλά και στη διαδικασία ανάγνωσης του οπτικού σημείου. Στην ιστορία των μνημείων εμπλέκονται οι άνθρωποι που αναπαρίστανται σ’ αυτά, αυτοί που τα παραγγέλνουν, που τα κατα-σκευάζουν, αλλά και οι θεατές, ενώ οι ταυτότητες που ορίζονται κάθε φορά από τις πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές χάνονται στο χρόνο και στην απόσταση από τα γεγονότα. Η σημασία που δίνεται κάθε φορά από τους θεατές εξαρτάται από τη συγκυρία της θέασης, ενώ η μόνη ταυτότητα που φαίνεται ότι διαρκεί στο χρόνο είναι αυτή του θανάτου14.

Εικόνα 2. σκαρίφημα που κοσμούσε το έντυπο προγράμματος για τη μεγάλη παρέλαση του Μονάχου το 193715

14. R. Koselleck (2002). The Practice of Conceptual History, timing history,

spacing concepts. Transl. T. S. Presner and others. California: Stanford, 287-289, 308-309.

15 W. Hartmann (1976). Der historische Festzug. Munchen, 282. B. Fehr, ibidem, 64.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 31

Εικόνα 3. Εργάτης και αγρότισσα σε κολχόζ, σύμπλεγμα του W.I. Muchina στην παγκόσμια έκθεση Παρισιού 1937, σήμερα στη Μόσχα16

16. B. Fehr, ibidem, 61.

ΙΙ. ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ (19ος-20ός ΑΙΩΝΑΣ)

Η συντριπτική πλειοψηφία έχει συνδέσει τους όρους τέχνη και καλλιτέχνης με το λειτούργημα να δημιουργείς αισθητική και ομορφιά, να παρουσιάζεις το περιβάλλον και τις πόλεις πιο ανθρώπινα, πιο ω-ραία17. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια επιστημονική ενασχόληση με την τέχνη του αιώνα μας ως αποτέλεσμα της επανεξέ-τασης του υλικού από τον 19ο αιώνα στο βαθμό που αναζητούμε τις αυτόνομες μορφές τέχνης, όπως τον ιστορισμό, τη ζωγραφική ιστορι-κών θεμάτων, τη δημόσια εθνική τέχνη, όπως αυτή αναπτύσσεται στην Ευρώπη από τον 19ο αιώνα18.

17. H. Belting, H. Dilly, W. Kemp, W. Sauerlander, M. Warnke (1995). Εισαγωγή

στην Ιστορία της Τέχνης. Μετ. Λ. Γυιόκα. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 19. 18. Η έννοια της ιστορικής ζωγραφικής ανάγεται στην αναπαράσταση βιβλι-

κών ή μυθολογικών συμβάντων και διευρύνθηκε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα στον ευρωπαϊκό χώρο προσδίδοντας στα έργα τέχνης εγκυκλοπαιδικό και ενημερωτικό χαρακτήρα. Η τάση για τη ζωγραφική αναπαράσταση των πολέμων, εδραιώθηκε κατά τον 17ο αιώνα με κύριο εκπρόσωπο τον καλλιτέχνη H. Vernet (1789 - 1863), ο οποίος εισήγαγε τη θεματική της εικονογραφικής καταγραφής των στρατιωτι-κών στολών και του τόπου διεξαγωγής των μαχών. Στη συνέχεια η θεωρία του L. Ranke για μια επιστημονική ιστορία, η οποία στηρίζεται στις οπτικές μαρτυρίες και στα άμεσα τεκμήρια, συνέβαλε στη διαμόρφωση των κριτηρίων για την εικα-στική αναπαράσταση των ιστορικών θεμάτων. Η χαρακτική και η ζωγραφική κα-ταγράφουν τις κοινωνικές και εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα εικονογρα-φώντας συγκεκριμένα ιστορικά συμβάντα και πρόσωπα από τη σύγχρονη πραγ-ματικότητα. Οι εικαστικές τέχνες σ’ όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ισπανία με το πρωτοποριακό έργο του Goya ανταποκρίθη-καν στα ερεθίσματα των επαναστατικών κινητοποιήσεων. Στο χώρο της αισθητι-κής είχε ήδη συντελεστεί μια σημαντική καινοτομία με το έργο του E. Burke, Origin of our ideas of the sublime and beautiful το 1757, στο οποίο προτείνεται η αισθητική κατηγορία του υψηλού (sublime) για τη νέα θεματική των επαναστά-σεων και ταυτόχρονα περιορίζεται η κυριαρχία του νεοκλασικού ωραίου. Μετά τη γαλλική επανάσταση, καθιερώθηκε ευρύτερα η ανάμιξη της τέχνης στα πολιτι-κά δρώμενα, έτσι ώστε το ευρωπαϊκό κοινό έμαθε να διαβάζει πολιτικές ειδήσεις της επικαιρότητας στα έργα τέχνης. Οι βασικότεροι εκπρόσωποι της τέχνης αυτής,

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 33

Το δείγμα της έρευνας που παρουσιάζουμε ανήκει στο πεδίο της γλυπτικής, η οποία ως τέχνη εικαστική άντεξε περισσότερο στο δημό-σιο χώρο από τη ζωγραφική, διότι η τρισδιάστατη εικόνα, απτή και περίοπτη δεν αντιστοιχεί απλά σ’ ένα χώρο, αλλά τον καθορίζει και τον σηματοδοτεί. Ο Gombrich αναφέρει μια αιγυπτιακή λέξη για τον γλύπτη που σημαίνει «αυτός που κρατάει τον άλλο ζωντανό» και προ-σθέτει ότι τα αγάλματα στους τάφους ήταν μάλλον υποκατάστατα για τους υπηρέτες και τους σκλάβους που θυσιάζονταν άλλοτε για να συ-νοδέψουν τους αφέντες στη χώρα των νεκρών19.

Στη δυτική ιστορία της Τέχνης τα λειτουργικά πεδία της τέχνης α-ναπτύχθηκαν κυρίως στο θρησκευτικό και κοσμικό άξονα. Η θρησκευ-τική γλυπτική αντλεί στοιχεία από τις λατρείες της αρχαιότητας, ενώ η κοσμική γλυπτική συναντά τη σημαντικότερη εφαρμογή της στον αν-δριάντα, ο οποίος διαδεδομένος ευρέως στην αρχαιότητα, απώλεσε το προσωπικό στοιχείο κατά τη μεσαιωνική εποχή. Στη συνέχεια μέσα από τη μορφή της εξιλαστήριας, της αναμνηστικής, της προειδοποιητι-κής, της εθνικής στήλης ο ανδριάντας ανέκτησε το μορφολογικό καθή-κον της δόμησης ανοικτών χώρων20 .

Από την Αναγέννηση τα ανάγλυφα και το πλήθος των αγαλμάτων αναπαριστούν ποικιλία θεμάτων που μέχρι τότε αναλάμβανε αποκλει-στικά η ζωγραφική, χωρίς ωστόσο να αυτονομηθεί η αισθητική διά-

οι J. David (1748 - 1825) και E. Delacroix (1798 - 1863) ζωγράφισαν τα ιστορικά συμβάντα προσαρμόζοντας ο καθένας την τεχνοτροπία του στην ιστορική θεματι-κή. Αργότερα, η ελληνική επανάσταση ενεργοποίησε επίσης πολλούς καλλιτέχνες, κυρίως ρομαντικούς ζωγράφους, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για μια νεοκλασική απόδοση των σύγχρονων κοινωνικών και εθνικών κινητοποιήσεων. Αυτή η επα-ναστατική θεματική του 18ου - 19ου αιώνα θεμελίωσε την ειδησεογραφική ζωγρα-φική, η οποία στρατεύθηκε προς όφελος και των αγωνιζομένων Ελλήνων με πολλά ζωγραφικά έργα και χαρακτικά κατά τον 19ο αιώνα, ενώ αργότερα με το φωτο-γραφικό ιστορικό υλικό στο τέλος του 19ου αιώνα ολοκληρώθηκε η μετάδοση ι-στορικών πληροφοριών μέσω της εικόνας «δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι το πολεμικό ρεπορτάζ δικαιώνεται από την ιστορική ζωγραφική»: βλ. I. Βαμ-βακίδου (2003). Θράκες, ιστορική καταγραφήκαι ανάγνωση των εικαστικών μαρτυριών για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα του 1821. Θεσσαλονίκη: Α. Στα-μούλης, 46-49.

19. E. H. Gombrich (1998).Το χρονικό της Τέχνης. Μετ. Λ. Κάσδαγλη. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 58, 635.

20. Η. Belting κ.α. (1995). ό.π., 32-37.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 34

σταση στη γλυπτική, όσο στη ζωγραφική. Ωστόσο η μνημειακή γλυπτι-κή διέπεται από την αντίφαση της ταυτόχρονης λειτουργίας της σε θρησκευτικό και κοσμικό πεδίο αποδίδοντας «μια θρησκευτική ταπει-νοφροσύνη και μια πολιτική αναπαράσταση»21.

Στην εποχή μας πολλά «μνήματα πολέμου», επιτύμβιες στήλες και ανάγλυφα δίνουν στο θάνατο του πατριώτη- ήρωα, τη μορφή του Χρι-στού ή/και μυθολογικών, ειδωλολατρικών, μεταφυσικών αναφορών22. Σήμερα η δημόσια μνημειακή γλυπτική ως συνέχεια των ταφικών μνη-μείων εξασφαλίζει στη σωματική απουσία την μνημονική επιβίωση. Μέσα από την ταφική στήλη, την επιτάφια επιγραφή, την τοιχογραφία στο μνήμα, ήδη από τον 13ο αιώνα το ταφικό μνημείο συνδέθηκε με τις δυναστικές και τις δημόσιες προθέσεις των φορέων εξουσίας23 .

Με την ταφική γλυπτική συγγενεύει το «προσωπικό μνημείο» ως μια έκφραση της κοσμικής γλυπτικής, η οποία κυριάρχησε στην αρχή στους ναούς και στα παλάτια. Οι πρώτοι έφιπποι ανδριάντες πρωτο-παρουσιάστηκαν σε πλατείες πόλεων σε εποχές ολοκληρωτισμού, διότι μπορούσαν να προφυλάσσονται από τις καταστροφές των θεατών-πολιτών. Στο πεδίο αυτό θεωρούνται γνώμονας της τόλμης μιας κυβέρ-νησης απέναντι στον έλεγχο και στη χειραγώγηση του δημόσιου γού-

21. ό.π., 37. 22. Το σημαντικότερο κριτήριο αξιολόγησης των έργων αυτών δεν είναι η αι-

σθητική τους αξία και συνεπώς αντίστοιχα η ένταξή τους στην ιστορία της σύγ-χρονης ελληνικής τέχνης, αλλά η ιστορική θεματική και η αξιοποίηση τους ως ι-στορικής πηγής και ως εποπτικού υλικού κατά τη διδακτική πράξη. Ο καλλιτέχνης Ι. Μαλακατέ που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τον αδελφό του, λιθοξόο επίσης, Φ. Μαλακατέ το 1835, ανέλαβε πλήθος οικοδομικών και πλαστικών έργων ε-μπνευσμένων από το κλασικιστικό πνεύμα της εποχής. Τα επιτύμβια ανάγλυφα εντάσσονται στην ώριμη περίοδο του Ι. Μαλακατέ και εκφράζουν απόλυτα τη «λατρεία» των Βαυαρών προς την αρχαιοελληνική γλυπτική. Εικονογραφικά α-κολουθούν τα μοτίβα της σύγχρονης με την εποχή του επιτύμβιας δυτικοευρωπαϊ-κής γλυπτικής, όπως μια σπασμένη κολώνα στην οποία αναπαύεται ο «Μορφέας» ή το «Πενθούν πνεύμα», το οποίο συνιστά ένα καθιερωμένο μοτίβο του 19ου και συμβολίζει την απότομα αποκομμένη ζωή ενώ η πεταλούδα συμβολίζει την ψυχή. Συνολικά πρόκειται για ταφικά μνημεία που διαιωνίζουν τη μνήμη συγκεκριμέ-νων ιστορικών μορφών. Το νεκροταφείο μεταβάλλεται σε ζωντανή πολιτιστική εστία που συνδέεται άμεσα με τον οικισμό και την ιστορία: Χ. Χρήστου, Μ. Κουμ-βακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940. Αθήνα: Εμπορι-κή Τράπεζα Ελλάδος, 23 κ.ε.

23. Η. Βelting κ.α. (1995). ό.π., 50.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 35

στου. Στη δυτική παράδοση μια σειρά από συμβάσεις για την ηρωική παρουσίαση του κυβερνήτη βασίστηκε στην κλασική αρχαιότητα. Η άνοδος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) διαμόρφωσε μια καινούρια τυποποιημένη οπτική γλώσ-σα, η οποία ανταποκρίθηκε στους συγκεντρωτικούς στόχους της. Οι δημόσιες εικόνες των ηγεμόνων είναι συχνά σε θριαμβευτικό ύφος α-ναπαράγοντας την κλασική εικονογραφία του θριάμβου «αποτυπωμέ-νη σε τελετουργίες, καθώς επίσης στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονι-κή…». Η τοποθέτηση πολλών έφιππων αγαλμάτων στην Ιταλία παρα-τηρείται την περίοδο της Αναγέννησης και από τον 16ο αιώνα αυτοί οι «χάλκινοι ιππείς εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη..». Η πρόσ-ληψη της κλασικής παράδοσης σε συνάρτηση με τη συνήθεια της επο-χής να αποκαλούν ακόμα και τους ηγεμονίσκους «νέους Αλέξανδρους ή δεύτερους Αυγούστους» φανερώνει το ναρκισσισμό της εξουσίας και το ρόλο των δημόσιων αγαλμάτων στην αξιομνημόνευση των ηγεμό-νων ως σύμβολα. Οι δημόσιες αυτές εμφανίσεις της ηγεμονικής ετερό-τητας μέσω των μνημείων αποκαλύπτουν τη θεατρική ανακατασκευή της ιστορίας μέσω των εξιδανικευμένων εαυτών24.

Στο τέλος του 19ου αιώνα παρατηρείται στην Ευρώπη25 και στην Ελλάδα μια έξαρση παραγωγής και τοποθέτησης σε δημόσιους χώρους, στο κέντρο κυρίως των πόλεων, ανδριάντων με δημοφιλείς μορφές, όπως καλλιτέχνες και στοχαστές, στρατηγούς, ποιητές, πολιτικούς που θεωρούνται ότι αξίζει να μνημειοποιηθούν. Από τον 20ό αιώνα οι αν-δριάντες επιφανών αγωνιστών, πολιτικών προσώπων και πολύ λιγότε-ρο στοχαστών, επαγγελματιών, καθημερινών, ανωνύμων πολιτών προ-βάλλουν την ανάγνωση μιας ηγεμονικής - εθνικής ιστορίας αποσιωπώ-ντας την «ιστορία από τα κάτω». Η πλειονότητα των αγαλμάτων ανα-παρασταίνει την παραδοσιακή κατεύθυνση της γεγονοτικής, χρονολο-γικής ιστορίας (ιστορία γεγονότων, πολέμων, βιογραφίες, πολιτική ι-στορία), όπου οι λαοί και οι ανώνυμοι αγωνιστές παραμένουν στο πε-ριθώριο. Έτσι η σφαίρα του πολιτισμού παραμένει δέσμια της ηρωο-λατρικής ιστοριογραφίας χωρίς να συμπαραδηλώνονται οι κοινωνικο-οικονομικές υποδομές και διεργασίες.

24. P. Burke (2003). ό.π., 82-96. 25. R. Koselleck (2002). ό.π, 295-296.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 36

Παρατηρούμε ότι η υπαίθρια γλυπτική διαφοροποιείται από την ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και από τα έργα που εκτίθε-νται στα Μουσεία. Το υπαίθριο γλυπτό «ανήκει» σε πολλούς και προ-σβλέπει/στοχεύει στη γενική αποδοχή. Προκύπτει μετά από παραγγε-λία, ανάθεση, καλλιτεχνικό διαγωνισμό ή/και δωρεά καθ’ υπαγόρευση δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα. Έτσι οι τεχνοτροπικές επιλογές του γλύ-πτη/της γλύπτριας περιορίζονται και το τελικό προϊόν αφορά σε συ-ντηρητική καλλιτεχνική επιλογή εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια τάση για την «έκθεση» της σύγ-χρονης τέχνης στην πόλη. Πρόκειται για μια νέα σχέση της μοντέρνας τέχνης με το δημόσιο χώρο, η οποία οφείλεται στην τοποθέτηση έργων τέχνης σε εταιρίες και υπηρεσίες ιδιωτικές, μια πρακτική που συνέδεσε κτήρια του μοντέρνου κινήματος με αντίστοιχα έργα τέχνης (παρά-δειγμα αποτελεί το ομοσπονδιακό κέντρο του Σικάγο, έργο του Mies van der Roche με το μη-κινητικό γλυπτό του A. Calder-Flamingo, 1972, μεταλλική κατασκευή ύψους 16 μ.). Η τάση αυτή εκφράζεται με συνερ-γασίες αρχιτεκτόνων και γλυπτών από τα μέσα του 1990 και έτσι η Τέ-χνη κατέβηκε από τις προσόψεις, από τα αίθρια προς τους δρόμους, στα πάρκα, στα εμπορικά κέντρα στη δυτικόφερτη πλάζα26. Στην Αθή-να που προϋπήρχε η δημόσια ζωή στην αγορά τα σύγχρονα έργα που φιλοξενούνται στις πλατείες είναι συχνά ανώνυμα και καλύπτουν την τάση για ηρωοποίηση προσωπικοτήτων με μικρές σύγχρονες εξαιρέσεις (παράδειγμα αποτελεί το έργο του Βαρώτσου και οι εφαρμογές της άυλης ψηφιακής τέχνης, ομάδα Αστικό Κενό27), ενώ η απουσία των πειραματικών δράσεων που δυσκολεύεται να αναγνώσει το μεγάλο κοινό είναι εμφανής.

Παρατηρούμε ότι ελάχιστες από τις εικαστικές παρεμβάσεις στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις έγιναν με αρχιτεκτονικές μελέ-τες, διότι βασίζονται κυρίως σε δωρεές συλλόγων, ιδρυμάτων, ιδιωτών. Τα περισσότερα γλυπτά ακαδημαϊκού ύφους, χωρίς πρωτοτυπία και ένταξη στον υπαίθριο περιβάλλοντα δημόσιο χώρο προκαλούν την α-διαφορία, αλλά και την απορία για τη συνάρτησή τους με το συγκε-κριμένο χωρικό σημείο: παράδειγμα αποτελεί το άγαλμα παρασημο-φορημένου άντρα, ενός στρατηγού Αρτίγκας που χάρισε η πρεσβεία

26. Φ. Γεωργακοπούλου (2003). Τέχνη και ∆ημόσιος χώρος, μια παλιά σχέση

με νέες προοπτικές: βλ. διαδίκτυο στο Greek Architects Athens.gr 27. Φ. Γεωργακοπούλου (2003).ό.π.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 37

της Ουρουγουάης στο ∆ήμο Αθηνών και τοποθετήθηκε κοντά στο Χίλ-τον28. Αντίθετα, λαμπρά παραδείγματα συνάρτησης μοντέρνας αρχιτε-κτονικής και δημόσιας γλυπτικής αποτελούν το υπαίθριο πάρκο γλυ-πτικής στο Χακόνε κάτω από το όρος Φούτζι, αλλά και το Art Plan for Faret Tachikawa-περιφερειακό κέντρο στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Τόκιο. Οι δύο κατηγορίες της σύγχρονης τέχνης επικε-ντρώνονται στις εγκαταστάσεις29 και στην οικολογική τέχνη30.

Κατανοούμε ότι η επιλογή του χώρου είναι καθοριστική για το τε-λικό αισθητικό αποτέλεσμα και την ένταξη του γλυπτού στο φυσικό και αστικό-ανθρωπογενές περιβάλλον. Οι αρχιτεκτονικές, χωροθετικές παράμετροι δεν λαμβάνονται συχνά υπόψη καθώς επιβάλλεται η ιστο-ρική σημείωση του χώρου, ή ακόμη και η πολιτικοποίηση του χώρου με κριτήρια τον καλό φωτισμό και την περίοπτη θέση στην πόλη-περιοχή όσον αφορά στην κυκλοφορία-κίνηση των πολιτών και τουριστών. Η σχέση ανάμεσα στο «άτομο-ομάδα-κοινωνία» προσδιορίζεται από την οργανωμένη μορφή της κοινωνίας, από τα φαινόμενα και τις μορφές της καθημερινής ζωής. Ο χώρος σημασιοδοτείται ποιοτικά από το χώρο ως αντικείμενο, ως αναπαράσταση, ως χώρο-δράση, ως πολυδύναμη υλική πραγματικότητα. Το υποκείμενο, αλλά και το κοινωνικό περι-βάλλον ορίζουν την οργάνωση και τη χρήση του δημόσιου χώρου και η εμπεριστατωμένη έρευνα αναδεικνύει το μονολειτουργικό, μονοπολι-τισμικό μοντέλο που ακολουθείται για τη δόμηση του δημόσιου γλυ-πτικού περιβάλλοντος.

Ο υπαίθριος δημόσιος χώρος των αγαλμάτων αποτελεί τόπο συ-γκρότησης του κοινωνικού χώρου, των αντιθέσεων, των αντιφάσεων και των ανισοτήτων, ενώ ταυτόχρονα συνδηλώνει την προσπάθεια να εισαχθούν στις χωρικές διατάξεις, εκείνες οι κοινωνικές και θεσμικές διατάξεις και οι μορφές επικοινωνίας που η εξουσία επιθυμεί να εισά-

28. Μ. Στεφανίδης (2001). Με τόλμη και γοητεία: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπί-

α, 13/5, 16-17. 29. Bλ. τη μινιμαλιστική εγκατάσταση του Σ. Αντωνάκου στο σταθμό Αμπε-

λόκηποι του μετρό ως πετυχημένο παράδειγμα ενσωμάτωσης της τέχνης σ’ ένα χώ-ρο μαζικής κυκλοφορίας.

30. Στη δεκαετία του 1960 διαμορφώθηκε η περιβαλλοντική τέχνη των επεμ-βάσεων στο τοπίο, η οποία εντοπιζόταν σε εξωαστικές περιοχές, ενώ στη συνέχεια η οικολογική τέχνη μετακινήθηκε εντός των αστικών ορίων. Στην Ελλάδα βλ. την αρχιτεκτονική αποκατάσταση τοπίου στα παλιά λατομεία στο ∆ιόνυσο Αττικής των Ν. Γκόλαντα, Α. Κουζούπη.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 38

γει. Η οργάνωση του δημόσιου χώρου ως μια στρατηγική εξουσίας συ-ναρθρώνεται με τις άλλες κοινωνικοπολιτισμικές σχέσεις μέσα στον τόπο και ανταποκρίνεται/ή όχι στις νέες κοινωνικές, ταξικές, πολιτι-σμικές συντεταγμένες στα χωρικά, χρονικά, πολιτισμικά, φυλετικά και διαφυλικά όρια. Ο συμβατικός υπαίθριος χώρος των χωριών και των πόλεων δημιουργεί ταξικούς, πολιτισμικούς και φυλετικούς αποκλει-σμούς με κυρίαρχη συνιστώσα την πειθαρχία. Πρωταρχικός σκοπός της πειθαρχίας όπως υποστηρίζει ο Φουκό31 είναι η υποταγή των ανθρώπι-νων σωμάτων σε συγκεκριμένα πρότυπα. Το αίτημα της συλλογικότη-τας και της κοινωνικής συνοχής όπως προσδιορίστηκε στην Ευρώπη στην προεπαναστατική περίοδο, πριν την συγκρότηση του έθνους-κράτους, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί καθώς τα συστήματα πειθαρχίας σήμερα αποσκοπούν κυρίως στην κατάργηση της πολλαπλότητας. Οι μηχανισμοί της ιεραρχικής επιτήρησης, της κανονιστικής κύρωσης και της εξέτασης-αξιολόγησης συναντώνται και στο σχολικό χώρο, διότι ο χώρος ως στοιχείο μιας πολιτισμικής δυναμικής στο πεδίο της σχέσης «άτομο-ομάδα-κοινωνία» αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα σε δύο παράγοντες, στην οργανωμένη μορφή της κοινωνίας και στα φαινόμε-να και στις μορφές της καθημερινής ζωής του υποκειμένου32. Όπως επι-σημαίνει ο Ε. Κανέτι, ο Χίτλερ ήταν ικανός στη διαχείριση των μαζών όχι μόνο με τη ρητορική του λόγου, αλλά κυρίως με αυτήν του χώρου: αυτόν τον ρόλο έπαιξε η μνημειακή αρχιτεκτονική που ανέλαβε να εκ-πονήσει ο αρχιτέκτονας Α. Σπέερ33.

Το χώρο μπορούμε να τον αναλύσουμε σε τρεις ποιότητες: στο χώ-ρο-αντικείμενο, το χώρο-αναπαράσταση, το χώρο-δράση. Ο κτισμένος χώρος αποτελεί τμήμα του χώρου-αντικειμένου με δύο όψεις: την αι-σθητική του χώρου όπως εκφράζουν οι κυρίαρχες απόψεις μέσα από αποδεκτές πρακτικές και μορφές συμπεριφοράς και στη σχέση του υ-ποκειμένου, των προσδοκιών, των αναγκών, των αξιών, των συμφερό-ντων του με τον ήδη διαμορφωμένο χώρο. Στο πεδίο της πολιτισμικής

31. Μ. Φουκό (1989). Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της Φυλακής. Αθή-

να: Ράππα. Μ. Φουκό (1991). Η μικροφυσική της εξουσίας. Αθήνα: Ύψιλον. 32. ∆. Γερμανός (2000). Οι τοίχοι της γνώσης. Σχολικός χώρος και εκπαίδευ-

ση. Αθήνα: Gutenberg, 35. 33. Ε. Κανέτι (1981). Μάζα και Εξουσία. Μετ. Α. Βερυκοκάκη. Αθήνα: Ηριδα-

νός. Ε. Κανέτι (2004). Ο Πυρσός στο Αυτί. Μετ. Α. Παύλου. Αθήνα: Καστανιώτη, passim.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 39

δυναμικής η δεύτερη όψη αντιτίθεται προς την πρώτη. Ανάμεσα στην τεχνοκρατική και στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση του χώρου, η πρώτη αναλύει το περιβάλλον ως υλικοτεχνική υποδομή και αμετά-βλητο πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, ενώ η δεύτερη τονίζει τις ανάγκες του υποκειμένου και τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία που το συγκροτούν. Οι κατευθύνσεις της ψυχολογίας επικε-ντρώνονται στον ορισμό του χώρου από το υποκείμενο ως σωματικός χώρος. Ωστόσο οι κοινωνιολογικές έρευνες της Σχολής του Σικάγο κα-τέδειξαν ότι το περιβάλλον είναι υλικό και συμβολικό, ενώ το υποκεί-μενο λειτουργεί ενεργά στο χώρο σημασιοδοτώντας τις πράξεις του.

Στο χώρο της υπαίθριας γλυπτικής ο χώρος που προεπιλέγεται για την τοποθέτηση και την τέλεση της ανέγερσης για τα δημόσια γλυπτά, η μετακίνησή τους στο χώρο ή/και η εξαφάνισή τους αναδεικνύουν μια δυναμική αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο υποκείμενο και το περιβάλ-λον, το οποίο επιτρέπει ή/όχι συμπεριφορές και ενέργειες .Ένα διαφο-ρετικό σύστημα πειθαρχίας αναδεικνύεται μέσα στις χωροχρονικές κα-τηγορίες της εξουσίας καθώς η πειθαρχία δεν ορίζεται ως επιβολή βίας, αλλά κυρίως ως προσπάθεια αύξησης των δυνατοτήτων των ατόμων και ταυτόχρονα ως έλεγχος προς ένα συγκεκριμένο σκοπό. Στο πεδίο αυτό οι πειθαρχίες έχουν διεισδύσει στις εκφάνσεις του κοινωνικού χώρου. Τέλος το βάθρο και το εικονοκείμενο άλλοτε αναβαθμίζουν και άλλοτε υποβαθμίζουν το τεχνούργημα ή/και είναι αδιάφορα34. Ωστόσο το ερώτημα αφορά στην επιλογή ή όχι των σημαινόντων και σημαινό-μενων από τους κατασκευαστές, στην έγκριση, που δόθηκε για την παραγωγή υποδειγματικού και συνταγματικού άξονα.

Όσον αφορά στην ιστορική θεματική των περισσότερων δημόσιων γλυπτών παρατηρούμε ότι ακολουθείται το επιστημολογικό πρότυπο της γεγονοτικής ιστορίας, το οποίο συγκροτείται από χρονολογικές ακολουθίες και αιτιώδεις αλληλουχίες χωρίς να ενσωματώνεται λει-τουργικά το ασυνεχές. Η ανανέωση της ιστορικής μεθοδολογίας φαίνε-ται να μην έχει αγγίξει τους παραγγελιοδότες και τους καλλιτέχνες-κατασκευαστές των δημόσιων μνημείων, τις ηγετικές ομάδες των ε-θνών-κρατών, οι οποίες αγνοούν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ιστορικής έρευνας από το επιφανειακό επίπεδο της πραγμάτευσης των πολιτικών, πολεμικών, και διπλωματικών γεγονότων και της δρά-

34. Ζ. Αντωνοπούλου (2003). Τα Γλυπτά της Αθήνας, Υπαίθρια Γλυπτική

1834-2004. Αθήνα: Ποταμός, 9-10.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 40

σης των ηγεμόνων προς το επίπεδο βάθους που ορίζουν οι οικονομικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις, τα βιώματα των κοινωνικών τάξεων, του κοινωνικού φύλου, της ηλικίας35. Αγνοείται επίσης ή/και αποσιω-πάται η σύγχρονη επικέντρωση στην ιστορική ανάλυση και όχι στην ιστορική αφήγηση στο πεδίο της ολικής ιστορίας, που υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση ιδιογραφικών νομοθετικών επιστημών, η οποία περιχαράκωνε την ιστορία στη μελέτη ανεπανάληπτων φαινομένων36.

Στο πεδίο των συσχετισμών του ιδιωτικού-δημόσιου, η γλυπτική παραγωγή εμπίπτει κυρίως στο κοσμικό πεδίο και σε κάθε έκφανση συγκροτεί ένα διάλογο ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο ρόλο. Τα υπαίθρια γλυπτά, ολόσωμα ή προτομές, συνθέσεις, ανάγλυφα και ανα-θηματικές στήλες εκφράζουν στην πλειονότητά τους τη φορμαλιστική νοοτροπία, την τυποποιημένη ακαδημαϊκή τεχνοτροπία που ακολού-θησαν οι Ευρωπαίοι και οι Νεοέλληνες γλύπτες στις παραγγελίες των υπαίθριων, ιστορικών μνημείων κατά τον 20ό αιώνα37. Οι ιδιαίτερες συνθήκες στη γλυπτική, όπως το ανθεκτικό υλικό κατασκευής και το τρισδιάστατο προσδίδουν βαρύτητα στον ανοικτό χώρο. Η έντονη ε-πίσης αληθοφάνειά της δανείζει το επιβλητικό στοιχείο στο δημόσιο τόπο. Τα δημόσια ιστορικά ηρώα απευθύνονται στους κατοίκους και επισκέπτες του τόπου με «στόχο» την ιστορική αφύπνιση, τη διέγερση της ιστορικής μνήμης, την υπενθύμιση μοναδικών γεγονότων και μορ-φών και συγχρόνως την επιβολή μίας ενιαίας, αδιάσπαστης αφήγησης .

Ο σύγχρονος προβληματισμός για τα δημόσια μνημεία επικεντρώ-νεται στις δυνητικές αφηγηματικές διαστάσεις τους και στη διαχείριση της μνήμης όπως αυτή προσλαμβάνεται από τους νικητές, οι οποίοι δι-αμορφώνουν «τυπολογίες ταυτότητας»38. Πλούσιο ιστορικό υλικό α-ντλούμε ήδη από τις θεωρίες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών, διότι εί-χε τονιστεί ιδιαίτερα ο εκπαιδευτικός ρόλος των δημόσιων μουσείων, ενώ ήδη αμέσως μετά την Επανάσταση του 1789 είχε καθιερωθεί στη

35. P. Burke (1991). New Perspectives on Historical Writing. Cambridge: Policy

Press, 1-23. 36. F. Braudel (1986). Μελέτες για την ιστορία. Μετ. Ο. Βαρών, Ρ. Σταμούλη.

Αθήνα. 37. Για την υπαίθρια νεοελληνική γλυπτική βλ. Μ. Παπανικολάου (1985). Υ-

παίθρια γλυπτά Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, 13 κ.ε. 38. R. Koselleck (2002). The practice of conceptual history, timing history, spac-

ing concepts. Transl. T. S. Presner and others. California: Stanford University Press, 285-289.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 41

Γαλλία η ετήσια καλλιτεχνική έκθεση στο Salon με οικονομικό χορηγό την ίδια την κυβέρνηση. Τεκμήριο για το σημαντικό ρόλο που αποδό-θηκε στα ιστορικά μουσεία και στις αντίστοιχες εικαστικές συλλογές προς δημόσια πρόσληψη αποτελεί η αριθμητική αύξησή τους στο χώρο της κεντρικής Ευρώπης από τις αρχές του 19ου αιώνα με αποτέλεσμα την ένταξή τους στην υπηρεσία της ιστορικής επιστήμης, αλλά και της εκπαίδευσης39.

Στον ελληνικό χώρο, ο Ι. Καποδίστριας ίδρυσε το πρώτο μουσείο στην Αίγινα το 1829, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής τάσης προς τη μετα-βίβαση των ζωγραφικών συλλογών και ιστορικών μνημείων στη δικαι-οδοσία του έθνους40. Σ΄ αυτή την πολιτική, κοσμική λειτουργία της ι-στορικής τέχνης η «ειδησεογραφική τέχνη» την οποία και ο Ναπολέων είχε προωθήσει ως «ασφαλές μέσο προπαγάνδας»41 είχε μεγάλη και αποτελεσματική απήχηση στον απλό καθημερινό άνθρωπο της εποχής, που δειλά, αλλά σταθερά αναλάμβανε τη συμμετοχή του στις νέες ι-στορικές καταστάσεις και στις συνθήκες που δημιουργούνταν στις αρ-χές του 19ου αιώνα. Απέναντι στην «ηγεμονική» ιστορία των ηγετών και στην αντίστοιχη τέχνη που είχαν διαμορφώσει οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του περασμένου αιώνα, οι οποίες βέβαια δεν ε-ξαλείφθηκαν, αλλά ενσωματώθηκαν στο κίνημα του νεοκλασικισμού42, παρουσιάστηκε η ιστορία των εθνών και του ανθρώπινου πνεύματος, η επιστημονική θεμελίωση της ιστορίας, η ιστοριογραφική έρευνα, που αναζητούσε μία διαφορετική εικαστική απόδοση των ιστορικών πρά-ξεων και προσώπων, των νικητών, των ηττημένων, αλλά και των άλ-λων κοινωνικών ομάδων43. Στα πλαίσια των σημαντικών αυτών αλλα-γών, στη μεταβατική περίοδο από την εποχή των ∆ιαφωτιστών και της κοσμικής διανόησης στη Γαλλία προς τον Γερμανικό Ιδεαλισμό του Hegel και το ριζοσπαστικό θετικισμό του Compte44, το νόημα της ιστο-

39. Στη Γαλλία τα στατιστικά στοιχεία αναφέρουν ότι το 1800 είχαν ιδρυθεί

21 μουσεία, στη συνέχεια έφτασαν τα 180 και στο τέλος του 19ου ήταν περίπου 350: βλ. Encyclopedie de la pleiade, ό.π., τ. Γ΄, 85 - 99.

40. Ρ. Καλούρη - Αντωνοπούλου, Χ. Κάσσαρης (1988). Το μουσείο μέσο τέ-χνης και αγωγής και οδηγός επίσκεψης για μαθητές και δασκάλους. Αθήνα, 20-21. Α. Ανδρέου. (1996). Ιστορία, Μουσείο και Σχολείο. Θεσσαλονίκη.

41. Η. Μυκονιάτης, ό.π., 3-6. 42. Η. Μυκονιάτης, ό.π., 4. 43. ό.π., 2-3. 44. Χ. Θεοδωρίδης (1982). Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Αθήνα, 51-59 και γενι-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 42

ρίας και της ιστορικής τέχνης μεταβάλλεται και πολλοί λαοί επιδιώ-κουν τη δική τους πνευματική και εθνική αναγέννηση.

Τον 19ο αιώνα οι Έλληνες λόγιοι, έμποροι και καλλιτέχνες μεταφέ-ρουν τα πνευματικά και κοινωνικά δρώμενα της Ευρώπης, κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας στην Ελλάδα και αντίστροφα οι Ευρωπαίοι ανακαλύπτουν τον νεοελληνικό αγώνα και τα αιτήματά του. Αυτός ο φιλελληνισμός εκδηλώθηκε κυρίως μέσω της αρχαιοφιλίας των Ευρω-παίων και της συνειδητής προσπάθειας του Βαυαρού Λουδοβίκου (πα-τέρα του Όθωνα) να διαμορφώσει το πολιτικό και ιδεολογικό πρόσω-πο του νέου βασιλείου έτσι ώστε να το ταυτίσει με τη δική του πολιτι-κή εικόνα. Πρόκειται για τον βασιλιά που υπερασπίζεται τον πολιτι-σμό και το παρελθόν ενός ομόθρησκου λαού για να πετύχει την «ισχυ-ροποίηση της χριστιανογερμανικής ιστορικής συνείδησης»45 και για να υπογραμμίσει πως ο γιος του θα βασιλεύσει σε ένα έθνος με άξιο πα-ρελθόν και όχι σε ένα μικρό, ασήμαντο κρατίδιο της Ανατολής46.

Ο σχεδιασμός της Αθήνας, η οποία ορίστηκε πρωτεύουσα του νεο-σύστατου ελληνικού κράτους με Β∆ /Περί μεταθέσεως της βασιλικής Καθέδρας εις Αθήνας (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 36/28.9/1834, άρθρο 2) οργανώθηκε με βάση τις αρχαιότητες, τις αναστηλώσεις των μνημεί-ων στο κλασικιστικό πνεύμα της εποχής, αλλά και με βάση τα πολεο-δομικά σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ για μια σύγχρονη ευρωπα-ϊκή πρωτεύουσα. Σ’ αυτό το πεδίο διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για την εμφάνιση και την ανάπτυξη της νεοελληνικής γλυπτικής, ενώ οι πρώτοι κατασκευαστές ήταν μάστοροι και ντόπιοι τεχνίτες: το πρώτο εργα-στήρι γλυπτικής ιδρύθηκε από τα αδέλφια Μαλακατέ στην Τήνο το 1835 με τον τίτλο «Ερμογλυφείον». Η εισαγωγή του μαθήματος της γλυπτικής στο «Πολυτεχνικόν Σχολείον» έγινε το 1847 με δάσκαλο τον κλασικιστή Γερμανό Κ. Ζήγκελ με αποτέλεσμα οι Έλληνες σπουδαστές να αποδεχτούν τα πρότυπα της δυτικής κουλτούρας και αργότερα να ενσωματώσουν και τα ελληνικά στοιχεία. Η νεότερη ελληνική γλυπτι-

κότερα βλ. W. Walsh (1985). Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας. Μετ. Φ. Βώ-ρος. Αθήνα, passim.

45. Μ. Παπανικολάου (1981). Γερμανοί ζωγράφοι στην Ελλάδα κατά τον 19ο (1826-1843). Θεσσαλονίκη, 32.

46. Μ. Παπανικολάου, ό.π., 34: για το λόγο αυτό παρήγγειλε ο Λουδοβίκος τις ζωγραφικές αναπαραστάσεις της άφιξης και υποδοχής του Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 43

κή εμφανίστηκε ως τέχνη διακοσμητική σε μια πρώτη φάση και στη συνέχεια ανεγέρθησαν ταφικά μνημεία, στήλες, κενοτάφια, προτομές ως σήματα τιμής και μνήμης σε ανθρώπους που πρόσφεραν στην ανόρ-θωση του νέου ελληνικού κράτους.

Το πρώτο μνημείο της νεότερης Αθήνας βρισκόταν στην κορυφή του λόφου του Ιππίου Κολωνού, αναγέρθηκε το 1840 και ήταν το επι-τύμβιο μνημείο του Γερμανού Αρχαιολόγου Κ. Μύλλερ με πρωτοβου-λία του Πανεπιστημίου Αθηνών47. Επιπρόσθετα από το 1843 το Κενο-τάφιο των Ιερολοχιτών, που βρίσκεται στο Πεδίο του Άρεως στην Α-θήνα48 σηματοδοτεί την απαρχή της εθνικής ιστοριογραφίας, όπως αυ-τή διαμορφώθηκε από την ευρωπαϊκή ηγεμονική κουλτούρα. Η κυρί-αρχη τάση στη δημόσια ελληνική γλυπτική στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού είναι η υιοθέτηση τύπων και συμ-βόλων που επανήλθαν από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γλυπτική μέσω του κλασικισμού στην Ευρώπη.

Στη δημόσια-υπαίθρια γλυπτική των ετών 1834-1862, η οποία χα-ρακτηρίζεται από σεμνότητα, μεταφυσικό συμβολισμό και λειτουργεί στην σκιά της αρχιτεκτονικής τίθενται οι βάσεις για τη μνημειακή υ-παίθρια γλυπτική των επόμενων ετών. Η μορφοποίηση ιστορικών προσώπων και γεγονότων καθιερώθηκε σε ευρύτερη κλίμακα στο τέ-λος του 19ου αιώνα49 και οι Έλληνες γλύπτες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα προσανατολίζονταν σε ποικίλους εκφραστικούς τρόπους εμπνεόμενοι κυρίως από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Ο γλύπτης Γιώργος ∆ημητριάδης, ο Αθηναίος (1880-1941) ανέλαβε πάνω από 400 έργα στα πλαίσια του μνημειακού ρεαλισμού50και είχε προωθήσει τόσο συστηματικά τα έργα του ώστε να εξασφαλίζει ανα-νέωση των παραγγελιών του. Τον καλλιτέχνη συναντάμε και στην ι-

47. Ζ. Αναγνωστοπούλου (2003). Τα γλυπτά της Αθήνας, υπαίθρια γλυπτική

1834-2004. Αθήνα: Ποταμός,14-15. 48. Πρόκειται για μια υπερυψωμένη στήλη με επίστεψη μία περικεφαλαία, τυ-

πική κλασικιστική παραλλαγή αρχαιοελληνικού μοτίβου, έργο του γλύπτη Σ. Κλεάνθη βλ. Σ. Λυδάκης (1981). Οι Έλληνες γλύπτες. τ. Ε΄. Αθήνα, έργο αρ.101.

49. βλ. Γ. Μαργαρίτης (1989). Οι περιπέτειες του ηρωικού θανάτου, 89-116: Μνήμων/ 12.

50. Σ. Λυδάκης (1981). Οι Έλληνες γλύπτες. τ. Ε΄. Αθήνα, 166-168. Για τον καλλιτέχνη βλέπε επίσης Λ. Λαμέρας (1975). Χωροθετικό διάγραμμα γλυπτών έρ-γων δήμου Αθηναίων νεοτέρας Ελλάδος. Αθήνα και Μ. Παπανικολάου (1985). Υπαίθρια γλυπτά Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, 46.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 44

στορία των αγαλμάτων της Φλώρινας καθώς του είχε ανατεθεί το 1939 από το ∆ήμο της Φλώρινας η κατασκευή μνημείου για τον «Άγνωστο Μακεδονομάχο», έργο που δεν ολοκληρώθηκε, διότι μάλλον ο ∆ήμος δεν ανταποκρίθηκε στις οικονομικές υποχρεώσεις51. Στις ιστορικές προτομές αποτυπώνονται στοιχειώδη φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα προσδιορίζεται ο εθνικός ή κοινωνικός ρόλος των ει-κονιζόμενων οι οποίοι «μεταβάλλονται σε εκπροσώπους μιας τάξης, μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός λαού»52. Οι ιστορικές προτομές ανή-κουν στον εικονολογικό τύπο της «ηρωοποιημένης»53 ανδρικής προτο-μής, η οποία με ρεαλιστική τεχνοτροπία προβάλλει τον ηγεμονικό, κυ-ρίαρχο και υπερφυσικό ρόλο των προσώπων. Τα έργα αυτά μετέχουν στην κατασκευή της «επικρατειακής εθνικής μνήμης», η οποία ισοδυ-ναμεί όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς με την κατασκευή μιας ρητής, τελετουργικής και ολοκληρωμένης εθνικής παράδοσης, η οποία με τη σειρά της αναδεικνύεται στην επίσημη, δημόσια μνήμη. Η εθνική αφήγηση που επιχειρείται μέσα από τα δημόσια γλυπτά σε κάθε πόλη δεν είναι ουδέτερη ούτε τυχαία, αλλά ακολουθούνται δομικές συντα-γές: τόσο η αναπόληση και ανάπλαση του παρελθόντος όσο και η α-ποσιώπηση του υπακούουν σε κάποιο σχέδιο. Η εθνική αφήγηση μετα-βάλλεται και επανέρχεται μέσα από τις εσκεμμένες επαναφηγήσεις και τις επανερμηνείες με δίαυλο την πολιτική σκοπιμότητα. Για να μπορεί η έλλογη κοινότητα των πολιτών να κατασκευάσει το συλλογικό της μύθο εξιδανικεύει και επικεντρώνει τη συμβολική της ταυτότητα: ο ήρωας δεν είναι δυνατόν να επιζεί αναξίως και αναιτίως.54

Παρατηρούμε ότι η οπτική οργάνωση του δημόσιου χώρου αναδει-κνύει και θέτει ερωτήματα. Η τέχνη δεν ταυτίζεται με τη ζωή, αλλά η εικαστική αφήγηση είναι ο ιδεώδης χώρος της ελευθερίας και της αντί-στασης, διότι συνιστά τρόπο, δίαυλο όρασης και ερμηνείας. Σε λιγοστά δημόσια έργα η διαφύλαξη της αισθητικής μορφής συνδέεται με την ουτοπική ή/και επαναστατική λειτουργία της τέχνης. Όπως παρατηρεί ο W. Benjamin «η ανθρωπότητα που κάποτε ήταν κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα θέαμα για τον εαυ-

51. Σ. Τσιάρα (2004). ό.π., 168-170. 52. ό.π., 17. 53. Σ. Λυδάκης, ό.π., τ. Ε΄, 254-255. 54. Κ. Τσουκαλάς (1999). Η εξουσία ως λαός και ως έθνος, περιπέτειες σημα-

σιών. Αθήνα: Θεμέλιο, 330-357.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 45

τό της, έτσι έχουν τα πράγματα με την αισθητικοποίηση της πολιτικής, που καλλιεργεί ο φασισμός, ενώ ο κομμουνισμός απαντά με την πολι-τικοποίηση της τέχνης»55. Σήμερα η Τέχνη είναι ευρέως αποδεκτή κυ-ρίως στη μαζική της έκδοση, διότι η παραδοσιακή Τέχνη (ως ποίηση, λογοτεχνία, γλυπτική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική) έχει χάσει το «κε-ντρί της, ενώ το κοινό έχει ατροφικά αισθητήρια και τα τεράστια α-θροίσματα εικόνων καταναλώνονται ως κοινά προϊόντα»56.

Ωστόσο η οπτική- εικαστική επικοινωνία είναι διεθνής και συνιστά μια πρόταση διαφωνίας στο όχημα της επιθετικής εθνικιστικής ιδεολο-γίας ώστε να αναδεικνύεται η αληθινή σχέση ανάμεσα στην πολιτική και στην καλλιτεχνική πρωτοπορία. Οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του 20ού αιώνα διαμόρφωσαν μοντέλα τέχνης και ζωής με αντιστασιακό χαρακτήρα. Στη δεκαετία του 1960 οι πειραματικές εικαστικές εκφρά-σεις επιχείρησαν τον επαναπροσδιορισμό της τέχνης καθώς ενδυνάμω-σαν την έννοια της διαδικασίας έναντι του προϊόντος και επέκτειναν τα όρια της ζωγραφικής και της γλυπτικής στον πραγματικό χρόνο και στην κίνηση μέσα στο χώρο. Στην Έκθεση «Χειρονομία» που οργάνω-σε το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη (Αύ-γουστος-Σεπτέμβριος 2005) βλέπουμε μια «γυναίκα τρομοκράτη ντυμέ-νη με μαύρα ρούχα και κουκούλα να βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο που οι τοίχοι και το πάτωμα είναι ντυμένα με εφημερίδες, να σκύβει και να βουτά ένα ύφασμα σε κουβά προσπαθώντας να ξεπλύνει τα αίμα από τις εφημερίδες και στη συνέχεια κοιτάζοντας το φακό να σκίζει την κουκούλα και να αποκαλύπτει το πρόσωπό της». Η δημιουργός του video Μόνα Χατούμ σχολιάζει τον πόλεμο στο Λίβανο και πολλοί άλ-λοι καλλιτέχνες προβαίνουν σε πράξεις διαμαρτυρίας για κοινωνικά, πολιτικά θέματα57.

Σήμερα το αίτημα για τη διάσωση/ανανέωση της δημόσιας τέχνης στις συνθήκες της πολιτιστικής βιομηχανίας και του πολιτιστικού ι-

55. W. Benjamin (1978). ∆οκίμια για την Τέχνη. Μετ. ∆. Κούρτοβικ. Αθήνα,

38. 56. E. Wind (1986). Τέχνη και Αναρχία. Μετ. Γ. Μυράτ. Αθήνα. 57. Π. Σπίνου (2005). Προκλητικές χειρονομίες: εφημ. Κυριακάτικη Ελευθερο-

τυπία 31/7, 24: οι τηλεοράσεις που προβάλουν τα έργα στήνονται πάνω σε παλέ-τες οικοδομικών υλικών και στους τοίχους αναγράφονται τα μανιφέστα των καλλιτεχνών.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 46

μπεριαλισμού58 διατυπώνεται ως αίτημα για να διαφυλαχθεί η εσωτε-ρική σχέση ανάμεσα στην πράξη αποτίμησης και την οντολογική συν-θήκη γένεσης του έργου τέχνης. Για τους λόγους αυτούς στο χώρο της εκπαίδευσης οφείλουμε να διασώσουμε και να ανασυγκροτήσουμε την ικανότητα του υποκειμένου να αναπτύξει την αισθητική σχέση προς τα πράγματα. Όταν οι φορείς του τεχνοκρατικού πολιτισμού αναρωτιού-νται για τη χρησιμότητα της τέχνης, οι καλλιτέχνες και οι δάσκαλοι της τέχνης απαντούν ότι αυτή συμβάλλει στην εξασφάλιση της αυτονομίας της τέχνης, στη διάσωση της αισθητικής μορφής και στην εξασφάλιση της κοινωνίας να συγκρούεται με το εργαλειακό κομμάτι του εαυτού της και να συντηρεί την ελπίδα για ένα καθολικό αισθητικό μετασχη-ματισμό.

Σ’ αυτή τη διάστασή του το οπτικό, συμβολικό υλικό που εντοπίζε-ται στις πόλεις και στα χωριά, το πλήθος των αγαλμάτων μπορεί να αξιοποιηθεί από τους ίδιους τις/τους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά στις δραστηριότητες όλων των γνωστικών αντικειμένων και ιδιαίτερα στη διαθεματική ευέλικτη ζώνη συνταιριάζοντας το παραδοσιακό ε-θνικό παρελθόν με το σύγχρονο αίτημα για «καθαρότερη επίγνωση του χαρακτήρα και των συντελεστών του ιστορικού γίγνεσθαι, πέρα από μυθοπλασίες και αυταπάτες»59.

Όπως γράφει ο Τσβετάν Τοντόροφ «η μνήμη είναι ταυτόχρονα το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Με τη μνήμη μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ο Χίτλερ κατόρθωσε να εμπλέξει το γερμανικό λαό στον ∆εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θυμίζοντας καθημερινά την τα-πεινωτική συνθήκη των Βερσαλλιών και την ταπεινωτική ήττα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Γι' αυτό εγώ είμαι εχθρικός προς την ιδέα ότι υπάρχει ένα γενικό και αόριστο χρέος μνήμης και ότι αρκεί να θυμόμαστε το παρελθόν ώστε όλα να πηγαίνουν καλύτερα στο παρόν. Όλα εξαρτώνται από τη συνειδητή χρήση της μνήμης. Μια άσκηση ι-στορικής μνήμης περιλαμβάνει αυτό που αποφασίζουμε να ξεχνάμε και αυτό που πρέπει να θυμόμαστε, επειδή δεν μπορούμε να φέρουμε την ολότητα του παρελθόντος στο κεφάλι μας. Η ανάμνηση του παρελθό-ντος δεν πρέπει να μας εμποδίζει να κοιτάζουμε κατάματα το παρόν,

58. Γ. Ανδρεάδη, Π. Ροδάκης, ∆. Σταμούλης, Μ. Χαραλαμπίδης (1987). Ο Πο-

λιτιστικός ιμπεριαλισμός. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, passim. 59. Π. Κιτρομηλίδης (2000). Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιανατολική

Ευρώπη. Αθήνα, passim.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 47

αλλά συχνά συμβαίνει οι λαοί ή τα άτομα να θυμούνται κυρίως δύο πράγματα, το πόσο θαυμαστοί και ηρωικοί ήσαν και το πόσο έχουν υποφέρει, το πόσο υπήρξαν θύματα των κακών γειτόνων. Αυτές οι στάσεις ενέχουν μια αναγκαιότητα, αλλά και ένα πολύ αδύναμο ηθικό μάθημα χωρίς να διευκολύνουν τη συμπεριφορά του σήμερα. Ο ήρωας σκέφτεται πάντοτε ότι είναι ο πιο ισχυρός και ότι μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους, ενώ το θύμα απαιτεί επανόρθωση για το κακό που έχει υποστεί. Καλύτερα λοιπόν να συνδέουμε το παρόν με ένα χρέος δικαιοσύνης μάλλον παρά με ένα χρέος μνήμης. Η ιστορία δεν λέει: ο Ναπολέων ήταν ένοχος ή αθώος, αλλά ότι έκανε τρομερά πράγματα, έκανε και γενναία πράγματα, εκφέρει δηλαδή μια πιο δια-φοροποιημένη κρίση. Η δικαιοσύνη επομένως εκπληρώνει το ρόλο της να καταδιώκει τους ενόχους και δεν έχει την αξίωση να λέει στους λαούς πώς πρέπει να ζουν. Γι' άλλη μια φορά με ενδιαφέρει ποιο μάθη-μα αντλούμε από το παρελθόν και όχι αυτό που έχει συμβεί. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να λησμονηθεί ένα ιστορικό γεγονός όπως το Ολοκαύτωμα»60.

60. Βλ. Θ. Γιαλκέτσης (2005). Η τέχνη της λήθης: εφημ. Κυριακάτικη Ελευθε-

ροτυπία 31/7,26: απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο βουλγαρο-γάλλος στοχα-στής Τσβετάν Τοντόροφ στο ιταλικό περιοδικό «L' Espresso».

ΙΙΙ. Η ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΠΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ

Στον 20ό αιώνα η επιστημολογική αναγνώριση πως δεν είναι πλέον δυνατή μια μεγάλη αφήγηση δεν σήμανε το «τέλος της ιστορίας», αλλά στη θέση μιας ενιαίας και έλλογης ιστορικής διαδικασίας αναδεικνύε-ται ένας πλουραλισμός αφηγήσεων που αφορά στις βιωματικές εμπει-ρίες πολλών ομάδων. Σήμερα τα ιστορικά ενδιαφέροντα συμπεριλαμ-βάνουν μαζί με τα πολιτικά γεγονότα και τις κοινωνικές δομές την ι-στορία των νοοτροπιών, της καθημερινής ζωής, του υλικού πολιτισμού, της σεξουαλικότητας, κ.α. Για το λόγο αυτό τα ιστορικά τεκμήρια δι-ευρύνονται και περιλαμβάνουν τις προφορικές και οπτικές μαρτυρίες. Το φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, αρχειοθετημένο ή/και όχι συ-γκροτεί ένα πλούσιο ιστορικό υλικό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από ιστορικούς της τέχνης, από κοινωνιολόγους και από ιστορικούς από το τέλος του 19ου αιώνα, όπως οι F. Haskell, J. Burckhardt, Huizinga, A. Warburg, G. Freyre, R.Levine, P. Aries, Μ. Vovelle61.

Η αξία της εικόνας (ως οπτικού υλικού) και η χρήση της ως μαρτυ-ρίας για την κοινωνική ιστορία, η οποία δομείται από κάτω62 ανέδειξε τη μαρτυρία της τέχνης, των οπτικών μαρτυριών στις οποίες σταδιακά συμπεριλαμβάνονται η ηλεκτρονική και η ψηφιακή εικόνα. Επιπρό-σθετα η καθιέρωση της μικροιστορίας και η ένταξή της στο πεδίο των ευρύτερων δομών και μετασχηματισμών μέσα στις οποίες λαμβάνει χώ-ρα οδήγησε στη διεύρυνση των ιστορικών πηγών προς την κατεύθυνση των μαρτυριών, ενδείξεων, ιχνών και σε μεγαλύτερη επιστημονική ε-κλέπτυνση μέσα από τον εμπλουτισμό των προσεγγίσεων. Η βεβαιότη-τα του Ράνκε για την αντικειμενικότητα των πηγών δεν υφίσταται πλέον, αλλά υπάρχει επίγνωση του βαθμού στον οποίο οι πηγές δεν με-

61. Βλ. στο P. Burke (2003). ό.π. 62. E. Hobsbawm (1998). Για την Ιστορία. Αθήνα: Θεμέλιο, 217.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 49

ταφέρουν άμεσα την πραγματικότητα, διότι είναι και οι ίδιες αφηγη-ματικές καταστάσεις. Ο όρος ιστορικά ίχνη όπως προτάθηκε από τον Ολλανδό ιστορικό G. Renier (1892-1962)63 αξιοποιείται σήμερα στην έρευνα, διότι αναφέρεται σε χειρόγραφα, τυπωμένα βιβλία, κτήρια, έ-πιπλα, το τοπίο, τα είδη των εικαστικών αναπαραστάσεων, τα οποία ιχνο-γραφούν τα ιστορικά δρώμενα.

Στο πεδίο αυτών των αλλαγών ο ορίζοντας των ιστορικών σπου-δών διευρύνεται, όχι μόνο όσον αφορά στις μελετώμενες ομάδες, αλλά και στα ερωτήματα που τίθενται από τους/τις ιστορικούς64. Η ιστορία της οικονομίας, αλλά και η κοινωνική ιστορία ανέδειξαν την πολεοι-στορία, την πόλη ως πυρήνα του πολιτικού γίγνεσθαι και ως πεδίο α-νάγνωσης της στάσης των ανθρώπων απέναντι στην κοινωνία. Η ιστο-ρία των πόλεων μας οδηγεί στην κατανόηση της ιστορίας ευρύτερων περιοχών, διότι στα αρχεία των πόλεων φυλάσσονται οι πηγές για την προσέγγιση του παρελθόντος και παράλληλα βιώνονται οι οικονομι-κές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες. Η έννοια της τοπικότητας δεν εκλαμβάνεται στα στενά όρια του βιωμένου χώρου κατοίκησης, αλλά διεισδύει στα ποικίλα, ιστορικά δεδομένα του τόπου65.

Προς αυτή την κατεύθυνση τα έργα τέχνης είναι μαρτυρίες του υλι-κού και του πνευματικού πολιτισμού. Μεταδίδουν μηνύματα, αλλά ο κώδικας τους διαφοροποιείται από τις γραπτές πηγές και είναι αδιάρ-ρηκτα συνδεδεμένος με τον υλικό φορέα. Κάθε έργο είτε ακραιφνώς χειροποίητο ή τεχνολογικά κατασκευασμένο εξαρτάται από τις τεχνι-κές ανακαλύψεις και τις κοινωνικές μεταβολές, οι οποίες το προκαθο-ρίζουν. Η χρήση των οπτικών μαρτυριών εγείρει ζητήματα κριτικής ε-πεξεργασίας όπως συμβαίνει άλλωστε και με τα γραπτά τεκμήρια. Τα ιστορικά συμφραζόμενα, η λειτουργία και η ρητορική χρήση τους, η ηγεμονική ή άλλη μνήμη που διαχειρίζονται προκαλούν τους ερευνητές προς αναζήτηση και συμπληρωματική έρευνα.

Στην παρούσα μελέτη η «ιστορική εικόνα» αναφέρεται μόνο στα

63. P. Burke (2003). ό.π., 16. 64. Γ. Ίγκερς (1999). Η ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα. Αθήνα: Νεφέλη, 265-

305. 65. Μ. Βαινά (1997). Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της τοπικής ιστορίας για

τον 21ο αιώνα. Αθήνα: Gutenberg, 93-101.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 50

ιστορικά δημόσια γλυπτά (οι όροι ωστόσο χρησιμοποιούνται εναλλα-κτικά) ως οπτικές μαρτυρίες του παρελθόντος και αναπαραστάσεις ε-θνικών ή άλλων στερεοτύπων. Όσοι κυβέρνησαν τους λαούς χρησιμο-ποίησαν συχνά σε κάθε εποχή εικόνες και αγάλματα για να ενσταλά-ξουν σ’ αυτούς τα κατάλληλα συναισθήματα. Η δημόσια έκθεση εικό-νων με ηγετικά πρόσωπα αυξήθηκε στα τέλη του Μεσαίωνα και προ-έρχεται από τη θρησκευτική τέχνη, η οποία αναπτύχθηκε στους πρώ-τους αιώνες του Χριστιανισμού με πολλά στοιχεία από τη ρωμαϊκή αυ-τοκρατορική τέχνη. Η μετωπική απεικόνιση των ένθρονων και αυτο-κρατόρων προσαρμόστηκε στο εικονικό μοντέλο αναπαράστασης του Χριστού και της Παναγίας. Η οπτική προπαγάνδα όπως διαμορφώνε-ται και θεμελιώνεται μετά τη γαλλική επανάσταση μας δίνει στοιχεία για την ανάλυση και μελέτη μιας μεγαλύτερης χρονικής περιόδου από την Αρχαιότητα. Οι κυβερνώντες σε κάθε εποχή αποζητούσαν μια κα-λή δημόσια εικόνα, η οποία στην αρχαιότητα και μέχρι τον μεσαίωνα εμπλέκεται με την εικόνα του ιερού και αδιαμφισβήτητου66.

Οι λειτουργίες της πρόσληψης των έργων μπορεί να εξεταστούν στο πεδίο της ιστορίας του βλέμματος67, αλλά και της ανάλυσης του M. Foucault68, που εντοπίζει «την άνοδο της επαγρύπνησης στη σύγχρονη κοινωνία». Ο J. Ellis, ισχυρίζεται ότι «το να κοιτά κανείς αποτελεί τη συστατική δράση του κινηματογράφου, η τηλεόραση ζητά ένα μάλλον διαφορετικό είδος κοιτάγματος, αυτό της ματιάς»69. Ο θεωρητικός του κινηματογράφου C. Metz επισήμανε την αναλογία μεταξύ της κινημα-τογραφικής οθόνης και του καθρέφτη, ισχυριζόμενος ότι μέσω της ταύ-τισης με το βλέμμα της φωτογραφικής μηχανής, ο θεατής του κινηματο-γράφου ξαναπαίζει τους ρόλους που ο ψυχαναλυτής θεωρητικός J. Lacan ονόμασε «το στάδιο του καθρέφτη, κατά το οποίο, το να κοιτά-ζεται στον καθρέφτη επιτρέπει στο παιδί να δει τον εαυτό του για

66. P. Burke, ό.π., 76. 67. D. Chandler (1998). Notes on the Gaze: URL http://www.aber.ac.uk/~dgc/

gaze.html 68. M. Foucault (1977). Discipline and Punish: The Birth of the Prison. New

York: Pantheon, 25. 69. J. Ellis (1982). Visible Fictions: Cinema, Television, Video. London: Rout-

ledge, 50.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 51

πρώτη φορά σαν κάποιον άλλο – ένα σημαντικό βήμα στο χτίσιμο του εγώ»70. Επεκτείνοντας αυτές τις παρατηρήσεις στη πρόσληψη των δη-μόσιων μνημείων παρατηρούμε ότι οι κοινωνικοί κώδικες του βλέμμα-τος ρυθμίζονται: τα παιδιά μαθαίνουν να επισύρουν την προσοχή (το κοίταξέ με), να μην κοιτάζουν ξένους και να μη κοιτούν ορισμένα μέρη του σώματος. Οι άνθρωποι πρέπει να κοιτάζουν για να είναι ευγενείς, αλλά να μη κοιτάζουν τους λάθος ανθρώπους ή στο λάθος σημείο, π.χ. τους ανάπηρους71.

Η διάρκεια επίσης του βλέμματος αποτελεί βασική παράμετρο στην πολιτισμική ιστορία των εικόνων, διότι ποικίλλει πολιτισμικά. Σε πο-λιτισμούς επαφής όπως αυτοί των Αράβων, των Λατινοαμερικανών και των Νοτιοευρωπαίων, οι άνθρωποι κοιτάζουν περισσότερο από τους Βρεταννούς ή τους λευκούς Αμερικανούς, ενώ οι μαύροι Αμερι-κανοί κοιτάζουν λιγότερο. Στις κουλτούρες που ευνοείται η επαφή το πολύ λίγο βλέμμα θεωρείται ανειλικρινές, άτιμο ή αγενές, ενώ σε κουλ-τούρες που δεν ευνοούν την επαφή το πολύ βλέμμα θεωρείται απειλη-τικό, ασεβές και προσβλητικό72. Προς την κατεύθυνση αυτή η πρόσφα-τη προσέγγιση της κοινωνικής ιστορίας της τέχνης73 εστιάζει στην ι-στορία των αντιδράσεων στις εικόνες, στην πρόσληψη των έργων τέ-χνης και αντλεί στοιχεία από τις λογοτεχνικές μελέτες και τη θεωρία της πρόσληψης. Η μελέτη των αντιδράσεων του κοινού, το οποίο ορί-ζεται και ως οπτικό παράλληλο του υπονοούμενου αναγνώστη σε συ-νάρτηση με το έργο του Μπαρτ για τη ρητορική της εικόνας δίνει έμ-φαση στο θεατή και στη θέση του ως αυτόπτη μάρτυρα του γεγονό-

70. C. Metz (1975). The Imaginary Signifier: Screen 16(3). 71. Στο Luo της Κένυα δεν πρέπει να κοιτάζεις την πεθερά σου, στη Νιγηρία

δεν πρέπει να κοιτάζεις τους ανωτέρους σου, σε μερικές ινδιάνικες κοινότητες της Νότιας Αμερικής δε θα έπρεπε να κοιτάζεις τον συνομιλητή σου κατά διάρ-κεια της συζήτησης, στην Ιαπωνία πρέπει να κοιτάς το λαιμό όχι το πρόσωπο: Μ. Argyle (1975). Bodily Communication. London: Methuen, 150. Μ. Argyle (1983). The Psychology of Interpersonal Behaviour (4th edn.). Harmondsworth: Penguin, 95.

72. Μ. Argyle (1975). Bodily Communication (2nd edn.). London: Methuen. 73. Ερωτήματα για τις κοινωνικές συνθήκες που παρήγαγαν τις διαφορετικές

τεχνοτροπίες τέθηκαν από ιστορικούς μαρξιστές βλ. A. Hauser (1951/1990). A So-cial History of Art. London: Routledge. F. Frascina, J. Harris (1994). Art in modern culture. London: Phaidon.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 52

τος/προσώπου/ δράσης που αναπαρουσιάζονται74. Το πρόβλημα ανάγνωσης των δημόσιων μνημείων ως ιστορικών

μαρτυριών δεν μας οδηγεί σε συνταγές όρασης-βλέμματος, αλλά σ’ ένα ανοικτό μοντέλο πολλαπλής ανάγνωσης και χρήσης της εικόνας εφό-σον δεχόμαστε ότι οι εικόνες δεν είναι ούτε αντανάκλαση της κοινωνι-κής πραγματικότητας ούτε σύστημα σημείων έξω από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά μετακινούνται ανάμεσα στα άκρα αυτά σε ποι-κίλες θέσεις75.

74. D. Freedberg (1989). The power of images: στο P. Burke (2003). ό.π., 228-230. 75. P. Burke (2003).ό.π., 233.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 53

ΙV. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟ ΣΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ

Μια πρώτη θεματική κατηγοριοποίηση των δημόσιων αγαλμάτων, ως δημόσιας ιστορικής, πολιτικής εικόνας αφορά στις ιστορικές ιδέες, στα πρόσωπα, στα γεγονότα, που αυτά σημαίνουν. Η μετατροπή αφη-ρημένων εννοιών σε ορατές και συγκεκριμένες εικόνες προέρχεται από τη μεταφορά και τη συμβολοποίηση, όπως αυτές χρησιμοποιήθηκαν στην ιστοριογραφία και στην πολιτική. Οι παραδοσιακοί τύποι μετα-φοράς για μια παρομοίωση του κράτους, της διακυβέρνησης, αλλά και του ίδιου του ηγέτη αφορά κυρίως στα έφιππα αγάλματα. Από την αρ-χαιότητα οι προσωποποιήσεις της Νίκης, της ∆ικαιοσύνης, της Τύχης, της Ομόνοιας κ.α. αναπαρασταίνονται με γυναικείες μορφές76, ενώ για την Ελευθερία ο εικονολογικός τύπος μετά τη γαλλική επανάσταση από το ζωγραφικό έργο του Ντελακρουά μέχρι και το σύγχρονο δημό-σιο γλυπτό στο Πεκίνο77 καταγράφει την «ελευθερία-γυναίκα» να ο-δηγεί και να διαφωτίζει το λαό προς την επανάσταση.

Τα πρόσωπα και η αναπαράστασή τους

Σε μεγάλη συχνότητα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα οι προτο-μές των κυβερνώντων ή/και ιθυνόντων, δημοφιλών ανδρών (κυρίως) παρουσιάζονται ως οπτικές μετωνυμίες ιδεών ή/και αξιών. Στη δυτική κουλτούρα τα εικονολογικά μοντέλα του ηρωικού, του ιερού, του αυ-θεντικού ηγεμόνα έλκουν μάλλον από την κλασική αρχαιότητα. Η κλασική παράδοση για τον κολοσσό, την κολακεία, τον ιδεαλισμό συνδεδεμένη στην ελληνική πραγματικότητα με τα έργα για τον Μ. Αλέξανδρο καθιέρωσε την τεχνοτροπία του ολοκληρωτισμού στη δη-μόσια γλυπτική. Το υπερφυσικό μέγεθος των αγαλμάτων, το θριαμβευ-τικό ύφος, το ακίνητο, απλανές, άχρονο και αιώνιο βλέμμα, η στάση και η θέση της ολόσωμης μορφής, η ένδυση, τα σταθερά διακοσμητικά

76. P. Burke (2003). ό.π., 77 και G. Pollock (1988). Vision and difference: Femi-

ninity, Feminism and the Histories of Art. London: Routledge. 77. P. Burke (2003). ό.π.,81.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 54

μοτίβα και τα αντικείμενα/εξαρτήματα, που τους περιβάλλουν συ-γκροτούν την τυποποιημένη οπτική γλώσσα των αγαλμάτων και πα-ραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη πρόσληψη της ηγεμονικής ισχύος. Ω-στόσο στον 20ό αιώνα η εικαστική προσαρμογή της κλασικής, απολυ-ταρχικής εξουσίας στη δημοκρατικότητα διαμόρφωσε σε μικρά ποσο-στά νέους εικονολογικούς τύπους, έργα σύγχρονης γλυπτικής που τολ-μούν Έλληνες καλλιτέχνες (όπως ο Καλαμάρας, ο Καμπαδάκης, ο Τσάρας στη βόρεια Ελλάδα κ.α.) να προτείνουν ως υλικό υπαίθριας γλυπτικής μετά από παραγγελία.

Παρατηρείται ότι ο πληθυσμός των αγαλμάτων σε κάθε πόλη κυ-ριαρχείται από άρρενες, ήρωες στρατιωτικούς και στα νεότερα χρόνια από άρρενες πολιτικούς με διάσημες εξαιρέσεις τις «θηλυκές ιδέες» της ελευθερίας, της πατρίδας και της μητρότητας και με ελάχιστες γυναί-κες-αγωνίστριες. Η γοητεία της ανάγνωσης των εικόνων και της ανά-λυσης των απεικονίσεων έλκει από την μεταφορά της ιστορίας που πραγματώνουν, ως αποκρυπτογράφηση του κρυμμένου/ορατού. Η α-ναπαράσταση σημαίνει αφενός την προτεινόμενη εικόνα, για παρά-δειγμα την εικόνα του θηλυκού που προτείνεται στην ιστορία των γυ-ναικών και αφετέρου η εικόνα είναι αυτό, στο οποίο ένα υποκείμενο παριστάνεται, συνειδητά ή όχι. Η ανάλυση του οπτικού υλικού είναι μια αναζήτηση των τρόπων της υποκειμενοποίησης και μπορεί να λά-βει χώρα στην ιστορία, στην κριτική, στη σημειωτική, στη κοινωνιολο-γία της εικόνας. Οι κοινωνικοί ιστορικοί της τέχνης έχουν σχολιάσει τη διφορούμενη εικόνα του θηλυκού που προτείνεται στην Ελευθερία που οδηγεί το λαό (Ντελακρουά). Ωστόσο σε μια σύγχρονη ιστορία των γυναικών, και όχι των απεικονίσεων, παράλληλα μ΄ αυτή των ανδρών, το ζήτημα είναι η ιστορία της κατανομής και ανακατανομής των ρό-λων και ασχολιών που καθορίζουν τους προσδιορισμούς ταυτότητας σε μια συμβολική τάξη. Η ιστορία που μας λείπει είναι αυτή των μορ-φών και των ευκαιριών εμφάνισης του υποκειμένου στην κοινότητα, μια ιστορία του ορατού και της μάχης για την ορατότητα, μια ιστορία του βλέμματος και όχι των απεικονίσεων 78.

Ο D. Chandler στα μαθήματά του για το «βλέμμα» σημειώνει ότι το

78. G. Duby, M. Perrot (1995). Γυναίκες και Ιστορία. Μετ. Κ. Καρλαύτη. Αθή-

να: Ελληνικά Γράμματα, 52-67.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 55

βλέμμα (gaze) που μερικές φορές ονομάζεται «ματιά» είναι τεχνικός όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην κινηματογραφική θεωρία κα-τά τη δεκαετία του 1970, αλλά που τώρα χρησιμοποιείται ευρύτερα από θεωρητικούς των μέσων για να αναφέρονται τόσο στους τρόπους με τους οποίους οι θεατές βλέπουν εικόνες ανθρώπων σε οποιοδήποτε οπτικό μέσο όσο και στο βλέμμα αυτών που εικονίζονται σε οπτικά κείμενα. Ο όρος «αρσενικό βλέμμα» για παράδειγμα έχει γίνει πλέον φεμινιστικό στερεότυπο όσον αφορά στον ηδονοβλεπτικό τρόπο με τον οποίον οι άνδρες κοιτάζουν τις γυναίκες79. Οι μελέτες για το βλέμ-μα συμβάλλουν στην πολλαπλή ανάγνωση-πρόσληψη της εικόνας και στην περίπτωση που μελετούμε στην πολλαπλή ανάγνωση του δημόσι-ου μνημείου. Το αμοιβαίο βλέμμα σήμερα είναι δυνατό σε μορφές δια-προσωπικής επικοινωνίας πέραν του άμεσου προσωπικού διαλόγου και σύγχρονα παραδείγματα αποτελούν η βιντεο-συνέντευξη και η αμφίδρομη επικοινωνία μέσω κάμερας στον παγκόσμιο Ιστό. Στην πε-ρίπτωση των κειμένων μαζικών μέσων, σε αντίθεση με τη διαπροσωπι-κή επικοινωνία, μια γνήσια ανταλλαγή βλεμμάτων μέσω του κειμενι-κού πλαισίου δεν είναι πιθανή, διότι ο θεατής μπορεί να κοιτά αυτούς που εικονίζονται στο κείμενο, αλλά αυτοί δεν μπορούν να τον δουν. Η αθέατη θέαση που πραγματοποιείται με τέτοιες έμμεσες και «μεσολα-βημένες» θεάσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετεί μια λειτουργία «α-ναζήτησης πληροφοριών»80, άποψη που επισημαίνει το ζήτημα των στόχων του θεατή.

Η εμφανέστερη τυπολογία για τις μορφές του βλέμματος βασίζεται στο ποιος κοιτάζει, οπότε ερευνάται συχνότερα το βλέμμα του θεατή (το βλέμμα του θεατή που κοιτάζει την εικόνα ενός προσώπου, ζώου, ή αντικειμένου), το εσω-αφηγηματικό βλέμμα (βλέμμα ενός εικονιζομέ-νου προσώπου που κατευθύνεται σε άλλον), το άμεσο/ή εξω-διηγημα-τικό βλέμμα προς το θεατή (το βλέμμα ενός προσώπου, ή ανθρωποει-δούς που εικονίζεται στο κείμενο και κοιτάζει έξω από το πλαίσιο, σαν να απευθύνεται στο θεατή, με αντίστοιχες χειρονομίες και στάσεις)81.

79. C. Evans, G. L. Gamman (1995). The Gaze Revisited, Or Reviewing Queer

Viewing, 13-56: στο P. Burston, R. Colin (edit.1995). A Queer Romance: Lesbhians, Gay Men and Popular Culture. London: Routledge, 13.

80. Μ. Argyle (1975). ό.π., 160. 81. Επιπλέον, θα έπρεπε να σημειώσουμε και μερικούς άλλους τύπους βλέμμα-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 56

Ο J. Elkins προσφέρει δέκα διαφορετικούς τρόπους θέασης για ένα έργο που εκτίθεται δημόσια82: «εσείς, ενώ κοιτάζετε το έργο, οι φιγού-ρες στο έργο που σας κοιτάζουν, φιγούρες στο έργο που κοιτάζουν η μια την άλλη, φιγούρες στο έργο που κοιτάζουν αντικείμενα ή κοιτά-ζουν μακριά στο διάστημα ή έχουν τα μάτια τους κλειστά».

Επιπλέον υπάρχουν οι άλλοι άνθρωποι στο χώρο, που μπορεί να κοιτάζουν εσάς ή το έργο, οι φανταστικοί παρατηρητές, ο καλλιτέχνης, που κοίταζε κάποτε αυτό το έργο, τα μοντέλα που φιγουράρουν στο έργο, που μπορεί κάποτε να είδαν τον εαυτό τους εκεί, και όλοι οι άλ-λοι που έχουν δει το έργο – οι αγοραστές, οι ιθύνοντες, οι παραγγελιο-δότες κ.α. Τέλος, υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ δεν είδαν το έργο, αλ-λά μπορεί να το γνωρίζουν μόνο από αναπαραγωγές ή από περιγρα-φές.

Για τις σχέσεις θεατή-κειμένου, οι G. Kress και T.V. Leeuwen προ-τείνουν επίσης μια βασική διάκριση μεταξύ «προσφοράς και ζήτησης»: μια έμμεση προσαγόρευση, που αντιπροσωπεύει μια προσφορά στην οποία ο θεατής είναι ο αθέατος μάρτυρας και το εικονιζόμενο πρόσω-πο το αντικείμενο του βλέμματος και ένα βλέμμα άμεσης προσαγόρευ-σης που αντιπροσωπεύει το αίτημα από το θεατή (ως αντικείμενο θέα-σης) να μπει σε μια παρακοινωνική σχέση με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Προς την κατεύθυνση αυτή τα δημόσια μνημεία στην πλειονότητά τους φιλοτεχνούνται μετωπικά, αλλά με απλανές βλέμμα χωρίς ευδιάκριτη την κόρη του οφθαλμού σα να μην επικοινωνούν με τους θεατές, αλλά προσβλέπουν στη μνήμη του χρόνου, στον αιώνιο μεταθανάτιο κόσμο.

τος, που αναφέρονται λιγότερο συχνά: το βλέμμα του παρατηρητή – έξω από τον κόσμο του κειμένου, το βλέμμα ενός άλλου ατόμου στον κοινωνικό περίγυρο του θεατή, που συλλαμβάνει τον τελευταίο στην πράξη της θέασης –το αποτρεπτικό βλέμμα – η εμφανής τάση ενός εικονιζομένου προσώπου να αποφύγει το βλέμμα κάποιου άλλου, ή του φωτογραφικού φακού ή του καλλιτέχνη (και έτσι του θεα-τή) -το βλέμμα του ακροατηρίου μέσα σε ένα κείμενο – μερικά είδη λαϊκών τηλεο-πτικών κειμένων (όπως τα τηλεπαιχνίδια) -το βλέμμα του διασκευαστή – «ολό-κληρη η θεσμική διαδικασία μέσω της οποίας κάποια τμήματα του βλέμματος του φωτογράφου επιλέγονται για χρήση και για έμφαση»: βλ. C. Lutz, C. Jane (1994). The Photograph as an Intersection of Gazes: The Example of National Geographic: στο L. Taylor (edit.1994): Visualizing Theory. New York: Routledge, 363-84.

82. J. Elkins (1996). The Object Stares Back: On the Nature of Seeing. New York: Simon, Schuster, 38-39.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 57

Μερικοί θεωρητικοί κάνουν διάκριση μεταξύ βλέμματος και μα-τιάς, υπονοώντας ότι ματιά είναι ένας τύπος αντίληψης ανοικτός σε όλους, ενώ το βλέμμα είναι τρόπος θέασης που αντανακλά έναν κώδι-κα επιθυμίας που έχει το φύλο83. Ωστόσο το να εξετάζει κανείς το βλέμμα μόνο σε σχέση με «κειμενικές πρακτικές» σημαίνει ότι αγνοεί τη σημασία του αμοιβαίου βλέμματος στο κοινωνικό περιβάλλον των πο-λιτισμικών πρακτικών γενικότερα. Μελετώντας την κοινωνική αλλη-λόδραση, ο M. Watson (1970) εντόπισε πολιτισμικές διαφορές στην έ-νταση του βλέμματος. ∆ιέκρινε μεταξύ τριών ειδών βλέμματος, το oξύ- επικεντρωμένο προς τα μάτια των άλλων, το καθαρό-επικεντρωμένο στο κεφάλι ή το πρόσωπο του άλλου ατόμου, το περιφερειακό, που διατηρεί το άλλο άτομο μέσα στο οπτικό πεδίο, αλλά δεν κοιτάζει το κεφάλι ή το πρόσωπό του84. Οι Kress και Leeuwen συζήτησαν επίσης το θέμα της υιοθέτησης είτε μιας ευθείας γωνίας είτε μιας πλάγιας γωνίας σε σκηνές που έχουν ήδη γραμμικό προσανατολισμό. Όπου υπάρχουν ευθείες γραμμές σε μια σκηνή (όπως στις εξωτερικές ή εσωτερικές άκρες ενός κτηρίου ή στους ανθρώπους που στέκονται σε ουρά ή στα δημό-σια συμπλέγματα και ανάγλυφα) ο παραγωγός της εικόνας έχει την ε-πιλογή να διαλέξει την ευθεία γωνία στην οποία τέτοιες γραμμές είναι παράλληλες προς το πλάνο της εικόνας ή να στρέψει την οριζόντια γω-νία της απεικόνισης προς μια πιο πλάγια άποψη. Οι ερευνητές ισχυρί-ζονται ότι η οριζόντια γωνία που υιοθετείται εκφράζει το αν ή όχι ο παραγωγός-εικόνας (και ως εκ τούτου, ο θεατής) εμπλέκεται με τα α-ναπαριστώμενα μέλη ή όχι με τη μετωπική γωνία να αναπαριστά ε-μπλοκή και την πλάγια γωνία να παριστά αποστασιοποίηση85.

Ο J. Tagg ισχυρίζεται ότι η μετωπικότητα είναι κύρια τεχνική της «ρητορικής του ντοκυμανταίρ» προσφέροντας αυτό που εικονίζεται για αξιολόγηση. Η λειτουργία των καθέτων γωνιών σημειώνεται ευρύ-τερα στις μελέτες καθώς οι υψηλές γωνίες (που βλέπουν το εικονιζόμε-νο πρόσωπο εκ των άνω) ερμηνεύονται ότι κάνουν το πρόσωπο αυτό να μοιάζει μικρό και ασήμαντο. Οι χαμηλές γωνίες (που κοιτάζουν το άτομο ψηλά εκ των κάτω) λέγεται ότι το κάνουν να φαίνεται ισχυρό

83. C. Evans, G. L. Gamman (1995). ό.π., 16. 84. M. Argyle (1988). ό.π., 59. 85. G. Kress, T.V. Leeuwen (1996). Reading Images: The Grammar of Visual De-

sign. London: Routledge, 143

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 58

και ανώτερο86. Οι Kress και Leeuwen μεταβάλλουν ελαφρά τη θέση αυ-τή, διότι θεωρούν ότι μια γωνία αφ’ υψηλού εικονίζει μια σχέση στην οποίαν ο παραγωγός της εικόνας και ο θεατής έχουν συμβολικά εξου-σία πάνω στο παριστάμενο πρόσωπο ή πράγμα, ενώ μια χαμηλή εικό-να εικονίζει μια σχέση στην οποία το εικονιζόμενο πρόσωπο έχει εξου-σία επί του παραγωγού της εικόνας και του θεατή87.

Εμπειρικές μελέτες υποστήριξαν την ιδέα ότι χαμηλές γωνίες μπο-ρούν να κάνουν αυτούς που εικονίζονται να μοιάζουν ισχυρότεροι με τον τρόπο αυτό, εφ’ όσον αναγνωρίζεται ήδη ότι έχουν κάποιαν εξου-σία μάλλον παρά ότι έχουν ίση κοινωνική θέση με το θεατή88. Ο Messaris γράφει ότι «μια χαμηλή γωνία συνδυαζόμενη με μια μετωπική άποψη και άμεσο βλέμμα προς το θεατή μπορεί να ερμηνευθεί ως αγέ-ρωχη, εκφοβιστική ή απειλητική, και ότι, όταν η πρόθεση είναι να χρησιμοποιηθούν χαμηλές γωνίες για να προτείνουν ιδιότητες ευγενι-κές ή ηρωικές, οι πλάγιες όψεις είναι συνηθέστερες»89.

Σε σχέση με την οπτική γωνία, οι Kress και Leeuwen υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να αναρωτηθούμε «ποιος θα μπορούσε να δει τη σκηνή με τον τρόπο αυτό;» «Πού θα μπορούσε να σταθεί κανείς για να δει τη σκηνή αυτή έτσι, και τι είδους άτομο θα έπρεπε να είναι κανείς για να καταλαμβάνει το χώρο αυτό;»90. Ο M. Watson (1970) εντόπισε πολιτι-στικές διαφορές στο πόσο άμεσα οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο σε κοινωνική αλληλόδραση. Από τις ομάδες που μελέτησε, έδειξε ότι αυτοί που υιοθετούν την εγγύτερη στάση σε μετωπικό άξονα προσανατολισμού ήταν οι νοτιοευρωπαίοι, ακολουθούμενοι από τους λατινοαμερικανούς και μετά τους Άραβες. Αυτοί που υιοθετούν την πιο πλάγια στάση ήταν Ινδοί και οι Πακιστανοί ακολουθούμενοι από τους βορειοευρωπαίους και τους Ασιάτες91.

Σε σχέση με τις θεωρίες της L. Mulvey, το ζήτημα του βλέμματος

86. J. Tagg (1988): The Burden of Representation. Amherst: University of Mas-

sachusetts Press, 189. 87. G. Kress, T.V. Leeuwen (1996). ό.π., 146. 88. P. Messaris (1997). Visual Persuasion: The Role of Images in Advertising.

London: Sage, 34-35. 89. P. Messaris (1997). ό.π., 38. 90. G. Kress, T.V. Leeuwen (1996).ό.π., 149. 91. Βλ. M. Argyle (1988). ό.π., 59.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 59

συνδέεται στενά με αυτό της ταύτισης. Ο θεατής μπορεί υποκειμενικά να ταυτίζεται με την άποψη του καλλιτέχνη, με αυτήν του προσώπου που εικονίζεται, ή και με τα δύο92. Παρατηρείται συχνά ότι οι άνδρες τείνουν να ταυτίζονται με τους άνδρες κι οι γυναίκες με τις γυναίκες, ενώ ο J. Ellis (1982) ισχυρίζεται ότι αυτό αποτελεί μια υπεραπλού-στευση. Μπορούμε, παραδείγματος χάριν, να αισθανθούμε αλλαγές ταυτίσεων με διαφορετικούς χαρακτήρες κι αυτοί μπορεί να μην είναι αναγκαστικά χαρακτήρες του ιδίου φύλου (ή σεξουαλικού προσανα-τολισμού) όπως εμείς. Το έργο του E. Goffman «Gender Advertise-ments» (1979) ασχολείται με τις απεικονίσεις αρρένων και θηλέων σε διαφημίσεις περιοδικών και θεωρείται κλασικό κείμενο για την οπτική κοινωνιολογία. Από τις παρατηρήσεις του η πιο σχετική για την πολ-λαπλή ανάγνωση του δημόσιου μνημείου είναι ότι μάλλον οι άνδρες τείνουν να τοποθετούνται υψηλότερα από τις γυναίκες στις αναπαρα-στάσεις, αντανακλώντας συμβολικά τη συνήθη υποταγή των γυναικών στους άνδρες στην κοινωνία»93. Μια άλλη έννοια που μπορεί να είναι χρήσιμη στη διερεύνηση του βλέμματος είναι ο «προσωπισμός». Ο όρος face-ism εφευρέθηκε για να περιγράψει μια τάση στις εικόνες να δί-νουν έμφαση στα πρόσωπα των ανδρών και στα σώματα των γυναι-κών. Στην περίπτωση που μελετούμε στα δημόσια μνημεία δίνεται έμ-φαση στην προτομή των ανδρών94.

Η διεύρυνση των ιστορικών πηγών με πλούσιο αρχειακό και οπτι-κό, ή/και άλλο υλικό που αφορά στην οικογενειακή ζωή, στην υποτι-μημένη καθημερινότητα, στις δικαστικές υποθέσεις, στις οικογενειακές αλληλογραφίες, στα προσωπικά ημερολόγια, στα λογοτεχνικά και ει-καστικά έργα, στην προφορική μαρτυρία λησμονημένων γυναικών έχει ήδη κλονίσει τις βεβαιότητες της παραδοσιακής ιστοριογραφίας και αμφισβήτησε ιδιαίτερα την άφυλη διάσταση της ανθρωπότητας95. Εν-δεικτικά αναφέρουμε ότι στο ∆ήμο Θεσσαλονίκης στα υπαίθρια δημό-

92. V. Burgin (Ed.) (1982). Thinking Photography. London: Methuen, 189. 93. E. Goffman (1979). Gender Advertisements. New York: Harper,

Row/London: Macmillan, 43. 94. Σημειώνουμε ωστόσο ότι στις περισσότερες προτομές γυναικών δίνεται

έμφαση στην προβολή του στήθους. 95. Ε. Αβδελά (1993). Ιστορία των γυναικών, ιστορία του φύλου, φεμινιστική

ιστορία, μεθοδολογία και θεωρητικά ζητήματα μιας εικοσαετίας: ∆ίνη, 6, 15.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 60

σια μνημεία εντοπίζονται γυναίκες όπως η Γυναίκα της Πίνδου-στο ρόλο της οπλισμένης αγωνίστριας, στη σύνθεση Αποδήμων Ελλήνων-η μητέρα, η Λουόμενη γυναίκα, στο γλυπτικό σύμπλεγμα Εθνικής Αντί-στασης-η μητέρα και η ∆όξα, η Γυναικεία καθιστή φιγούρα, στο γλυ-πτικό σύμπλεγμα Μνημείο Θαλασσομάχων ηρώων του 1821 (Χ/Αντώ-νη και ∆όμνας Βισβίζη)-η αγωνίστρια και η Νίκη, η σύνθεση Ελληνίδα μητέρα, η σύνθεση Ζευγάρι, η προτομή της Σ. Βέμπο, στο μνημείο Πε-σόντων Χωροφυλακής και Αστυνομίας (1941-1944)- η μορφή της ∆ό-ξας-γυναίκας ως μετωνυμίας των πεσόντων, στο σύμπλεγμα Πολίτες, στο Μνημείο Ποντίων-το κοριτσάκι σε πολυπρόσωπη σύνθεση, η σύν-θεση Υδροχοούσα χωρική, η σύνθεση Μάης του 36-η μητέρα96. Όπως παρατηρούμε τα κυρίαρχα σημαίνοντα είναι ολόσωμες αναπαραστά-σεις γυναικών και τα σημαινόμενα αφορούν στη μητρότητα, στη σύζυ-γο, στη μετωνυμία της Νίκης, της ∆όξας και του θηλυκού σώματος και πολύ λιγότερο στην αγωνίστρια. Ωστόσο στα σύγχρονα γλυπτά, σε ομαδικά συμπλέγματα που αμφισβητούν την ακαδημαϊκή στερεότυπη τεχνοτροπία των δημοσίων γλυπτών εντοπίζεται η γυναίκα ως «ιστο-ρικό και πολιτικό υποκείμενο» που μετέχει στο δημόσιο βίο, όπως στα έργα του Γ. Τσάρα97 και του Κ. Καμπαδάκη98 όπου διαφαίνεται η με-τανεοτερική παρέμβαση της τέχνης στη δημόσια εικόνα.

Παράδειγμα προς σύγκριση και οπτική παρατήρηση προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν τα δύο γλυπτικά συμπλέγματα με θέμα το ζεύ-γος των Θρακών Αγωνιστών του 1821 Χατζηβισβσίζη. Στην Αλεξαν-δρούπολη έχει τοποθετηθεί γλυπτική σύνθεση του Γ. Μέγκουλα, έργο του 1987 που αποδίδει το ζεύγος των αγωνιστών Βισβίζη. Το σύμπλεγ-μα αυτό βρίσκεται στην παραλία της Αλεξανδρούπολης, στο κατάλλη-λο τοπογεωγραφικό, φυσικό περιβάλλον99 των Αινιτών ναυτικών, και

96. Βλ.Περιβαλλοντική Ομάδα 14ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης (1999). Προσεγ-

γίζοντας τα υπαίθρια γλυπτά της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Κώδικας. 97. Αρκετά από αυτά εντοπίζονται στις ∆υτικές Συνοικίες, στην Καλαμαριά

της Θεσσαλονίκης, αλλά και στη Θράκη. 98. Όπως εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη και σε ποικίλες συλλογές: βλ. Ι. Βαμ-

βακίδου (2003). Θράκες, ό.π. και Γ. Κανάκης, Σ. Γούτης (επιμ. 1985). Κ. Καμπαδά-κης. Θεσσαλονίκη: Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.

99. Για τη δημόσια γλυπτική η επιλογή του αστικού χώρο νοηματοδοτεί ανά-λογα και το έργο τέχνης θεματικά και μορφοπλαστικά: βλ. Μ. ∆ουμάνη (1982). ∆ημόσια γλυπτική στις ΗΠΑ, 134-136: Θέματα χώρου και τεχνών, τ. 13.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 61

ανήκει στην κατηγορία των τυποποιημένων κοινοτικών μνημείων100, τα οποία περιγράφουν με απλή τοποθέτηση των όγκων μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο καλλιτέχνης Γ. Μέγκουλας, με πλούσιο έργο στο χώρο της μοντέρνας γλυπτικής101 ακολουθεί σ’ αυτό το έργο πιστά την ακαδημαϊκή παράδοση της δημόσιας γλυπτικής και αποδίδει ιδεαλι-στικά και στατικά ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, το θάνατο του μαχόμενου Α. Βισβίζη και τη συνέχιση του αγώνα από τη σύντροφο του ∆όμνα Βισβίζη 102.

Το ίδιο θέμα φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Τσάρας έπειτα από παραγ-γελία της Θρακικής Εστίας Θεσσαλονίκης και την οικονομική προσφο-ρά του ευεργέτη Θ. Καραβιώτη103. Πρόκειται για μία αυτόνομη γλυπτι-κά ιστορική σύνθεση που έχει τοποθετηθεί στην παραλία της Θεσσα-λονίκης, έργο του 1993. Στο έργο αυτό ο καλλιτέχνης υπερβαίνει τα περιοριστικά όρια του «δημόσιου - ιδιωτικού έργου»104, προσφέροντας στο κοινό ένα έργο ιστορίας και τέχνης. Τα υλικά, μπρούντζος και μάρμαρο, συμπλέκονται αρμονικά ενώ τα έντονα σκαψίματα, οι κα-μπύλες, οι γωνίες, η συμβολική τοποθέτηση των όγκων συγκροτούν ένα αντεστραμμένο τρίγωνο που εμπεριέχει κίνηση, δυναμικότητα και μια προοπτική ανύψωσης, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο γλύπτης105. Μ’ αυτό τον τρόπο το δημόσιο γλυπτό μετατρέπεται σ’ ένα ιστορικό ίχνος, ενώ προβάλλεται ιδιαίτερα η γυναίκα αγωνίστρια. Η φυσική ανθρώπινη διάσταση των μορφών, οι οποίες αποδίδονται ανθρώπινες και σύγχρο-νες, λυτρώνει το θεατή από τον ηρωικό-υπερφυσικό απόμακρο χαρα-κτήρα παρόμοιων μνημειακών συνθέσεων, ενώ το χαμηλό βάθρο και το

100. βλ. Γ. Μαργαρίτης, ό.π., Ο όρος αναφέρεται σε μνημεία που παρήγγειλαν

και χρηματοδότησαν τοπικοί φορείς διοίκησης συστηματικά από το 1898. 101. Μ. Στεφανίδης (1984). Εισαγωγή στην ελληνική γλυπτική. Αθήνα, 92. 102. Τα στοιχεία μου έδωσε ο καλλιτέχνης σε προσωπική συνέντευξη στην

Αθήνα. 103. Η προσφορά του Θρακιώτη Θ. Καραβιώτη συνέβαλε ουσιαστικά στην

καλλιτεχνική επεξεργασία του έργου. 104. Α. Κωτίδης (1993). Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική Τέχνη

του μεσοπολέμου. Θεσσαλονίκη, 141. 105. Ο Γ. Τσάρας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στη Σχολή Καλών

Τεχνών της Αθήνας και από το 1985 ασχολείται συστηματικά με τη δημόσια μνη-μειακή γλυπτική, ενώ διδάσκει παράλληλα στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονί-κης.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 62

εγχάρακτο ενημερωτικό κείμενο ενσωματώνονται στον περιβάλλοντα φυσικό χώρο106. Το έργο προσεγγίζει τον πολίτη - θεατή της πόλης στο δικό του οπτικό πεδίο και στον παρόντα χρόνο προβάλλοντας ένα ά-μεσο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, μια ιστορική και πολιτική αξία. Ωστόσο το σημαντικότερο ιστορικά και αισθητικά σήμα του έρ-γου εντοπίζεται στην απόδοση του καραβιού, δηλαδή στα πρόσθετα σχοινιά που κατασκεύασε ο γλύπτης και ζωντανεύουν το πολεμικό γε-γονός και το ακρόπρωρο που συνιστά την ταυτότητα των περισσότε-ρων πολεμικών πλοίων κατά την επανάσταση107. Θεματικά συνιστά το κατάλληλο ακρόπρωρο για ένα θρακικό πολεμικό καράβι, διότι η «Νί-κη της Σαμοθράκης» την οποία αναπαριστάνει ταυτίζεται γεωγραφικά και ιστορικά με τη θρακική ταυτότητα των Βισβίζηδων. Μορφοπλα-στικά πρόκειται για μία ανάγλυφη κατασκευή «που προεκτείνει ενερ-γητικά το πίσω αόρατο τμήμα στο θεατή προσθέτοντας στη διάσταση του γλυπτικού συμπλέγματος»108 και είναι τοποθετημένη στην ίδια νο-ητή κατεύθυνση με το αριστερό χέρι της ∆όμνας Βισβίζη, ενώ με το δεξί κρατά έναν πυρσό. Αυτή η τοποθέτηση του ανάγλυφου-ακρόπρωρου ενσωματώνεται πλήρως στο υπόλοιπο έργο δημιουργώντας ένα ενιαίο σημαίνον, που προβάλλει τη γυναίκα-αγωνίστρια.

106. Μ. Παπανικολάου, ό.π., 16: τα χαμηλά βάθρα στα δημόσια μνημεία, τα

οποία προβάλλουν την προσωπικότητα των εικονιζόμενων. 107. Λεύκωμα (1991). Η ελληνική επανάσταση του 1821, Έκθεση κειμηλίων,

Πολιτιστικό ίδρυμα τραπέζης Κύπρου, Αθήνα, 43 και Ε. Παπασπύρου – Καραδη-μητρίου (1990). Το εθνικό ιστορικό Μουσείο. Αθήνα, 107 και ∆. Σταμέλος (1993). Νεοελληνική λαϊκή τέχνη. Αθήνα, 58: όταν άρχισε η επανάσταση του 1821, όλα τα πλοία είχαν στην πλώρη μία ζωγραφική παράσταση ή ένα επιζωγραφισμένο γλυ-πτό με μορφές από την αρχαία ελληνική ιστορία.

108. βλ. Μ. Παπανικολάου, ό.π., 18.

V. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ ∆ΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΚΩΝ ΤΟΠΩΝ

Η απελευθέρωση της Φλώρινας από τους Οθωμανούς, ο Μακεδονι-κός αγώνας και ο Εμφύλιος Πόλεμος στο πεδίο της σύγχρονης ελληνι-κής και διεθνούς ιστορίας συγκροτούν τα ιστορικά συμφραζόμενα της δημόσιας γλυπτικής που παρουσιάζουμε.

Έμφαση δίνεται στα πρόσωπα που έδρασαν στη διάρκεια του Μα-κεδονικού Αγώνα. Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο Μακεδο-νικός Αγώνας δεν είχε απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία, ενώ «οι Βούλγαροι έχουν γράψει ολάκερες βιβλιοθήκες, εμείς σχεδόν τίπο-τα» γράφει το 1950 ο Γεώργιος Μόδης109. Πολλές γενιές Ελλήνων μα-θητών/τριών έμαθαν για ορισμένα γεγονότα μέσα από τη λογοτεχνική πένα της Πηνελόπης ∆έλτα και το μυθιστόρημά της «τα Μυστικά του Βάλτου», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1937. Μετά τον Εμφύλιο πόλεμο η έρευνα και η εθνική ιστοριογραφία εν-

σωμάτωσαν την εξόρμηση του 1904-08 στην επίσημη εθνική Ιστο-ρία110. Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών άρχισε να συγκεντρώνει υ-λικό το 1951 κι ακολούθησε το 1954 η ∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, αλλά το ερευνητικό έργο συστηματοποιήθηκε το 1957-58, όταν ανέλα-βε το ΙΜΧΑ τη συλλογή όλου του δημοσιευμένου ή αδημοσίευτου υλι-κού και την επεξεργασία του από ειδικό προσωπικό. Η πρόθεση ήταν να δημοσιευθεί οτιδήποτε έχει ενδιαφέρον, για τη μελέτη των υποθέ-

109. Γ. Αργυριάδης (1988). Η ∆ιηγηματογραφία του Γ.Χ. Μόδη, Μακεδονικές

Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: ∆ήμος Φλώρινας. 110. Απ. Βακαλόπουλος (1958). Οι ∆υτικομακεδόνες απόδημοι. Θεσσαλονίκη

(διάλεξη). Κ. Βακαλόπουλος (1979). Ανέκδοτο Μητρώο μαχητών του Μακεδονι-κού Αγώνα: Μακεδονικά/19, 40-92. Κ. Βακαλόπουλος (1983). Ο βόρειος Ελληνι-σμός κατά την πρώιμη φάση του μακεδονικού αγώνα (1878-1894) Απομνημονεύ-ματα Πηχεών. Θεσσαλονίκη. Κ. Βακαλόπουλος (1999). Νεότερη Ιστορία της Μα-κεδονίας. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος. B. Gounaris (1996). Reassessing 90 years of Greek historiography on the "Struggle for Macedonia" (1904-1908): Journal of Mod-ern Greek Studies, vol. 14.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 64

σεων της νοτιοανατολικής Ευρώπης111. Ωστόσο στην Ελλάδα το επιστημονικό ενδιαφέρον για την ιστορία

και τον πολιτισμό των άλλων λαών της Χερσονήσου του Αίμου είχε εκδηλωθεί ήδη από τον 18ο αιώνα, αλλά οι βαλκανικές και σλαβικές σπουδές δεν ήταν ακόμη συστηματικές, τους έλλειπε η συνοχή και ο κατευθυντήριος άξονας. Μετά την ελληνική Επανάσταση και τη δημι-ουργία του ελληνικού κράτους (1821 – 1830) διαπιστώνεται μια από-τομη διακοπή του ενδιαφέροντος για τους άλλους βαλκανικούς λαούς, ενώ οι βαλκανικές και οι σλαβικές σπουδές στην Ελλάδα άρχισαν να αναπτύσσονται συστηματικά μόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου πρότεινε στα 1926 να ιδρυθεί στο νεοσυσταθέν Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης έ-δρα της Ιστορίας των Λαών της Χερσονήσου του Αίμου, την οποία κα-τέλαβε ο καθηγητής Μιχαήλ Λάσκαρης, κύριος εκπρόσωπος και θεμε-λιωτής των βαλκανικών και σλαβικών σπουδών στη χώρα. Ο Β΄ Πα-γκόσμιος Πόλεμος ανέκοψε απότομα την ανοδική πορεία των σπουδών αυτών και διέλυσε κάθε όραμα για την ένωση των βαλκανικών λαών. Στην Ελλάδα μέχρι το 1950 οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη των βαλκανικών και σλαβικών σπουδών. Οι λιγοστές μελέτες, που κα-τά τύχη δημοσιεύτηκαν τότε, είχαν μάλλον εχθρικό χαρακτήρα. Στην δεκαετία όμως του 1950 το ενδιαφέρον για τη γνώση των γειτονικών λαών αναζωπυρώνεται και οι βαλκανικές σπουδές λαμβάνουν νέα θέ-ση, αποκτούν ευρύτητα και συνοχή σ’ ένα διεθνή άξονα. Ως κέντρο των βαλκανικών και των σλαβικών σπουδών αναδείχτηκε η Θεσσαλο-νίκη, διότι ιδρύθηκε το 1953 το «ΙΜΧΑ» (Ίδρυμα Μελετών Χερσονή-σου του Αίμου») που αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα για τη συ-στηματική καλλιέργεια των σλαβικών σπουδών. Στα 70 περίπου χρό-νια της ζωής του το Ίδρυμα αυτό εκπλήρωσε ικανοποιητικά την απο-στολή του με τη συγκρότηση ειδικής βιβλιοθήκης, που είναι η μοναδική στην Ελλάδα, με αυτοτελείς εκδόσεις, που ξεπερνούν τις 300, με το επι-στημονικό περιοδικό όργανο «Balkan Studies», που έχει αναγνωριστεί διεθνώς, με την ετήσια έκδοση της «Βαλκανικής Βιβλιογραφίας», που έκανε γνωστά στους Έλληνες επιστήμονες τα πορίσματα της έρευνας των γειτονικών λαών, καθώς και την ίδρυση Σχολής για τη διδασκαλία

111. Βλ. Ο Ιός στην εφημ. Ελευθεροτυπία, 7/7/2002.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 65

των βαλκανικών γλωσσών και της ρωσικής112. Ωστόσο στο έργο του ΙΜΧΑ ήταν αναμειγμένες υπηρεσίες όπως το

ΥΠΕΞ ή το ΓΕΕΘΑ, οι οποίες δεν μετέχουν αντικειμενικά στην ιστορι-ογραφική δεοντολογία, αλλά στην ευρύτερη αντισλαβική ψυχροπολε-μική νοοτροπία της εποχής. Χαρακτηριστικό δείγμα, η εναρκτήρια ο-μιλία του διευθυντή του ΙΜΧΑ: «ο κίνδυνος των εκατομμυρίων Σλά-βων που βρίσκονται πάνω από το κεφάλι μας έχει πολλές φορές απο-κρουσθή ώς τώρα, με τελικό όμως αποτέλεσμα να μένουμε κρεμασμένοι από τα νύχια μας στην άκρη τούτη της χερσονήσου του Αίμου. Αν θα έλθη και άλλη φορά ο κίνδυνος και αν θα κρατηθούμε και πάλι, αυτό κανείς δεν το γνωρίζει. Ο καθένας μας όμως γνωρίζει από τα βιβλία της Πηνελόπης ∆έλτα πώς θα αντιμετωπισθή»113.

Παρατηρούμε ότι τα εθνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρο-νος ελληνισμός αποτελούν συνέχεια των πολύμορφων ιστορικών συν-θηκών που διαμορφώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα στα πλαίσια της συνύπαρξης των όμορων βαλκανικών λαών. Όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη ιστορία της Φλώρινας, μελε-τούμε ένα ιστορικό πρόβλημα, το οποίο εντάσσεται στις παραδοσιακές διαβαλκανικές σχέσεις του ελληνισμού, καθώς επίσης και στην εσωτε-ρική σχέση της μακεδονικής περιφέρειας με το ελληνικό κέντρο, της τοπικής ιστορίας με την εθνική, αλλά και τη γενική ιστορία.

Η παρουσίαση/διδασκαλία των δημοσίων μνημείων μέσα στα ιστο-ρικά συμφραζόμενά τους συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός νέου διδα-κτικού πλαισίου για το μάθημα της Ιστορίας προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της ιστορικής σκέψης. Προκαλείται έτσι ενδιαφέρον στα παιδιά μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία με στόχο την ιστορική κα-τανόηση, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από την εξοικείωση με το παρελθόν, τη συγκριτική αξιολόγηση των ιστορικών μαρτυριών, την επίγνωση των πολλαπλών εκδοχών της ιστορικής αλήθειας, την κριτι-κή πρόσληψη των ιστοριογραφικών συμβόλων.

Επιπρόσθετα η παρατήρηση των δημόσιων μνημείων και η αναζή-τηση των συγκριτικών ιστορικών μαρτυριών για την τεκμηρίωσή τους

112. Bλ. Τ. Τριανταφυλλίδου (2005). ∆ημήτριος Γ. Μπερναρδάκης, η ζωή και

το έργο ενός ευεργέτη: συμβολή στη βιβλιογραφική έρευνα: περ. Μακεδνόν/14, 109-123.

113. Β. Λαούρδας (1958). Η Πηνελόπη ∆έλτα και η Μακεδονία. ΙΜΧΑ, σ. 30.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 66

ως τεχνουργήματα/μεταφηγήματα μετατοπίζουν θεματολογικά το μά-θημα της ιστορίας από τη γενεαλογική, γραμμική και παρατακτική προσέγγιση του παρελθόντος στη διερεύνησή του με βάση τα προβλή-ματα του παρόντος. Οι ασκήσεις Ιστορίας που προτείνονται μέσα από την παρατήρηση και την τεκμηρίωση των δημοσίων μνημείων του τό-που

• μετατοπίζουν τις διδακτικές πρακτικές από την ιστορική περι-γραφή και αφήγηση προς την ιστορική ανάλυση, τη σύγκριση και την πολλαπλή ανάγνωση χωρίς να αναιρείται το γεγονοτο-λογικό και εγγενώς αφηγηματικό στοιχείο της Ιστορίας

• οργανώνουν τη διδασκόμενη ύλη της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας σε ομόκεντρους κύκλους που αφορούν στην τοπι-κή/εθνική/ευρωπαική/παγκόσμια ιστορία

• αναδεικνύουν τις αντιτιθέμενες ιστορικές μαρτυρίες και ερμη-νευτικές εκδοχές για το άμεσο παρελθόν

• εντοπίζουν την ιστορική σχετικοποίηση της εξιδανικευμένης, εθνικής ομοιογένειας

• εξοικειώνουν τους διδασκόμενους με το πεδίο των υπόλοιπων κοινωνικών επιστημών μέσα από τη συμπληρωματικότητα των διδακτικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται.

Στόχος των δραστηριοτήτων που προτείνονται είναι η αποιδεολο-

γικοποίηση της ιστορικής μνήμης, η ανάδειξη της λανθάνουσας προκα-τάληψης και της στερεοτυπικής ιστορικής αντίληψης και το άνοιγμα ενός διαλόγου ανάμεσα σε ενεργά γνωστικά υποκείμενα114.

114. Γ. Κόκκινος (2003). ό.π., 175-194.

∆ΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΕΡΕΥΝΑ

Ι. ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΚΑ

Η συγκριτική παρουσίαση του ιστορικού υλικού με τα τεχνουργή-ματα που διαμορφώνουν τους μνημονικούς τόπους αποτελεί εγχείρημα προς μια «αναγραφή»1 της νεότερης τοπικής ιστορίας. Κάθε ιστορική μελέτη θεμελιώνεται με ιστορικά τεκμήρια, τα οποία, με την ευρύτερη σημασία του όρου, περιλαμβάνουν γραπτές, παραστατικές, ηχητικές μαρτυρίες, οτιδήποτε προσφέρουν η σύγχρονη τεχνολογική έρευνα και οι συνεπικουρικές προς την Ιστορία επιστήμες και τεχνικές2. Τα εικα-στικά έργα εικονογραφούν και μορφοποιούν την ιστορία μιας περιό-δου και ενός τόπου3 ενεργοποιώντας τα γραπτά μνημεία και παγιώνο-ντας τα υπάρχοντα σε αντικείμενο ιστορικής έρευνας. Η εικονογράφη-ση ιστορικών γεγονότων και προσώπων, σε συνδυασμό με τις αντί-στοιχες γραπτές πηγές, συμβάλλει στην αμεσότερη επαφή με το παρελ-θόν. Παρά το γεγονός ότι το έργο τέχνης δεν ανταποκρίνεται ποτέ α-πόλυτα στην ιστορική πραγματικότητα, η αντιπαραβολή του με τις γραπτές πηγές συντελεί γόνιμα στη διδακτική της ιστορίας.

Ακολουθούμε τη χρονολογική ταξινόμηση ανέγερσης των τεχνουρ-γημάτων υλικού. Τα έργα φιλοτεχνήθηκαν από διαφορετικούς δημι-ουργούς, και χρονικά καλύπτουν το διάστημα από τον Μακεδονικό Αγώνα, τον Εμφύλιο πόλεμο μέχρι και τη σύγχρονη πολιτική ζωή.

1. Τον όρο χρησιμοποιεί ο Ν. Σβορώνος βλ. Ανάλεκτα, ό.π., 75 - 83. 2. βλ. Encyclopedie de la pleiade (1974). Histoire de la philosophie du XIX siecle

a nos jours. Paris : Gallimard vol. Α΄, 17 - 18. 3. Για την έννοια του ιστορικού χώρου όπως αυτός ορίζεται στην επιστήμη της

γεωγραφίας και της ιστορίας βλ. Encyclopedie de la pleiade, idem, 135.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 68

Η παρούσα πρωτογενής καταγραφή των παραστατικών μαρτυριών αποβλέπει σε μια πολλαπλή ανάγνωσή τους και το κύριο εγχείρημα αφορά στον προβληματισμό για τις προσλήψεις των έργων, αλλά και στην αξιοποίησή τους στη διδακτική της Ιστορίας.

Η πλειονότητα των τεχνουργημάτων καθώς και αρκετές γραπτές πηγές συγκεντρώθηκαν μέσα από επιτόπια έρευνα. Εφαρμόστηκε η πολύμορφη προσέγγιση της ιστορικής επιστήμης, η οποία συνδυάζει την άμεση παρατήρηση, την εμπειρία και τη γνώση που η σύγχρονη πραγματικότητα προσφέρει. Στην ιστορική πορεία της μεταπελευθερω-τικής περιόδου της Φλώρινας διαφαίνεται η δυσκολία ανάπτυξης καλ-λιτεχνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες εντοπίζονται αποκλειστικά στην αθέσμιστη εκπαίδευση4 και στους θρησκευτικούς χώρους. Η εκ-παιδευτική δραστηριότητα όπως αναπτύχθηκε μετά την απελευθέρωση στήριξε την εικαστική εκπαίδευση και την παραγωγή εικαστικού υλι-κού παρά το γεγονός ότι η μουσική, ο χορός5 και το θέατρο αποτελού-σαν τα κύρια αντικείμενα της «αισθητικής, πατριωτικής αγωγής». Με τις δημογραφικές αλλαγές, οι οποίες συντελέσθηκαν μετά την απελευ-θέρωση ολοκληρώθηκε η εισαγωγή διαφορετικής αισθητικής από επώ-νυμους και ανώνυμους λαϊκούς καλλιτέχνες, οι οποίοι συγχωνεύθηκαν με τους γηγενείς και την εικαστική παραγωγή τους6.

Το εικαστικό έργο ως ιστορικό ίχνος υποβάλλεται σε εξωτερική και εσωτερική κριτική7 και συνιστά ένα ποιοτικό και συμβολικό υλικό. Μετά τη συνομιλία με τους δημιουργούς και τους θεατές αποκαλύ-πτουμε την αφηγηματική δύναμη, την ποιητική πυκνότητα, το επικο-λυρικό στοιχείο, τη σχεδιαστική δεξιότητα, τους πειραματισμούς με το χρώμα/το υλικό, τις σχέσεις της τέχνης με την τεχνική στη διπλή κλίμα-κα –κάθετα και οριζόντια, ως έμπνευση και ως δεξιότητα.

Οι καλλιτέχνες, όπως παρουσιάζονται μέσα από το εικαστικό δείγ-

4. Τ. Μπέσσας (1993). Η εικαστική Φλώρινα (1941-1976). Φλώρινα: Βασιλική

Πιτόσκα-Βαρνά, 22. 5. Στοιχεία αντλούμε από το αρχείο του καλλιτέχνη Γ. Γαζέα, του οποίου υ-

παίθρια έκθεση εντάχθηκε στο ∆΄ Πανελλήνιο Φεστιβάλ χορευτικών συγκροτημά-των στο εθνικό στάδιο της Φλώρινας, το 1978.

6. Τ. Μπέσσας ό.π., 22-24 7. Cohen L., Manion L. (2000). Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας. Μετ. Χ.

Μητσοπούλου, Μ. Φιλοπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 85-87.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 69

μα της παραγωγής τους, ανήκουν στην ομάδα των επώνυμων γλυπτών (Καλαμάρας, ∆ογούλης, Χατζή, Μηνόπουλος), αλλά και στην ομάδα των αυτοδίδακτων μαρμαράδων-μαρμαρογλυπτών από τη Φλώρινα και επίσης από την Τήνο. Όπως έγραφε ο Ελύτης με αφορμή το έργο του Θεόφιλου «η σειρά από τα έργα τέχνης και λόγου ενός λαού παρ-μένα σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο συγκροτούν και τη συναι-σθηματική του ιστορία, που σημειώνεται συμβολικά με ήχους, εικόνες, μορφές»8.

Στα έργα που παρουσιάζουμε είναι εμφανής ο διάλογος της εικα-στικής παραγωγής με την εθνική παράδοση, τους σταθερούς ρυθμούς και τα αισθητικά στερεότυπα που αυτή κληροδοτεί στους καλλιτέχνες. Η τέχνη κάθε εποχής τείνει να εξυπηρετεί τα ιδεολογικά συμφέροντα της ηγεμονικής τάξης και κουλτούρας και κατ’ ακολουθία οι τρόποι όρασης του κόσμου καθορίζονται από τη στάση απέναντι στην ιδιο-κτησία και στην ανταλλαγή9, την αισθητική σημείωση, η οποία ορίζε-ται «ως τάση για απόκλιση από το κοινωνικό σημείο αναφοράς είτε ως τάση για σύγκλιση προς αυτό»10 και εντοπίζεται σήμερα στον πολιτι-σμό της εικόνας στο δίπολο κουλτούρα/ τεχνικός πολιτισμός11.

Για την τεκμηρίωση των τεχνουργημάτων

Η ιστορική έρευνα για την περιγραφή και την πολλαπλή ανάγνωση των τεχνουργημάτων επικεντρώνεται στην επιστημονική τεκμηρίωση των έργων ως μαρτυρίες του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού12.

8. Oδ. Ελύτης (1988). Ανοιχτά Χαρτιά: Άρδην/ 14-15, 42-43. 9. J. Berger (1972). Ways of seeing. Penguin books, 90. 10. Χ. Καμπουρίδης (1986 ). Αισθητικός κώδικας και Ιστορία, 473-485: στο Α.

Φ. Λαγόπουλος, Π. Μαρτινίδης, Κ. Μπόκλουντ . Η ∆υναμική Των Σημείων. Αθήνα : Παρατηρητής.

11. F. Braudel (2002). Η Γραμματική των Πολιτισμών . Μετ. Αρ. Αλεξάκης. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 51-60.

12. Η διάκριση αυτή σε υλικό-πνευματικό πολιτισμό είναι ελληνική κατα-σκευή καθώς οι όροι civilization-culture αποτελούν τις ριζικές λέξεις με τη σημα-σία που αποδίδεται σ’ αυτές από τον 18ο αιώνα. Η συγκρότηση της εθνικής αυτο-συνειδησίας, που αντιπροσωπεύουν έννοιες όπως η κουλτούρα και ο πολιτισμός, ποικίλλει σημαντικά και το ερευνητικό ενδιαφέρον επίσης ποικίλει σε κάθε γλωσ-σικό περιβάλλον και ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της εξελικτικής πορείας του αντιθετικού ζεύγους πολιτισμός-κουλτούρα. Η διατύπωση αυτής της αντίθεσης, η

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 70

Στην ιστορία της τέχνης η τεκμηρίωση συνιστά το μείζον τμήμα μιας εμπειρικής ανθρωπιστικής επιστήμης και τα έργα καταγράφονται ως απτό, υλικό εύρημα13.

Η σύγχρονη πρόταση για τη μελέτη της δημόσιας γλυπτικής προ-σθέτει στα παραδοσιακά εργαλεία της ιστορίας της τέχνης τα εργαλεία από την έρευνα για την κουλτούρα και την κοινωνική ιστορία προ-τάσσοντας το «δυναμικό, εξελισσόμενο χαρακτήρα των μνημείων»14. Όσο πιο καθημερινή γίνεται η κουλτούρα, τόσο χάνει το αξιακό της φορτίο, διότι προσδιορίζεται λιγότερο καλλιτεχνικά και περισσότερο πολιτικά, υποστηρίζει ο ∆. Τζιόβας ορίζοντας την κουλτούρα στην μετανεoτερική αντίληψη. Η κουλτούρα πλέον ενσωματώνεται στο κα-ταναλωτικό σύστημα ως τμήμα της αισθητικής του θεάματος και της εμπορευματοποίησης, όπως και στις παραδοσιακές κοινωνίες ταυτιζό-ταν με τον τρόπο ζωής και παραγωγής. Σήμερα από την πολιτικοποιη-μένη κουλτούρα της δεκαετίας του 1960 μετακινηθήκαμε στην πολιτι-σμικοποίηση της πολιτικής και αυτή η υποκατάσταση της πολιτικής από την κουλτούρα μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση της σύγχρο-νης ιστορικής κοινωνίας15. Η επιμονή των ιστορικών και των κοινωνι-κών ερευνητών στην πρωτοκαθεδρία των τεκμηρίων και στην κεντρι- αφετηρία της και η κατάσταση του τέλους του 18ου αιώνα συναρτώνται ιστορικά με τις εμπειρίες της σημερινής χρήσης των όρων, αλλά και της αντίθεσής τους. Στην ελληνική γλώσσα οι όροι προσαρμόστηκαν ως μεταφραστικά αντιδάνεια από τον γαλλομαθή Κοραή το 1804: η ελληνική λέξη πολιτισμός από την αρχαία λέξη πο-λίτης σπάνια χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα και σήμαινε τα πολιτικά πράγ-ματα, τη διακυβέρνηση του κράτους (Liddell Scott- Bailly). Ως νεοελληνική λέξη με την καινούρια σημασία του «πολιτισμού, εκπολιτισμού» γεννήθηκε από τον Α. Κοραή (1748-1833), ο οποίος «για να αποδώσει στα ελληνικά τον όρο civilization πρότεινε τον όρο πολιτισμό» . Όσον αφορά στη γαλλική λέξη culture με τρία ση-μασιολογικά περιεχόμενα, στα ελληνικά οι αντιστοιχίες καταγράφονται ως πνευ-ματικός πολιτισμός, καλλιέργεια, παιδεία, κουλτούρα πρωτόγονων: βλ. Γ. Ν. Μα-ραγκός (1989). Προλεγόμενα σε μια θεωρία του πολιτισμού. Αθήνα. ∆. Αγραφιώ-της (1987). Πολιτιστικές ασυνέχειες. Αθήνα: Ύψιλον, 24-30. ∆. Αγραφιώτης (1989). Νεοτερικότητα, Αναπαράσταση. Αθήνα: Ύψιλον, 87-103. F. Braudel (2003). Η γραμματική των πολιτισμών. Μετ. Α. Αλεξάκης. Αθήνα : ΜΙΕΤ, 51-59.

13. Μπέλτινγκ κ.α. ό.π., 63-64. 14. Σ. Τσιάρα (2004). Τοπία της εθνικής μνήμης, Ιστορίες της Μακεδονίας

γραμμένες σε μάρμαρο. Αθήνα: Κλειδάριθμος, 45-46. 15. ∆. Τζιόβας (2002). Κουλτούρα και πολιτική: Το Βήμα, Νέες Εποχές/9/6,

Α67.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 71

κότητα της διάκρισης του ιστορικού γεγονότος από τη μυθοπλασία16 αποτελεί σήμερα ευθύνη της διανόησης, αλλά και των δασκάλων, διότι η προβολή των επιθυμιών του παρόντος στο παρελθόν, ο αναχρονι-σμός συνεπικουρεί στη δημιουργία μιας ιστορίας για τις ανάγκες αυ-τών που ο Anderson17 ονομάζει «φαντασιακές κοινότητες ή συλλογικό-τητες», οι οποίες είναι μόνο εθνικές και μονοπολιτισμικές.

Ο συντηρητικός και ιδεολογικός18 μηχανισμός της ακαδημαϊκής δη-μόσιας γλυπτικής υποβαστάζεται από ανακρίβειες, από την έμφαση που δίνεται στην προσωπολατρεία-ηρωολατρεία, την έξαρση των χα-ρακτηρολογικών γνωρισμάτων που αποδίδονται στο ελληνικό γένος, στη φυλή19, στη χριστιανοσύνη, στις παραινέσεις και στα ευχολόγια συγκροτώντας ένα τυποποιημένο σύστημα σημείων με συνθηματική, πολεμική κατεύθυνση που αποκτά τη λειτουργία του συμβόλου20. Τα εθνικά ή πατριωτικά σύμβολα, τα οποία κατασκευάζονται και αναπα-ράγονται σε κάθε εποχή θεμελιώνουν έναν τύπο «κατά τον οποίο το σημαίνον είναι αυθαίρετο ή καθαρά συμβατικό»21 με αποτέλεσμα τα σύμβολα να μην είναι κατανοητά από όσους δεν ανήκουν στο συγκε-κριμένο πολιτισμό, διότι κάθε σύμβολο μεταφέρει αναγκαστικά μια ι-στορία αναπαράστασης, σύνδεσης και σχέσης. Μ’ αυτόν τον τρόπο ε-πιδιώκεται μια συναισθηματική προσέγγιση της ιστορικής πραγματι-κότητας με την οποία επιτυγχάνεται η ομοιογενοποίηση των τιμώντων και τιμωμένων, η ταύτιση του παρελθόντος με το παρόν, η διακήρυξη της πίστης σ’ ένα ιστορικό πρότυπο, παρά η ιστορική αλήθεια. Για την ελληνική σχολική ιστορία η πατρίς συγκροτεί αδιάσπαστη ενότητα με την ορθοδοξία, διότι ταυτίζεται η εθνική ετερότητα με την κοινότητα

16. Α. Ανδρέου (2003). Οι εθνικοί μας μύθοι και η διαιώνισή τους. Έλεος πια,

με το Κρυφό Σχολειό: Μακεδνόν / 11. 17. Β. Anderson (1991). Imagined communities. Reflection on the origin and

spread of Nationalism. London: Verso, passim. 18. Ιδεολογική με τη μαρξιστική σημασία, όπως εμφανίζεται στη Γερμανική

Ιδεολογία ως λαθεμένη, πλαστή, ψευδής συνείδηση, η οποία συγκαλύπτει την πραγματικότητα.

19. Το σύνδρομο του Φαλμεράυερ προσδιόρισε την κατεύθυνση της εθνικής ιστοριογραφίας, η οποία γεννήθηκε από την ανάγκη αναίρεσής του με αποτέλε-σμα τη μαζική κυριαρχία της φυλετικής νοηματοδότησης.

20. Α. Μ. S. Barry (1997). Visual intelligence. N. York: State Univ. Press. 21. Α. Barry ό.π., 119.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 72

της γλώσσας, της φυλής και της θρησκείας22. Ωστόσο η ορθοδοξία δεν ταυτίζεται με τον ελληνισμό, χωρίς επίσης να αλληλοαποκλείονται, διότι δεν υφίσταται η σύγκρισή τους ως ιστορικά υποκείμενα. Κάθε παράδοση συνιστά σχέση και όχι αυτονομημένη οντότητα και για το λόγο αυτό η συγχρονική, διαχρονική, οριζόντια και κάθετη σχέση δεν καταργεί τη διαφορά, αλλά την προϋποθέτει23.

Όσον αφορά στη χρήση των βασικών όρων εναλλακτικά χρησιμο-ποιούνται στη μελέτη οι προσδιορισμοί «δημόσια, υπαίθρια γλυπτική, δημόσια τέχνη, δημόσιο μνημείο, τεχνούργημα, εικόνα, εικονιστικό, οπτικό υλικό» αντλώντας στοιχεία από τη σύγχρονη κριτική της δη-μόσιας γλυπτικής24 και δίνοντας έμφαση στη διαχείριση των τεκμηρί-ων στα συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα του τόπου25. Η χρήση της γλώσσας από τους ερευνητές- ιστορικούς μέσα από τη θεωρία της γλώσσας όπως αναπτύχθηκε στα πλαίσια της λογοτεχνικής θεωρίας από τους Μπαρτ, Ντεριντά, Λυοτάρ αναδεικνύει ποικίλες θεματικές της πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής26 ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι αποδεχόμαστε τις επιπτώσεις της γλώσσας, της ρητορικής και της συμβολικής συμπεριφοράς στην πολιτική και κοινωνική συνείδηση και πράξη θα συμφωνούσαμε με την άποψη της Rosenberg ότι «αν οι γλωσσικές διαφορές δομούν την κοινωνία, οι κοινωνικές διαφορές δο-μούν τη γλώσσα»27.

Όσον αφορά στην υλική τεκμηρίωση εξακριβώνονται οι διαστά-σεις, το μέγεθος του έργου, στη συνέχεια τα υλικά κατασκευής για να

22. Ωστόσο η εθνότητα δεν προϋποθέτει κοινότητα φυλής, γιατί η εθνική ετε-

ρότητα δεν ανάγεται σε φυλετική. Η φυλή καλύπτει και άλλα έθνη. Είναι σφάλμα να συγχέει κανείς τον ιστορικό εαυτό του έθνους με την παράσταση που αυτό έχει για τον παραδειγματικό εαυτό του: βλ. Θ. Ζιάκας (1993). Έθνος και Παράδοση. Αθήνα: Αιγαίον, 53.

23. Θ. Ζιάκας (1993). ό.π., 210-211. 24. Σ. Τσιάρα ό.π., 35-45. 25. N. Schlanger. Historical perspectives on the material culture of Archaeology,

J. Carman. Pubic Archaeology, A. C. Martins, M.T. Marques. The Social role of Ar-chaeology:management of a record or record of a management στο: διαδίκτυο Con-ference 2004/ public sculpture/

26. L. Hunt (1989). New cultural History. Berkeley. 27. C. S. Rosenberg (1981). The body politic: E. Weed (1981). Feminism, Theory,

Politics. N. York, 101.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 73

οδηγηθούμε στην προέλευση του έργου. Για τον εντοπισμό των τε-χνουργημάτων απαιτείται επίσης η χρονολόγηση, η εξακρίβωση της καλλιτεχνικής τεχνικής και ακολουθεί η έρευνα για την κατάσταση δι-ατήρησης. Η παρατήρηση των έργων, αλλά και η μελέτη των σχετικών αρχείων και του εικονογραφικού υλικού, η έρευνα στη γραπτή παρά-δοση επιβεβαιώνουν τη χωροχρονική τεκμηρίωση των έργων, την έ-νταξη στο χώρο και στο χρόνο τοποθέτησής τους, το είδος της αναπα-ράστασης, την ταυτοποίηση των δημιουργών, των παραγγελιοδοτών. Στην τεκμηρίωση των έργων, η γενική πολιτισμική ιστορία και η υλική λαογραφία συναντώνται στα δάνεια των αποδείξεων για το χρονικό και χωρικό προσδιορισμό. Η εμπειρική βάση της τεκμηρίωσης των δη-μόσιων γλυπτών είναι η χρήση των πηγών και η πραγματολογική με-λέτη. Η υλική και τεχνική περιγραφή των έργων που ακολουθούμε υι-οθετεί τη μεθοδολογική πορεία της τεκμηρίωσης στην πράξη, από το απλό στο συγκεκριμένο, από το ενιαίο στο ειδικό. Η ταύτιση των έρ-γων γίνεται μέσα από οπτική έρευνα και πραγματολογική περιγραφή, που συγκεντρώνει πληροφορίες για τα υλικά κατασκευής, την τεχνική, τα δεδομένα στοιχεία για τον δημιουργό, τη χρονολογία παραγωγής, την προέλευση, το χώρο-τους χώρους έκθεσης, μετακίνησης, τοποθέτη-σης, τις διαστάσεις και το μέγεθος των γλυπτικών έργων, τις υπογρα-φές, τις σημειώσεις-τα εικονομηνύματα στο έργο, τα στοιχεία για τη διατήρηση-ανακαίνιση, τα σημάδια των αρχόντων, των θεατών, την περιγραφή του περιβάλλοντος φυσικού χώρου και των κλιματικών συνθηκών.

Για τη διδασκαλία τονίζουμε ότι ο τοπογραφικός χάρτης, τα σκί-τσα, οι μετρήσεις, οι ασπρόμαυρες, έγχρωμες φωτογραφίες, τα σλάιντς, αρχειοθετούνται. Οι φωτογραφίες των τεχνουργημάτων πρέπει να α-ποτυπώνουν ευανάγνωστα τη συνολική μορφή και τις διαστάσεις του έργου και για το λόγο αυτό η λήψη πολλαπλών, βοηθητικών φωτο-γραφιών κρίθηκε αναγκαία στην παρούσα έρευνα. Οι εικόνες στη με-λέτη αυτή αναγιγνώσκονται ως σημαίνουσες επιφάνειες, ως μεσολαβή-σεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Το ζήτημα για τη σχέση κειμένου-εικόνας στη νεότερη εποχή λαμβάνει τη μορφή αγώνα ανάμε-σα στην επιστήμη και τις ιδεολογίες, που είναι προσκολλημένες στην εικόνα. Στην πορεία αυτής της διαλεκτικής διαδικασίας, η εννοιολογι-κή και η μαγική σκέψη αλληλοενισχύθηκαν με αποτέλεσμα τα κείμενα

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 74

(επιστήμη) που αρχικά ήταν μετακώδικες της εικόνας να διαθέτουν πλέον εικόνες (ιδεολογία) σαν δικούς τους μετακώδικες. Στο πεδίο της ιστορίας ως προοδευτικού μετασχηματισμού των εικόνων σε έννοιες, ως προοδευτικής απομαγικοποίησης και κατανόησης των εννοιών η τεχνική της φωτογραφίας συνέβαλε στην υπέρβαση της κειμενολατρεί-ας του 19ου αιώνα28.

Η στροφή των ερευνητών προς την κοινωνική σημειωτική επικε-ντρώνει το ενδιαφέρον της ανάλυσης στο ρόλο, στην πρόσληψη του μηνύματος από το δέκτη. Στην περίπτωση που μελετούμε, αφορά στο κοινό της πόλης, στον δημόσιο επίσημο λόγο, στους διδασκομένους ως δέκτες του ιστορικού λόγου. Οι σιωπηρές, συμπαραδηλωτικές ιδε-ολογικές κατευθύνσεις των ιστορικών μνημείων και των αφηγήσεων του πολέμου, μέσα από την ακαδημαϊκή ιστορική εικόνα και τη συ-γκεκριμένη θεματική και τεχνοτροπική επιλογή της εικόνας αυτής δεν προέρχονται άμεσα από το ιστορικό σημείο, το ιστορικό δρώμενο ως πραγματικό συμβάν, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία-οι φορείς της διοίκησης και της εξουσίας, αλλά και η εκπαιδευτική κοι-νότητα το χρησιμοποιεί και το αξιολογεί. Το ζήτημα για την ύπαρξη καθαρής καταδήλωσης ή απλώς της κυρίαρχης συμπαραδήλωσης29 μπορεί να μεταφραστεί σε όρους ιστορικής αντικειμενικότητας και ιδεολογικής φόρτισης τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο ύφος των μνημείων.

Η χρονολογική τεκμηρίωση των έργων

Από τα στοιχεία και τις επιγραφές που φέρουν τα ίδια τα έργα και από την παράλληλη έρευνα των γραπτών και προφορικών πηγών ε-ντοπίζεται για τα δημόσια γλυπτά του 19ουκαι 20ού αιώνα εύκολα η χρονολόγησή τους. Η χρονολογική τεκμηρίωση δεν αποτελεί μια χρο-νομορφολογία μεταβαλλόμενων πραγματολογικών στοιχείων, αλλά εί-ναι συνυφασμένη με τα γεγονότα της γενικής ιστορίας, της ιστορίας

28. V. Flusser (1998). Προς μια φιλοσοφία της φωτογραφίας. Μετ. Η. Παπα-

ντωνίου, Ι. Duennebier. Θεσσαλονίκη: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-University Studio Press, 11-15.

29. T. Thwaites, L. Davis, W. Mules (1994). Tools for cultural studies. Macmillan education Australia PTY Ltd., 63, 75.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 75

των ηθών, της χρήσης των αντικειμένων, της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Οι ιστορικοί γνωρίζουν ότι ο χρόνος30 δεν είναι μέγεθος αμετά-βλητο.

Η τεκμηρίωση του τόπου προέλευσης

Ο H. Wolfflin υποστήριξε ότι «δεν είναι όλα πιθανά σε όλες τις ε-ποχές» και σε όλους τους τόπους συμπληρώνουμε σήμερα31, διότι η χρονική τεκμηρίωση συναρτάται με τον τόπο καταγωγής και έκθεσης του δημόσιου έργου. Η αναγκαιότητα της τοπικής τεκμηρίωσης προ-κύπτει κυρίως από την πορεία που έχει διανύσει το έργο από τη στιγμή της δημιουργίας του και μετά (βλ. τις μετατοπίσεις στο έργο του Καλα-μάρα). Το πρόβλημα του τόπου προέλευσης και τοποθέτησης-έκθεσης των έργων, ο εκπατρισμός τους ή/και η μετακίνησή τους είναι συναι-σθηματικά φορτισμένο, διότι εμπλέκονται ο τοπικισμός, η εθνική υπε-ρηφάνεια, οι απόψεις για το πνεύμα του λαού. Ό,τι γίνεται ανδριά-ντας, αφιέρωμα, σύμβολο, κατεστημένος χώρος προσκυνήματος θεω-ρείται ότι διασώζει από τη λήθη πρόσωπα και μεγάλες στιγμές της ι-στορίας. Κάθε θεσμοθετημένο μνημείο μπορεί να θεωρηθεί «γέφυρα προς το παρελθόν και ένα χρυσό δεκανίκι για το μέλλον»32καθώς σκη-νοθετούμε το παρελθόν με στόχο μια επιστροφή στη χρυσή εποχή. Η λειτουργία της μνήμης μέσα από αναδρομικούς ελιγμούς και επιδεικτι-κά μνημόσυνα ενισχύουν κάθε φορά την «ηγεμονική μνήμη».

Ο τόπος προέλευσης των εικαστικών αντικειμένων, όπως κατα-γράφεται στην πορεία που έχει διανύσει το αντικείμενο από τη στιγμή της δημιουργίας του και μετά είτε πρόκειται για έργα κινητά, είτε λει-τουργικά αναδεικνύει τα άτομα, ή τις ομάδες που τα διαχειρίστηκαν, διότι υπήρξαν αντικείμενο διεκδίκησης των νικητών, των αρχόντων, των εμπόρων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη συνήθεια του Ναπολέοντα να ληστεύει τους ναούς και του πύργους για να χτίσει ένα παγκόσμιο μουσείο στο Παρίσι33, ενώ στην Αδριανούπολη μεταφέρθηκαν μάρμα-

30. Για το χρόνο και το χώρο ως παράγοντες ερμηνείας των γλυπτών μνημείων

βλ. Σ Τσιάρα ό.π., 32-34. 31. Μπέλτινγκ κ.α. ό.π., 159 32. Κ. Παπαγιώργης (2003). Η λατρεία της μνήμης: Επενδυτής, 6-7/12, 4. 33. Μ. Belting, ό.π. 159.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 76

ρα από εκκλησίες της Θεσσαλονίκης για να τοποθετηθούν στο λουτρό του σουλτάνου34. Όσον αφορά στο ζήτημα για μια τοπική αισθητική35 αυτό απασχόλησε κριτικούς και καλλιτέχνες σε μια προεπιστημονική κυρίως φάση, διότι στη σύγχρονη ιστορική σκέψη ό,τι προωθεί συναι-σθηματικές προβολές, πρωθύστερα συμπεράσματα και μύθους δεν εκ-προσωπεί την εμπειρογνωμοσύνη στην Ιστορία, την ικανότητα δηλαδή της μελέτης και της διάγνωσης περιγράψιμων στοιχείων. Ο πατριωτι-σμός και η εθνική εμμονή εμποδίζουν την επιστημονική περιγραφή και ανάλυση των έργων, διότι απαιτείται η ιστορική αποκατάσταση του λειτουργικού και χρηστικού πεδίου για τα έργα ώστε να αποσαφηνι-στεί η μετάδοση και η απήχησή τους.

Όσον αφορά στην πατρότητα-μητρότητα των έργων η νεότερη ι-στοριογραφία της τέχνης και αντίστοιχα η διδασκαλία δεν ακολου-θούν τη βιογραφοποίηση του εικαστικού υλικού, διότι η εμπειρογνω-μοσύνη δεν ενδιαφέρεται να τεκμηριώσει μόνο την ιδιαιτερότητα έρ-γων των μεγάλων δασκάλων, αλλά κυρίως το σύνολο των ανωνύμων έργων. Στις αρχές του 20ού αιώνα η επιστήμη της ιστορίας και ιδιαίτε-ρα η κοινωνική και η προφορική ιστορία ανιχνεύουν τη λαϊκή, ανώ-νυμη μνήμη, ενώ παράλληλα η κοινωνιολογία εφαρμόζοντας την εθνο-λογική μεθοδολογία ερευνά τη δόμηση του νοήματος και τους τρόπους αναπαραγωγής των μηχανισμών υποταγής με αποτέλεσμα την αμφι-σβήτηση στο χώρο της ιστορίας της τέχνης των κυρίαρχων εικαστικών αναπαραστάσεων36. Για την ανάγνωση και την κατανόηση των οπτι-κών έργων που παράγονται, ή/και αναπαράγονται στην ιστορία των κοινωνιών, οι σπουδές37 στις οπτικές τέχνες περιλαμβάνουν για τους

34. Ι. Βαμβακίδου (2000). Θράκες, ό.π., 56-57. 35. Το θέμα της ελληνικότητας, της αγγλικότητας, της ευρωπαικότητας ως χα-

ρακτηριστικά και αξίες αναλλοίωτες μιας εθνικής κοινωνίας απασχόλησε τις πολι-τισμικές σπουδές από την ίδρυσή τους προς την κατεύθυνση αναζήτησης νέας ταυτότητας μέσα από τις αξίες της κοινότητας και της τοπικότητας: βλ. R. Williams (1994). ό.π., 13-14.

36. Ωστόσο στην ιστορία της τέχνης η έλλειψη πηγών ενισχύει τη συγκριτική έρευνα και νεότερους κλάδους, όπως αυτόν της εικονογραφολογίας, βλ. Μ. Belting, ό.π. 177-178.

37. Ο όρος σπουδή προσδιορίζεται από την L. Chapman ως υποδήλωση της κατανόησης, της εμπειρίας, αλλά και της καθοδήγησης που απαιτούνται στη δι-δασκαλία. Η σπουδή πρέπει να προσεγγίζεται με τρόπους που να μην αποκλείο-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 77

δασκάλους τόσο τη γνώση των καλλιτεχνικών γεγονότων, των τεχνι-κών, του υλικού, του μέσου, των μεθόδων, όσο και τη συγκριτική δι-δασκαλία της κοινωνικής ιστορίας, της πολιτικής και οικονομικής επι-στήμης, της κοινωνιολογίας ή ορθότερα την εισαγωγή στο διεπιστημο-νικό πεδίο των πολιτισμικών σπουδών, όπου οι επιστήμες συναντώ-νται διαλεκτικά. Η παρατήρηση, η σύγκριση και η ανάλυση των αλλα-γών σε χρονικό ή/και τοπικό πεδίο συνιστούν ασφαλείς μεθόδους έ-ρευνας. Τα περισσότερα δημόσια γλυπτά ανήκουν στην ιδιαίτερη κα-τηγορία των έργων που εντοπίζονται στον αρχικό λειτουργικό χώρο τους, με απήχηση ή/και όχι στη δημοσιότητα, ως παραδοχή ή/και κα-τακραυγή ενάντια σε εθνικά στερεότυπα.

Για τους καλλιτέχνες των έργων Στην περίπτωση που μελετούμε η τεκμηρίωση της «πατρότητας» των

έργων δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα στην έρευνα, διότι τα έργα είναι κατά παραγγελία και οι καλλιτέχνες γνωστοί ή άγνωστοι είναι εκ των προτέρων εντοπισμένοι. Η πλευρά του δημιουργού καταγράφεται στις πηγές με μεγαλύτερη συχνότητα από την πλευρά των θεατών38, τις από-ψεις των οποίων αντλούμε από τη δημοσιογραφική κριτική, τα τελε-τουργικά ανέγερσης των μνημείων και των εθνικών/τοπικών επετείων, όπως αυτά διασώζονται στα Αρχεία της Νομαρχίας, του ∆ήμου, στο ΓΑΚ Φλώρινας, και στον τοπικό Τύπο.

Η σημασιοδότηση των έργων

Σε δεύτερη φάση μετά την οπτική, εμπειρική έρευνα και τεκμηρίω-ση των δημόσιων γλυπτών αναζητούμε τους τρόπους ανάγνωσής τους. Η τεκμηρίωση του περιεχομένου της αναπαράστασης όπως επιχειρείται από τους νέους επιστημονικούς κλάδους της εικονογραφίας και της ει-κονολογίας, της δομικής ανάλυσης, της κοινωνικής σημειωτικής και της φεμινιστικής ανάλυσης αναδεικνύουν ομάδες πληροφοριών, νοημάτων και εικόνων με στόχο την τεκμηρίωση της λειτουργίας τους μέσα από μια ιστορική κριτική. Ο Γ. Μαργαρίτης ήταν από τους πρώτους που παρουσίασε τα ελληνικά μνημεία στο πλαίσιο της αντίληψης για τον

νται οι άλλοι πολιτισμοί. Βλ. L. Chapman (1993). ό.π. 118-120.

38. Σ.Τσιάρα, ό.π., 40.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 78

ηρωικό θάνατο και ανέδειξε τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στην τοπική και εθνική μνήμη, αλλά και το ρόλο των τελετών στη δια-μόρφωση της εθνικής ιδεολογίας39.

Η οριοθέτηση ανάμεσα στις διαφορετικές μεθόδους ανάλυσης που ακολουθούμε για το συγκεκριμένο ερευνητικό υλικό δεν είναι απόλυ-τη, διότι υπάρχουν τομές και επικαλύψεις σ΄ αυτές. Η καθεμία από τους χώρους της Ιστορίας της Τέχνης, της Ερμηνευτικής, της Εικονολο-γίας, της Ψυχανάλυσης, της Κοινωνικής Ιστορίας προσφέρουν δυνατό-τητες διαλεκτικής κατανόησης και σημασιοδότησης. Τα ιστορικά συμ-φραζόμενα που προσδίδουν λειτουργία σ΄ ένα έργο δεν καταργούν τη σημασία της καλλιτεχνικής μορφής, ούτε το ζήτημα του ιστορικού πε-ριεχομένου τίθεται εξωτερικά προς ένα έργο, διότι το στυλ που επιλέ-γεται αποτελεί συχνά την ομολογία του περιεχομένου. Η πρόσληψη που προτείνεται στους θεατές τόσο από τους καλλιτέχνες, αλλά κυρίως από τους παραγγελιοδότες συνιστά απόρροια της αντίληψης για την εικόνα και την ιστορία και αποκαλύπτει τα ιστορικά, εθνικά και εικο-νογραφικά στερεότυπα.

Η επιτόπια παρατήρηση και έρευνα για τη συγκέντρωση του οπτι-κού δημόσιου υλικού που ιστορεί τη συμμετοχή των Μακεδόνων και άλλων40 στην ιστορία της πόλης και στην ιστορία του έθνους μπορεί να συμβάλει στη συγκρότηση συγκεκριμένων προτάσεων για τη διδακτική της Τοπικής Ιστορίας (ΤΙ) και το ρόλο της στη σύγχρονη ιστορική έ-ρευνα. Η σημασία της ΤΙ στη σύγχρονη ιστοριογραφική έρευνα, καθώς επίσης και στη διδακτική του μαθήματος της Ιστορίας αποκτά ιδιαίτε-ρο ενδιαφέρον, διότι συνεπικουρεί στο κοινωνικό και πολιτικό αίτημα των καιρών για μια ιστορία αποκεντρωμένη41. Ο συσχετισμός του ι-στορικού υλικού με το αντίστοιχο εικαστικό/εικονιστικό συνιστά μια πρόταση για τη διδακτική της ΤΙ μέσω των έργων τέχνης και στη συνέ-

39. Γ. Μαργαρίτης (1989). Οι περιπέτειες του ηρωικού θανάτου, 1912-1920:

Μνήμων/12, 89-116. 40. Κ. Βακαλόπουλος (1994). Σύγχρονα εθνολογικά όρια του ελληνισμού στα

βαλκάνια, θεωρητική προσέγγιση και ιστορική ερμηνεία της βαλκανικής συνύ-παρξης. Θεσσαλονίκη, 220.

41. βλ. W. H. Burston, C.W. Green, E.J. Nicholas. A.K. Dickinson, D. Thopmson (editorial board 1972). Handbook for History teachers. London, 85.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 79

χεια μέσω της σύγχρονης εικόνας, του οπτικοακουστικού σημείου42. Στην παρούσα μελέτη, από το ευρύ πεδίο της εικόνας έχουν επιλε-

γεί μόνον έργα δημόσιας γλυπτικής. Τα έργα αυτά εξετάζονται ως πρωτότυπα δημιουργήματα τέχνης, αλλά συγχρόνως ως ιστορικό και διδακτικό υλικό που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την αρχή της εποπτείας και τους τρόπους απεικόνισης της ιστορικής πραγματικότη-τας43. Ως κριτήριο επιλογής των εικαστικών μαρτυριών που παρουσιά-ζονται ορίζεται η άμεση αναφορά στο ιστορικό σημαινόμενο, στη συμ-μετοχή των αναπαριστάμενων προσώπων στην τοπική/γενική ιστορία. Η διπλή ιδιότητα ενός έργου ως «μαρτυρούντος και μαρτυρουμένου», προσφέρει στους ερευνητές μια μεθοδολογική αρχή εκκίνησης για τη συγκρότηση ενός παραστατικού πίνακα που αποκαθιστά την ιστορία μιας συγκεκριμένης εποχής και περιοχής. Τα ίδια τα έργα επιβάλλουν ένα πολυμορφικό τρόπο μελέτης, ο οποίος εξαρτάται κάθε φορά από τους στόχους της έρευνας.

Τα έργα συμπληρώνουν και συχνά αναπληρώνουν τα κενά από τα γραπτά στοιχεία που διαθέτουμε, αλλά και αναδεικνύουν τη μονοδιά-σταση ανάγνωση της ιστορικής αφήγησης. Το γλωσσικό υλικό, οι λε-ζάντες που χρησιμοποιούνται στο δείγμα που παρουσιάζουμε εκτιμώ-νται στη βάση της χρήσης και όχι της ετυμολογίας τους44. H ιστοριoγραφική έρευνα αντλεί το λεξιλόγιο της από το ίδιο το αντικεί-μενο και δεν το ονοματίζει εξαρχής. Οι ερευνητές δέχονται το λεξιλόγιο φθαρμένο και παραποιημένο από τη χρήση και συχνά διφορούμενο, όπως κάθε εκφραστικό σύστημα που δεν προήλθε από τις αυστηρά ορ-γανωμένες προσπάθειες των τεχνικών.

Η μνήμη και η ανάπτυξή της διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο στην ι-στορία των λαών, αλλά οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος δεν γεν-νιούνται αυθορμήτως από τη μνήμη. Η «διαρρύθμιση» της μνήμης ως χρονικής αντίληψης μιας απόστασης «του εαυτού από τον εαυτό» επι-

42. R. Romano (1988). Πού οδεύει η Ιστορία; Αναζητήσεις της σύγχρονης ι-

στοριογραφίας, μετ. Χ. Κουλούρη, Α. Κράους, Π. Μιχαηλάρης, Μ. Τραπεζανλί-δου, Ε. Φαλίδου. Αθήνα .

43. Β. Ασημομύτης (1984). Τα εποπτικά μέσα στη διδασκαλία της Ιστορίας: Σεμινάριο, 3/1984, 66-77.

44. M. Bloch (1994). Απολογία για την ιστορία, το επάγγελμα του ιστορικού. Μετ. Κ. Γαγανάκης. Αθήνα.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 80

σημαίνεται από ιστορικούς και φιλοσόφους. Από τον 4ο αιώνα μ. Χ. η κατασκευή του μνημονικού ορίστηκε στις Εξομολογήσεις του Αυγου-στίνου με άξονα τα λογικά αδιέξοδα της εμπειρίας του χρόνου. Ση-μειώνουμε από το έργο αυτό την ανάπτυξη τριών τρόπων του παρό-ντος και την απόδοση της χωρικής διάστασης στη «ψυχή ως τόπο του άλλου». Οι τρεις τόποι του παρόντος αφορούν στο παρόν που είναι διχασμένο μεταξύ της αφήγησης-μνήμης των παρελθόντων γεγονότων που εξακολουθούν να υπάρχουν, στο μέλλον με το ήδη υπάρχον στη διάσταση της προσμονής και στο παρόν ως παρόν στη χρονική ακρί-βεια. Σήμερα η επιστημονική έρευνα εξετάζει τα συστήματα οργάνωσης της ιστορικότητας, τις ποικίλες μορφές της ιστορικής συνείδησης, τη σημασιολογική εμπειρία της ιστορίας, την εννοιολογική κατασκευή του χρόνου45. Η ιστορική έρευνα προσφέρει μια ποικιλία από εργαλεία για να απελευθερωθούμε από την εξουσία και τα απαρχαιωμένα δόγ-ματα. Η ιστορική ανάλυση διδάσκει ότι τα μέλη της κοινωνίας εγεί-ρουν δομές που περιορίζουν τις δραστηριότητες των ανθρώπων και στη συνέχεια οικοδομούν συστήματα σκέψης που αμφισβητούν αυτές τις δομές46.

45. M. Detienne (2003). Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα. Μετ. Π. Μαρκέτου.

Αθήνα: Μεταίχμιο, 11-42. 46. J. Appleby, L. Hunt, M. Jacob (1994). Telling the truth about History. N.

York, London: Norton, 308-309.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 81

ΙΙ. ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ∆ΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ

Σημειώνουμε ότι δεν βιβλιογραφούμε εξαντλητικά τα γεγονότα και τη δράση των προσώπων που αναπαρίστανται, αλλά ενδεικτικά παρα-τίθενται τα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη του παρό-ντος έργου και για τις διδασκαλίες που έγιναν στα Παιδαγωγικά Τμή-ματα της Φλώρινας.

Έμφαση δίνουμε στις τάσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας και της βιβλιογραφίας για τα γεγονότα και τα πρόσωπα που καταγράφουμε. Η εθνικιστική κινητοποίηση της περασμένης δεκαετίας γύρω από το «Μακεδονικό» υπήρξε αναμφίβολα ένα σημείο τομής για την ιστοριο-γραφία του Μακεδονικού Αγώνα στη χώρα μας. Μέχρι τα τέλη της δε-καετίας του '80, το Μακεδονικό και ο Μακεδονικός Αγώνας ανάγο-νταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα ειδικευμένων κρατικών ιδρυμά-των, όπως η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, το ΙΜΧΑ, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και αρκετών ερασιτεχνών. Το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας είχε διαμορφωθεί με βάση έναν κε-ντρικό σχεδιασμό, ο οποίος ξεκίνησε γύρω στο 1960 κάτω από την ε-ποπτεία και με την επιχορήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών. Η Με-ταπολίτευση του 1974 δεν άλλαξε και πολλά πράγματα, καθώς οι προ-τεραιότητες και τα ενδιαφέροντα της νέας γενιάς των ερευνητών στρά-φηκαν σε πολύ διαφορετικά ζητήματα, αφήνοντας το πεδίο της «μακε-δονολογίας». Τα συλλαλητήρια του 1992-94 ανέτρεψαν άρδην αυτήν την εικόνα, διότι «το Μακεδονικό» εισβάλλει ξαφνικά στο προσκήνιο της επικαιρότητας και μετατρέπεται σε κεντρικό αντικείμενο της πολι-τικής αντιπαράθεσης με αποτέλεσμα την αύξηση των ερευνητών. Ζητή-ματα όπως ο πολιτικός χαρακτήρας της επιλογής εθνικού στρατοπέ-δου, η καθοριστική σημασία των κοινωνικών αντιθέσεων στη χάραξη των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ «Ελλήνων» και «Βουλγάρων», ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας της ελληνικής επέμβασης, η στενή συ-νεργασία των Μακεδονομάχων με τις οθωμανικές αρχές ή ο «τυφλός» χαρακτήρας της τρομοκρατίας των ελληνικών σωμάτων τέθηκαν για πρώτη φορά σε δημόσια συζήτηση.

Η ενασχόληση ανεξάρτητων ερευνητών και η ρήξη με τα «εθνικά ταμπού» λειτούργησαν ταυτόχρονα ως ένας άτυπος μοχλός πίεσης πά-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 82

νω στους επίσημους και ημιεπίσημους φορείς με αποτέλεσμα την πρώτη απελευθέρωση ενός μέρους του επιστημονικού δυναμικού τους από τις πιο κραυγαλέες πτυχές της παραδοσιακής «ορθοφροσύνης» και αυτο-λογοκρισίας. Καθοριστική στιγμή αυτής της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί μια ειδική ενημερωτική ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών το ∆εκέμβριο του 1995, με στόχο τον εκσυγ-χρονισμό της επίσημης εθνικής γραμμής47.

Για τον Εμφύλιο Πόλεμο στο πεδίο της ιστοριογραφίας σημειώνου-με ότι μετά τον νόμο του 1989 για την άρση των συνεπειών του Εμφυ-λίου Πολέμου μετατέθηκε ο λόγος για τον Εμφύλιο από το πεδίο της πολιτικής στο πεδίο της ιστοριογραφίας, της επιστημονικής έρευνας και της ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Έτσι η μελέτη του Εμφυλίου μετα-βαίνει από την ιδεολογική χρήση της ιστορίας στην ανάλυση βασικών θεμάτων για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Από το 1990 ση-μειώθηκε στροφή της ιστοριογραφίας από την ιστορία των γεγονότων προς την ιστορία της καθημερινής ζωής, την ιστορία των γυναικών και τις κοινωνικές συνθήκες που ανέδειξαν, την τοπική και προφορική ι-στορία. Στο πεδίο αυτό χρησιμοποιούμε τις πηγές, αλλά και τις πολλα-πλές αφηγήσεις που έχουν εκδοθεί και αφορούν στη θεματική και στον τόπο που μελετούμε με κυρίαρχη την ανάγνωση του Εμφυλίου Πολέ-μου από τον Γιώργο Μαργαρίτη με στόχο, όσο είναι δυνατό, την απο-κεντροθέτηση του ιστορικού βλέμματος48. Για την πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας στο έργο των Α. Βακαλόπουλου, Ν. Σβορώνου, Σ. Ασδραχά, Κ. Βακαλόπουλου, Γ. Κόκκινου εντοπίζουμε κυρίως τους παράλληλους και διαφορετικούς άξονες ανάγνωσης των γεγονότων με έμφαση στην πολιτική και οικονομική ιστορία μετά το 1974, ενώ για την ιστορία του τόπου οι εφημερίδες και τα περιοδικά της πόλης, το έργο των Τ. Μπέσσα, Α. Ανδρέου, Μ. Σουλιώτη, το παράρτημα των ΓΑΚ στη Φλώρινα, οι προφορικές μαρτυρίες συγκροτούν πλούσιο υλι-κό συγκριτικής ανάγνωσης και επαλήθευσης. Σημειώνουμε επίσης ότι τα βιογραφικά στοιχεία των αγωνιστών όπως καταγράφονται στο έρ-

47. Εφημ. Ελευθεροτυπία, Αφιέρωμα του Ιού στη Βιβλιοθήκη, 5/11/2004. Βλ. επίσης Εφημ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Αφιέρωμα: Παύλος Μελάς,

Ένας αιώνας μνήμης, 17/10/2004. 48. Βλ. Α. Λιάκος (2004). ό.π., 29.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 83

γο του Μόδη49, αλλά και στην Εγκυκλοπαίδεια του Μακεδονικού Α-γώνα έχουν ωραιοποιηθεί και επιχειρούμε την αποχρωματισμένη πα-ρουσίασή τους και τη συγκριτική ανάγνωση με τις πηγές.

Για το υλικό που αντλείται από τις τοπικές εφημερίδες σημειώνου-με τα εξής: Η εφημερίδα «Φλώρινα»50 είναι Εβδομαδιαία Εφημερίς, Πολιτική και των Ειδήσεων. Φλώρινα 1916, 1921 (αρ. φ. 1-28 για τη χρονιά του 1916 και 29-54 για τη χρονιά του 1921). Ιδρυτής - εκδότης: Ιωάννης Κ. Θεοδοσίου, διαχειριστής: Μιχαήλ Σίσκος (1921). Εβδομα-διαία (κάθε Σάββατο), κυρίως τετρασέλιδη, μερικές φορές εξασέλιδη και σπανίως δισέλιδη, διαστάσεων 22 x 22 εκ. Ετήσια συνδρομή: εσω-τερικού δρχ. 6, εξωτερικού δρχ. 10. Τη δεύτερη περίοδο αναγράφεται ως τιμή το υλικόκάθε φύλλου: 20 λεπτά. Τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Μ. Νίτσα. Πρόκειται για τη δεύτερη εφημερίδα που κυκλοφόρησε στη Φλώρινα μετά την απελευθέρωση της πόλης στις 8 Νοεμβρίου 1912, η οποία ήρθε να αντικαταστήσει την πρώτη ημερήσια εφημερίδα Νέα Φλώρινα (πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1914) των Μοναστηριωτών στην καταγωγή ∆ημητρίου Τσώγκου και Μ. Νίτσα. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για την πρώτη εφημερίδα είναι ελάχι-στες και πέρα από ένα φύλλο, το οποίο διασώζεται στο Αρχείο του Γ. Ι. Θεοδοσίου, δεν γνωρίζουμε περισσότερα. Το πρώτο φύλλο της εφη-μερίδας Φλώρινα κυκλοφορεί το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 1916, στο οποίο διατυπώνεται και η διακήρυξη των σκοπών της, με πρώτο και βασικό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του τόπου και δεύτερο την αναπλήρωση στην έλλειψη που σημειώθηκε ως προς την ύπαρξη ενός ειδησεογραφικού οργάνου, το οποίο θα διέθετε μάλιστα μόνιμους α-νταποκριτές στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τα παρα-πάνω θα διέθετε στήλες με τοπικά ζητήματα και αιτήματα και θα απο-τελούσε το βήμα για τα συμφέροντα της κάθε κοινότητας της περιοχής. Ως προς το πολιτικό μέρος η εφημερίδα διακήρυττε την ανεξαρτησία της στις σκέψεις και τις αντιλήψεις και πως δε θα γινόταν τυφλό όργα-

49. Βλ. επίσης Μ. Πυροβέτση, Ι. Μιχαηλίδης (2004). Γ. Μόδης, Αναμνήσεις.

Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 50. Α. Ανδρέου (2004). Σπαράγματα από την ιστορία του Τύπου στη Φλώρι-

να: περ. Πιπεριά/1, 7-20. Σ. Ηλιάδου -Τάχου (1999). Ο τύπος της Φλώρινας από το Αρχείο του Γεωργί-

ου Ι. Θεοδοσίου: Αριστοτέλης/ 251, 45-47.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 84

νο κανενός κόμματος. Ωστόσο, τόσο από τα κείμενα των πολιτικών που φιλοξένησε όσο και από τα κύρια πολιτικά της άρθρα, φαίνεται να υποστήριξε ανοιχτά τους ανεξάρτητους βουλευτές της ομάδας ∆ρα-γούμη, τους λεγόμενους Μακεδονιστές, την ομάδα δηλαδή εκείνη η ο-ποία είχε συμμετάσχει ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα. Κύριο χαρα-κτηριστικό της πρώτης περιόδου του 1916 είναι οι ειδήσεις για τους Έλληνες του Μοναστηρίου και οι αλυτρωτικές παραινέσεις για την απελευθέρωση του Μοναστηρίου. Η εφημερίδα, εκτός από το κύριο άρθρο, διαθέτει στήλη με χρονογράφημα, το οποίο υπογράφει ο Νίκος Κοντός, ποίηση, στήλη με ειδήσεις της καθημερινότητας με τον τίτλο Κινηματογραφικώς, η οποία υπογράφεται με το ψευδώνυμο το «Υπο-βρύχιον». Αρκετές φορές χρησιμοποιούν άρθρα από την «Πολιτική Ε-πιθεώρηση» των Αλ. Καραπάνου, Ι. ∆ραγούμη και Γ. Μπούσιου, την οποία και διαφημίζει σε κάθε φύλλο της. Η πρώτη περίοδος της εφημε-ρίδας συμπίπτει με τον αποκλεισμό των Αγγλογάλλων, με αποτέλεσμα η πόλη και η ευρύτερη περιοχή να έχει έλλειψη σιτηρών και άλλων α-γαθών. Σχεδόν σε όλα τα φύλλα της περιόδου κάνει έντονο αγώνα για την απομάκρυνση του Νομάρχη Φλώρινας, Βαμβέτσου, ο οποίος προ-στάτευε και καλλιεργούσε το λαθρεμπόριο μεταξύ Φλώρινας- Μονα-στηρίου και Κορυτσάς. Γι' αυτόν το λόγο και οι σύμμαχοι διέκοψαν τη σιδηροδρομική συγκοινωνία μεταξύ Θεσσαλονίκης και Φλώρινας. Η έκδοση της εφημερίδας ήταν βραχύβια και χωρίζεται σε δύο περιόδους: στην πρώτη περίοδο από τις 4 Φεβρουαρίου 1916 ως τις 30 Ιουλίου 1916, η οποία διακόπτεται ξαφνικά εξαιτίας της κατάληψης της πόλης της Φλώρινας από τους Γερμανοβουλγάρους στις 4 Αυγούστου 1916 και στη δεύτερη από τον Ιούλιο μέχρι και το ∆εκέμβριο του 1922. Από άποψη περιεχομένου μπορεί η συγκεκριμένη εφημερίδα να θεωρηθεί σημαντική ιστορική πηγή, αφού καταγράφει και παρακολουθεί τις συ-νέπειες του Εθνικού ∆ιχασμού στη Φλώρινα, σε μια εποχή όπου οι υ-πάρχουσες πληροφορίες για την περιοχή είναι ελάχιστες.

Κυριότερος αρθρογράφος της είναι ο ίδιος ο Ι. Κ. Θεοδοσίου, ο ο-ποίος σχολίαζε με πάθος τα πολιτικά γεγονότα της εποχής.

Η εφημερίδα «Έθνος»51, Εβδομαδιαία Εφημερίς Ανεξάρτητος, 51. Θ. Βόσδου (2003). Ομιλία για τον τύπο της Φλώρινας: εφ. Έθνος/7 Μαρτί-

ου. Γ. Ι. Σημαντήρας (1964). Φλώρινα η βιβλιογραφία της: Έκδοση Φ. Σ. Φ. Αρι-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 85

Φλώρινα, 1931-1936, 1938-1940, 1942-1944, 1945-σήμερα, αρ. φ. 1 - 3.922. ∆ιευθυντής–ιδιοκτήτης: Σταύρος Μ. Κωνσταντινίδης, Αρχισυ-ντάκτες: Θαλής Ρητορίδης, Χρ. Σκύβαλος (24 Οκτ. 1931, υπογράφει με το ψευδώνυμο Χ. Κρητσώτης). Από τις 13 Αυγ. 1932 ορίζεται προϊστά-μενος τυπογραφείου ο γιος του Σταύρου Κωνσταντινίδη, Στέφανος Κωνσταντινίδης, ο οποίος αναλαμβάνει τη διεύθυνση και την ιδιοκτη-σία της εφημερίδας το 1946 για να την κρατήσει ως το 1974, οπότε περνάει στα χέρια του γιου του Χρήστου Κωνσταντινίδη. Ο υπότιτλος αλλάζει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου σε «Εβδομαδιαία Εφημερίς εν Φλωρίνη» και παραμένει ο ίδιος ως το 1974. Κυρίως τε-τρασέλιδη, διαστάσεων αρχικά 47x35 εκ., κατά τη διάρκεια του Εμφυ-λίου Πολέμου κυρίως δισέλιδη με διαστάσεις 41x26 εκ. στη συνέχεια κυρίως τετρασέλιδη με τις ίδιες διαστάσεις και κυκλοφορεί κάθε Σάβ-βατο. Η συνδρομή τη χρονιά του 1931 ορίζεται για το εσωτερικό 30 δρχ., των κοινοτήτων 100 δρχ. και του εσωτερικού 30 δολ. Το 1951 ε-τήσια συνδρομή 50.000 δρχ, Εταιριών, Οργανισμών 75.000 δρχ., τιμή φύλλου 1000 δρχ. Σήμερα: τιμή φύλλου 0,29 Ευρώ. Τυπώνεται σε ιδιό-κτητο τυπογραφείο.

Οι προγραμματικές δηλώσεις του εντύπου στο πρώτο φύλλο κυ-κλοφορίας του, (17 Ιαν. 1931), είναι άκρως εθνοκεντρικές και σχεδόν συντηρητικές. Επειδή δε η περιοχή της Φλώρινας ιδιαίτερα την περίοδο εκείνη παρουσίαζε μια πολυφωνία στις γλώσσες και τα ιδιώματα, το έντυπο εστιάζει το ενδιαφέρον του προς αυτήν την κατεύθυνση. «Και ως προς το ζήτημα της γλώσσης έχομεν ιδίας αντιλήψεις προς την χρη-σιμότητα της καθαρευούσης και της δημοτικής. ∆εν δυνάμεθα ν' ανε-χθώμεν ξένην γλώσσαν, μη ελληνικήν, θα ελέγομεν εις πάντα Έλληνα των μερών τούτων: Μην ομιλής ξένην γλώσσαν εις την οικίαν σου. Επι-βάλου εις τους ξένους να σου ομιλούν την γλώσσαν σου. Έχει ως έμ-βλημα ιερόν: Η Ελλάς υπέρ παν άλλο και όλα δια την Ελλάδα».

Από το 1936 ως και τις παραμονές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου κυκλοφορεί μαζί με άλλες τρεις εφημερίδες της Φλώρινας, την «Μακε-δονική, τους Νέους Καιρούς και τον Μακεδονικό Αστέρα» μετά από απόφαση του Νομάρχη Φλώρινας, Ιωάννη Τσακτσίρα, αναγκαστικά κάτω από τον κοινό τίτλο «Ηνωμένος Τύπος». Η απόφαση αυτή εξυ-

στοτέλης Φλώρινας, 75-97.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 86

πηρετούσε περισσότερο τον έλεγχο του τύπου. Επί κατοχής (1942-1944) κυκλοφορούσε νόμιμα κάτω από την αυστηρή λογοκρισία των Γερμανών. Το Έθνος πρέπει να θεωρηθεί δικαιωματικά η μακροβιότε-ρη εφημερίδα της Φλώρινας αφού αποτέλεσε τη συνέχεια της εφημερί-δας Έλεγχος, η οποία εκδιδόταν από το 1921 από τον εκ Κρήτης κατα-γόμενο βουλευτή και γερουσιαστή Φλωρίνης Γεώργιο Τζώρτζη, με δι-ευθυντή το Σταύρο Κωνσταντινίδη. Έχει περάσει εσφαλμένα στη βι-βλιογραφία, πως το Έθνος εκδόθηκε το 1926 ως συνέχεια του Ελέγχου συνεχίζοντας μάλιστα την αρίθμησή του. Ερευνώντας το αρχείο της εφημερίδας διαπιστώσαμε πως το «Έθνος» πρωτοκυκλοφορεί στις 17 Ιανουαρίου 1931 με νέα αρίθμηση από την αρχή, αποτελεί όμως συνέ-χεια του «Ελέγχου». Το έντυπο συγκεντρώνει γύρω του μια πλειάδα σημαντικών ανθρώπων με πρώτο τον εκδότη Σταύρο Μ. Κωνσταντινί-δη, ο οποίος αρθρογραφεί με ιδιαίτερη επιτυχία ως και τα τέλη της δε-καετίας του 1960 με το ψευδώνυμο «ο παππούς» έχοντας τη μόνιμη στήλη του «Η σκοπιά του παππού». Υποστήριζε το Κόμμα των Φιλε-λευθέρων. Σε κύριο άρθρο της σύνταξης στο φύλλο της 25 Αυγ. 1951 με τίτλο «∆ιατί είμεθα Φιλελεύθεροι» γίνεται μια ιστορική αναδρομή στην πολιτική του εντύπου: «Το ότι υπήρξαμε ανέκαθεν φιλελεύθεροι, αγνοί ιδεολόγοι και μαχηταί στο πλευρό του μεγάλου Ελευθερίου Βε-νιζέλου, ούτε το αμφισβητούμε, ούτε το αποκρύπτομε. Και σήμερον ακόμα εξακολουθούμε να είμεθα τοιούτοι γιατί πιστεύουμε στα ελεύ-θερα πολιτεύματα και στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς». Από τους τακτικότερους αρθρογράφους της εφημερίδας αρχικά στον Έλεγχο και στη συνέχεια στο Έθνος υπήρξε ο γιατρός από το Ξινό-Νερό Βύρων Λιάπτσης με το ψευδώνυμο «Μπάιρον», ο πολιτικός και λογοτέχνης του Μακεδονικού Αγώνα, Γ. Χ, Μόδης, ο βουλευτής και γερουσιαστής Γ. Τζώρτζης, ο Σπύρος Λιαντζάκης από το Ανταρτικό Φλώρινας, ο ο-ποίος εξέδωσε το 1934 μαζί με το δάσκαλο Συμεών Στανόη τη δεκα-πενθήμερη εφημερίδα Νέα Γενιά με έδρα το Ανταρτικό Φλώρινας, ο αρχαιολόγος Αντώνης Κεραμόπουλος, ο ποιητής από το Λέχοβο Τάκης Γκοσιόπουλος, ο δικηγόρος Σπύρος Αλεξίδης, ο ιστοριοδίφης Σωκρά-της Λιάκος και ο αυτοδίδακτος διηγηματογράφος λαογραφικών κειμέ-νων από την Κάτω Υδρούσα Χρήστος Κάππος και βέβαια ο γιος του Σταύρου Κωνσταντινίδη, Στέφανος Κωνσταντινίδης.

Η μακροβιότερη και ιστορική αυτή εφημερίδα της Φλώρινας αντα-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 87

γωνιζόταν πάντοτε τις ιδεολογικά αντίπαλες εφημερίδες, όπως τη «Φωνή του Λαού, την Ελληνική Φωνή και τη Φωνή» της Φλώρινας. Με βεβαιότητα μπορεί να ισχυρισθεί κανείς πως τόσο ο ιδρυτής της, Σ. Σ. Κωνσταντινίδης όσο και η πορεία του φύλλου αποτέλεσαν σημαντικό σταθμό στην ιστορία του τύπου της Φλώρινας.

Η εφημερίδα «Φωνή της Φλωρίνης», Εβδομαδιαία Εφημερίς των Απανταχού Φλωριναίων, Φλώρινα 1962-1974, αρ. φ. 1- 642, μέχρι και σήμερα. Ιδρύτρια και εκδότης: Ασημούλα Θεοδ. Βόσδου. Αρχισυντά-κτης: Θεόδωρος Λεωνίδα Βόσδου, δημοσιογράφος-δικηγόρος. Εβδομα-διαία, τετρασέλιδη, σπάνια εξασέλιδη, διαστάσεων 42x30 εκ. Κυκλο-φορούσε κάθε Σάββατο μόνο σε συνδρομητές. Τυπωνόταν σε ιδιόκτητο τυπογραφείο, το οποίο ανήκε από κοινού στους Λάζαρο Λαζαρίδη, Βασίλειο Σφέτκο και την οικογένεια Βόσδου. Ο λογότυπος της εφημε-ρίδας σχεδιάστηκε από το Φλωρινιώτη ζωγράφο Ηλία Βυζάντη.

Πρωτοκυκλοφόρησε στις 17 Μαρτίου 1962 με βασικό συντελεστή της τον Θ. Λ. Βόσδου, ο οποίος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ήδη από το 1953 ως τακτικός αρθρογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας Ελληνική Φωνή (1931-1964) του ∆ημητρίου Τσώγκου, η οποία κυκλο-φορούσε επίσης στη Φλώρινα. Στο πρώτο της φύλλο και στη θέση του κύριου άρθρου με τίτλο «Ευγενείς Φιλοδοξίες» διατυπώνονται κάποιοι από τους σκοπούς και τους στόχους που επιθυμεί να επιτελέσει: «Φιλο-δοξεί να καταστεί ο ηθικός και πνευματικός οδηγός των Φλωριναίων. Φιλοδοξεί ακόμη όπως η “Φωνή” της γίνει “Φωνή” όλων των Φλωριναί-ων και όλων των κατοίκων του Νομού, που αγαπούν και πονούν αυ-τόν τον βασανισμένον από χίλιες δυο περιπέτειες τόπον. Φιλοδοξεί α-κόμη- και - δι' αυτό θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια- να αγκα-λιάσει όλες τις κοινωνικές τάξεις, τους επιστήμονας, τους εμπόρους, τους αγρότας, τους επαγγελματοβιοτέχνας, τους εργάτας, τους νέους, τους καλλιτέχνας, τους αποδήμους αδελφούς μας, όλους τους ζώντας οργανισμούς και σωματεία κ. τ. λ. και να γίνει φορέας και εκφραστής των ανησυχιών και των επιδιώξεών των. Η εφημερίδα κυκλοφορεί μέ-σω συνδρομητών σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό σε 1200 περίπου φύλλα. Μετανάστες και φοιτητές ενημερώνονται για τα νέα της Φλώρινας στις Η. Π. Α, στον Καναδά, στη Γερμανία, στην Ελβετία, στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι και στην Αυστραλία. Μόνιμος ανταπο-κριτής από το Τορόντο του Καναδά είναι ο Χάρης Γρηγορίου. Τα το-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 88

πικά θέματα είναι αυτά που κυριαρχούν στις στήλες της εφημερίδας με ιδιαίτερη βαρύτητα στα λεγόμενα «κοινωνικά», δηλαδή τους γάμους, τις βαπτίσεις, τους αρραβώνες, τους θανάτους, τα ευχετήρια κ.λ.π. Η δεύτερη σελίδα της εφημερίδας φέρει τον τίτλο «Φλωρινιώτικη Εβδο-μάδα» κι έχει μόνιμη στήλη για τους απόδημους της Φλώρινας, ενώ η τρίτη σελίδα αφιερώνεται στην περιοχή του Αμυνταίου και των κοινο-τήτων της ευρύτερης περιοχής. Ως προς την πολιτική της τοποθέτηση υποστήριξε το κόμμα της Ε. Ρ. Ε. (τον βουλευτή Φλώρινας και Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης ∆ημήτριο Μακρή) και στη συνέχεια, μετά τα μέσα του 1974, το νέο κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τη Νέα ∆ημοκρατία. Φιλοξένησε στις στήλες της χρονογραφήματα, τοπικά παραμύθια, λαογραφικά πονήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα Φλωρινιωτών συγγραφέων και ποιητών. Εκείνο που χαρακτηρίζει την εφημερίδα είναι τα δημοσιεύματα που αφορούσαν την Μακεδονία, είτε με αφιερώματα στην αρχαία Μακεδονία είτε με αφιερώματα σε ντόπι-ους οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα, όπως το Λάκη Πύρζα, το Σπύρο Κύρου, τον Παύλο Ρακοβίτη, το Γεώργιο Μόδη, τον Ίωνα ∆ρα-γούμη και τον Παύλο Μελά. Η εφημερίδα στήριξε και προέβαλλε το έργο των Φλωρινιωτών μουσικών, όπως ο Τάσος Παππάς, ο ∆ημοσθέ-νης Μούσιος, ο Σωκράτης Βουβουλίκας, η Ντάνη ∆οσίου, η Λίτσα Λιώτση-Ρόκα, σοπράνο στην όπερα της Βιέννης, ο Σώτος Παπούλκας αλλά και ζωγράφων, γλυπτών και άλλων καλλιτεχνών, που διέπρεψαν στη Φλώρινα, την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σημαντικό είναι και το υλικό που έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα σχετικά με τις εκλογές, είτε τις εθνικές είτε τις τοπικές. Έτσι, για παράδειγμα, δημοσιεύονται με τις αντίστοιχες φωτογραφίες όλοι οι διατελέσαντες βουλευτές από το 1915 μέχρι πρόσφατα.

Η πορεία της εφημερίδας, αν κρίνει κανείς από τον αριθμό των φύλ-λων, ήταν ανοδική. Το 1962 ξεκίνησε με 680 περίπου φύλλα και το 1974 ξεπερνούσε τα 1200. Τακτικοί συνεργάτες του φύλλου, εκτός από τον αρχισυντάκτη της, υπήρξαν οι Παύλος Τσάμης, Σωκράτης Λιάκος, Σο-φοκλής Τσάπανος, Ευάγγελος Αγγελόπουλος, Μανόλης Παρίσης και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Απόστολος ∆ασκαλάκης.

Το περιοδικό «Αριστοτέλης», Περιοδική Τρίμηνη Έκδοση του Φι-λεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλωρίνης «Ο Αριστοτέλης». Φλώρινα 1957- σήμερα, αρ. τχ. 1 – 262. Ιδρυτής – εκδότης: ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλο-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 89

γος Φλωρίνης «Ο Αριστοτέλης», (ίδρυση Ιούλ. 1941). Στην αρχή δίμηνο (-1974), στη συνέχεια τρίμηνο περιοδικό, με 60-80 σελίδες κατά τεύχος, διαστάσεων 24x16,5 εκ. Τιμή αρχικά τεύχος 10 δρχ., ετήσια συνδρομή για τη Φλώρινα 50 δρχ., λοιπή Ελλάδα 60 δρχ., για Οργανισμούς κ.λ.π. 100 δρχ. και εξωτερικού 4 δολάρια. Σήμερα: ετήσια συνδρομή για το Ν. Φλώρινας και λοιπή Ελλάδα 3.500 δρχ., για Οργανισμούς κ.λ.π. 5.000 δρχ. και για το εξωτερικό 20 δολάρια. Τυπωνόταν σε τυπογραφεία της Φλώρινας και στη συνέχεια στο τυπογραφείο «Λασκαρίδης Σωτήριος» στη Θεσσαλονίκη. Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών.

Το περιοδικό άρχισε να εκδίδεται το 1957 ως προϊόν μιας οργανω-μένης σε σύλλογο ομάδας αστικής προέλευσης, με κύριους σκοπούς και στόχους – όπως αυτοί διατυπώνονται ρητά στο πρώτο τεύχος- την ι-στορία της περιοχής, τη λαογραφία, τους θρύλους και τις παραδόσεις, τη λογοτεχνία, την οικονομία και τους αποδήμους. Ο απώτερος σκο-πός, όπως αυτός διαγράφεται και από τη θεματική του περιοδικού, ή-ταν αρχαιογνωστικός, με κύρια προσπάθεια τη χρήση του παρελθό-ντος για την απόδειξη της αδιατάραχτης συνέχειας και της ελληνικότη-τας της περιοχής. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στη λογοτεχνία, με θετική συνεισφορά στον τομέα αυτό γιατί φιλοξένησε τις πρώτες λογοτεχνικές ανησυχίες των γηγενών. Έτσι, παρέχει βήμα έκφρασης στους Φλωρι-νιώτες λογοτέχνες και ποιητές Γεώργιο Μόδη, Κώστα ∆αγκίτση, Πάνο Παπασταμάτη, Θεόδωρο Βόσδου, Σπύρο Αλεξίδη, Μίμη Σουλιώτη κ. ά. Αντίθετα, όταν παρουσιάζονται στο ίδιο επίπεδο της λογοτεχνίας κα-ταξιωμένοι λογοτέχνες του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, τότε τα άρ-θρα διακρίνονται από έναν διδακτισμό ηθικοπλαστικού χαρακτήρα καθώς και από έναν έντονο σχολαστικισμό. Επιλέγονται λογοτέχνες στο ύφος του ∆ροσίνη, του Πολέμη αλλά και του Παλαμά, αποκλείε-ται, ωστόσο, η παρουσία του προοδευτικού-αριστερού χώρου. Σημα-ντική είναι η προσπάθεια που γίνεται για τη δημιουργία μιας γέφυρας επικοινωνίας με τους απόδημους Φλωρινιώτες. Τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει το περιοδικό εντοπίζονται στη ρομαντική χρήση και κα-τασκευή της ιστορίας καθώς και στους ακροβατισμούς ανάμεσα στην ιστορία και τη λαογραφία. Ωστόσο, υπάρχουν και αξιόλογα δείγματα γραφής σε επίπεδο διάσωσης τεκμηρίων της νεότερης ιστορίας, τόσο σε ζητήματα προφορικής ιστορίας όσο και εγγράφων. ∆είγματα αυτής της παρουσίας για την περίοδο της Τουρκοκρατίας κατέθεσε ο Τέγος Σα-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 90

πουντζής (πρώτος ∆ήμαρχος της πόλης της Φλώρινας). Το περιοδικό στο σύνολό του και ιδίως για την πρώτη περίοδο χαρακτηρίζεται μέσα από τα δημοσιεύματα που αφορούν στον Μακεδονικό Αγώνα με μια πληθώρα αποσπασμάτων από απομνημονεύματα αγωνιστών, ημερολό-για, ανέκδοτες σελίδες με τη γνωστή ρομαντική αντίληψη κι αντιμετώ-πιση της ιστορίας. Η ιστορία αυτή επικεντρώνεται στα πρόσωπα και τα γεγονότα και δεν εστιάζει καθόλου σε ζητούμενα συνολικής κοινω-νικής συγκρότησης. Κι εδώ εντοπίζονται αξιόλογα δείγματα γραφής από τους Σωκράτη Λιάκο, Πάνο Παπασταμάτη και τον ιερέα Γεώργιο Παΐσιο, ο οποίος διασώζει και δημοσιεύει αρχεία από την κοινότητα του Νυμφαίου. Πολιτικά το περιοδικό ανήκει στο λεγόμενο συντηρη-τικό χώρο και η στάση του μέχρι το 1974 ήταν σαφώς αντικομμουνι-στική.

Οι καλύτεροι από τους συγγραφείς δεν επιλέγουν διχαστικά κείμε-να ή εργασίες, αντίθετα οι «ελάσσονες» συγγραφείς καλλιεργούν μέσα από έναν διχαστικό λόγο την πόλωση σε επίπεδο ιδεολογίας. Οι άν-θρωποι που δίνουν το στίγμα και διαμορφώνουν την ύλη είναι ο Θ. Τσάπανος, ο Γ. Θεοδοσίου και ο Θ. Βόσδου. Τη τελευταία δεκαετία σημειώθηκε μία στροφή προς την έρευνα στα τοπικά αρχεία και σε α-δημοσίευτες πηγές, που αφορούν και άλλες όψεις της κοινωνικής συ-γκρότησης εις βάρος, όπως φαίνεται, της τοπικής λογοτεχνικής παρα-γωγής. Με δεδομένες τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια της περιοχής μπορούμε να πούμε πως ως έντυπο της επαρχίας είναι αρκετά σημαντι-κό, παρ' όλη τη φόρτιση και τις ιδεολογικές ακαμψίες είναι σημαντικό γιατί έδωσε βήμα στα πρώτα λογοτεχνικά σκιρτήματα της τοπικής λο-γοτεχνίας.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 91

Για τη χρήση των όρων και του υλικού

Όσον αφορά στην ορολογία που επιλέγουμε για την ταξινόμηση και την ανάγνωση των τεχνουργημάτων σημειώνουμε ότι «πρώτη αφή-γηση» σημαίνει την μία από τις πολλές ιστορικές αφηγήσεις για πρό-σωπα και γεγονότα με στόχο την όσο το δυνατόν αποιδεολογικοποίη-σή τους. Η αφήγηση ορίζει τη διάκριση της πλοκής α) από την ιστορί-α/ως πλοκή-αφήγηση που διαβάζεται, βλέπεται, ακούγεται από την πρώτη ως την τελευταία λέξη και εικόνα και β) ως ιστορία-αφήγηση σε χρονολογικό και τελεολογικό πεδίο. Ο J. Bruner διακρίνει ανάμεσα στην αφηγηματική και παραδειγματική σκέψη: «μια καλή αφήγηση πείθει εξαιτίας της ομοιότητας που παρουσιάζει με την πραγματικότη-τα, αλλά τα επιχειρήματα πείθουν εξαιτίας της αλήθειας που μεταφέρει το νόημα τους»52. Ωστόσο οι ιστορικές αφηγήσεις όσο ανταγωνιστικές και αν είναι μεταξύ τους είναι πάντοτε προσωρινές όπως σημειώνει ο R. Samuel53.

Στο διάλογο που επιδιώκουμε να ανοίξουμε με το δείγμα/υλικό θέ-τουμε ερωτήματα/ζητήματα από τις ποικίλες και πολλαπλές αναγνώ-σεις στο πεδίο της ιστορίας και των πολιτισμικών προϊόντων τόσο στο ίδιο το έργο, αλλά και στους θεατές του. Τα ερωτήματα αφορούν στα κάτωθι: • εντοπίζεται στα έργα η άποψή μας για το πραγματικό; οι αντιλή-

ψεις μας για την αλήθεια; πώς λειτουργεί ο μύθος; Βλέπουμε τα έρ-γα πέρα από αισθητικούς λόγους, μας προσφέρουν τη βολική αί-σθηση ότι ζούμε σε κόσμους όπου η περί αλήθειας θεώρηση είναι αδιαμφισβήτητη, ενώ ο πραγματικός κόσμος φαίνεται να είναι πιο δόλιος54; πρόκειται για φυσική ή τεχνητή αφήγηση; ποια είναι η παρουσία των θεατών στην πλοκή; αποτελούν βασικό συστατικό της διαδικασίας της αφήγησης, αλλά και του ίδιου του αφηγήμα- 52. J. Bruner (1986). Actual Minds, Possible Worlds. Harvard: Univ. Press, 11. Για μια διεξοδική κριτική παρουσίαση της αφηγηματικής μορφής της ιστορίας

βλ. H. White (1973). Metahistory. Baltimore: J. Hopkins Press, 176-177. C. Geertz (1972). The Interpretation of Cultures. London: Hutchinson, passim. 53. R. Samuel (1990a). Grand Narratives: History Workshop Journal/29, 120-

132. 54. U. Eco (1996). Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης. Μετ. Α. Παπα-

κωσταντίνου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 118-121.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 92

τος; πόσο ελλειπτική είναι η αφήγηση; μπορούν οι θεατές να κά-νουν επιλογές κάθε στιγμή; ποιο σχήμα της «εγκυκλοπαίδειας» του αναγνώστη προϋποθέτει το τεχνούργημα; ποια η διακειμενικότη-τα55 στο έργο; πρόκειται για αφήγηση πραγματικών γεγονότων του παρελθόντος; εντοπίζουμε στο έργο τον δημιουργό/σκηνοθέ-τη/παραγγελιοδότη-πρότυπο, όσον αφορά στο ύφος, στη στρατη-γική της αφήγησης, στο σύνολο των οδηγιών που δίνει; εντοπίζου-με τους θεατές –πρότυπο56 ως ιδανικούς θεατές57 τους οποίους το έργο πλάθει, πρόθυμους να αποδεχτούν το πέρα από το κοινότοπο και λογικό; ποιος είναι ο αφηγηματικός χώρος/χρόνος και ποιος αυτός της πλοκής; πώς δίνεται ο χώρος; ποια η γεωγραφι-κή/τοπογραφική διάσταση; η περιγραφή στο έργο αγγίζει την αν-θρώπινη κλίμακα; περνά από την τοπογραφία στην ιστορία, από τη συλλογική στη προσωπική ιστορία χωρίς να συγκρούεται/ή και να ταυτίζεται πάντα; Ο όρος «τεχνούργημα» όπως χρησιμοποιείται στη μελέτη σημαίνει

το υλικό της έρευνας, τα δημόσια έργα δίνοντας έμφαση στην κατα-σκευή, στην παραγγελία και στην ανέγερσή τους. Για τον προσδιορι-σμό των όρων σημειώνουμε επίσης ότι το άγαλμα ως σημαί-νον/ολόγλυφο και το γλυπτό ως σημαίνον/ανάγλυφο συνιστούν τρισ-διάστατο έργο. Το σημαινόμενο για το άγαλμα αναφερόταν σε κάθε πολύτιμο αντικείμενο, του οποίου η κατοχή προσφέρει χαρά. Άγαλμα είναι «παν, εφ’ ω τις αγάλλεται» καταγράφει ο λεξικογράφος Ησύχιος και έτσι χρησιμοποιείται στον Όμηρο, ενώ τον 6ο αιώνα π. Χ. η σημα-σία εξειδικεύεται ως προσφορά, δώρο, αφιέρωμα στο Θεό. Στη συνέ-χεια το σημαινόμενο μετακινείται από το ομοίωμα του Θεού (ξόανο, βρέτας) προς το ομοίωμα του ανθρώπου και προς το έργο τέχνης γενι-κότερα τον 5ο αιώνα. Η λέξη «εικών» χρησιμοποιήθηκε για την πιστή απεικόνιση του ανθρώπου, ενώ η λέξη ανδριάς για κάθε γλυπτή παρά-

55. Οι χαρακτήρες εντοπίζονται και αλλού δρώντας ως σημεία αληθοφάνειας

όταν οι φανταστικοί χαρακτήρες μεταπηδούν από κείμενο σε κείμενο, από εικόνα σε εικόνα και τότε πολιτογραφούνται στον πραγματικό κόσμο και απελευθερώ-νονται από την ιστορία/αφήγηση.

56. U. Eco (1996). ό.π., 20-30. 57. Ο εμπειρικός θεατής θέτει τις προσωπικές προσδοκίες υπεράνω των προσ-

δοκιών του σκηνοθέτη: βλ. U. Eco (1996). ό.π.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 93

σταση με μορφή ανδρός. Αργότερα το άγαλμα σημαίνει το γλυπτό ευ-ρύτερα, η εικών εξειδικεύεται στη δήλωση θείων μορφών, στη λατρευ-τική χρήση, ενώ ο ανδριάντας δηλώνει την ειδικότερη πλαστική απει-κόνιση ολόσωμης μορφής ανθρώπου, ανδρός ή γυναικός58. Η προτομή καταδηλώνει το άνω τμήμα ανθρώπινης μορφής. Για τους όρους «μνη-μείο, ηρώον» οι ιστορικοί τέχνης Μ. Παπανικολάου, Η. Μυκονιάτης, Μ. Μιχαηλίδου, Σ. Τσιάρα αποσαφήνισαν με ποικίλους τρόπους: μνη-μείο θεωρείται η απεικόνιση ενός συγκεκριμένου ιστορικού γεγονό-τος/ιστορικής στιγμής, ενώ ηρώο ονομάζεται το γλυπτικό έργο που φι-λοτεχνείται σε ανάμνηση κείνων που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Ως μνημείο ωστόσο ορίζεται κάθε καλλιτεχνική δημιουργία ανεξάρτητα αν πρόκειται για μνημειακή κατασκευή ή για απέριττη στήλη.

Παρατηρούμε ότι οι επιθετικοί προσδιορισμοί «δημόσιο, εθνικό, υπαίθριο» μνημείο περιορίζουν ή/και αναδεικνύουν κάθε φορά τη λει-τουργικότητα, αλλά και την πρόσληψη των έργων, ή/και την κατεύ-θυνση του βλέμματος. Στη σύγχρονη θεωρητική και ερευνητική κατεύ-θυνση τα μνημεία αντιμετωπίζονται ως «ζώσες αφηγηματικές πρακτι-κές που τροφοδοτούν τη συλλογική μνήμη και την κοινωνική ζωή»59. Ο προσδιορισμός της μνήμης ως συλλογικής, συλλεγμένης60, κοινωνικής, ιστορικής, πολιτισμικής, δημόσιας, εθνικής, τοπικής, έμφυλης, ταφικής ή/και άλλης αναδεικνύει κάθε φορά τις πολλαπλές προσλήψεις των έρ-γων, την πολλαπλή χρήση τους από τα συλλογικά υποκείμενα, τους μετασχηματισμούς της συνείδησης. Όπως γράφει ο Anderson όλοι οι προφανείς μετασχηματισμοί της συνείδησης, από τη φύση τους, έχουν σαν τυπικό χαρακτηριστικό την αμνησία. Μέσα από τη λήθη, σε συ-γκεκριμένες ιστορικές στιγμές προβάλλουν αφηγήσεις, όπως αυτή για την παιδική ηλικία, την οποία δεν είναι δυνατό να ανακαλέσουμε χω-ρίς να μας την αφηγηθούν, όπως η αφήγηση από τα μυθιστορήματα και οι εφημερίδες. Είναι αδύνατο να θυμόμαστε τις χρονολογίες δύο βιογραφικών γεγονότων, της γέννησης και του θανάτου μας. Στο ίδιο πεδίο οι αφηγήσεις για τα έθνη ανήκουν στον κοσμικό, σειραϊκό χρόνο που υπονοεί τη συνέχεια και τη λήθη της συνέχειας. Ωστόσο στην ι-

58. Γ. Μπαμπινιώτης (1998). Λεξικό της Νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέ-

ντρο Λεξικολογίας. 59. Σ. Τσιάρα, ό.π., 43. 60. Σ. Τσιάρα, ό.π., 18-19.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 94

στορία του ατόμου υπάρχει αρχή και τέλος, ενώ στην ιστορία των ε-θνών οι θάνατοι δεν θεωρούνται φυσικοί και η γέννηση χρειάζεται εν-δελεχή προσδιορισμό. Για τον Braudel οι θάνατοι που έχουν σημασία είναι τα χιλιάδες ανώνυμα γεγονότα που δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές στις συνθήκες ζωής ανωνύμων αν-θρώπων, των οποίων η εθνικότητα δεν μας απασχολεί. Ωστόσο στην επίσημη ιστορική αφήγηση οι βίαιοι θάνατοι πρέπει να μνημονεύο-νται/λησμονούνται σαν δικοί μας61.

Ο Michelet ως αυτόκλητος ιστορικός της Επανάστασης αποτελεί παράδειγμα της εθνικής φαντασίωσης στη γέννησή της, διότι ήταν ο πρώτος που έγραψε συνειδητά εξ ονόματος των νεκρών: «κάθε θάνα-τος αφήνει πίσω του ένα μικρό καλό, τη μνήμη του και ζητάει τη φρο-ντίδα μας». Τονίζει ότι αυτοί που ανέσυρε από τη λήθη του θανάτου ήταν όσοι θυσιάστηκαν για τη ρήξη του 1789, για την ενσυνείδητη εμ-φάνιση του γαλλικού έθνους, ακόμα κι όταν αυτές οι θυσίες δεν ε-κλαμβάνονταν ως τέτοιες από τα θύματα62.

Η επιλεκτική μνήμη και η συνακόλουθη επιλεκτική λήθη παράγει μαζί με το έργο των ιστορικών την ιστορία και το παρελθόν που ται-ριάζει στο παρόν, ως ένα παρόν που θέλει να φανεί αντάξιο του πα-ρελθόντος. Σ’ αυτή τη διαδικασία συντελείται η διαχείριση της μνήμης και η πρόταση του Eco για μια «σημειωτική του κοιτάσματος» αποκα-λύπτει το μετασχηματισμό του ιστορικού ίχνους σε πολιτιστικό αγαθό: ονομάζουμε εύρημα οποιοδήποτε αγαθό που κρυμμένο από τα μάτια των πιθανών χρηστών αποκαλύπτεται μέσω ενός έργου επαναπαρου-σίασης63. Τα μνημεία-κοιτάσματα ως σημαίνον του κενοτάφιου μετα-τρέπονται σε σημεία ιστορίας, σε απόδειξη της συνέχειας καταργώντας την ίδια την ιστορία, διότι τα κενοτάφια και τα μνημεία του «Άγνω-στου Στρατιώτη» είναι διαποτισμένα από εθνικές φαντασιώσεις. Στο πεδίο αυτό τα δημόσια τεχνουργήματα με ιστορική θεματική αποτε-λούν πολιτιστικό αγαθό, το οποίο διαχειρίζονται ομάδες, άτομα που θυμούνται, λησμονούν, λογοκρίνουν για να προωθήσουν ένα παροντι-

61. Μ. Anderson (1997). ό.π., 297-300. 62. J. Michelet (1982). Histoire du XIX siècle: Oeuvres Complètes. Paul Vialla-

neix. Paris : Flammarion, XXI. 63. U. Eco (1992). Πολιτιστικά Κοιτάσματα. Απόδοση Κ. Σουέρεφ. Θεσσαλο-

νίκη: Παρατηρητής, 24-25.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 95

κό πολιτικό, κοινωνικό ή/και θρησκευτικό, αισθητικό στόχο64. Η δια-χείριση της εθνικής μνήμης μέσω των μνημείων αποτελεί ένα δευτερο-γενές σημειωτικό σύστημα που συρρικνώνει και παραμορφώνει τα ση-μεία του πρωτογενούς συστήματος, ενώ το σημαινόμενο η ελληνικότη-τα δεν δεσμεύεται από την αλήθεια65. Ωστόσο τα δημόσια μνημεία α-ποτελούν αναφορικά κείμενα με πολυσήμαντο νόημα χωρίς να αρνού-μαστε την εικονιστική, λεκτική, ιδεολογική μυθοπλασία που έχει προ-στεθεί σ’ αυτά. Σήμερα, μετά τις πρόσφατες συζητήσεις για την μυθο-πλασία, την αφηγηματικότητα, την αντικειμενικότητα66 αναγνωρίζου-με πως η «ιστορία είναι μια μορφή αφήγησης ανάμεσα σε άλλες, αλλά διατηρεί μια ειδική σχέση με την αλήθεια, διότι οι αφηγήσεις της στο-χεύουν στην ανάπλαση αυτού που πραγματικά έγινε»67.

Η διάκριση μεταξύ θρύλου, πλαστογραφίας, μυθοπλασίας παραμέ-νει θεμελιώδης για την ιστορική έρευνα, αλλά και για τη διδασκαλία της ιστορίας. Τα συμβολικά συστήματα «οργανώνουν εκ νέου τον κό-σμο σύμφωνα με τα έργα, και τα ίδια τα έργα σύμφωνα με τον κόσμο» υποστήριζε ο Goodman68 και στο πεδίο αυτό ανήκουμε ως ερευνητές και ερμηνευτές α) στη σφαίρα της ιστορικότητας ως αφηγητές ιστο-ριών, και β) είμαστε επίσης εντός της ιστορίας πριν αφηγηθούμε ή γράψουμε ιστορία. Το παιχνίδι της αφήγησης τόσο για τα δημόσια έρ-γα, αλλά και για τους θεατές περιλαμβάνεται μέσα στην πραγματικό-τητα που αυτά αφηγούνται. Στην ιστοριογραφική έρευνα για το πα-ρελθόν ο «εμπειρικός τύπος αφήγησης εξαρτάται και υποτάσσεται στον υπαρκτό κόσμο, ενώ στη διαμεσολάβηση για το παρελθόν τα δη-μόσια μνημεία παράγουν το μυθοπλαστικό τύπο αφήγησης, που εξαι-

64. Γ. Σκαρπέλος (2000). Ιστορική Μνήμη και ελληνικότητα στα κόμικς. Αθή-

να: Κριτική, 104-105. 65. R. Barthes (1979). Μυθολογίες, Μάθημα. Μετ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη.

Αθήνα: Ράππα, 220. 66. H. Kellner, F. A., Ankersmit (1995). A new philosophy of History. Chicago. Actes/proceedings (1995). 18ο ∆ιεθνές Συνέδριο Ιστορικών Επιστημών. Μό-

ντρεαλ. 67. Βλ. στο: Γ. Ίγκερς (1999). Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα. Μετ. Π.

Ματαλάς. Αθήνα: Νεφέλη, 26-28. 68 . Ν. Goodman (1969). Languages of Art, an approach to a theory of symbols.

Indianapolis: Bobbs, Merrill, 241.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 96

ρείται και υποτάσσεται σ’ένα γενικευμένο ιδανικό»69. Ο εμπειρικός τύπος αφήγησης μπορεί να διακριθεί σε «ιστορικό και μιμητικό είδος», όπου στην πρώτη περίπτωση αναζητούμε το γεγονός, τις μαρτυρίες, τη χρονική και χωρική τεκμηρίωση του υλικού. Στην περίπτωση του «μι-μητικού είδους» δεν ερευνούμε τα γεγονότα, τη δράση, τις αιτίες και τα κοινωνικά συμφραζόμενα, αλλά την εντύπωση του ιστορικού υλι-κού και του περιβάλλοντος μέσα από την παρατήρηση του παρόντος κυρίως, παρά του παρελθόντος70.

69 . P. Ricoeur (1990). Η αφηγηματική λειτουργία. Μετ. Β. Αθανασόπουλος.

Αθήνα: Καρδαμίτσα, 48-52. 70 . ∆είγματα των εμπειρικών μορφών αφήγησης αποτελούν η ιστορία, η βιο-

γραφία, η αυτοβιογραφία, από τις οποίες στην αυτοβιογραφία κυριαρχεί η μιμη-τική τάση.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 97

ΙΙΙ. ΕΡΑΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΕΓΕΡΣΕΩΣ ΑΝ∆ΡΙΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΟΜΩΝ

Στην περίπτωση που μελετούμε για τη χρηματοδότηση και τη μαζι-κή παραγωγή των προτομών συγκροτήθηκε η «Ερανική Επιτροπή Α-νεγέρσεως Ανδριάντων και Προτομών Μακεδονομάχων Φλωρίνης και Καστορίας». Η κρατική μέριμνα για τη διασφάλιση της επίσημης ερμη-νείας του παρελθόντος περιόρισε ή/και απέκλεισε τον λόγο εναλλακτι-κών, τοπικών ή/και ανατρεπτικών εκδοχών της δημόσιας μνήμης. Όπως διαβάζουμε στην τοπική εφημερίδα Ελληνική Φωνή, 9/11/1957, αρ. φύλλου 40/1211 «κατόπιν κοινής εισηγήσεως των Νομαρχών Φλωρίνης και Καστορίας κκ. Μπαγλανέα και Χατζηγάκη εδημοσιεύθη το από 31/8/57 Β. ∆ιάταγμα του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνειας δια του οποίου συγκροτείται ερανική Επιτροπή αποτελούμενη εκ των κκ. Γ. Μόδη, Πολιτευτού Μακεδονομάχου, ∆ημάρχου Φλωρίνης, Τ. Σαπου-ντζή, Μακεδονομάχου, Θ. Βράκα, Προέδρου Εθνικής Οργανώσεως Μακεδονομάχων «ο Παύλος Μελάς», ∆ημάρχου Καστορίας, Α. Αλβα-νού Μακεδονομάχου και Π Ζησιάδου, μακεδονομάχου, ήτις θα επιμε-ληθή της διενεργείας εράνου, του οποίου το προϊόν θα διατεθή διά την ανέγερσιν προτομών και ανδριάντων των μακεδονομάχων εκ των Νο-μών Φλωρίνης και Καστορίας».

Ο ρόλος του Μοναστηριώτη Γ. Μόδη υπήρξε καθοριστικός στις ε-πιλογές και στις παραγγελιοδοτήσεις των τεχνουργημάτων, διότι «στις πρωτοβουλίες του οφείλεται η ίδρυση της Επιτροπής Ανέγερσης Προ-τομών και Ανδριάντων» το 1957. Το 1961 ανέλαβε πρόεδρος της Εθνι-κής Ενώσεως Βορείων Ελλήνων μέχρι το 1969, ενώ από το 1965 μέχρι το 1972 ήταν πρόεδρος της Ερανικής Επιτροπής για την κατασκευή και τοποθέτηση στη Θεσσαλονίκη των ανδριάντων του Μ. Αλεξάν-δρου, του Φιλίππου και του Αριστοτέλη71.

Σ’ ένα Σαββατοκύριακο (27-28/8/1960) στήθηκαν έντεκα προτομές σε διάφορα χωριά, όπως του Καπετάν Βαγγέλη στα Ασπρόγεια, του Λάκη Νταηλάκη και του Λάζου Αποστολίδη έξω από την Καστοριά,

71. Γ. Π. Αργυριάδης (1988). Η διηγηματογραφία του Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονι-

κές Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: έκδοση ∆ήμου Φλώρινας, 19.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 98

του ιερέα Παπαηλία στη Χαλάρα, του Καπετάν Νταλίπη στο Γάβρο, του Παύλου Ρακοβίτη στο Κρατερό, αλλά και του Λάκη Πύρζα, του Ιωάννου Καραβίτη, του Αντωνίου Ζώη, του Στεφάνου Γρηγορίου και του Πέτρου Χρήστου στη Φλώρινα. Αυτή η βιομηχανία της εθνικής μνήμης εντάθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας και σε μια έκθεση της Νομαρχίας Πέλλας (17/6/1967) εντοπίζουμε τις δραστηριότητες του «Ειδικού Προγράμματος», το οποίο «καλύπτει τους τομείς δράσεως, οίτινες δεν καλύπτονται υφ' οιουδήποτε άλλου κρατικού προγράμμα-τος και έχει σκοπόν την αντιμετώπισιν των ξένων προπαγανδών, της κομμουνιστικής δραστηριότητος και του μιξογλώσσου ιδιώματος». Στο κεφάλαιο «∆ιαφώτισις» διαβάζουμε ότι «ανηγέρθησαν 10 ηρώα εις ι-σάριθμα ευπαθή χωρία και για τη χρηματοδότησή τους «διετέθη εις τον τομέα τούτον ειδικόν κονδύλιον «απόρρητοι εθνικαί ανάγκαι δρχ 150.000». Στην ίδια έκθεση υπάρχει ειδικό κεφάλαιο με τίτλο Ανδριά-ντες, Προτομαί, Ηρώα: «εν τω Νομώ έχουσι τοποθετηθή 12 ανδριάντες - προτομαί Μακεδονομάχων. Επιβάλλεται η εγκατάστασις 13 εισέτι προτομών εις ισάριθμα χωρία. Προς τούτοις δέον όπως διατεθή η α-παιτούμενη πίστωσις». Ανάλογες είναι οι προτάσεις του «ειδικού προ-γράμματος» 72.

Στην έκθεση της Νομαρχίας Φλώρινας το ίδιο έτος διαβάζουμε στο κεφάλαιο «Τόνωσις του εθνικού φρονήματος» ότι προτείνεται η ανέ-γερση μνημείων του «Μακεδονικού Αγώνος» στη Φλώρινα, στο Αμύ-νταιο, στο Κρατερό, στα Άλωνα, στα Ασπρόγεια και στο Λέχοβο, «δέ-ον να συνεχισθεί η κατασκευή προτομών Μακεδονομάχων ως κατωτέ-ρω: α) Χατζηκωνσταντίνου Εμμανουήλ εις την κοινότηταν Πετρών, β) Τζάμη Λαζάρου εις την κοινότητα Πισοδερίου (ανεγνωρισμένου μακε-δονομάχου, συνεργάτου του Π. Μελά, πράκτορος Β΄ τάξεως), γ) Τσώ-τσου Χρήστου, δ) Παραλοβίτου Ιωάννου»73. Προβλέπεται επίσης «ενί-σχυσις διά ανέγερσιν μνημείου φονευθέντων ανδρών Χωροφυλακής περιόδου 1940-1950», δηλαδή να τιμηθούν οι δυνάμεις ασφαλείας της κατοχής και του εμφυλίου. Η αθρόα τοποθέτηση των προτομών «Μα-κεδονομάχων» συνιστά μια μεταφήγηση και ανάγεται στον βίαιο «φρονηματισμό» των κατοίκων, τους οποίους ακόμα και σήμερα υπο-

72. ∆ημοσιεύτηκε το υλικό από τον Ιό: βλ. Ελευθεροτυπία 16/1/2000. 73. Γ.Α.Κ. Φλώρινας.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 99

βλέπει το ελληνικό κράτος. Η απομάκρυνση των έργων του Έλληνα γλύπτη ∆ημήτρη Καλαμάρα (βλ.τον έφιππο Μεγαλέξανδρο, τον καπε-τάν Κώττα και τον Θνήσκοντα πολεμιστή) αναδεικνύει τη διαφορά ανάμεσα στα προϊόντα της ίδιας κρατικής πολιτικής, τα οποία ανέλαβε ένας καλλιτέχνης και όχι ένας απλός προπαγανδιστής του μαρμάρου.

Τη διασφάλιση της επίσημης ερμηνείας ανέλαβε επίσης και ο Μητρο-πολίτης Καντιώτης74, ο οποίος έδρασε παρεμβατικά στο πεδίο ανέγερσης και τοποθέτησης των προτομών και ανδριάντων καθώς ήδη είχε μεταβά-λει την πολιτισμική κληρονομιά της μείζονος περιοχής αφανίζοντας ό-ψεις, πηγές και τεκμήρια της διακίνησης πληθυσμών, λαών, ομάδων αλ-λόγλωσσων και αλλόθρησκων. Ο Μ. Σουλιώτης καταγράφει «φριχτές ήσαν οι κατεδαφίσεις των εκκλησιών και του όμορφου Οικονομικού Γυ-μνασίου της Φλώρινας, μέσα σ' ένα Σαββατοκύριακο αργίας με την επί-κληση της περιβόητης «εθνικής ευαισθησίας», δηλαδή με τη σκύλευσή της για σκοπούς ενδομητροπολιτικούς ……το ακόμη φρικτότερο είναι ότι οι εικόνες, η βαθέως μελωδική Ρώσικη καμπάνα, το περίφημο ωρολόγι και άλλα δεν τοποθετήθηκαν ξανά στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Πα-ντελεήμονα. Αλλά γιατί γκρεμίζονται κι αφανίζονται όλα αυτά; ∆ιότι «ήσαν Βουλγάρικα». Ήταν 24 Ιουλίου του 1972, όταν ο Αυγουστίνος Καντιώτης κατέφυγε στα τανκς για να ισοπεδώσει την εκκλησία του Αμυνταίου. Οι αρχές της δικτατορίας έθεσαν στη διάθεσή του τα στρα-τιωτικά οχήματα, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να κατεδα-φιστεί η παλιά και όμορφη εκκλησία με συμβατικές μεθόδους. Για να δι-καιολογήσει ο Αυγουστίνος την απόφασή του να ρίξει το ναό είχε επι-καλεστεί ως πρόσχημα τον κίνδυνο να καταρρεύσει το οικοδόμημα, ενώ είχε προηγηθεί ο μητροπολιτικός ναός της Φλώρινας. Με ανάλογη πρα-ξικοπηματική ενέργεια ο Καντιώτης κατεδάφισε το 1971 το ναό του Α-γίου Παντελεήμονα. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος επικύρωσε με την παρου-

74. Βλ. Α. Καντιώτη (1988). Μία πεντηκονταετηρίς, 1935-1985. Απολογισμός

5ης 4ετίας.Αθήνα. Για το ίδιο θέμα βλ. αφιερώματα περ. Σάλπιγξ Ορθοδοξίας (1968-1999), Εκκλησιαστικός Αγών (τόμος Α', 1966-1975), Χριστιανική Σπίθα (1980-1989). Βλ. επίσης περιοδικό Ζόρα, τεύχος 1, Οκτώβρης 1993. Ι. Ν. Πήχου (επιμ.1993). Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης. Φλώρινα: έκδ.Μητροπολιτικού Ναού. Φ. Φραντζισκάκης (1979). Φλώρινα τέλος. Σπίτια, άν-θρωποι, εκκλησίες, στο έλεος ενός μητροπολίτη που δρα σαν Χομεϊνί: περ. Ζυγός, τ. 37, Σεπτ.-Οκτ. Χ. Καψάλης (1982). Ο Άγιος Φλωρίνης. Έργα και ημέρες. Ο ...εξομολογητής των αιχμαλώτων: εφημ. Ριζοσπάστης 18/7.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 100

σία του τη θεμελίωση του νέου ναού. Την ίδια τύχη είχαν και όσοι ιστο-ρικοί ναοί του νομού επελέγησαν ως κατεδαφιστέοι από τον Καντιώτη. Ο Άγιος Νικόλαος στο Πλατύ Πρεσπών, ο Άγιος Αθανάσιος στην Καλ-λιθέα, η Αγία Παρασκευή στην Οξιά»75.

Παράλληλες γραπτές αφηγήσεις για την παραγγελία και την τελετή αποκάλυψης των ιστορικών μνημείων ως ιστορικά συμφραζόμενα της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής, αλλά και της τοπικής ιστορίας ε-ντοπίζονται στον περιοδικό Τύπο της Φλώρινας. Οι πολλαπλές ιστορι-κές αναγνώσεις για την επιλογή των ηρώων που αποφασίστηκε να φι-λοτεχνηθούν, αλλά και για την ανάθεση των έργων με σκοπό να μνη-μονευθούν, αλλά και να συγκροτήσουν μια εκ νέου ιστορική αφήγηση στην πόλη της Φλώρινας τεκμηριώνονται από τις παράλληλες γραπτές πηγές, σύγχρονες με την παραγγελία και την τοποθέτηση των μνημεί-ων76. Στην εφημερίδα «Φωνή της Φλώρινας» εντοπίζουμε όλα τα λεξι-κολογικά και σημασιολογικά στοιχεία της μονομερούς ανάγνωσης και μεταφήγησης της ιστορίας. Η γλώσσα των δημοσιογράφων, των συ-ντακτών και των συγγραφέων στη συγκεκριμένη εφημερίδα κωδικο-ποιεί μία μόνο όψη της πραγματικότητας σύμφωνα με την γραμματική της.

Όπως γράφει ο Vygotsky77 «η σκέψη δεν εκφράζεται μόνο με λέξεις, ωστόσο αποκτά ύπαρξη μέσω αυτών» και στο πεδίο αυτό η ειδική ρη-τορική της ιστορικής σκέψης συγκροτεί ένα εννοιολογικό σύστημα με

75. Βλ. Μ. Σουλιώτης (2000). Μόνο εναντίον: εφημ. Ελευθεροτυπία: Αφιέρωμα

Αυγουστίνος Καντιώτης στον Ιό, 16/1/2000. 76. Βλ. περ. Αριστοτέλης τ.94/1972, 37-55: Σ. Σπύρογλου, Εκδρομή-Εξόρμησις

Συνδέσμου Ξεναγών Θεσσαλονίκης, τ.95-96/1972, 16-21: Γ. Σκανδάλη, Γεώργιος Σερίδης ή καπετάν Σπανός εκ Φλάμπουρου, τ. 101/1973, 41-45: Φ. Γκίλλος, Οι Νε-κροί μας πρώτοι στην ιεραρχία αξιών, τ.102/1973, 44-45: ∆. Γκίλλος, Μνημόσυνον του Τάσου Παππά, τ.104-105/1974, 37-43: Γ. Μεγαλομάστορας, Οι πρώτοι κρα-τούμενοι, τ. 108/1974, 15-27: Χ. Στυλιάδου, Το 1912 και το χρονικόν της απελευ-θέρωσης της Φλωρίνης, τ.111-112-113/1975, 14: Τ. Γκιοσόπουλος, Επίγραμμα στον Γ. Μόδη, τ. 115-116/1976, 83-84: Γ. Σημαντήρας, Π. Τσάμης, τ.148/1981, 1-4: Απο-καλυπτήρια προτομής Π. Τσάμη ταξιάρχου Ε.Α. ∆ιευθυντού Κ.Α. Μακεδόνων: σημειώνουμε ότι με πρωτοβουλία της παμμακεδονικής ένωσης Αυστραλίας έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Π. Τσάμη, την 8/8/981, τ.148/1981, 5-7: Σ. Κοροσίδη, Ομιλία που εκφωνήθηκε στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Π. Τσάμη στη Φλώρινα, 8/8/1981.

77. L. Vygotsky (1978). Mind in society. London: Harvard University.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 101

ειδικό λεξιλόγιο. Το επίσημο λεξιλόγιο του ημερήσιου τύπου μπορεί να είναι αξιωματικό ή/και επικοινωνιακό, να λειτουργεί εκφοβιτικά ή/και ως γραφή, δηλαδή ως γλώσσα που σκοπό έχει να συμπίπτουν οι κανό-νες και τα γεγονότα78. Στην ανάγνωση που επιχειρούμε αναδεικνύεται μάλλον η εγγύηση μιας ενιαίας, μονοδιάστατης «πατριαρχικής, χριστι-ανικής, ελληνικής, εθνικής» γραφής. Η σύγχρονη φιλοσοφική ανάλυση υποστηρίζει ότι η ίδια η γλώσσα της περιγραφής και ερμηνείας των ι-στορικών, κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων είναι πολλαπλά δι-αμεσολαβημένη79. Στην «αρχαιολογία της γνώσης» η ανάλυση των λε-ξικολογικών περιεχομένων καθορίζει είτε τα σημασιολογικά στοιχεία, τα οποία διαθέτουν τα ομιλούντα υποκείμενα σε μια δεδομένη εποχή είτε τη σημαντική δομή και δεν αφορά στη λεκτική πρακτική80. Η ι-στορία των εννοιών βρίσκεται σε ώσμωση με τη διανοητική ιστορία, την ιστορία των ιδεών, την ιστορία των νοοτροπιών και αναδεικνύει τον ιστοριογραφικό προβληματισμό υπό την επίδραση της γλωσσολο-γίας και του μεταδομισμού. Για την ανάδειξη της ιστορικής γνώσης και συνείδησης το ενδιαφέρον των ερευνητών επικεντρώνεται στη σημασι-ολογική μετεξέλιξη των όρων που συγκροτούν κόμβους του δικτύου του πολιτικοιδεολογικού λεξιλογίου. Ένας από τους στόχους είναι να τονιστεί η διαφορετική χρονικότητα, ο μακρύς, μέσος, βραχύς χρό-νος81, αλλά και να εντοπιστεί η επίσημη ρητορική, η μυθολογία που κατασκευάζεται ερήμην των ιστορικών δεδομένων. Στο πεδίο αυτό οι ιδέες και οι έννοιες προσεγγίζονται ως ιδεολογικοπολιτικά εργαλεία. Τα δυναμωτικά επίθετα όπως τα εντοπίζουμε στο δείγμα του ημερήσι-ου τύπου αφορούν στη σημασιολογική αλλαγή που μπορεί να υπο-στούν ιστορικές έννοιες όπως «εθνικός, ελληνικός, κομμουνισμός, μα-κεδονικός» και στην ταυτόχρονη πολιτογράφησή τους σε αντιθετικά ιδεολογικά περιβάλλοντα από τη στιγμή της εμφάνισής τους.

Η έννοια της πατρότητας φαίνεται να αποτελεί πυρήνα της εθνι-

78. R. Barthes (1978). Leçon. Paris: Seuil. 79. G. Thomas (2000). Introduction to political philosophy. London: Duckworth,

14-24. 80. Μ. Φουκό (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης, μετ. Κ. Παπαγιώργης. Αθή-

να: Εξάντας, 76-77. 81. Γ. Κόκκινος, 246. Bourdieu P.(1999) Η ανδρική κυριαρχία. Επιμέλεια-

επίλογος Ν. Παναγιωτόπουλος. Αθήνα: Στάχυ.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 102

κότητας και εάν το λεξικό της εθνικότητας αντανακλά τη «γραμματική της οικογένειας» αυτό δεν σημαίνει ότι η εθνικότητα είναι πρωτογενής ταυτότητα μιας ομάδας. Η εθνική ταυτότητα μοιάζει με το φύλο ή με το αξίωμα στο βαθμό που καθορίζει το δράστη σ’ όλες τις εκδηλώσεις του και όχι σε ορισμένες προσδιορισμένες κοινωνικές καταστάσεις82.

Η πατριαρχία και στις νεότερες κοινωνίες αναπαράγεται στο εκ-παιδευτικό σύστημα καθώς τα μοντέλα εκπαίδευσης διαμορφώθηκαν από επιλεγμένες ομάδες ανδρών (δυτικών, λευκών) και οι αντιλήψεις τους δεν απευθύνονται στις γυναίκες ή/στον άλλο ευρύτερα, αλλά στην κυρίαρχη ομάδα83. Στα περισσότερα δημόσια γλυπτά η αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια από την αρχαιότητα και η αξία της ομοιογένειας εμφανίζουν ως σταθερές τις ιδιότητες των Ελλήνων με παράγωγο μια λανθάνουσα αναλογία του έθνους/οικογένεια. Οι αυθεντικοί Έλληνες θεωρείται ότι γεννήθηκαν από γονείς κι εκείνοι από προγόνους με α-ποτέλεσμα να κατασκευάζεται μια φυσική σχέση μεταξύ των μελών του έθνους84.

Οι δραστηριότητες που προτείνονται στους φοιτητές είναι οι πολ-λαπλές αναγνώσεις του τοπικού Τύπου, για παράδειγμα διαβάζουμε για το άγαλμα του καπετάνιου Κώττα: βλ. φύλλο 24/3/1962 «ο γνωστός ανδριάντας του Καπετάν Κώττα μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο, όπου ε-ξετέθη σε διεθνή έκθεση που οργανώθηκε στην Αλεξάνδρεια».

Την ίδια χρονιά στο φύλ.31/3/1962 οι φορείς της πόλης προτείνουν θέσεις και μετονομασίες πλατείας για την προτομή του Στρατηγού Ν. Παπαδοπούλου «παππού» και την τοποθεσία του μνημείου σε περίο-πτη θέση ώστε να τιμηθούν «οι ωραίες έννοιες του ηρωισμού, της αυ-ταπαρνήσεως και της λατρείας προς την Πατρίδα». Στο φύλ. 31/12/1963 ο Βόσδου προτείνει ως κατάλληλη θέση την περιοχή κοντά στα πυροβόλα, τα οποία είναι λάφυρα της ειδικής μεραρχίας του…».

82. P. Pistoi (1991). Εθνική ταυτότητα και πολιτική κινητοποίηση. Μετ. Κ.

Κατσουρός. Αθήνα: Λεβιάθαν, 32-38. 83. Το ενδιαφέρον για το φύλο ως αναλυτική κατηγορία εμφανίζεται στα τέλη

του 20ού αιώνα στο πεδίο της κριτικής της επιστήμης που άσκησαν οι ανθρωπι-στικές σπουδές, οι μεταδομιστές και οι φεμινίστριες.

D. Spender, E. Sarah (edit. 1989). Learning to lose. London: The women’s press. 84. Φραγκουδάκη Α., ∆ραγώνα Θ. (1997). Τι είναι η πατρίδα μας. Εθνοκε-

ντρισμός στην εκπαίδευση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια,145-146.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 103

Στο φύλ. 25/8/1962 με τίτλο «Αναγνώριση θυσιών, αύριο τελούνται αποκαλυπτήρια προτομών Μακεδονομάχων και Μνημείων», διαβά-ζουμε «ότι υπό της Ερανικής Επιτροπής Ανέγερσης Προτομών και Αν-δριάντων των Μακεδονομάχων Νομών Φλωρίνης-Καστοριάς θα τελε-σθούν αποκαλυπτήρια, ώρα 10 π.μ στην Κοινότητα Κώττα, ώρα 12 π.μ. στην Κοινότητα Αγ. Γερμανού, ώρα 5.30 μ.μ. στην Κοινότητα Κάτω Κλεινών, ώρα 7 μ.μ. και στη Φλώρινα θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια προτομής του Οπλαρχηγού του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, καπετάν Σούλιου».

Στο φύλ.16/2/1963 διαβάζουμε ότι το θρυλικό ύψωμα 1033 «συμβο-λίζει για τη Φλώρινα τον ιερό νικηφόρο αγώνα της κατά των συμμορι-τών, όταν οι τελευταίοι έκαναν επιδρομή εναντίον της για να την γκρεμίσουν. Ο κ. Βόσδου εκφράζει την γνώμη όλων των κατοίκων της Φλώρινας για την ανέγερση μιας αναμνηστικής στήλης και την κατα-σκευή μνημείου να αναλάβουν ο ΕΟΣ και ο ΦΟΟΦ σε συνεργασία με ∆ήμο και Στρατό».

Στο φύλ. 1/6/1963 γίνεται πρόταση για την Προτομή της Ελένης ∆ημητρίου, «έγινε μνημόσυνο για την ευεργέτιδα από το Μεγάροβο Μοναστηρίου με το κληροδότημα της οποίας ανεγέρθη το μεγαλοπρε-πές νοσοκομείο της Φλώρινας, πρέπει να κατασκευαστεί μια προτομή της, η οποία να στηθεί στην είσοδο ή στο προαύλιο του Νοσοκομεί-ου»85.

Στις 8/8/1975 δημοσιεύεται πρόταση για το Μνημείο των πεσόντων για να τοποθετηθεί στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο μετά από παρέμβα-ση του καλλιτέχνη Ν. ∆ογούλη. Στις 22/8/1975 δημοσιεύεται η προκή-ρυξη διαγωνισμού για τη φιλοτέχνηση νέου μνημείου πεσόντων. Στις 17/10/1975 διαβάζουμε για την Προτομή του Χ. Καστρισιανάκη ότι « έγιναν τα αποκαλυπτήρια προτομής του ήρωα της μάχης της Φλώρι-νας, 12/2/1946. Ο ανθυπολοχαγός ήταν από τους γενναίους υπερασπι-στές του θρυλικού υψώματος 1033. Κατά την διάρκεια της μάχης με τους κομμουνιστοσυμορίτες τραυματίστηκε, αιχμαλωτίστηκε και εκτε-λέστηκε».

85. Η προτομή δεν έγινε ωστόσο.

IV. ΤΟ ΥΛΙΚΟ

Τα έργα που καταγράφονται και παρουσιάζονται στην μελέτη κα-λύπτουν σχεδόν το σύνολο της δημόσιας γλυπτικής στην πόλη86 της Φλώρινας, στους δημόσιους χώρους87.

Ειδολογικά τα 23 τεχνουργήματα κατηγοριοποιούνται σε προτο-μές, ανδριάντες και γλυπτικά συμπλέγματα, αναπαραστάσεις αντρών αγωνιστών και μίας γυναικός. Από αυτά, τέσσερα είναι συμπλέγματα με δράση-σενάριο, τέσσερα είναι ολόσωμα και τα υπόλοιπα είναι προ-τομές.

Χρονολογικά τα τεχνουργήματα καλύπτουν μεμονωμένα ιστορικά πρόσωπα, ιστορική δράση, ιστορικές ιδέες για την περίοδο της νεότε-ρης και σύγχρονης τοπικής και ελληνικής ιστορίας. Έμφαση δίνεται στα πρόσωπα και στα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα και του Εμφυλίου Πολέμου μέσα από μια μονοσήμαντη ανάγνωση της επίση-μης, εθνικής ιστοριογραφίας και με κυρίαρχα σημαίνοντα και σημαι-νόμενα την ηρωοποίηση και την κατασκευή ηρωικών, εθνικών, ηγεμο-νικών προτύπων.

Η παραγγελία και η τοποθέτηση των τεχνουργημάτων στη Φλώρι-να καλύπτει την περίοδο 1960-2001. Συνολικά τα έργα με άξονα το χρόνο ανέγερσής τους είναι τα κάτωθι:

1. Νίκος ή Λάκης Πύρζας, του Κ. Κοντογιάννη, 1960. 2. Στέφανος Γρηγορίου, ο Στέφος, του Π. Μωραίτη, 1960. 3. Ο Αντώνιος Ζώης, της Α. Χατζή 1960. 4. Ιωάννης Καραβίτης, του Ι. Κανακάκη, 1960. 5. Μακεδονομάχος Κώττας, του Καλαμάρα, 1961. 6. Ο Σούλιος,του Θ. Μηνόπουλου, 1962. 7. Καπετάν Πέτρος Χρήστου ή Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλίδης

ή Γρηγορίου, του Π. Μωραίτη, 1962.

86. Η πρώτη συνολική παρουσίαση του γλυπτού μνημειακού τοπίου με άξονα

την πόλη έγινε από τον Μ. Παπανικολάου για τα υπαίθρια γλυπτά της Θεσσαλο-νίκης βλ. Μ. Παπανικολάου (1985). Υπαίθρια Γλυπτά της Θεσσαλονίκης. Θεσσα-λονίκη.

87. ∆εν έγινε έρευνα στα κοιμητήρια της πόλης.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 106

8. Στρατηγός Νικόλαος Παπαδόπουλος ή Παππούς, του Στρατή Φιλιππότη, 1963.

9. H Γυναίκα της Βεύης η κόρη του Βορά, ή/και η Φλωρινιώτισσα, του Ν. ∆ογούλη, 1964.

10. Η Ελλάς στεφανώνει στρατιώτη του Ν. ∆ογούλη, 1965. 11. Ιωάννης Κοντόπουλος, του ∆. Καλαμάρα, (1965-1970) 12. Θνήσκων πολεμιστής, του ∆. Καλαμάρα, 1971. 13. Οι αγρότες, του Η. Βυζάντη, 1975-1978. 14. Χαράλαμπος Καστρισιανάκης, του Β. Αντωνόπουλου, 1975. 15. Ιωάννης Ιωαννίδης, του Θ. Μηνόπουλου, 1976. 16. Ο Παύλος Τσάμης ή Τσιάμης, του Ν. ∆ογούλη, 1981. 17. Οι Επτά Ήρωες, του Ρόμπη Τηλέμαχου, 1990. 18. ∆ημήτρης Μακρής, του Ι. Αντωνίάδη, 1993. 19. «Γενοκτονία» των Ελλήνων του Πόντου, του Χ. Χατζηβασιλει-

άδη, 1996. 20. Κωνσταντίνος Κανάρης, αντίγραφο 1998. 21. Έφεδρος αξιωματικός, του Ν. ∆ογούλη, 1998. 22. Ρασοφόρος ορθόδοξος, της Α. Χατζή, 1999. 23. Ο Καπετάν Κώττας, του Ν. ∆ογούλη, 2001.

Ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελετουργικό των επίση-

μων αποκαλυπτηρίων, διότι η αναμνηστική τελετή αναδεικνύει τις σι-ωπές, μετατοπίζει τα γεγονότα και κάνει την επιλογή τους. Όπως η ι-στορική αφήγηση είναι κι αυτή χώρος συγκρούσεων: η συντηρητική λειτουργία των αναμνηστικών τελετών εντοπίζεται στα σχέδια των μνημείων, στο πρόγραμμα των εορτών, στο στερεοτυπικό σχεδιασμό του τελετουργικού, όπου τονίζεται ιδιαίτερα «ότι αυτοί που τιμώνται είναι όλοι ίδιοι, είμαστε εμείς οι ίδιοι, παραμένουμε ίδιοι».

Η σημασία που δίνεται στο τελετουργικό μέρος της ανέγερσης/το-ποθέτησης των έργων, αλλά και η ένταξη τους στον επετειακό εορτα-σμό της πόλης ανάγεται στο τελετουργικό κοινωνικοποίησης από συ-γκεκριμένα καθεστώτα. Οι γιορτές, επαναστατικές ή όχι, αναμνηστικές ή όχι, σχηματίζουν ένα διατεταγμένο σύνολο, είτε αυθόρμητο είτε προμελετημένο και λειτουργούν ως μηχανισμός ενίσχυσης του συστή-ματος με στόχο την πολιτική κοινωνικοποίηση των μαθητών. Αυτές οι γιορτές, είτε τις θέσπισε το καθεστώς είτε προϋπήρχαν, ενισχύουν το

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 107

μηχανισμό ελέγχου της ιστορίας του88. Ο συλλογικός χαρακτήρας αυ-τών των τελετουργικών εκδηλώσεων, τις οποίες οι θεσμοί επιδιώκουν να ελέγχουν και να κατευθύνουν, τονώνει το αίσθημα ταύτισης των πολιτών με την ομάδα. Αποτελεί μάλλον μια διακήρυξη πίστης καθώς τονίζεται ότι οι πολίτες/κάτοικοι της πόλης έχουν τα ίδια ιδανικά μ’ αυτούς τους οποίους τιμούν και ότι θα τους μιμηθούν εάν χρειαστεί.

Ανάμεσα στις πιο εμφανείς και αποτελεσματικές τελετουργικές δι-αδικασίες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την έπαρση της σημαίας, την ομαδική εκτέλεση πατριωτικών ύμνων, την κατάθεση στεφάνων. Οι χειρονομίες και οι κινήσεις οι οποίες εκτελούνται, καθώς και οι φρά-σεις που ακούγονται κατά τη διάρκεια αυτών των τελετών, ενισχύουν τα αισθήματα ισχυροποίησης και εξάρτησης από το Κράτος, το καθε-στώς ή την κυβέρνηση89. Με τον τρόπο αυτό, τα μέλη μιας κοινότητας πετυχαίνουν υψηλούς βαθμούς ενσωμάτωσης με το κοινωνικό σώμα. Αυτοί οι προγραμματισμένοι εορτασμοί, οι πολιτικές της μνήμης και της λήθης, οι επικρίσεις και οι αυταπάτες είναι στοιχεία, τα οποία κα-τασκευάζουν και ανακατασκευάζουν το παρελθόν. Το παρελθόν είναι τετελεσμένο, ωστόσο οι αναπαραστάσεις και η διαχείρισή του παρα-μένουν πάντα ανοιχτές. Η διαχείριση του παρελθόντος είναι κυρίως έργο των ισχυρών, οι οποίοι αναπτύσσουν συνειδητές στρατηγικές, χρησιμοποιώντας συστατικά που κατασκευάζει η φαντασίωση του παρελθόντος, προσθέτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη δική τους εκδοχή στην ήδη υπάρχουσα εικόνα του. Στην ιστορία των λαών, οι ηγέτες γί-νονται πιο αποτελεσματικοί μέσω των μύθων που ενσαρκώνουν. Χω-

88. Χ. Κουλούρη (1995). Μύθοι και Σύμβολα μιας εθνικής επετείου. Κομοτη-

νή: ∆ημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, passim. Μ. Φερρό (1999). Η ιστορία υπό επιτήρηση. Επιστήμη και συνείδηση της ιστορίας. Σκόπελος: Νησίδες, 65-67. Βλ. επίσης, Α. Φραγκουδάκη, Θ. ∆ραγώνα (1997). Τι είναι η πατρίδα μας. Εθνοκε-ντρισμός στην εκπαίδευση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου, Π. Γκόλια, Ε. Ζυγούρη, Σ. Κασίδου, Α. Κυρίδης (2003). Είπε ο δάσκαλος: Το Θάρρος και η Ανδρεία των Προγόνων μας ας γίνουν οι οδηγοί που θα κατευθύνουν τις πράξεις μας» και λίγοι κατάλαβαν ποιους εννοούσε. Μελέτη του επετειακού λόγου των δασκάλων για την 25η Μαρτίου. Πρακτικά 2ου εκπαιδευτικού Συνεδρίου με θέμα: Οι εκπαιδευτικοί μιλούν σε εκπαιδευτικούς. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 35-41.

89. R. Hess, J. Torney (1967). The Development of Political Attitudes in Chil-dren. Chicago: Aldine Publishing Co., 107.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 108

ρίς να διηγούνται το μύθο τους αναγκαστικά με λόγια ή με σειρές επι-λεγμένων συμβόλων, ολοκληρώνουν το μύθο με τον τρόπο ζωής και με το παράδειγμά τους φροντίζουν να εμπνεύσουν τους οπαδούς90.

Μέσα από τη θέσπιση και την τελετουργικά επαναλαμβανόμενη διαχείριση των μνημείων, που υπογραμμίζουν την εθνική ενότητα και αλληλεγγύη, πραγματώνεται η εξιδανίκευση των ανθρώπων που στή-ριξαν το καθεστώς, αλλά και η δαιμονοποίηση όσων το πολέμησαν/ή διαφοροποιήθηκαν από αυτό91.

90. Η. Gardner (1995). Ηγετικές Προσωπικότητες. Μια Ανατομία της Ηγεσίας.

Μετ. Πετρόπουλος Κ. Αθήνα: Singular Publications, 11-16. 91. Η. Gardner (1995). ό.π., 10.

1. Νίκος ή Λάκης Πύρζας

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Λάκης Πύρζας συνεργάστηκε με τον Καπετάν Κώττα και στη συ-νέχεια οδήγησε στα βουνά πολλά αντάρτικα σώματα. Έδρασε στις πε-ριοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Πέλλας και στο Μοναστήρι ως αρχηγός αντάρτικων σωμάτων. Παράλληλα ήταν μεταφραστής του Μελά, διότι γνώριζε βουλγάρικα, τούρκικα, αρβανίτικα.

Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά συνέχισε ως αρχηγός ομάδας με το πολεμικό ψευδώνυμο του Παύλου Μελά «Νίκος Ζέζας»1. Στο μυ-στήριο που περιβάλλει το θάνατο του Π. Μελά το όνομα του Πύρζα εμπλέκεται στις κατηγορίες του Χατζητάση σε βάρος του, αλλά και του Πύρζα σε βάρος του Ντίνα για τον τρόπο της δολοφονίας. Σύμφωνα με τον Πύρζα μετά από την προτροπή του Στρατηνάκη κατέβηκαν όλοι (Πύρζας, Χατζητάσης, Ντίνας, Στρατηνάκης, Μελάς) με ανεμόσκαλα στον αχερώνα, όπου κρύβονταν ενώ σύμφωνα με τον Χατζητάση κατέ-βηκε μόνο ο Μελάς και ο Πύρζας. Ο Πύρζας στα απομνημονεύματα γράφει2 ότι ο Στρατηνάκης κατέβηκε να πάρει το όπλο του σκοτωμέ-νου Τούρκου, ενώ στην οικογένεια ∆ραγούμη το 1904 είπε ότι ο Στρα-τηνάκης δεν βγήκε πριν τον τραυματισμό του αρχηγού. Ο Χατζητάσης διηγήθηκε το 1927 ότι βρήκαν τον Μελά νεκρό και εικάζει ότι εκπυρ-σοκρότησε το όπλο του Πύρζα. Από την άλλη πλευρά ο Πύρζας είπε στον Καούδη ότι ο Μελάς χτυπήθηκε στο δρόμο, πήραν τα πράγματά του και έφυγαν, ενώ στην αναλυτικότερη διήγηση προς την οικογένεια ∆ραγούμη περιέγραψε: ο Μελάς βρισκόταν χτυπημένος στον αχυρώνα,

1. Βλ. Π. Παπασταμάτης (1960). Λ. Πύρζας, Ημερολόγιον: Αριστοτέλης/20. Κ.

Βακαλόπουλος ( 1999). Ο ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία 1904-1908. Θεσσαλο-νίκη:Ηρόδοτος. Γ. Μόδης (1967). Ο Μακεδονικός Αγών και η Νεώτερη Μακεδο-νική Ιστορία. Θεσσαλονίκη. Γ. Π. Αργυριάδης (1988). Η διηγηματογραφία του Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονικές Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: έκδοση ∆ήμου Φλώρινας, passim.

2. Βλ. Π. Παπασταμάτης (1960). Λ. Πύρζας, Ημερολόγιον: Αριστοτέλης/20.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 110

όπου βρισκόμουν και εγώ. Τα περισσότερα ερωτήματα για τις αλληλο-κατηγορίες αυτές απαντήθηκαν μετά τη δημοσίευση του Ημερολογίου του καπετάνιου Βάρδα (Γ. Τσόντου), ο οποίος αναφέρει ότι το 1905 ο Ντίνας είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, επειδή φοβόταν για τη ζωή του, διότι είχε αποτελειώσει τον τραυματισμένο Μελά3.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: στο κέντρο της πόλης της Φλώρινας, και συγκεκριμένα στην πλατεία Γ. Μόδη/ ή αλλιώς πλατεία Ομονοίας, δί-πλα στα κανόνια του εμφυλίου πολέμου.

Χρονικός προσδιορισμός: 24 Σεπτεμβρίου του 1961. ∆ημιουργός: Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Χώρος κατασκευής: το εργαστήρι του καλλιτέχνη. ∆ιαστάσεις: 1 × 0,62 × 0,45. Υλικό: μάρμαρο. Η παραγγελία έγινε από την Ερανική Επιτροπή Ανεγέρσεως Προ-

τομών και Ανδριάντων Ν. Φλώρινας και κόστισε 30.000 δραχμές. Εικονοκείμενο: Στο μαρμάρινο βάθρο είναι χαραγμένο το ονομα-

τεπώνυμο του εικονιζόμενου σε κεφαλαιογράμματη γραφή: ΛΑΚΗΣ ΠΥΡΖΑΣ, όπως και η ιδιότητα του ως ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥ.

3. Για τις πηγές όσον αφορά στο θάνατο του Μελά, αλλά και για τη χρήση

τους βλ. Β. Γούναρης (2004). Το μοιραίο δεκαήμερο: στο «Παύλος Μελάς, ένας αι-ώνας μνήμης»: Η Καθημερινή/17/10, 14-19.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 111

Περιγραφή του τεχνουργήματος

Προτομή σε λιτή απόδοση, χωρίς άνω άκρα και απλανές βλέμμα σε μετωπιαία θέση που δηλώνει αίτημα αναγνώρισης από το κοινό4. Έμ-φαση δίνεται στα σημαίνοντα της στρατιωτικής ενδυμασίας των Μα-κεδονομάχων και κυρίαρχο είναι το λευκό του υλικού. Στις πλάγιες πλευρές καταγράφονται σημαίνοντα σύγχρονου graffiti ως μια χρήση/ διαχείριση του μνημείου από ομάδες νέων. Μαζί με τα κανόνια συ-γκροτεί ένα στερεότυπο ιστορικό σενάριο/σκηνικό σε αναχρονιστικό άξονα5.

Εικόνα 4, η προτομή του Λάκη Πύρζα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

4. βλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual

design. London, N.Y.: Routledge, 120-130. 5. Ο Μακεδονικός Αγώνας ως σημαινόμενο της προτομής και ο εμφύλιος ως

σημαινόμενο των κανονιών.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 112

Ο καλλιτέχνης

Ο Κώστας Koντoγιάννης από τους Άγιους Θεόδωρους του Αλμυ-ρού Βόλου σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Συνέχισε τις σπουδές στη (1958-1960) στη Φλωρεντία κοντά στους Μ. Mafai και Capocchini. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου υπηρετούσε τη στρα-τιωτική θητεία στη Φλώρινα και ο φιλικός δεσμός που είχε με το ∆ημή-τρη Καλαμάρα τον οδήγησαν στη μόνιμη διαμονή στην πόλη της Φλώ-ρινας το 1955. Το εργαστήριο του στα δυτικά της πόλης λειτουργούσε μέχρι το 1962. Ο Κοντογιάννης από την πρώτη στιγμή της εγκατάστα-σης του στην πόλη οργανώθηκε στον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Φλω-ρίνης, τον Αριστοτέλη, όπου για τρία χρόνια ήταν δάσκαλος του Ομί-λου Καλών Τεχνών. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει κυρίως τοπία, πορτρέτα και συνθέσεις με ανθρώπινες μορφές. Το έργο του κινείται στο πλαίσιο του εξπρεσιονισμού και διακρίνεται για την έντονη σχη-ματοποίηση της ανθρώπινης φιγούρας, με τη χρήση μεγάλων χρωματι-κών επιφανειών που διακρίνονται για τη συχνά έντονη, αυθόρμητη χειρονομιακή κίνηση. Έργα του Κοντογιάννη υπάρχουν στη Φλώρινα και σε όλη την Ελλάδα. ∆ιακρίθηκε για το έργο του με μετάλλια και βραβεία στην Ιταλία6.

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσης, ιδιαιτερότητες

Την ίδια μέρα (24 Σεπτεμβρίου του 1961) έγιναν πολλά αποκαλυ-πτήρια προτομών στα γύρω χωριά, όπως του οπλαρχηγού Καπετάν Παύλου Κύρου έξω από το χωριό Ανταρτικό. Ο Μόδης στον επίσημο λόγο αναφέρθηκε στη δράση του Λ. Πύρζα με άξονα τη δράση του Π. Μελά, χωρίς καμία αναφορά στον Κώττα και δίνοντας έμφαση στην ειρηνική διάσταση του μετεμφυλιακού παρόντος, διότι «δεν στήθηκαν αυτά τα μάρμαρα για να ξυστούν παλιές πληγές αλλά για να επιτελε-σθή στοιχειώδες καθήκον και να αποδοθεί ελάχιστος φόρος τιμής προς τους αγωνιστές και τους ήρωες και προ παντός για να γνωρίσει η νέα

6. Τ. Μπέσσας (1993). Η εικαστική Φλώρινα (1941-1976). Φλώρινα: ∆ημόσια

Βιβλιοθήκη Βασιλικής Πιτόσκα-Βαρνά, 213-216.

Σ. Λυδάκης (1976). Λεξικό Ελλήνων Ζωγράφων και Χαρακτών, τ. ∆’. Αθήνα:

Μέλισσα, 186.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 113

γενιά να τους τιμά και να θαυμάζει, να μη λησμονεί ποτέ ότι όσοι λαοί λησμόνησαν τους ήρωες τους δεν είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αγωνιστούν για την ελευθερία, είναι ανάξιοι να ζήσουν»7.

Όσον αφορά στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής σημειώνουμε ότι πολιτικά με τη λήξη του Εμφύλιου Πολέμου η αμερικανική πρε-σβεία και ο μυστικός σύνδεσμος των αξιωματικών (Ι∆ΕΑ) υποστήρι-ζαν το στρατάρχη Παπάγο, που ήταν πρωθυπουργός από τις εκλογές του 1952 μέχρι το θάνατό του το 1955. Ο Παπάγος θεσμοθέτησε την αυτονομία του στρατού έναντι της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο διάδοχός του Κ. Καραμανλής (1955-1963) ηγήθηκε της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) και σημείωσε επιτυχίες στην οικονομική πολιτική. Πα-ράλληλα με τις ιδιωτικές επενδύσεις και την εκβιομηχάνιση της χώρας προωθήθηκε η πολιτική φιλελευθεροποίηση και αρκετοί φυλακισμένοι και εκτοπισμένοι αριστεροί απολύθηκαν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Γ. Παπανδρέου επικεφαλής της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) στήριξε τη λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στο «κομματικό κράτος». Σημειώνουμε ότι η δεκαετία 1950-1960 στιγματί-στηκε από τις φάσεις του Ψυχρού πολέμου, ενώ στην Ελλάδα ο αντι-κομμουνισμός έγινε «ο ακρογωνιαίος λίθος της κυρίαρχης ιδεολογίας και επέτρεψε το διαχωρισμό των πολιτών σε εθνικόφρονες, οι οποίοι ήταν προσηλωμένοι στην παραδοσιακή Ελλάδα ενάντια στη σλαβο-κομμουνιστική απειλή και από την άλλη οι μη εθνικόφρονες, που ήταν αντίθετοι ή/και διαφοροποιημένοι από αυτό που μεταπολεμικά απο-καλείται κρατούν πολιτικόν και κοινωνικόν καθεστώς»8. Τον Μάιο του 1963 το παρακράτος δολοφόνησε στη Θεσσαλονίκη τον αριστερό βουλευτή Γ. Λαμπράκη, ενώ το Φεβρουάριο του 1964 πραγματοποιού-νται οι πρώτες από τον Μεσοπόλεμο ελεύθερες εκλογές με νικητή τον Γ. Παπανδρέου, οποίος θα εξαναγκαστεί σε παραίτηση το καλοκαίρι του 1965, ενώ ο βασιλιά Κωνσταντίνος προσπαθεί να διασπάσει την Ένωση Κέντρου. Η διετής αστάθεια που ακολούθησε οδήγησε στην κατάλυση του κοινοβουλευτισμού το 1967.

7. βλ. . Γ. Μόδης (1960). Περ. Αριστοτέλης/23, 41-45. 8. Ν. Αλιβιζάτος (1986). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις της

ελληνικής εμπειρίας. Αθήνα: Θεμέλιο, 447-448.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 114

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Προτείνεται στις φοιτήτριες η πολλαπλή ανάγνωση παράλληλων πηγών: τα ημερολόγια των αγωνιστών, έρευνα για το απομνημόνευμα ως μαρτυρία/ντοκουμένττο στην ιστορία.

Τονίζουμε ότι το ημερολόγιο του Λάκη Πύρζα δημοσιευμένο το 1960 από τον γαμπρό του Πάνο Παπασταμάτη στο περιοδικό της Φλώρινας Αριστοτέλης9 μειονεκτεί ως προς δύο σημεία: α) Οι αναφο-ρές που καταγράφει στα πρώτα κεφάλαια και αφορούν την περίοδο 1900-1903 είναι συγκεχυμένες και απροσδιόριστες όσον αφορά στη χρονολόγησή τους, όπως για παράδειγμα, «(…) Άμα άρχισεν να εξα-πλώνεται ο βουλγαρικός Αγών οι Βούλγαροι εφρόντισαν εκ των πρώ-των να μυήσουν τον Κώτταν και τον Παύλον Κύρου, εκ Ζελόβου10. Εκ Βουλγαρίας είχον έλθη αρκετοί κομήται και πλείστοι Αρχηγοί. Άνω τον εκατό είχαν συγκεντρωθεί εις το χωρίον Όστιμο11, απεφάσισαν να υπάγουν εις το χωρίο Στάτιτσα, ήτο χειμών δριμύς και το χιόνι άφθο-νο. Ο Κώττας δεν ηθέλησεν να τους ακολουθήσει, παρά εχώρισαν τα παληκάρια του και τράβηξεν διά το χωρίον Ζέλοβον. Ο Παύλος Κύρου τους ακολούθησεν εις την Στάτιτσαν.12 Εις την Στάτιτσαν είχον προ-σέλθει και άλλοι Κομιτατζήδες διότι επρόκειτο περί γενικού συμβουλί-ου. Εις το συμβούλιον αυτό παρευρέθη ο Παύλος. Ο Αρχηγός Πογό-ντσεφ τους ανήγγειλεν το νέον Πρόγραμμα του εν Σόφια Κομιτάτα-του(…)»13.

Είναι ολοφάνερο πως αυτά έχουν γραφεί σε μεταγενέστερη εποχή, γι’ αυτό τόσο ο χρονικός προσδιορισμός όσο και η εγκυρότητά τους θα πρέπει να ελεγχθούν.

β)Το κείμενο του ημερολογίου είναι διανθισμένο με μεταγενέστερες συμπληρώσεις, υπεραπλουστεύσεις και ωραιοποιήσεις του πνεύματος της εποχής του 1960, από τον εκδότη του Π. Παπασταμάτη.

Τέλος, ενώ περιγράφει στο ημερολόγιο τις καθημερινές κινήσεις, 9. Π. Παπασταμάτης (1960). Ο Οπλαρχηγός Καπετάν Λάκης Πύρζας, Ημερο-

λόγιο: Αριστοτέλης/ 20, 3-80, Φλώρινα. 10. Α. Ανδρέου (2002). ό.π., Ζέλοβο ή Ζιέλοβο ή Ζελίοβο, Ανταρτικό Φλώρι-

νας. 11. Α. Ανδρέου (2002). ό.π., Όστιμα ή Όστιμο, Τρίγωνο Φλώρινας. 12. Α. Ανδρέου (2002). ό.π., Στάτιτσα Κορεστίων, Παύλος Μελάς Καστοριάς. 13. Π. Παπασταμάτης (1960). ό.π., 17-18.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 115

όταν στις 28 Αυγούστου του 1905 φθάνουν και διανυκτερεύουν στην Ρούλια στο σπίτι, όπου είχε καταλύσει ο Παύλος Μελάς (είχαν έρθει την προηγούμενη χρονιά μαζί με τον Κώττα) κι ενώ ο Κώττας βρίσκε-ται στη φυλακή του Μοναστηρίου, δεν κάνει την παραμικρή αναφορά. Ενώ επίσης συγχρωτίζεται με τους Ευθύμιο Καούδη και Παύλο Κύρου, δεν αναφέρει απολύτως τίποτε, ούτε για τις συνθήκες της προδοσίας ούτε και για τις συνθήκες σύλληψης του Κώττα. Η επιλεκτική κατα-γραφή των γεγονότων επιβεβαιώνεται από την απουσία κάθε αναφο-ράς στις συνεννοήσεις των τεσσάρων αξιωματικών με τον Κώττα για την εξόντωση του Μήτρου Βλάχου. Αντίθετα εκτίθενται και καταγρά-φονται με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία της διαφωνίας των αξιωματι-κών μεταξύ τους, διαφωνία η οποία οδήγησε στην ανάκληση των αξι-ωματικών στην Αθήνα και συμπίπτει χρονικά ακριβώς με τις συνεν-νοήσεις για τον Μήτρο Βλάχο: «(…) Προτού υπογράψουν την έκθεσιν ο Παπούλας και ο Πάνος [Κολοκοτρώνης], ο μεν πρώτος έγραψεν [κρυ-φά] γράμματα προς τον Σαπουντζάκην [επιτελάρχη] ότι δεν είναι δυ-νατόν εν Μακεδονία να γίνη εργασία, ότι παντού υπάρχουν προδόται κτλ. Επειδή ο Παπούλας δεν είναι δυνατός εις τον κάλαμον, του διώρ-θωνε τα λάθη ο Γ. Πάνος που του υπαγόρευεν. Ο δε Γ. Πάνος έγραψεν [κρυφά εννοείται] προς τον Λεβίδη τότε υπουργόν(…)»14 .

14. Π. Παπασταμάτης (1960). ό.π., 37.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 116

Εικόνα 5 (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Εικόνα 6, τα κανόνια του Εμφυλίου δίπλα στην προτομή του Λ. Πύρζα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 117

.

2. Ο Στέφανος Γρηγορίου, ο Στέφος

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Στέφος Γρηγορίου γεννήθηκε στο Μοναστήρι και διακρίθηκε στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα ως οπλαρχηγός και οδηγός ανταρ-τικών σωμάτων. Έδρασε στην περιοχή Φλώρινας και Μοναστηρίου. Η δράση του ξεκίνησε τον χειμώνα του 1904-1905 όταν πήγε μαζί με εθε-λοντές από το Μοναστήρι για εκπαίδευση στον Πόρο. Επέστρεψε στην Μακεδονία την άνοιξη του 1905 στο σώμα του Βέργα. Συμμετείχε στην «εκτελεστική» του Μοναστηρίου, μια ομάδα στρατιωτών που εκτελού-σε υψηλά πρόσωπα των αντιπάλων μέσα στην ίδια την πόλη.

Έπειτα από πολλές αποστολές εκτελέσεων εντάχθηκε ξανά στο σώμα του Καραβίτη. Γνώριζε πολύ καλά τις τοποθεσίες, μιλούσε τούρ-κικα, βουλγάρικα και σέρβικα, και εξυπηρετούσε ως οδηγός τα σώμα-τα. Από εκτελεστής εξελίχθηκε σε καπετάνιο της περιοχής Μοναστηρί-ου. Τον Μάιο του 1911 μαζί με τον Νταηλάκη κατευθύνθηκαν στα Κο-ρέστια και στην Κορυτσά, την οποία και απελευθέρωσαν. Ο Καπετάν Στέφος έδωσε πολλές μάχες με τον οθωμανικό στρατό και ελευθέρωσε πολλά χωριά, όπως το Γέρμα, την Αράχνη, την Γαλατινή, την Εράτυρα, το Μπλάτσι και το Εμπόριο, μετά από την απελευθέρωση της Φλώρι-νας το 1912. Με την εισβολή των Γερμανών και Βουλγάρων το 1941 έφυγε με την οικογένειά του στο Σισάνι της περιφέρειας Βοΐου1.

1. Α. Σουλιώτης-Νικολαίδης (1993). Ο Μακεδονικός Αγώνας. Θεσσαλονί-

κη:ΙΜΧΑ, 80. Γ. Π. Αργυριάδης (1988). Η διηγηματογραφία του Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονικές

Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: έκδοση ∆ήμου Φλώρινας, 111-112, 121. Βλ. επίσης Χ. Νεράντζης (1984). ό.π. τ. Γ΄, 787, 729. O συγγραφέας στην ωραι-

οποιημένη καταγραφή των Μακεδονομάχων δημοσιεύει για διδακτικούς/φρονη-ματιστικούς λόγους το «ελεγείο», που δημοσίευσε ο καπετάν Παυλής ως νεκρολο-γία για τον Στέφο.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 119

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: η προτομή του Καπετάν Στέφου Γρηγορί-ου βρίσκεται στην διασταύρωση των οδών Σαρανταπόρου και Παύλου Μελά στη διαχωριστική νησίδα.

Χρονικός προσδιορισμός: ανεγέρθηκε στις 27 Αυγούστου 1960 στα πλαίσια εκδήλωσης προς τιμήν των Μακεδονομάχων που έδρασαν στον Νομό Φλώρινας2.

Παραγγελία: από την Επιτροπή Ανέγερσης Προτομών και Ανδριά-ντων του Νομού Φλώρινας.

Τη χρηματοδότηση ανέλαβαν η Επιτροπή των ∆ημοτικών Σχολείων της Ελλάδας και η Χωροφυλακή μέσω εράνου. Υπεύθυνος φορέας για την φροντίδα του μνημείου είναι ο ∆ήμος Φλώρινας.

Υλικά: η προτομή είναι από χαλκό και είναι τοποθετημένη σε μαρ-μάρινο βάθρο.

∆ιαστάσεις 0,60 × 0,37 × 0,28. Εικονοκείμενο: η ονομασία και η ιδιότητα του προσώπου σε κεφα-

λαιογράμματη γραφή.

Περιγραφή του έργου

Ρεαλιστική προτομή χωρίς άνω άκρα. Το πρόσωπο αναπαρίσταται με τη στολή του αγωνιστή και έχει ελαφρά ανασηκωμένο το κεφάλι σε αγωνιστικό/υπερήφανο ύφος: είναι μια εικόνα ισχύος. Το βλέμμα του προσώπου είναι άμεσο (ή εξω-διηγηματικό) προς το θεατή3. Έμφαση δίνεται στη σοβαρότητα και στην αρρενωπότητα του ύφους.

Βλ. επίσης Κ. Βακαλόπουλος (1999). Ο ένοπλος Aγώνας στην Μακεδονία

1904-1908. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, passim. 2. Περιοδικό Αριστοτέλης/ 23, 1960. 3. Το βλέμμα ενός προσώπου που εικονίζεται και κοιτάζει έξω από το πλαί-

σιο, σαν να απευθύνεται στο θεατή, με αντίστοιχες χειρονομίες και στάσεις. Σε με-ρικά genres, η άμεση κατεύθυνση αποφεύγεται επιμελώς: βλ. C. Lutz, C. Jane (1994). The Photograph as an Intersection of Gazes: The Example of National Geo-graphic: στο L. Taylor (Ed.) (1994): Visualizing Theory. New York: Routledge, 363-84.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 120

Εικόνα 7, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο καλλιτέχνης

Ο Π. Μωραΐτης γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου. Το 1926 μαθή-τευσε με τον Γ. Χαλεπά, αλλά πρώτος δάσκαλός του ήταν ο μαρμαρο-γλύπτης θείος του Ν. Περάκης, ο οποίος δούλεψε στην Σμύρνη. Το 1937 μετά από παρότρυνση των γλυπτών Μ. Τόμπρου και Α. Σώχου, οι ο-ποίοι πρόσεξαν τα έργα του νεαρού καλλιτέχνη άνοιξε το δικό του ερ-γαστήριο στην Τήνο. Τα πρώτα έργα είναι εκκλησιαστικής γλυπτικής για ναούς και μοναστήρια του Αγίου όρους.

Το 1949 αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα του στρατιωτι-κού, ακολουθώντας παράλληλα και το επάγγελμα του γλύπτη με απο-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 121

τέλεσμα να διατελέσει καλλιτεχνικός σύμβουλος των ενόπλων δυνάμε-ων. Στο εργαστήρι χαλκοπλαστικής – χαλκοχυτικής, το οποίο ο ίδιος οργάνωσε είχε φιλοτεχνήσει μέχρι το 1969 πολυάριθμα γλυπτά πεσό-ντων (ηρώα, προτομές, ανδριάντες, κ.λ.π.), αλλά και μετάλλια όπως και εκκλησιαστικά έργα. Η γλυπτική του εξαντλείται σε μία νατουραλι-στική απόδοση των μορφών με τάσεις τυποποιημένης εξιδανίκευσης4.

Το τεχνούργημα στα ιστορικά συμφραζόμενα της «εξαφάνισης δημόσιων μνημείων»

Ιδιαιτερότητες Από το 1986 εντοπίζονται «εξαφανίσεις» αμφιλεγόμενων προτο-

μών σε πόλεις του Βορά, όπως στη ∆ράμα και τη Φλώρινα. Η πρώτη περίπτωση στις 26 Μαρτίου του 1986 αφορούσε στην προτομή του ε-κτελεσμένου από τον ΕΛΑΣ επιτελάρχη της δοσιλογικής ΠΑΟ, αντι-συνταγματάρχη Βασίλειο Αβδελά5.

Το δεύτερο συμβάν αφορούσε στον μακεδονομάχο Στέφο Γρηγορί-ου, μεσοπολεμικό αποσπασματάρχη, που εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ το 1943. Άγνωστο πότε ακριβώς, η «εξαφανισθείσα» προτομή ξανα-στήθηκε στο βάθρο. Παρατηρούμε ότι τα ιστορικά συμφραζόμενα και οι υποδηλώσεις/συνδηλώσεις για τα πραγματικά γεγονότα σκηνοθε-τούνται από τα δημόσια μνημεία μέσα από την οπτική της μεραρχίας του Εθνικού στρατού, από τις μονάδες της Χωροφυλακής και από τα τμήματα εθνικιστών πολιτών ΜΑΥ (μονάδες ασφαλείας υπαίθρου). Έτσι αποσιωπώνται οι «σιωπηρές» ταξιαρχίες του ∆ΣΕ, οι ανταρτικές μονάδες, η περίκλειστη κοινωνία. Οι μαχητές του ∆ΣΕ φάνταζαν και λειτουργούσαν ως ταγμένοι, δεμένοι στη ζωή και στο θάνατο με μια υπόθεση ονειρική, έξω από τον κόσμο που ήταν απόβλητοι, όπου με-τείχαν οι του Εθνικού Στρατού6.

4. Ε. Ματθιόπουλος (επιμ. 1999). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. Γ΄. Αθήνα:

Μέλισσα, 250.

5. Βλ. Π. Ι. Παπαθανασίου (1990). Για τον ελληνικό βορρά, Αθήνα, 704. 6. Γ. Μαργαρίτης (2002). Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-

1949, τ. 2. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 258. βλ. επίσης Α. Χατζητάσκος (1962). Η κατα-στροφή του Μεσόβουνου: περ. Εθνική Αντίσταση, συλλογή/1/4/. Σύγκρινε με Α. Χρυσοχόου (1949). Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον πρώτον, Η δράσις του ΚΚΕ. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 122

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Σχετικά με την εξαφάνιση και επανατοποθέτηση του έργου προτεί-νονται ασκήσεις για τη χρήση του ρητορισμού στην ιστορία και την αποσιώπηση ομάδων και γεγονότων, όπως εμφανίζονται για παρά-δειγμα στην ομιλία του Γ. Μόδη7 στα αποκαλυπτήρια του συγκεκριμέ-νου μνημείου:

«Αργά, πολύ αργά θυμηθήκαμε εκείνους που αγωνίσθηκαν και ε-θυσιάσθησαν για να είμεθα ημείς σήμερον ελεύθεροι. Ήσαν πολλοί. Τιμούμεν σήμερον στην πόλιν μας μόνον πέντε. Εκάναμεν απλώς αρ-χήν. Και ήσαν πολλοί περισσότεροι εκείνοι που άοπλοι, ανυπεράσπι-στοι προτίμησαν να θυσιαστούν παρά να υποκύψουν εις την βίαν των περιφήμων ελευθερωτών που τους εξεβίαζαν να δηλώσουν εις την Τουρκικήν αρχήν ότι είναι Βούλγαροι. Οι εθνομάρτυρες, όπως έλεγαν τότε, ελπίζομεν ν' αποκαλυφθούν την άνοιξιν και τα ιδικά τους μάρ-μαρα. Ο καπετάν Στέφος τρικυμιώδης και δραματικός με τραγικόν τέ-λος η ζωή του. Υψηλό και ροδοκόκκινο παλλικάρι πρωτοστάτησε στο πλευρό του Γυμνασιάρχου στο Μοναστήρι, όταν αποφάσισε η Τουρκι-κή Κυβέρνησις να ταφή ένας άσεμνος νεκρός στο νεόκτιστο, πελώριο αλλά άδειο Ρουμανικό νεκροταφείο αλλά ξεσηκώθηκαν οι Μοναστη-ριώται, έκλεισαν τα μαγαζιά και απέκλεισαν με ζωντανό τείχος το σπί-τι του νεκρού και υποχρέωσαν τέλος τους Τούρκους παρά την κινητο-ποίησιν στρατού με εφ' όπλου λόγχη και ιππικού να υποχωρήσουν και να θάψουν τον νεκρό σ' ένα Τουρκικό χωράφι. Μέλος του εκτελεστι-κού, ετραυμάτισε, εσκότωσε Βουλγάρους στο Μοναστήρι και την Φλώριναν, έδρασε στα βουνά ως οπλαρχηγός μέχρι τέλους του αγώνος καθώς και το 1912. Κατακρεουργήθηκε δυστυχώς μαζί με τον υιόν του τον Μάρτιο 1943 από τους κουμουνιστάς ενώ είχαν πάη να αγωνι-σθούν και είχαν καταταχθή στον ΕΛΑΣ.

Θεωρώ επιτακτικήν υποχρέωσιν να εκφράσω τας θερμάς μου ευχα-ριστίας της Επιτροπής προς τα δημοτικά σχολεία της Ελλάδος, τα ο-ποία με τον οβολόν των μας έδωσαν τα οικονομικά μέσα, προς την Χωροφυλακήν, η οποία δια του εράνου των αξιωματικών και ανδρών της μας προσέφερε 50.000 δρχ., προς τον πατριώτην βιομήχανο κ. Γκέρ-

7. Βλ. Γ. Μόδης (1960): εφημ. Έθνος/27/8.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 123

τσον, ο οποίος εχρηματοδότησε την προτομήν Ζώη. ∆εν εστήθησαν τα μάρμαρα αυτά δια να αναξεσθούν παλαιές πλη-

γές αλλά δια να επιτελεσθή στοιχειώδες καθήκον και ν' αποδοθή ελά-χιστος φόρος τιμής προς αγωνιστάς και ήρωας και προ παντός δια να γνωρίση η νέα γενεά να τους τιμά και θαυμάζει να μη λησμονή ποτέ ό-τι, όσοι λαοί λησμόνησαν τους ήρωές των δεν είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν ν' αγωνισθούν δια την ελευθερίαν των, είναι ανάξιοι να ζή-σουν. Ας είναι αιωνία η μνήμην των και αθάνατη η δόξα των».

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 124

3. Ο Αντώνιος Ζώης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Αντώνιος Ζώης, σλαβόφωνος, καταγόταν από το Μορίχοβο της Φλώρινας και εργαζόταν ως εισπράκτορας συντεχνίας. Το 1903 εντά-χθηκε στην ομάδα του γέρο Κόλε, αγρότη από ένα χωριό του Μορίχο-βου, το Ντομπροβένι. Το 1905 μετά την είσοδο του πρώτου μεγάλου τακτικού σώματος στο Μορίχοβο συγκρότησε ομάδα ανταρτών από 40 άντρες, αλλά διαφώνησε με τον Σκαλίδη και αναχώρησε για την Αθή-να. Στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 1906 επέστρεψε και μετείχε στη ελ-ληνοβουλγαρική πάλη στο Μορίχοβο: «το Μορίχοβο χαρακτηριζόταν την περίοδο αυτή ως Ακρόπολις του βουλγαρόφωνου Ελληνισμού» 1.

Ο Ζώης απογοητευμένος από την πολιτική ζωή αποσύρθηκε στη Φλώρινα όπου ανέλαβε ένα εμπορικό κατάστημα, το οποίο το 1916 λε-ηλατήθηκε. Μετακινήθηκε στην Αθήνα όπου συντηρήθηκε με το μισθό του παιδονόμου, ενώ τον Απρίλη του 1941 όταν τα γερμανικά στρα-τεύματα εισέβαλαν στην ελληνική επικράτεια αυτοκτόνησε, όπως ση-μειώνει ο Μόδης2.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: βρίσκεται στη λεωφόρο Νίκης, στην ανα-τολική πλευρά της πόλης και συγκεκριμένα στην διαχωριστική νησίδα.

1. Κ. Βακαλόπουλος ( 1999). Ο ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία 1904-1908.

Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, 142-147. Ι. Χολέβας (1992). Οι Έλληνες Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Αθήνα, 266-267. 2. Χ. Μόδης (1950). Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί. Θεσσαλονί-

κη, 249-268 κ.ε. Γ. Π. Αργυριάδης (1988). Η διηγηματογραφία του Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονικές

Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: έκδοση ∆ήμου Φλώρινας, 116, 125, 129-130. Κ. Βακαλόπουλος (1981). Ο ελληνισμός της περιοχής Μοριχόβου (Μοναστηρί-

ου) κατά το Μακεδονικό Αγώνα. Η περίπτωση του άγνωστου Μακεδονομάχου Π. Σουγαράκη: Βαλκανικά Σύμμεικτα,1/144.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 126

Χρονικός προσδιορισμός: η ανέγερση έγινε στις 27 Αυγούστου 1960.

Χώρο δημιουργίας της προτομής αποτέλεσε το εργαστήριο της γλύπτριας Αλίκης Χατζή, το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα.

Η παραγγελία: το έργο παραγγέλθηκε και χρηματοδοτήθηκε από τον ∆ήμο Φλώρινας. Τα κίνητρα παραγγελίας εντάσσονται στο «ειδικό πρόγραμμα τόνωσης του εθνικού φρονήματος», όπως αυτό εφαρμό-στηκε στην περίοδο 1959-1970.

Υλικό: το μάρμαρο. ∆ιαστάσεις 1 × 1 × 0,50.

Εικονοκείμενο: «Αντώνιος Ζώης Μακεδονομάχος».

Εικόνα 8, Η προτομή του Α. Ζώη στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 127

Παρατηρούμε ότι ενώ στο εικονοκείμενο προσδιορίζεται ως Μακε-δονομάχος, η αμφίεση δεν ακολουθεί τις συμβάσεις της τοπικής, αγω-νιστικής ενδυμασίας, αλλά είναι κοσμική, κοστούμι και γραβάτα.

Περιγραφή του έργου

Τρισδιάστατο, ρεαλιστικό έργο, ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας. Προ-τομή με έμφαση στο μεγαλοπρεπές ύφος και στην αποτύπωση των ατο-μικών χαρακτηριστικών, χωρίς άνω άκρα και απλανές βλέμμα σε με-τωπική θέση, αίτημα προς αναγνώριση από το κοινό3. Η κοσμική ενδυ-μασία που επιλέγεται για την αναπαράσταση αντιφάσκει προς το ει-κονομήνυμα και ίσως είναι εκούσια επιλογή λόγω της σλαβόφωνης ε-τερότητας του προσώπου.

Έμφαση δίνεται επίσης στο προχωρημένο της ηλικίας παραπέμπο-ντας ίσως στην μετά τον Αγώνα ζωή του προσώπου. Το τεχνούργημα έχει υποστεί σοβαρή φθορά από το χρόνο και χρήζει συντήρησης.

Η καλλιτέχνης

Η Αλίκη Χατζή γεννήθηκε στην Κοζάνη, σπούδασε στη Νομική Σχολή και το 1944 φοίτησε στην Α.Σ.Κ.Τ., όπου άρχισε τις σπουδές της στο εργαστήρι γλυπτικής του Τόμπρου λίγο πριν από την κάθοδο του Καλαμάρα και του Γ. Κόρα στην Αθήνα. Η σύνδεσή της με τη Φλώρινα δεν έχει σχέση με τους ανθρώπους που οργανώθηκαν και αποτέλεσαν τον όμιλο Καλών Τεχνών του Φ.Σ.Φ.Α., αλλά με τη διαπροσωπική σχέ-ση που ανέπτυξε με αυτούς. Η γνωριμία με τον Πολύκλειτο Ρέγκο ήταν σημαντική, διότι ο διάλογος που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν η κυ-ριότερη αιτία για τη στροφή της στις εικαστικές τέχνες. Η φιλία της με τον Νίκο Σαχίνη κατά τη δεκαετία του' 50 είχε ως αποτέλεσμα την κοι-νή παρουσία τους στο «Παρνασσό» τον Μάιο του '54. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η Χατζή παρουσίασε τα έργα της με τον Ν. Σαχίνη στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και στη ∆ιεθνή Έκθεση Αρχι-τεκτόνων στο Ζάππειο. Έχει λάβει μέρος σε πολλές εκθέσεις4. Το έργο

3. βλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual

design. London, N.Y.: Routledge, 120-130. 4. Για την Α. Χατζή βλ. Σ. Λυδάκης (1981). Οι Έλληνες γλύπτες. τ. Ε΄. Αθήνα:

Μέλισσα, 499.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 128

της Αλίκης Χατζή χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες: στις προτομές, τα ηρώα και τους ανδριάντες που κατασκεύασε με ή χωρίς διαγωνισμούς για υπαίθριους χώρους και σε έργα ελεύθερης έκφρασης, τα οποία βρί-σκονται σε συλλογές με έμφαση στις κυβιστικές ή κονστρουκτιβιστικές αναζητήσεις. Από τα έργα που φιλοτέχνησε μετά από διαγωνισμό ση-μειώνουμε τον «Κορμό στο ∆ήμο Θεσσαλονίκης, 1954», το «Ηρώο Μα-κεδονικού Αγώνα στις Κάτω Κλεινές Φλώρινας, 1962», το «Αρχαίο Φρουρό στη Νίκη Φλώρινας, 1964», το «Ηρώο Πεσόντων στη Ν. Μα-γνησία Θεσσαλονίκης, 1966», την «Μακεδονική Φάλαγγα στην Κέλλη Φλώρινας, 1964».

Ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσης

Ο εμφύλιος έχει τελειώσει, αλλά οι αντιπαραθέσεις και οι πληγές υπάρχουν ακόμη. Μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα ανάτασης του εθνικού φρονήματος όσοι υπηρέτησαν το Ελληνικό έθνος επιλέχθηκαν να τιμη-θούν. Το κόμμα των Φιλελεύθερων με πρώτο τον Σ. Βενιζέλο καταθέτει πρόταση για νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδος (Ιούνιος 1960), ενώ τον ίδιο μήνα, στις 7 Αυγούστου ιδρύθηκε στη Μελβούρνη η Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα εγκαίνια τέλεσε ένας Σέρβος δεσπότης από τα Σκόπια, γεγονός το οποίο ενόχλησε τον ελληνικό πληθυσμό5.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Ασκήσεις για τη γυναίκα γλύπτρια στην νεότερη ελληνική ιστορία της τέχνης.

Εργασίες για το ζήτημα της συντήρησης6 των δημόσιων τεχνουργη-

Γ. Αργυριάδης (1969). Καλλιτεχνική Φλώρινα, γλύπτες, ζωγράφοι. Φλώρινα:

αυτοέκδοση, 3. 5. βλ. Χ. Νεράντζης (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, Ο Μακε-

δονικός Αγώνας, 3τ. Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος. 6. Η Αθήνα, το Μόναχο και το Γκέτεμποργκ συμμετέχουν σε μια ευρωπαϊκή

πρωτοβουλία για την προστασία των υπαίθριων μνημείων. Κάθε πόλη επέλεξε ένα μνημείο για να συντηρήσει με στόχος την ευρύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού, και τον εντοπισμό των καταλληλότερων πρακτικών για τη διατήρηση αυτών των έργων τέχνης. Ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ήταν η επιλογή για την Αθήνα. Η κατάσταση του αγάλματος τεκμηριώθηκε με μία πλειάδα τεχνικών, από

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 129

μάτων και για τα όρια της αισθητικής7 όσον αφορά στην Τέχνη στο δημόσιο χώρο. Βιβλιογραφικές εργασίες για την ιστορία του Μοριχό-βου8, όπου εντοπίζονται σλαβόφωνοι Έλληνες: « ..ούτε σχολεία είχαν, ούτε δασκάλους, όπως πρέπει, αλλά τον ελληνισμόν και εθνισμόν δεν τον εγκατέλειψαν….τα χειρότερα βασανιστήρια υπέφεραν από τους Βουλγάρους….όλα τα υπέφεραν και ούτε απογοητεύτηκαν, όπως συμ-βαίνει αλλού»9.

Προτείνονται πολλαπλές αναγνώσεις του Μακεδονικού Αγώνα μέ-σα από τις προσλήψεις του ταυτόχρονα, αλλά και υστερόχρονα. Για τις τοπικές κοινωνίες ο Μακεδονικός Αγώνας του 1904-08 υπήρξε μια κατεξοχήν εμφύλια σύρραξη: «ουδείς δύναται να προμαντεύση, πού θέλει καταλήξη ο προ ολίγου αρξάμενος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ημετέρων και των Βουλγάρων» αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόξενος Μοναστηρίου ∆. Καλλέργης στις 11 Σεπτεμβρίου του 190410. Σαφής εί-ναι επίσης ο βασικός χρονογράφος του Αγώνα, Γεώργιος Μόδης που σημειώνει ότι «ο νέος ελληνοβουλγαρικός πόλεμος απλώθηκε στα βου-νά και στους κάμπους, στα χωριά και στις πολιτείες και ακόμα στις ί-διες πολλές φορές οικογένειες. Υπάρχουν παραδείγματα, που ο αδελ-φός σκότωσε ή συνεργάστηκε στο σκοτωμό του αδελφού και ο υιός

την απλή γραπτή περιγραφή και την καταγραφή σε διαγράμματα, έως πολύπλοκες εργαστηριακές διερευνήσεις. Η Περίθλαση Ακτίνων Χ (X-ray Diffraction ή XRD) εφαρμόσθηκε στο εργαστήριο ΙΓΜΕ σε δείγματα των προϊόντων διάβρωσης. Η όλη εμπειρία καταγράφηκε και αξιολογήθηκε, για να οδηγήσει σε ένα πρόγραμμα συντήρησης για τα 63 υπαίθρια μπρούτζινα μνημεία της Αθήνας: βλ. Ιστοσελίδα για την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την προστασία των υπαίθριων μπρούτζινων μνημείων.

7. Βλ. Κ. Β. Πρώιμος (2003). Στα όρια της αισθητικής. Αθήνα: Κριτική. Ν. Βρατσάνος (2001). Όταν η απώλεια του αρχιτεκτονήματος δημιουργεί αρ-

χιτεκτονική, η κατάρρευση των διδύμων πύργων της Ν. Υόρκης: Αντί/ 21 Σεπτεμ-βρίου/746 στο anti.gr/iss746.

Φ. Γεωργακοπούλου (2003). Τέχνη και δημόσιος χώρος, μια παλιά σχέση με νέες προοπτικές: greekarchitects.gr

8. Β. Γούναρης (2000). Στις όχθες του Υδραγόρα, οικογένεια, οικονομία και αστική κοινωνία στο Μοναστήρι 1877-1911. Αθήνα: Στάχυ, 70.

9. Βλ. Απομνημονεύματα Π. Σουγαράκη στο Κ. Βακαλόπουλος (1999). ό.π., 147.

10. Α. Ανδρέου (2002). ό.π., passim.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 130

στη δολοφονία του πατέρα»11. Προτείνεται επίσης η σύγκριση με την άλλη άποψη: ένας Ευρωπαί-

ος επισκέπτης στο Μοναστήρι το 1905 κατέγραψε διαφορετικά την ί-δια εμφύλια πραγματικότητα «….οι πιο ευκατάστατοι Τούρκοι, Βούλ-γαροι και Έλληνες έρχονται και κάθονται σε μικρά τραπεζάκια, πί-νουν μπύρα και ακούν το γυναικείο σύνολο εγχόρδων από τη Βιέν-νη…..ο φόνος είναι τόσο συνηθισμένος που δεν προξενεί καμιά εντύπω-ση…..τη νύχτα ακούγεται καμιά πιστολιά….στα καφενεία συνωμοσίες εκκολάπτονται…χθες βράδυ δυο Βούλγαροι μαχαιρώθηκαν….τους άξιζε …δεν είχαν βάλει οι Βούλγαροι δηλητήριο στη Θεία Κοινωνία στην ελ-ληνική εκκλησία;»12.

Το κινηματογραφικό έργο «Πρέσπες» του Τάκη Χατζόπουλου (1966) μπορεί να προβληθεί ως ανάγνωση ντοκιμαντέρ για τους φοι-τητές με θέμα τη ζωή των κατοίκων της βορειοδυτικής ελληνικής Μα-κεδονίας.

Μπορεί να προταθεί επίσης η ανάγνωση και αποδόμηση ποιητικής παραγωγής με θεματική τη δράση του προσώπου:

Στο χωριό σου Μορίχοβο πλήθαιναν τα εγκλήματα κοφτερό στιλέτο η σκλαβιά…. Η ζωή είχε χάσει το νόημά της Βγήκες στον αγώνα Καπετάν Ζώη να εκδικηθείς Το θάνατο του Θεόδωρου Μόδη και καπετανόπουλου. Στις απόκρημνες πλαγιές του Καιμακτσαλάν π’ αντιλαλούσαν οι θρήνοι και οι σκιές, ήσουν ζωογόνα λάμψη στη βαρυχειμωνιά πολεμούσες με τα γενναία παλικάρια σου

11. Γ. Μόδης (1950). Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί. Θεσσαλονί-

κη: Μακεδονική Βιβλιοθήκη, 79. Βλ. επίσης Β. Γούναρης, I. Μιχαηλίδης, Γ. Αγγελόπουλος (επιμ. 1997). Ταυτό-

τητες στη Μακεδονία. Αθήνα: Παπαζήσης και ∆. Λιθοξόου (1993). Η πολιτική του εξελληνισμού της μακεδονικής μειονότητας στο Μεσοπόλεμο: περ. Ο Πολίτης/124, όπου σύγκρινε τα δύο ντοκουμέντα από το αρχείο του Ιωάννη Μεταξά, αποκαλυ-πτικά για την εχθρότητα του κρατικού μηχανισμού απέναντι στο σλαβόφωνο γη-γενές στοιχείο της ελληνικής Μακεδονίας. Βλ. επίσης T. Simovski (1978). Naselenite mesta vo Egejska Makedonija. Σκόπια:. Institut za Natsionalna Istorija.

12. Β. Γούναρης (2000). ό.π. 236-237.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 131

στην άγρια θύελλα της φύσης και των κομιτάτων στο λημέρι του Καταραχιά ή στον Βολάνη. Κολώνα αλύγιστη στα ιδανικά της γενιάς. Χειμώνας βαρύς, χιονοθύελλα κυνηγημένος απ’ του Έμβερ με εξήντα παλικάρια σου προχωρούσες στις ρεματιές, στα παγωμένα ποτάμια, στο χιονισμένο παρθένο δάσος, σ’ άγνωστη πορεία ιδρωμένος, κρύσταλλο στα γένεια σου, κρύσταλλοι στα δένδρα, χωρίς διέξοδο μ’ αγωνία για την τύχη ων παλικαριών σου, θέλησες να κάνεις το χιόνι νεκροκρέβατο σου, μα η θεία πρόνοια φανέρωσε το Μπόχοβο. Ταπεινός χωρίς επιδείξεις, πάντα στο πλευρό του χωριού σου, όταν οι κομιτατζήδες έκλειναν τον αδυσώπυτο κύκλο με τα θανατερά του βέλη. Έφυγες στην Αμερική γιατί θα σε δολοφονούσαν. Ξαναγύρισες στη Φλώρινα στο Βογατσικό όταν έμαθες πως συνεχίζονταν οι παγίδες, οι θάνατοι. Το πρωινό σου σώμα θαυματούργησε, λευθέρωσε τη Φλώρινα, το Μορίχοβο, έστησες πρώτος την Ελληνική σημαία στα ιερά τους χώματα. Η άδικη συνθήκη σ’ απογοήτευσε με πληγωμένη καρδιά αποσύρθηκες στην Φλώρινα, στο Φλάμπουρο ζώντας με τον κόσμο της ψυχής σου. Όταν, γενναίε αγωνιστή, στην ζυμωμένη με δάκρυα και αίμα ελληνική γη της Μακεδονίας, αντιλαλούσε και εβούιζε ο τόπος από τανκς και πελώρια μαύρα Γερμανικά πουλιά σκέπαζαν τον γαλάζιο ουρανό της, σε τύλιξε δίχτυ απελπισίας, βλέποντας όλες τις θυσίες σου χαμένες…. Η φρικιαστική σκλαβιά ήλθε πάλι στο νου σου, οι σφαγές, το σταύρωμα, το γδάρσιμο, το κρέμασμα, ευαίσθητη ψυχή, δεν άντεξες και μέσ’ τον απόηχο αυτών των στιγμών μόνος σου με μια σφαίρα

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 132

ανέβηκες στο σκαλοπάτι τα’ ουρανού… Χιλιάδες δαφνόφυλλα σ’ άρπαξαν στην Αθανασία!13

Εικόνα 9,το τεχνούργημα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Εικόνα 10 (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

13. Βλ. Νανά Κοντού (1970). Ζώης: περ. Αριστοτέλης/84, 7.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 133

Εικόνα 11, λεπτομέρεια, (ό.π.)

Εικόνα 12 «μία από τις χρήσεις του μνημείου σήμερα» (ό.π.)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 134

4. Ιωάννης Καραβίτης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Κρητικός αγωνιστής1 από την Ανώπολη Σφακίων αγωνίστηκε στο Σκλήθρο της ∆υτικής Μακεδονίας, στο Ανταρτικό, στο Περιστέρι, στο Μορίχοβο, στην Κέλλη, στην Άρνισσα από το 1904-1908 ενάντια σε Οθωμανούς και Βουλγάρους. Έλαβε μέρος στη μάχη της Πιπερίτσας στο βιλαέτι Μοναστηρίου και συνεργάστηκε με τα σώματα των Βολά-νη, Στέφου, Νικολούδη.

Η πολεμική δράση του συνεχίστηκε το 1912-1913 στους Βαλκανι-κούς πολέμους και στον Ηπειρωτικό αγώνα του 1914, ενώ η πολιτεία τον συνταξιοδότησε αναγνωρίζοντας τον ως Μακεδονομάχο το 19352.

Από τα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν σε δύο τόμους α-ντλούμε υλικό για τα δρώμενα και τα κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής3.

1. Κ. Βακαλόπουλος (1999). Ο ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία 1904-1908.

Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος. Γ. Μόδης (1967). Ο Μακεδονικός Αγών και η Νεώτερη Μακεδονική Ιστορία.

Θεσσαλονίκη. Γ. Π. Αργυριάδης (1988). Η διηγηματογραφία του Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονικές

Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: έκδοση ∆ήμου Φλώρινας, 66, 86, 138. Π. Τσάμης (1975). Ο Μακεδονικός αγών. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονι-

κών Σπουδών. Γ. Κελαΐδης (1992). Μακεδονομάχοι και Ηπειρομάχοι από τα Σφακιά: τ. 1,

Αθήνα, passim. 2. Α. Σουλιώτης-Νικολαΐδης (1993). Ο Μακεδονικός Αγών, Η Οργάνωσις

Θεσσαλονίκης 1906-1908. Απομνημονεύματα. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, 79. Χ. Νεράντζης (1983). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, ο Μακεδονικός

Αγώνας, τ. Γ΄ Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος, 643. 3. Γ. Πετσίβας (επιμ. 1994). Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη. Αθήνα, passim.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 136

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: ∆ιασταύρωση Μ. Αλεξάνδρου και Κων-σταντίνου Νερέτης4.

Χρονικός προσδιορισμός: η χρονολογία ανέγερσης είναι η 27η Αυ-γούστου του 1960.

Η παραγγελία έγινε από την Ερανική Επιτροπή Ανέγερσης Αν-δριάντων.

Εικόνα 13, το τεχνούργημα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

4. Στη θέση αυτή υπήρχε ο τετράγωνος πύργος του ρολογιού, παρόμοιος με

αυτόν της Κοζάνης και του Μοναστηρίου από το 1840. Κατεδαφίστηκε μετά το 1927: βλ. ∆. Μεκάσης (2003). Γειτονιές της Φλώρινας: περ.Εταιρία/37, 18-32.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 137

Υλικό: μάρμαρο. ∆ιαστάσεις: 1,5 × 0,58 × 0,37.

Περιγραφή του έργου

Τρισδιάστατο, ρεαλιστικό έργο που αναπαριστά το πρόσωπο και το άνω μέρος του σώματος. Προτομή με λαξευμένη κάθε λεπτομέρεια τόσο του προσώπου όσο και της στολής του Μακεδονομάχου. Κυριαρ-χούν το ενδυματολογικό σημείο και το βλέμμα το εικονιζόμενου. Η κε-φαλή είναι έντονα γυρισμένη σε πλάγια κλίση και αντίστοιχα το βλέμ-μα προσδιορίζεται στη «γραμματική της εικόνας» ως προσφορά στο κοινό5.

Στο έργο δεν εντοπίζονται αυστηρά, τραγικά, μεταφυσικά και προγονολατρικά στοιχεία. Χωρίς άνω άκρα, στοιχείο ακαδημαϊκό για τις δημόσιες προτομές με έμφαση στο ακμαίο, νεανικό, αγωνιστικό ύ-φος του προσώπου.

Εικονοκείμενο: σε κεφαλαιογράμματη γραφή αναγράφεται «Ιωάν-νης Καραβίτης εξ Ανωπόλεως Σφακίων Κρήτης, Αρχηγός Μακεδονι-κού Αγώνος, 1904-1908».

Ο καλλιτέχνης Ιωάννης Κανακάκης, γλύπτης και ζωγράφος από το Ρέθυμνο Κρή-

της με σπουδές στην Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, στη Φυσικομαθη-ματική Αθήνας, στη Σχολή Τοπογράφων και στη Γυμναστική Ακαδη-μία. Η συμμετοχή σε πολλές εκθέσεις σε πανελλήνιο και διεθνές επίπε-δο του επέφερε διακρίσεις και παράσημα6.

Εκαπιδευτική αξιοποίηση Ασκήσεις για την ονοματοθεσία των οδών και πλατειών στις πό-

λεις: για παράδειγμα το όνομα του Καραβίτη δόθηκε στην πλατεία του

5. Στη «γραμματική της εικόνας» η μετωπική/πλάγια στάση αναγιγνώσκονται

ως απαίτηση προς αναγνώριση, ή προσφορά αντίστοιχα: βλ. G. Kress, T. H. Leeu-wen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual design. London, N.Y.: Rout-ledge, 120-130.

6. Σ. Λυδάκης (1981). Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Λεξικό των Ελλήνων ζωγράφων και Χαρακτών, τ. E΄, Αθήνα: Μέλισσα, 342-343 και Χ. Χρήστου, Μ. Κουμβακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940. Αθήνα: Εμπορική Τρά-πεζα της Ελλάδος. Προφορικές μαρτυρίες μας έδωσαν οι υπεύθυνοι στο Ιστορικό Αρχείο Φλώρινας και στο Ιστορικό Αρχείο Χανιών και Ρεθύμνου. Για τα έργα του καλλιτέχνη βλ. επίσης στην Πινακοθήκη Ρεθύμνου.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 138

ακριτικού χωριού Ψαράδες. Αναδεικνύεται έτσι η ιστορία των γειτο-νιών και η μετάβαση από τα προηγούμενα μνημεία στα σημερινά: στην περιοχή που στήθηκε το άγαλμα του Καραβίτη υπήρχε το τζαμί και το ρολόι της πόλης7.

Προτείνονται ασκήσεις για τη σχέση της ιστορικής δράσης με τη στρατιωτική εκπαίδευση: στη σχολή Ευελπίδων διδάσκεται η τακτική Καραβίτη ως αιφνιδιαστική προσέγγιση στον εχθρό για συλλογή πλη-ροφοριών και άμεση αποχώρηση. Έρευνα για τις αφηγήσεις που αφο-ρούν στη συμμετοχή των Κρητών στις «βόρειες» επαναστάσεις, ο μύ-θος/ή και ο θρύλος για την αγωνιστικότητα και την παλικαριά τους μέσα από τις πραγματικές, ιδιαίτερες διοικητικές και γεωπολιτικές συνθήκες του νησιού.

Τέλος το ερώτημα που προκύπτει από το πλήθος των ακαδημαϊκών δημόσιων προτομών που αναπαριστούν μεμονωμένα ιστορικά πρόσω-πα είναι εάν οι εικόνες για το παρελθόν μεταβάλλονται παράλληλα με την αλλαγή της κοινωνίας καθώς η «συλλογική μνήμη και η επίσημη ιστορία αναμετριούνται για κάθε έθνος»8.

7. ∆. Μεκάσης (2004). Οι γειτονιές της Φλώρινας: Εταιρία/37, 18-32. 8. Μ. Ferro (2000). Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον

κόσμο. Μετ. Π. Μαρκέτου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 11.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 139

5. «Μακεδονομάχος» Κώττας

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Καπετάν Κώττας, μαχητής της νεότερης μακεδονικής ιστορίας, γνωστός ως Κώστας Χρήστου, Κότες Ρίστε στο πραγματικό του όνομα, σλαβόφωνος από την κοινότητα Ρούλια του νομού Φλώρινας, που σή-μερα ονομάζεται προς τιμήν του «Κώττας».

Καταγόταν από αγροτική, σλαβόφωνη οικογένεια και άσκησε ποι-κίλα επαγγέλματα (αγρότης, μανάβης, πανδοχέας, κηροπλάστης, τσα-ρουχοποιός). Ήταν μουχτάρης της Ρούλιας από το 1893-1896 και την περίοδο του ελληνοοθωμανικού πολέμου του 1897 σχημάτισε τον πρώ-το ένοπλο πυρήνα. Στο σώμα του κατατάχτηκαν άνδρες από τις επαρ-χίες Καστοριάς, Φλώρινας και Πρεσπών. Αργότερα ο Κώττας εντάχθη-κε με το σώμα του στους κόλπους της Ε.Μ.Ε.Ο. (Εσωτερικής Μακεδο-νικής Επαναστατικής Οργάνωσης), αλλά απέφευγε να ενεργεί σύμφω-να με τις εντολές του βουλγαρικού κομιτάτου. Θεωρούσε ότι με την συσπείρωση όλων των χριστιανών κατοίκων, θα απελευθερωνόταν η Μακεδονία από την οθωμανική κυριαρχία1.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: η πρώτη τοποθέτηση το 1961 έγινε στην είσοδο της πόλης, αλλά στη συνέχεια μετακινήθηκε στις αποθήκες του ∆ήμου της Φλώρινας, απ’ όπου μετατοπίστηκε στη σημερινή θέση το 2002.

Χρονικός προσδιορισμός: η πρώτη ανέγερση έγινε το 1961. Η πα-ραγγελία έγινε από την Eραvική Επιτροπή Ανεγέρσεως Ανδριάντων και

1. Α. Ανδρέου (2002). Κώττας (1863-1905). Αθήνα: Λιβάνης, passim. Χ. Νεράντζης (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, ο Μακεδονικός

Αγώνας, τ. B΄ Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος, 480.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 141

Προτομών στα πλαίσια του ειδικού προγράμματος τόνωσης του εθνικού φρονήματος που εφαρμόστηκε στην περιοχή τη δεκαετία του /60.

Υλικό κατασκευής: ο χαλκός. ∆ιαστάσεις: 2,30 μέτρα. Εικονομήνυμα: «ΚΩΤΤΑΣ ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΚΕ∆ΟΝΟΜΑΧΟΣ». Σημειώνουμε ότι το επίσημο λεξιλόγιο στις λεζάντες/επιγραφές των

μνημείων μπορεί να είναι αξιωματικό ή/και επικοινωνιακό, να λει-τουργεί εκφοβιστικά ή/και ως γραφή, δηλαδή ως γλώσσα που σκοπό έχει να συμπίπτουν οι κανόνες και τα γεγονότα2.

Για παράδειγμα το δυναμωτικό επίθετο «πρώτος» στο εικονομήνυ-μα αφορά στη σημασιολογική αλλαγή που μπορεί να υποστούν ιστο-ρικές έννοιες όπως «ηγέτης, εθνικός, ελληνικός» και στην ταυτόχρονη πολιτογράφησή τους σε αντιθετικά ιδεολογικά περιβάλλοντα από τη στιγμή της εμφάνισής τους.

Εικόνα 14, προσχέδιο3

2. R. Barthes (1978). Leçon. Paris: Seuil. 3. Βλ. Α. Μοσχονά (επιμ. 1993). Λεύκωμα, ∆. Καλαμάρας. Αθήνα: αυτοέκδο-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 142

Περιγραφή του έργου

Ο ολόσωμος ανδριάντας του Μακεδονομάχου Κώττα είναι τε-χνούργημα, που αποδίδει ένα συγκεκριμένο άτομο σε αφαίρεση με έ-ντονα τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Η προσωπική πλαστική γλώσσα του καλλιτέχνη βασίζεται στο σύμπλεγμα των όγκων και στα τεκτονι-κά στοιχεία, ενώ προτείνεται μια «μη- τυπολογία» του ήρωα (ή μια τυ-πολογία του αντιήρωα) πέρα από εθνικά, ατομικά, χαρακτηρολογικά γνωρίσματα. Το σώμα/ύλη ορθώνεται εντυπωσιακό σε άνοιγμα των κάτω άκρων, αλλά υποδηλώνεται κυρτό στις πλάτες. ∆ίνεται επίσης έμφαση στα άνω άκρα, τα οποία επιβάλλονται στη στάση/θέση, που υποδηλώνει ένταση, αλλά και κόπωση. Το πρόσωπο/βλέμμα προσδιο-ρίζεται από την ανύψωση της κεφαλής προς τα άνω σε μετωπική θέση4: πρόκειται για εικόνα ισχύος. Στο λεπτομερές πλάσιμο των όγκων συν-δηλώνεται μια ενδυμασία/φορεσιά αγρότη της εποχής ή/και αγωνιστή της εποχής, όπως διακρίνεται στην οριζόντια γραμμή όγκων που οριο-θετεί το άνω από το κάτω σώμα.

Η αναγνώριση του ιστορικού προσώπου προαπαιτεί ανάγνωση του εικονοκειμένου. Το συγκεκριμένο έργο τέχνης δεν αποδίδει το σημαί-νον του Κώττα, αλλά το σημαινόμενο του αγωνιστή.

Το παράδοξο στο σημαίνον

Στην ιστορία των μνημείων το κολοσσιαίο μέγεθος συνιστά τμήμα μιας διακήρυξης θριάμβου με στόχο την επιβολή στη δημόσια θέση- θέ-αση. Ωστόσο στο έργο του Καλαμάρα η αντίθεση και η αντιστροφή στη χρήση των όγκων και του μεγέθους εντοπίζονται στη μετατροπή ενός απλοϊκού χωρικού, αλλόγλωσσου χριστιανού, πολύγλωσσου υπη-κόου της οθωμανικής αυτοκρατορίας με μορφολογικά στοιχεία «χαμη-λού αναστήματος νευρώδης και οστώδης, φαλακρός, με μικρά φωτεινά μάτια και μακρύ γυριστό μουστάκι, ο Κώττας την περίοδο της δράσης του θα ήταν γύρω στα τριανταοκτώ» σε μια ανατρεπτική εικόνα ισχύ-ος, υπερφυσικού ήρωα αυτοκρατορικής τυπολογίας όσον αφορά στα

ση, 169.

4. βλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual design. London, N.Y.: Routledge, 120-130.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 143

σημαίνοντα. Πρόκειται για μια εικόνα ανατροπής της ακαδημαϊκής τε-χνοτροπίας και της εθνικής ιδεολογίας όσον αφορά στο σημείο που συγκροτείται.

Εικόνα 15, λεπτομέρεια5

Σε μια δομική ανάγνωση του μνημείου παρατηρούνται συσχετισμοί ανάμεσα στο σύνολο των δημοσίων γλυπτών που κατασκεύασε ο Κα-

5. Α. Μοσχονά (επιμ. 1993). ό.π., 165.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 144

λαμάρας στη Φλώρινα δημιουργώντας μια «σειρά οπτικών μεταφηγη-μάτων» με ιστορικό άξονα και με κατεύθυνση την ανατροπή της εικό-νας ισχύος στην τυπολογία του εθνικού αγωνιστή-ήρωα. Στα «συστή-ματα παρουσίασης»6 του Καλαμάρα, η σημασία των οπτικών τύπων αναδεικνύονται και αυτοπροβάλλονται μέσα από την ύλη, την υλικό-τητα της απτής, χειρωνακτικής εργασίας του καλλιτέχνη, αλλά και του ίδιου του εικονιζόμενου.

Το σημειωτικό ενδιαφέρον εντοπίζεται στη συνάρτηση με τα «κενά σημεία»7 τα οποία αφήνει συνειδητά ο δημιουργός για να συμπληρω-θούν από τους θεατές (αναφερόμαστε στην απουσία της συγκεκριμένης αναγνωρίσιμης μορφής, ενδυμασίας, εποχής του αναπαριστάμενου) ώστε να ευαισθητοποιηθούν σε περισσότερες «από μια ποικιλίες α-πουσίας». Το «περιεχόμενο της μορφής» που συγκροτεί το έργο του Καλαμάρα προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις αποκλείοντας το «ρητορισμό της εικόνας», διότι δεν χειραγωγείται το κοινό προς μια συγκεκριμένη ερμηνεία και ταύτιση με έναν νικητή, μ’ ένα θύτη, με το θύμα πολέμου στο πεδίο των μύθων της υπεροχής ή της παγκόσμιας συνωμοσίας8, οι οποίοι έχουν διαμορφώσει την ιδεολογική χρήση της ελληνικής ιστορίας.

Ο καλλιτέχνης

Ο ∆ημήτρης Καλαμάρας γεννήθηκε στο Βαψώρι (σήμερα Ποιμενι-κό), ένα ορεινό χωριό της Φλώρινας, χωρίς να ολοκληρώσει την μέση εκπαίδευση. Στην αρχή ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, γνώρισε τον Λιναρά, το φωτογράφο της Φλώρινας, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Α.Σ.Κ.Τ. (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) και με προτροπή του απο-φάσισε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. ζωγραφική (1946-1947) και στη συνέχεια γλυπτική (1947-1954), όπου το 1953 κατέκτησε το πρώτο βραβείο γλυπτικής. Το 1955 μετά από διαγωνισμό πήρε υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. και συνέχισε τις

6. M. Foucault (1970). The order of things. London, 3-16. 7. P. Burke (2004). ό.π., 221. 8. Γ. Κόκκινος (1994). Η αντίληψη για το έθνος και την εθνική συνείδηση: στο

αφιέρωμα-Εθνική Συνείδηση και Ιστορική Παιδεία, Σεμινάριο 17. Αθήνα: ΠΕΦ, 156.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 145

σπουδές στην ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας και αργότερα της Ρώμης. Έμεινε στην Ιταλία για οκτώ χρόνια, όπου μελέτησε την τέ-χνη της Αναγέννησης και τα ευρωπαϊκά κινήματα. Η γνωριμία με τον Φλωρινιώτη πολιτικό, Γεώργιο Μόδη, πρόεδρο της Ερανικής Επιτρο-πής Ανεγέρσεως Ανδριάντων υπήρξε ένας από τους λόγους που ο Κα-λαμάρας ανέλαβε να κατασκευάσει δημόσιους ανδριάντες και προτο-μές. Το 1969 διορίστηκε καθηγητής της έδρας της γλυπτικής στην Α.Σ.Κ.Τ., όπου δίδαξε γλυπτική μέχρι το 19859.

Ιστορικά συμφραζόμενα της δράσης του Κώττα και της πρόσ-ληψης του τεχνουργήματος

Θεμελιακή προϋπόθεση για τις εξελίξεις στο χώρο της Μακεδονίας είναι η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η απόσχιση της ελληνικής Εκκλησίας στα 1830 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντι-νούπολης. Από το 1830 μέχρι και το 1870 εξελίσσεται αυτό που ονομά-ζουμε αλυτρωτικό κίνημα, το οποίο με τη μορφή της «Μεγάλης Ιδέας» αποτελεί κεντρική συνιστώσα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. ∆εύτερος σημαντικός σταθμός είναι η χρονολογική τομή του 1870, ό-που η οθωμανική αυτοκρατορία εγκρίνει την ίδρυση της αυτοκέφαλης βουλγαρικής Εκκλησίας ή Εξαρχίας, με έδρα του Βουλγάρου Πατριάρ-χη (Εξάρχου) την Κωνσταντινούπολη.

Σημειώνουμε ότι στην τριακοστή επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα το 1934, οι εφημερίδες των Αθηνών κατήγγειλαν τη «βεβήλωση» του μνημείου του Παύλου Μελά στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς. ∆ια-βάζουμε στο «Ελεύθερον Βήμα» της 20/10/34 ότι «άγνωστοι συντρίψα-

9. βλ. Τ. Μπέσσας (1993). Η εικαστική Φλώρινα 1941-1976. Φλώρινα: ∆ημό-

σια Βιβλιοθήκη Βασιλικής Πιτόσκα-Βαρνά, 204-208. Βλ. επίσης Περιοδικό Εταιρία: Έκδοση Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών

Φλώρινας: τ. 10/Μάιος 1992, 11/Οκτώβριος 1992, 13/Ιούνιος 1993, 14/Νοέμβριος 1993, 19/Μάιος 1995, 27,28/Οκτ. 1997, 29/∆εκέμβριος 1997.

Σ. Λυδάκης (1981). ό. π., 339. Χ. Χρήστου, Μ. Κουμβακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυπτική

1800-1940. Αθήνα: Έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδας, 165-166, 264: οι συγγραφείς αρχίζουν τη επισκόπηση για τη γενιά του Μεσοπολέμου από τον ∆. Καλαμάρα «προικισμένο και γνήσιο δημιουργό της νεοελληνικής γλυπτικής με έ-ντονη μνημειακή διάθεση και ρωμαλέο εξπρεσιονισμό…».

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 146

νε το σταυρό και γκρεμίσανε τις κολώνες». Το θέμα έφτασε στο Κοινο-βούλιο, με τον βενιζελικό γερουσιαστή Ιασωνίδη να αποδίδει το συμ-βάν «εις τους βουλγαρίζοντας βουλγαροφώνους της περιφερείας» και να δηλώνει ότι «προκειμένου περί της Φλωρίνης, τιθέμεθα εις την από-λυτον διάθεσιν της κυβερνήσεως δια να υποστηρίξωμεν παν μέτρον, έστω και ανελεύθερον, το οποίον θα απεσκόπει εις την τόνωσιν του εθνικού φρονήματος». ∆ιαφορετική στάση είχε ο τοπικός βενιζελικός τύπος: «τα αναγραφέντα υπό του Αθηναϊκού τύπου περί δήθεν κατα-στροφής του μνημείου του Μελά στερούνται αληθείας. Πρόκειται περί ασημάντου βλάβης»10 .

Τριάντα χρόνια αργότερα ο «διαφορετικός» ανδριάντας του Καπε-τάν Κώττα κλόνισε την αντίληψη κατασκευής ηρωικών ανδριάντων σε στερεότυπη τεχνοτροπία, όπως συνέβη και με τον έφιππο Μ. Αλέξαν-δρο του ίδιου καλλιτέχνη. Η κατασκευή του έργου έγινε αιτία ώστε οι Φλωρινιώτες να διαφωνήσουν για τον τόπο, αλλά και για την ανα-γκαιότητα τοποθέτησής του. Η αντίδραση των κατοίκων καταγράφε-ται σε συγκεκριμένο συμβάν στις αρχές του Ιούνη του 1963, όταν «ά-γνωστοι γιαούρτωσαν» τον ανδριάντα, αλλά και σε πολλαπλές βίαιες λεκτικές και μη αντιδράσεις.

Η μεγάλη αντίδραση φαίνεται όταν ο ανδριάντας εξαφανίστηκε μετά από παρέμβαση των τοπικών αρχών. Το 1993-1994 μετακίνησαν τον ανδριάντα για να βρεθεί πολύ αργότερα μέσα στις αποθήκες του ∆ήμου. Μετά από παρεμβάσεις και επιστολές επώνυμων και της συζύ-γου του καλλιτέχνη το έργο επανατοποθετήθηκε στο νέο πάρκο της Φλώρινας στις αρχές του 2002. Την περίοδο της ανέγερσης 1960-1961 κυριάρχησαν οι απόψεις εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών του νομού, οι οποίες υποστηρίζουν ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να απεικο-νίζει πιστά το πρόσωπο που αναπαριστά και να έχει σαφές περιεχόμε-νο. Η Σ. Τσιάρα σημειώνει ότι η κυρίαρχη άποψη, ακόμη και σήμερα είναι πως τα μνημεία εθνικού χαρακτήρα επιβάλλεται να παράγουν ευκρινές νόημα, διότι απώτερος στόχος είναι να λειτουργήσουν ως α-φετηρία εκκίνησης μιας μνημονικής διεργασίας που θα οδηγήσει στην εξύμνηση του τιμώμενου προσώπου ή γεγονότος11.

10. Εφημ. Έθνος Φλώρινας 27/10/1934. 11. Σ. Τσιάρα (2004). Τοπία της εθνικής μνήμης, Ιστορίες της Μακεδονίας

γραμμένες σε μάρμαρο. Αθήνα: Κλειδάριθμος, 26-27.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 147

Εικόνα 16, το τεχνούργημα στο Νέο Πάρκο της Φλώρινας12

Τα στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν ως μορφωτικό υλικό

από το συγκεκριμένο ανδριάντα είναι πολλά, τόσο καλλιτεχνικά όσο και ιστορικά. Εικαστικά και αισθητικά είναι τα στοιχεία που παραπέ-μπουν στη μοντέρνα ιστορία της γλυπτικής, στον αφαιρετικό εξπρεσι-ονισμό, στο σύγχρονο προβληματισμό για την ένταξη της σύγχρονης γλυπτικής στην υπαίθρια, δημόσια γλυπτική.

Ιστορικά είναι τα στοιχεία και οι πληροφορίες που παραπέμπουν

12. Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 148

στον τόπο, στα πρόσωπα και στην εποχή του μακεδονικού αγώνα, αλ-λά και στην εποχή ανέγερσης του ανδριάντα, στην τοπική ιστορία και στην παρεμβατική εξουσία που άσκησε η Εκκλησία στο παρελθόν. Ο Κώττας ήταν ένας παραδοσιακός «κλέφτης», συνεχιστής της κλέφτικης παράδοσης στη ∆υτική Μακεδονία. Ανήκε στους γραφικούς ληστές που απολάμβαναν δημοτικότητας για τα κατορθώματά τους και που τον τρόπο ζωής, αλλά και τη συμπεριφορά τους επέβαλλε στην ουσία το καθεστώς της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Κώττας στην αφετηρία της δράσης του κατά το 1900-01 είχε ήδη διαμορφώσει μια συνείδηση α-ντιοθωμανιστή και αντιεξουσιαστή. Σε καμιά περίπτωση δεν είχε ξε-κάθαρη ούτε την ελληνική ούτε τη βουλγαρική συνείδηση, αλλά μια βαθιά χριστιανική πίστη και στάση. Αυτούς τους «κλέφτες» που ήταν άριστοι γνώστες του ανταρτοπολέμου, της επιβίωσης στην ύπαιθρο κάτω από ποικίλες καιρικές συνθήκες, της αποτελεσματικής ενέδρας, της επιλογής λημεριού και κρυψώνας, τους είχε ανάγκη η Ε.Μ.Ε.Ο. Έ-τσι εντάσσεται ο Κώττας Χρήστου σε αυτήν για να την εγκαταλείψει αργότερα και να αφιερωθεί ουσιαστικά στην ελληνική υπόθεση, κρα-τώντας ισορροπίες ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Αυτό φαίνεται να προσμέτρησε ο Καραβαγγέλης ως το ασυγχώρητο «λάθος». Η επιστολή του Παπά –Σταύρου Τσάμη από το Πισοδέρι συνημμένη σε ένα άλλο προξενικό έγγραφο13 με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1902 εμφανίζει τον Κώττα να λέει: «όλοι οι χριστιανοί, Έλληνες, Αρβανίτες, Βλάχοι και Βούλγαροι πρέπει να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο, γιατί ο σκοπός είναι κοινός και κοινό είναι το όφελος» όπου φαίνεται να συμπυκνώ-νεται στο σύνολό της η αντίληψη και η δράση του Κώττα.

13. Βλ. Α. Ανδρέου (2002). ό.π. Α.Υ.Ε. Προξενείο Μοναστηρίου, αριθμ. 167.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 149

Εικόνα 17, Κώττας (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Η περίπτωση του Κώττα δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα σλα-βόφωνου αγωνιστή στη Μακεδονία, αλλά κατέχει ιδιαίτερη θέση, επει-δή η αποδοχή στο πρόσωπό του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο ίδιος τελικά λειτούργησε ως παράδειγμα για τους ομόγλωσσούς του για να προβά-λουν και αυτοί με τη σειρά τους αντίσταση. Τα έργα του Καλαμάρα14

14. Για τα έργα του Καλαμάρα βλ. Ίδρυμα ∆. Καλαμάρα, Αθήνα και Εφημ.

Φωνή της Φλώρινας 14/5/1999. Βλ. επίσης Μ. Λαμπράκη-Πλάκα (1995). Η πορεία προς τον Μέγα Αλέξανδρο:

εφημ. Το άλλο Βήμα/ 15/1. Α. Μιχαλοπούλου (1995). Το μυστικό της αρμονίας στο έργο του ∆. Καλαμά-

ρα: εφημ. Καθημερινή/22/1, 32. Χ. Βήττας (1998). ∆. Καλαμάρας, η ιδιαίτερη πατρίδα του συνεχίζει να τον

πληγώνει: εφημ. Μακεδονία, 28/6, 73. Το άγαλμα του Μακεδόνα Στρατηλάτη πα-ραμένει στα αζήτητα επειδή το δημοτικό συμβούλιο έχει ιστορικές αντιρρήσεις για

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 150

δεν συμβαδίζουν με τις προδιαγραφές της εθνικής προπαγάνδας και γι’ αυτό έγιναν στόχος των «εθνικοφρόνων», οι οποίοι απαίτησαν την υποβάθμιση και την τελική τους κατάργηση. Ο Κώττας στήθηκε το 1961 στη Φλώρινα, όμως αποσύρθηκε για «ευπρεπισμό».

Ο «Μεγαλέξανδρος» εκτέθηκε για ένα μικρό διάστημα και απο-σύρθηκε στη συνέχεια. Είναι χαρακτηριστική επίσης η περίπτωση του «Θνήσκοντος πολεμιστού», ο οποίος στήθηκε στην πλατεία της Φλώρι-νας μέσα στη δικτατορία. Ο Α. Καντιώτης ξεσήκωσε τον κόσμο, επειδή «το έργον τούτο, ως έργον αφηρημένης τέχνης, μη φέρον ενδεικτικόν στοιχείον Ελληνος πολεμιστού ή γενικώτερον Ελλάδος αγωνιζομένης, δύναται να στηθεί και εις Τίρανα και εις το Βελιγράδιον και εις άλλην τινά πόλιν του ∆υτικού ή Ανατολικού κόσμου, χωρίς να προκαλέσει ουδεμίαν αντίδρασιν. Όποιος το βλέπει δεν αναπολεί την Ελλάδα και τας ιστορικάς στιγμάς τας οποίας έζησεν. Οποία αντίθεσις του έργου τούτου προς άλλα ηρώα της πατρίδος και συγκεκριμένως προς τα η-ρώα των πόλεων Κιλκίς και Γιαννιτσών. Η τέχνη δεν είναι αυτοσκο-πός. Η τέχνη πρέπει να είναι θεραπαινίς των ιδανικών του έθνους». Μ’ αυτή την επιχειρηματολογία, ο Καντιώτης ζητεί «το μεν στηθέν έργον να στηθή εις άλλο σημείο της πόλεως διά να επιδεικνύεται εις τους τουρίστας, οπαδούς και θαυμαστάς της αφηρημένης τέχνης, να προκη-ρυχθεί δε διαγωνισμός δια την ανέγερσιν νέου μνημείου ηρώου» 15.

την αισθητική του: δεν αποδίδει την ιστορική μορφή του Μ. Αλεξάνδρου, ενώ αυ-τή η εντολή είχε δοθεί κατά την ανάθεση. Αιχμάλωτος επίσης και ο καπετάν Κότ-τας που κέρδισε το βραβείο στην Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, αλλά κοσμεί κάποια αποθήκη: βλ. Γ. Λοτσοπούλου (1995). Οι περιπέτειες ενός Μεγαλέξανδρου: Καθη-μερινή, 24/11.

Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου επιμ. (1995). ∆. Καλα-μάρας. Αθήνα.

Ίδρυμα Ι. και Α. Βελλίδη. Σύγχρονοι Έλληνες ∆ημιουργοί: ο Γλύπτης ∆. Κα-λαμάρας: Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινα.

15. Η πρόταση του Καντιώτη έγινε τελικά αποδεκτή από τους στρατιωτικούς: βλ. αφιέρωμα Ιός, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26/11/2000.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 151

Εικόνα 18 (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Όσον αφορά στις προτάσεις διδασκαλίας στην άσκηση της Ιστορί-ας μερικά ερωτήματα που τίθενται προς το έργο, αλλά και από το ίδιο το έργο αφορούν

• στις πολλαπλές αναγνώσεις για το νόημα και τη σύνταξη της μορφής

• για την ιδέα στην αφαιρετική δομή, για την ογκοπλασία, για τη γεωμετρικότητα, τη συμμετρία, την αξονικότητα, τη μετωπικό-τητα των δημόσιων μνημείων

• για την ιδεολογική χρήση του δημόσιου χώρου. Η σημειωτική αρχή της μη σύμπτωσης του συμβολικού με το πραγ-

ματικό οδηγεί σε μια κριτική και ερωτηματική στάση απέναντι στην

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 152

μνημειακή παραγωγή στο βαθμό που σχηματίζονται μορφές και σύμ-βολα, σενάρια και μεταφηγήσεις, τα οποία διεκδικούν νόημα φυσικό και αυτονόητο. Πρόκειται για τη «μυθολογική έπαρση» ανθρώπων κά-θε ηλικίας, φυλής και εποχής, οι οποίοι κατασκευάζουν αγάλματα ή εικόνες των θεών και τις παρουσιάζουν όχι ως κατασκευές, αλλά ως αντίγραφα ή απεικονίσεις νοημάτων.

Οι ερωτήσεις για την ιστορική πρόσληψη των γεγονότων που ανα-γιγνώσκονται στον ανδριάντα, αλλά και στην ίδια την ιστορία του τε-χνουργήματος μπορεί επίσης να αφορούν: στη σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο Μακεδονικό Αγώνα και τις εμφυλιοπολεμικές γιορτές μίσους, τη «σημείωση» στην επιστήμη της ιστορίας, για τη δι-δασκαλία της ιστορίας και για τη σύγχρονη εξωτερική πολιτική, για την εξαίρεση των «μη Ελλήνων το γένος» από τις νομοθετικές ρυθμί-σεις για επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων (1982) και για την επιστροφή των δημευμένων περιουσιών τους (1985), για τον αποκλει-σμό από τα ωφελήματα της «εθνικής συμφιλίωσης», για τη διατήρηση των συνεπειών της εμφύλιας σύγκρουσης με την «αμφισβητούμενη ελ-ληνικότητα» του σλαβόφωνου γηγενούς πληθυσμού16, για την εικονο-γραφική ανάλυση του τεχνουργήματος, για τον «άλλο» στον ίδιο πολι-τισμό.

Στο πεδίο αυτό προτείνονται βιβλιογραφικές εργασίες με έμφαση στην ιστορία του τόπου και στη συγκριτική παρακολούθηση του κινη-ματογραφικού έργου «Παύλος Μελάς» του Φίλιππα Φυλακτού 1974. Πρόκειται για μια υπερπαραγωγή που λίγη σχέση έχει ακόμη και με την κατεστημένη ιστοριογραφία του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά την παρακολούθησαν, συντεταγμένα, όλα τα σχολεία της εποχής και εμείς μαζί.

Προτείνεται επίσης αναζήτηση προφορικών μαρτυριών για μια ε- 16. Βλ.Τ. Κωστόπουλος (2000). Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή

των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία. Αθήνα: Μαύρη Λίστα. Επίσης βλ. αφιέρωμα στην Καθημερινή 11/8/59, σ. 7. Ν. Στάγκος (1959). Υποσχόμεθα να ομιλώμεν πάντοτε την ελληνικήν! Ο όρκος

των κατοίκων της Καρδιάς, των Κρύων Νερών επανελήφθη εις Ατραπόν: Ελληνικός Βορράς 11/8, 5.

Βλ. Σ. Καράβας (1999). Το παλίμψηστο των αναμνήσεων του καπετάν Ακρίτα: Τα Ιστορικά/31, ∆εκ. ∆. Λιθοξόου (1998). Ο ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας. Αθήνα: Μεγάλη Πορεία.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 153

μπειρική, σύγχρονη πρόσληψη του Μακεδονικού Αγώνα: « Μεσημέρι Σαββάτου, 29 Αυγούστου 1998. ∆υο πούλμαν φθάνουν στο Ξινό Νερό, 32 χιλιόμετρα από τη Φλώρινα. Πρόκειται για την οργανωμένη εκδρο-μή του σωματείου «Ο πράσινος μπερές» με σκοπό τον εορτασμό της «Νίκης του Έθνους» κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Μαζί με τους απόστρα-τους καταδρομείς, στην εκδρομή συμμετέχει και κάποιο ΚΑΠΗ της Θεσσαλονίκης. Οι επισκέπτες θέλουν να στεφανώσουν την προτομή του Πέτρου Παπαπέτρου που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού, αλλά οι κάτοικοι θεωρούν την κίνηση αυτή ως πρόκληση. Ο εορτασμός της «εθνικής νίκης» στον εμφύλιο είναι απαράδεκτος γι’ αυτούς που κατά-γονται σε μεγάλη πλειοψηφία από μαχητές του ΕΛΑΣ και του ∆ΣΕ. «Να το πάτε το στεφάνι στο Βίτσι» φωνάζουν οι κάτοικοι και δίνουν πράγματι το στεφάνι πίσω στους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Οι αστυ-νομικοί παρακολουθούν διακριτικά. ∆εν χρειάζεται να επέμβουν, διότι το επεισόδιο περιορίζεται σε φραστικές αντεγκλήσεις. ….. Ένας απ' τους κατοίκους απευθύνεται στον Αρχιμανδρίτη: «Ξέρεις πόσα άτομα έχουν σκοτωθεί από το Ξινό; Τριακόσια πενήντα άτομα έχουν σφάξει από το χωριό» … Μια κυρία κοντοστέκεται: «γιατί δεν μας αφήνετε; Ελλάδα δεν είναι; Ο παππούς μου ήταν Μακεδονομάχος», δείχνει να μην καταλαβαίνει αυτό που της λένε οι κάτοικοι, δηλαδή ότι ο Παπα-πέτρος κατέδιδε τους κατοίκους στους Τούρκους κατακτητές. Η προ-τομή του Παπαπέτρου μένει αστεφάνωτη. Στους κατοίκους του Ξινού, αυτή η προτομή δεν είναι καθόλου δημοφιλής. Κάθε λίγο και λιγάκι την βρίσκανε οι αρχές ξαπλωμένη κάτω. Τέλος, την πακτώσανε με γε-ρές λάμες. …. Συγκεντρωμένοι γύρω από την προτομή, οι κάτοικοι έ-χουν διάθεση για καλαμπούρι, μετά την αποχώρηση των ξένων. Μι-λούν στην ντόπια γλώσσα: «Νε γκο τίργκαϊ πόπο μπρε» λέει ο ένας προς τον κάμεραμαν (δηλ. «μην τραβάς τον παπά ρε»). Κι ένας άλλος απαντά: «ουστάιγκο, ουστάιγκο, κε γκο ίμαμε ζα σπόμεν» (δηλ. «Α-στον, άστον, θα τον έχουμε για ενθύμιο»)17.

Στο πεδίο των δραστηριοτήτων για τους φοιτητές εντοπίζουμε επί-σης ένα τραγούδι, που ακούγεται στις περιοχές μεταξύ Σβέσδα και Γκόριτσα στη Νότια Αλβανία όπου διαβάζουμε για τον Κώττα:

17. Βλ. Ιός: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/11/1998.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 154

Τέλη σετ βιράνα κε μπ’ κάτρα άνα κάρκονα τ’ ζάνε Κότε καπετάνε κιο Κορέστε σκρέτε μπούσιο με νιζάμα μ’ σε ζάνα δοτ Κότε καπετάνε ούδ’ Μαναστήρι ανασυμπάνε νιέ θάμα να μπστίσνα πόστα, να βράνα τουτζάρε. Ίκε Κότε, ίκε τη σκρέτεμ πάλα Τάρα τη σόκ τ’ Κότε καπετάνα γιούσμε με τσιμάνε, γιούσμε με φουστάνε.

Η μετάφρασή του: Τηλεγραφήματα χτυπήθηκαν από τέσσερις μεριές θέλουν να πιάσουν τον καπετάν Κώττα. Τα έρημα Κορέστια γέμισαν στρατό δεν μπορούν να πιάσουν τον καπετάν Κώττα. Στο δρόμο για το Μοναστήρι έγινε συμπλοκή, μας χτύπησαν την πόστα, μας λάβωσαν εμπόρους. Τράβα, Κώττα, το έρμο το σπαθί σου. Όλοι οι σύντροφοι του Κώττα ήσαν παλληκάρια, μισοί με μανδύες, μισοί με φουστανέλλες18.

Ο αλλόγλωσσος στον ίδιο πολιτισμό

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, που συσπείρωσε τους σλαβόφωνους κατοίκους των Κορεστίων και της Πρέσπας με την ελλη-νική πλευρά την περίοδο 1902 –1904 ήταν ο Κώττας. Για τον Κώττα, σε αντίθεση με τον Μητροπολίτη Καστοριάς, Γερμανό Καραβαγγέλη, την ελληνική επίσημη κυβερνητική πλευρά, τους τέσσερις αξιωματικούς, τους δέκα Κρητικούς και όλους όσους αναμείχθηκαν στα γεγονότα στη Μακεδονία, ο κατ΄ εξοχήν εχθρός ήταν ο Τούρκος και η οθωμανική διοίκηση.

Στο δημόσιο μνημείο του Καλαμάρα για τον Κώττα αποδομείται ο «οπτικός μύθος» του εθνικού αγωνιστή μ’ ένα σύστημα σημείων που δεν αξιοποιεί «μιμητικά στοιχεία» με αποτέλεσμα την ελευθερία των θεατών προς μια εστίαση πέραν της εξωτερικής πραγματικότητας. Οι

18. Βλ. Ν. Γ. Κοεμτζόπουλου (1968). Καπετάν Κώττας, ο πρώτος Μακεδονο-

μάχος. Αθήνα, 78-79.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 155

αντιθέσεις και οι αντιστροφές στο τεχνούργημα εντοπίζονται στο υ-περβολικό στοιχείο των όγκων-μυών ενός φυσικού, γήινου σωματότυ-που, οι οποίες μετατρέπουν το «συγκεκριμένο» του μεμονωμένου προ-σώπου στην ιστορία σε «αφηρημένο», στην ενσάρκωση μιας αξίας, της αγωνιστικότητας, της αντίστασης19.

Για μια παραγωγική συγκριτική ανάγνωση

Οι αρνητικές αντιδράσεις στο συγκεκριμένο έργο, αλλά και σε άλ-λα δημόσια τεχνουργήματα του ίδιου γλύπτη συγκροτούν μια περί-πτωση σύγχρονης «εικονομαχίας» που έλκει από τη θρησκευτική ή/και θεολογική διάσταση του βανδαλισμού20. Ως πολιτικός βανδαλισμός ο-ρίζεται στην ιστορία της εικονογραφίας η καταστροφή δημοσίων α-γαλμάτων σε περιόδους ιστορικών αλλαγών και ανατροπής της ηγεμο-νικής πολιτικής νοοτροπίας: «η μοίρα του έργου ακολούθησε την μοίρα του ανθρώπου που παρουσιάζει, όπως συνελήφθη τον Ιούνιο του 1904 και απαγχονίστηκε ο Κώττας στο Μοναστήρι από τους Τούρκους, έτσι και το έργο του Καλαμάρα βρέθηκε απαγχονισμένο δίπλα σε μια κο-λώνα της ∆ΕΗ»21. Οι καταστροφές δημόσιων γλυπτών καταγράφονται από το 1792 στην ιστορία των λαών, όπως αυτές του Λουδοβίκου Ι∆΄, του Στάλιν το 1960 στην Πράγα, των Λένιν και Στάλιν από το 1999 στη Ρωσία, αλλά και του στρατηγού Βαν Φλητ22 στην Καστοριά. Πρό-σφατα μάλιστα το ∆.Σ. της πόλης (2005) αποφάσισε την μετονομασία της πλατείας Βαν Φλητ σε πλατεία Μακεδονομάχων αντιδρώντας στην απόφαση των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν την ΠΓ∆Μ ως «δημοκρατία της

19. Όπως την ορίζει ο Ν. Σβορώνος «αντιστασιακή υφή» βλ. Ν. Σβορώνος

(1976). Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Αθήνα: Θεμέλιο, 12-13. 20. P. Burke, ό.π. 231-232. 21. βλ. Φ. Ι. Φραντζισκάκης (1979). Φλώρινα τέλος: Ζυγός/37, 79-84. 22. Ο Αμερικανός Στρατηγός Βαν Φλητ πολέμησε με τον εθνικό στρατό στις

μάχες ενάντια του ∆ημοκρατικού Στρατού. Το 1948 ο Π. Κανελλόπουλος τον υ-ποδέχθηκε «καλώς ήρθατε στρατηγέ στο σπίτι σας, ιδού ο στρατός σας» και σε δέκα ημέρες ήταν έτοιμα τα σχέδια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων της Ρούμε-λης (σχέδιο Χαραυγή) και της Πίνδου (σχέδιο Κορωνίας). Το 1990, 1999 η προτο-μή του που ανεγέρθηκε μετεμφυλιακά στην Καστοριά ρίχτηκε στη λίμνη και το 2003 ο Αμερικάνος Πρέσβης ζήτησε την επανατοποθέτησή του: βλ. kastorianet.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 156

Μακεδονίας»23. Η μετριοπαθής έκδοση της εικονομαχίας αφορά στη μετακίνηση

αγαλμάτων όπως στην περίπτωση του Θνήσκοντος Πολεμιστή και του Μ. Αλεξάνδρου του Καλαμάρα, αλλά εκδηλώνεται και σε τελετουργι-κό πεδίο δημόσιας καταστροφής όπως συνέβη στην Καστοριά, στο Ξι-νό Νερό. Σε διεθνές πεδίο τα αγάλματα των κομμουνιστών καταστρά-φηκαν μετά την αλλαγή καθεστώτος, όπως στην Ουγγαρία το 1989, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη. Επίσης σε πεδίο αδιαφορίας όσον αφορά στην καταστροφή από κλιματολογικές και οικοπεδοφαγικές επεκτάσεις μνημείων αναφέρουμε το γερμανικό μνημείο στα Χανιά, στην τοποθεσία Παρηγοριά, όπου το 1941 στήθηκε από τις κατοχικές αρχές μνημείο για τη μάχη της Κρήτης. Το τεχνούργημα διαβρώθηκε σε πολλά σημεία και το ∆.Σ. αποφάσισε την μετακίνησή του, διότι «προ-καλεί το λαϊκόν αίσθημα, επαναφέρει μνήμες άσχημες στο λαό της Κρήτης…»24. Ωστόσο ενδιαφέρον για την ιστορική έρευνα αποτελεί η καταγραφή και της άλλης άποψης για συντήρησή του ως «ιστορικού ίχνους»: «ας το γκρεμίσουμε λοιπόν κι αυτό, αφού είναι έργο των πρό-σκαιρων κατακτητών της Κρήτης. Ας γκρεμίσουμε και τους μιναρέδες, τα τζαμιά και τις κρήνες που έχτισαν οι Τούρκοι (όσα μένουν ακόμη), ας γκρεμίσουμε και τα βενετσιάνικα κάστρα της παλιάς πόλης (όσα περισώθηκαν), για να μείνουμε με τα απρόσωπα κουτιά που στήνει ο σύγχρονος «γηγενής» πολιτισμός μας»25.

Στην ίδια κατεύθυνση ο ∆. Κούρτοβικ γράφοντας για την τυφλή μνήμη μας, τονίζει ότι «ο Θεόφιλος εκφράζει τη λαϊκή αποξένωση από την ιστορία.., την αποξένωση του Έλληνα διανοούμενου από την Ι-στορία εκφράζουν επίσης τα δεκάδες ιστορικά μυθιστορήματα που είτε επαναλαμβάνουν εθνικά και πολιτικά στερεότυπα είτε δημιουργούν παραλλαγές τέτοιων στερεοτύπων…για το συγγραφέα ληξίαρχο και επεξεργαστή της μνήμης δεν υπάρχει η άμεση, υλική επαφή με το ιστο-ρικό παρελθόν….σήμερα έχουν απομείνει πολύ λίγα σπίτια με σημάδια των ∆εκεμβριανών, το εκκλησάκι όπου έψαλλε ο Παπαδιαμάντης

23. Πρακτικά Συνεδρίασης 28/2/2001 ∆Σ Καστοριάς. 24. Αρχείο ∆ήμος Ν. Κυδωνίας, Πρακτικά ∆Σ 2000. 25. βλ. Γ. Μανουσάκης: Ελευθεροτυπία 31/3/2001 και Χανιώτικα Νέα,

22/3/2001.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 157

γκρεμίστηκε από ιδώτη, το δημοτικό θέατρο του Τσίλλερ επίσης επί Μεταξά από τον ∆ήμαρχο Αθηνών, το σπίτι του Κολοκοτρώνη, το πε-ριβόλι του Μακρυγιάννη….τα καφενεία που λειτούργησαν σαν φιλο-λογικά στέκια…»26.

Στον Κώττα του Καλαμάρα δεν υπάρχει το κατάλληλο υλικό για μυθοποιητική σκέψη και στάση, διότι τα διπολικά σχήματα (χριστια-νού-εξαρχικού, σλαβόγλωσσου-αλβανόγλωσσου-τουρκόγλωσσου, χω-ρικού, αγωνιστή-τοπάρχη-ήρωα) αλληλοαναιρούνται και αλληλοαπο-κλείονται στην απόδοση του μνημείου, το οποίο συγκροτεί μια δυνα-μική, διαλεκτική σύνθεση/αντίθεση. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Μπαρτ ο μυθολόγος αποκλείεται από την ίδια την ιστορία αν και θέλει να δράσει στο όνομά της, «είμαστε καταδικασμένοι για ορισμένο διάστη-μα να μιλάμε με υπερβολή για την πραγματικότητα, επειδή ο ιδεολογι-σμός και το αντίθετό του παραμένουν συμπεριφορές μαγικές, πρέπει να επιζητήσουμε τη συμφιλίωση της πραγματικότητας με τον άνθρωπο, της περιγραφής με την εξήγηση, του αντικειμένου με τη γνώση»27.

Ο «μύθος»28 ως μεταφήγημα στην ιστορία λειτουργεί διαμεσολαβη-τικά στις αντιθέσεις που εγγενώς υπάρχουν στις κοινωνίες, αλλά δεν παύει να είναι πολιτισμικό προϊόν καθορισμένο τοπικά και χρονικά. Τα σημεία δεν υπάρχουν από μόνα τους, αλλά εκπροσωπούν κάτι άλ-λο. Τα σιγματικά επίπεδα αναφοράς-η εικόνα, ο δείκτης, το σύμβολο, η εκφραστική ποιότητα, η ενδοεικόνα και η υπερεικόνα συνιστούν τις εκφάνσεις των αντικειμένων.

Σημειώνουμε ότι στις 16 Οκτωβρίου γιορτάζουμε την Επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα και στις αντίστοιχες εγκυκλίους που αποστέλλο-νται στα σχολεία διαβάζουμε ότι «ο Μακεδονικός Αγώνας δεν απο-σκοπούσε στην κατάκτηση ξένων εδαφών, αλλά στόχευε στη διάδοση της ελληνικής παιδείας και της εθνικής ιδέας και τη διατήρηση του ε-θνικού φρονήματος του πληθυσμού της Μακεδονίας, δεν υπάρχει τίπο-τε περισσότερον χρήσιμον δια τους λαούς από την μελέτην της ιστορί-

26. ∆. Κούρτοβικ (2003). Η τυφλή μνήμη μας: εφημ. Η Καθημερινή 15-16/3. 27. Ρ. Μπαρτ (1973). Μυθολογίες, Μάθημα. Μετ. Κ. Χ/δήμου, Ι. Ράλλη. Αθήνα:

Ράππα, 265. 28. Για το μνημείο ως μύθος βλ. Σ. Τσιάρα, ό.π., 27-28 και Ρ. Μπαρτ (1973). ό.π,

202-230.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 158

ας των, διότι, εκείνη προσανατολίσει και διδάσκει και από την οφει-λομένην τιμήν εις τους πρωτεργάτας της ιστορίας των». Το 1968 στις αρχές της δικτατορίας οι εκπαιδευτικές αρχές προτείνουν την ημέρα αυτή «να τελεσθή μνημόσυνον εις μνήμην πεσόντων Μακεδονομάχων και να γίνουν ομιλίες δια την εθνικήν σημασίαν του Μακεδονικού α-γώνος και την εθνικήν δράσιν του εθνομάρτυρος Π. Μελά και των λοι-πών Μακεδονομάχων». Παράλληλα προτείνονται επισκέψεις σε «τό-πους, εις τους οποίους διεδραματίσθησαν σημαντικά γεγονότα κατά την διάρκειαν του μακεδονικού Αγώνος», «να υπογραμμίζεται «η συμ-μετοχή εις τον Μακεδονικόν Αγώνα της περιοχής, ην επισκέπτονται»

και «οι διδάσκαλοι, καταλλήλως προητοιμασμένοι, πραγματοποιήσουν ομιλίας, δι΄ ων να εξαίρωνται αι θυσίαι των Μακεδονομάχων και του Λαού της Μακεδονίας δια την απελευθέρωσιν της Μακεδονικής Γης»29. Στις εγκυκλίους της δικτατορίας παρατηρούνται ταυτοποιήσεις γεω-γραφικών, ιστορικών όρων και αποσιωπάται η ιστορική πραγματικό-τητα των Βαλκανικών και του Β΄ Παγκοσμίου όπου η Μακεδονική γη ως γεωγραφική περιοχή διανεμήθηκε σε τρεις χώρες30. Από το 1984 ω-στόσο το ύφος και τα σημαινόμενα μεταβάλλονται, διότι πρέπει να τη-ρηθούν «μέσα σε εθνικά πλαίσια και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέ-πει να έχουν αιχμές ή να δίνουν αφορμή δημιουργίας ζητημάτων στις καλές σχέσεις που υφίστανται σήμερα με γειτονικούς λαούς»31.

29. Βλ. Π. Γκόλια (2006). Εθνική και πολιτική διαπαιδαγώγηση στο Ελληνικό

∆ημοτικό Σχολείο κατά την ιστορική συγκρότηση και τη συνέχεια του Ελληνικού κράτους. Ο ρόλος των σχολικών εορτών. Φλώρινα, δδ. υπό εκπόνηση.

30. Α. Λιάκος (1994). Εθνικές θεωρίες και αμφιβολίες. Στο: Εθνική συνείδηση και ιστορική παιδεία. Σεμινάριο 17. Αθήνα: Π.Ε.Φ., 100-117.

31. Βλ. Π. Γκόλια, ό.π.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 159

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 160

εφημ. Φωνή της Φλωρίνης

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 161

Εικόνα 19, φωτογραφία του Βαν Φλητ, 24 Φεβρουαρίου 1947. Φτάνει στην Αθήνα ο στρατηγός Βαν Φλητ, διοικητής της Αμερικανικής Στρατι-ωτικής Συμβουλευτικής και Προ-

γραμματικής Ομάδας, για να βοηθή-σει τις κυβερνητικές δυνάμεις στη

συντριβή των ανταρτών (διαδίκτυο).

Εικόνα 20, το βάθρο μετά την καταστροφή της προτομής του Βαν Φλητ στην Καστοριά (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 162

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 163

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 164

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 165

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 166

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 167

6. Ο Σούλιος

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Σούλιος από την Κορυτσά στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώ-να έδρασε ως οπλαρχηγός τόσο στην Κορυτσά, αλλά και στην ευρύτε-ρη περιοχή. Ως οπλαρχηγός είχε στη διάθεσή του πολλούς ένοπλους αγωνιστές που δρούσαν για την αυτονόμηση της Βορείου Ηπείρου. Μετά την λήξη του Βορειοηπειρωτικού επέστρεψε στην Ελλάδα περί-που το 1914. Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ήταν στην Ελλάδα μέ-χρι και το 1942 ή 1943 που απεβίωσε λόγω ασιτίας. Πολέμησε επίσης στα σώματα των καπεταναίων Φούφα και Ζάκα1.

Ο Σούλιος έλαβε ενεργά μέρος στην μάχη στις 12-13/5/1908 στο Κωστενέτσι. Αντίπαλοι σ' αυτήν την μάχη ήταν οι Ρουμελιώτης, Μα-κρής, Σούλιος, Μπέλιος με 25 άνδρες από την μια και οι κομιτατζήδες από την άλλη. Σ' αυτήν την μάχη πυρπολήθηκαν 28 σπίτια, σκοτώθη-καν 31 κομιτατζήδες και 20 πολιτοφύλακες καθώς και 2 αντάρτες, ενώ στη συνέχεια υποχώρησαν εξαιτίας του επερχόμενου οθωμανικού στρατού2.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: στη Λεωφόρο Νίκης (στη διαχωριστική νησίδα), στη βόρεια πλευρά της πόλης.

Χρονικός προσδιορισμός: 26 Αυγούστου 1962.

1. Κ. Βακαλόπουλος ( 1999). Ο ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία 1904-1908.

Θεσσαλονίκη:Ηρόδοτος, 142-147. 2. Προφορικές πληροφορίες από τον Λάζαρο Μέλλιο και από τον Χρήστο

Φάτση, μέλος του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου στην Φλώρινα.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 169

Υλικό κατασκευής: η προτομή είναι ορειχάλκινη και είναι τοποθε-τημένη σε μαρμάρινο βάθρο.

∆ιαστάσεις: 2 × 0,40 × 0,60. Παραγγελία: Η προτομή του Καπετάν Σούλιου χρηματοδοτήθηκε

από την «Μπάγκειο»3 επιτροπή. Η παραγγελία έγινε από τον ίδιο τον ∆ήμο Φλώρινας, ο οποίος έχει και την ευθύνη της συντήρησης της προ-τομής.

Εικονομήνυμα

Η προτομή του Καπετάν Σούλιου στηρίζεται σε μαρμάρινο βάθρο στο οποίο αναγράφεται κεφαλαιογράμματα το όνομα του οπλαρχη-γού, το όνομα του γλύπτη καθώς και το όνομα του προσώπου, που το χρηματοδότησε (με τις χρονολογίες ζωής-θανάτου), ο οποίος είναι ο «εθνικός Ευεργέτης» Ιωάννης Μπάγκας από την Κορυτσά.

Η ενδυμασία και η ιδιότητα του αναπαριστάμενου δηλώνονται ά-μεσα στον προσδιορισμό «καπετάν» που αναγράφεται στο μαρμάρινο βάθρο, στο οποίο στηρίζεται η προτομή.

Περιγραφή έργου

Προτομή, τρισδιάστατο έργο, φτιαγμένο από χαλκό με λαξευμένη την κάθε λεπτομέρεια τόσο του προσώπου όσο και της στολής του ο-πλαρχηγού. Τόσο το πηλίκιον όσο και η στολή του αποκαλύπτουν την προέλευση του συγκεκριμένου προσώπου, ο οποίος καταγόταν από την Κορυτσά. Η στολή παραπέμπει στην παραδοσιακή στολή των Βο-ρειοηπειρωτών4. Λιτή μορφή με κυρίαρχο το ενδυματολογικό σημείο χωρίς έντονα τραγικά, μεταφυσικά και προγονολατρικά στοιχεία, χω-ρίς άνω άκρα, στοιχείο ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας. Παρατηρείται πλάγια κλίση της κεφαλής και ανάλογα του βλέμματος σε θέση προ-σφοράς και οικείωσης προς το κοινό5.

3. Ιωάννης Μπάγκας (1814-1895), ΕΘνικός Ευεργέτης από την Κορυτσά. 4. Μπουραζάνα είναι η ονομασία που είχαν δώσει στη συγκεκριμένη φορεσιά. 5. βλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual

design. London, N.Y.: Routledge, 120-130.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 170

Εικόνα 21, (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο καλλιτέχνης

Ο Θανάσης Μηνόπουλος γεννήθηκε στη Φλώρινα και σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας 1952-1958. ∆άσκαλο στη Σχολή είχε τον Μ. Τόμπρο, αλλά σύχναζε και στο εργαστήρι ζω-γραφικής του Γιάννη Μόραλη. Φοίτησε επίσης στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης με υποτροφία της τουρκικής κυβέρνη-σης τα χρόνια 1961-62 με δάσκαλο τον Ισμαήλ Χακή Ουισκάρ. Το 1968 στη Ζυρίχη παρακολούθησε μαθήματα τεχνικής στην γλυπτική σε μάρ-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 171

μαρο και το 1975 στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης μαθήμα-τα για την τεχνική της πλαστικοχυτικής και της χύτευσης έργων σε α-λουμίνιο. Συνεργάστηκε με την Επιτροπή Ανεγέρσεως Ανδριάντων της οποίας πρόεδρος ήταν ο Γ. Μόδης και ανέλαβε πολλές από τις προκη-ρύξεις της. Ο Μηνόπουλος έφυγε από τη Φλώρινα το 1962, όταν διορί-στηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ως μόνιμος βοηθός και συντηρητής των γλυπτών. Του ανατέθηκαν έργα απευθείας από το ∆ημόσιο, όπως ο ανδριάντας του Καπετάν Βαγγέλη στα Ασπρόγεια, η «Γυναίκα της Πίνδου» στον Πεντάλοφο Κοζάνης και στην Ηλιούπολη της Αθήνας καθώς και η προτομή του φιλόσοφου Ιωάννη Κωττούνιου στη Βέροια. Από τις περισσότερες χαρακτηριστικές προτομές Μακεδο-νομάχων είναι η προτομή του Σταύρου Παπαχαρίση στην Άρνισσα, του Λάζου Αποστολίδη στην Καστοριά, του Μιχάλη Μωραΐτη, του Σταύρου Φραγκόπουλου, του Παύλου Γύπαρη, το μνημείο Καπετάν Άγρα και Μίγγα στην Έδεσσα, του Παπαθανάση Παναγιωτίδη το Φλάμπουρο Φλώρινας, του Μπουκουβάλα στα Γιαννιτσά, του οπλαρ-χηγού Σούλιου στη Φλώρινα, του Τσώκου Βέσκου στην Έδεσσα, του Ζορμπά και του Τσιτσόπουλου στην Κατερίνη και του Μοίραχου Γε-ωργίου επίσης στα Γιαννιτσά 6.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση Ενδιαφέρον εντοποίζουμε στα ενδυματολογικά στοιχεία για την

αναγνώριση των αγωνιστών/αγωνιστριών, η ενδυμασία ως σημείο κα-ταγωγής, προέλευσης στο πεδίο μιας ιστορικογεωγραφικής και σημειω-τικής ανάλυσης.

Η επιλογή ένδυσης εξαρτάται από τα κλιματολογικά, τοπολογικά συμφραζόμενα, αλλά και από τους κώδικες ηθικής, σεμνότητας, σεβα-σμού, υγιεινής, καθαριότητας, αγωγής ώστε να επιτυγχάνεται η αποδο-χή ή/και ο ανταγωνισμός από/με τους άλλους.

6. Η αφοσίωσή του στην ανδριαντοποιία διασπάται το 1965 όταν κατασκευά-

ζει το «χορευτικό ζευγάρι» και την «διπλή μητρότητα». Η γυναικεία μορφή απα-σχόλησε ιδιαίτερα τον γλύπτη, η «καθισμένη γυναίκα», «η μικρή κοπέλα», η «ξα-πλωμένη γυναικεία μορφή», η «Κύπρια μάνα». Υπάρχουν σήμερα άλλες 2 σειρές που είναι τελείως αποσπασμένες από το μνημειακό στοιχείο της γλυπτικής του. Η μια σειρά περιλαμβάνει τα «πουλιά», από τα οποία προήλθαν πολλά σχέδια και κατασκευές, έργα μικρογλυπτικής, δείγμα των οποίων υπάρχει στη συλλογή του Φ.Σ.Φ.Α. βλ. Τ. Μπέσσας (1993). ό.π., 224-227 και Μ. Παπανικολάου (1985). Υπαί-θρια γλυπτά της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Βλ. επίσης Χ. Χρήστου, Μ. Κουμ-βακάλη-Αναστασιάδη (1982). ό.π. 158, 260-261.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 172

Εικόνα 22, λεπτομέρεια (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Η Lurie Alison προτείνει μια σημειωτική ανάγνωση της ενδυμασίας και οριοθετεί το λεξιλόγιο της ενδυματολογίας διαμορφώνοντας μια σημειωτική σύσταση που καταγράφει τα είδη και τις κατηγορίες της ένδυσης από τη «στολή μέχρι το μαγικό μανδύα» καθώς επίσης και τους ποικίλους φορείς της ενδυμασίας από «τον πρωτόγονο άνθρωπο μέχρι τον αστό». Η ενδυμασία ως σύστημα σημείων οδηγεί την ερευνή-τρια στην αποκωδικοποίησή της. Έτσι αναλύοντας το υλικό, το χρώ-μα, το υποκείμενο που παράγει, αλλά και αυτόν που επιλέγει την εν-δυμασία εντοπίζει τις σχέσεις ανάμεσα στη μόδα, στη φυσιογνωμία,

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 173

στη συνήθεια και στη νοοτροπία7. Προτείνεται επίσης η διδασκαλία για τη διαχείριση της ιστορικής

δράσης από τη λογοτεχνία και την αντίστοιχη παραγωγή «θρύλων». ∆ίνεται το παράδειγμα των στιχουργημάτων για τους αγωνιστές και τις μάχες με αφορμή τη συμμετοχή του Σούλιου στην ομάδα του Φού-φα:

Φούφας κι Ζιάκος αρχηγοί μ' ιξήντα παλληκάρια στη Λόσνιτσα πιράσανι να κάμουνι λημέρι... Κι ουχτώ Μαίου έφτασαν μέσα στου Παλιουχώρι. Φουνάζ’ ου Φούφας ου αρχηγός, τα όρη αντιλαλούνι κι απού του φόβου οι Βούλγαροι τα όπλα.τους πιτούνι. Τρίτη, Τετάρτη του προυί ιπήρα τάρματά μου, στου Παλιουχώρι πήγινα μι όλα τα πιδιά μου. Ικεί, που ικαθήσαμι για να ξικουραστούμι, ήρθαν ουλίγοι Βούλγαροι, να μας υπουδιχτούνι. -Καλή μέρα σας, βρε πιδιά, είπαν τα Βουργαράκια είχαν στα χείληα ζάχαρι και στην καρδιά φαρμάκια -Φούφα, πού έχτι τάρματα, τα έρημα τσαπράζια. να κάψουμι του σπίτ' τ' παππά, του καπιτάνιου αντάμα;» Τι λέτι, παλιουβούργαροι κι σεις παλιουκουμίτις. ημείς απουφασίσαμι μι τα σπαθιά να μπούμι. Για ανοίξτι μας, μωρέ πιδιά κι σεις παλιουκουμίτις. Η πόρτα αμέσους άνοιξιν κ' οι ντουφικιές αρχίσαν. Πήραν του Φούφα στα δεξιά κι πέφτει πληγουμένους Βουργάροι τουν σκουτώσανι μέσα στου Παλιουχώρι. Σηκώνουμι πουλύ προυί, δυό ώρις πριν να φέξη. παίρνου νιρό κι νίβουμι κι ζώνου τάρματά μου κι παίρνου δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κουρφουβούνια, να βρω λημέρια αντάρτικα, λημέρια που του Φούφα. Μουρίκι μου πιρήφανου κι ουξυά ζουγραφισμένη, του Φούφα που τουν έχιτι, τουν πρώτου καπιτάνιου; Βρίσκου του Φούφα αρχηγό βαριά τραυματισμένου Σήκου, βρε Φούφα αρχηγέ, σήκου. να πουλιουμήσης! Μι τι πουδάρια να σκουθώ, χέρια. να πουλιουμήσου;

7. A. Lurie (1981). The Language of Clothes. New York: Random House, 232.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 174

Για πιάσιμέτι να σκουθώ, να σταυρουθώ, να κάτσου. να βγάλου του τραγούδι μου του παραπουνιμένου!8

∆ίονονται ασκήσεις στο λεξικολογικό υλικό. Η ιστορία των εν-

νοιών βρίσκεται σε ώσμωση με τη διανοητική ιστορία, την ιστορία των ιδεών, την ιστορία των νοοτροπιών και αναδεικνύει τον ιστοριογρα-φικό προβληματισμό υπό την επίδραση της γλωσσολογίας και του με-ταδομισμού. Για την ανάδειξη της ιστορικής γνώσης και συνείδησης το ενδιαφέρον των ερευνητών επικεντρώνεται στη σημασιολογική μετεξέ-λιξη των όρων που συγκροτούν κόμβους του δικτύου του πολιτικο- ιδεολογικού λεξιλογίου. Ένας από τους στόχους είναι να εντοπιστεί η επίσημη ρητορικότητα, η μυθολογία που κατασκευάζεται ερήμην των ιστορικών δεδομένων. Στο πεδίο αυτό οι ιδέες και οι έννοιες προσεγγί-ζονται ως ιδεολογικοπολιτικά εργαλεία. Για παράδειμα τα εθνώνυμα και τα σύνθετα ονόματα/επίθετα «παλιουβούργαροι κι σεις παλιου-κουμίτις», που εντοπίζουμε στο δείγμα του ποιήματος αφορούν στη σημασιολογική αλλαγή που μπορεί να υποστούν ιστορικές και πολιτι-κές έννοιες, αλλά και στην ταυτόχρονη πολιτογράφησή τους σε αντιθε-τικά ιδεολογικά περιβάλλοντα από τη στιγμή της εμφάνισής τους.

8. Χ. Νεράντζης (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, ο Μακεδονι-

κός Αγώνας, τ. Γ΄. Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος .

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 175

7. Καπετάν Πέτρος Χρήστου ή Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλίδης ή Γρηγορίου

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Γεννήθηκε στο Μοναστήρι. Το ψευδώνυμο του, «δάσκαλος» υπο-δηλώνει την μόρφωση και το επάγγελμά του ως δάσκαλος στη Βελού-στινα. Το Μοναστήρι ήταν μια από τις ασφαλείς περιοχές για τους Έλ-ληνες ως ισχυρή ελληνική κοινότητα με προξενείο και πολλούς αξιω-ματικούς.

Ο Χρήστου τάχθηκε στον αγώνα για την υπεράσπιση της ελληνικό-τητας της Μακεδονίας και την άνοιξη του 1906 έγινε ένας από τους οπλαρχηγούς του Ιωάννη Καραβίτη, ο οποίος τον Ιούνη του 1903 κα-τέφθασε στην περιοχή με σώμα μαχητών1. ∆ιετέλεσε οδηγός, αλλά και μεταφραστής του, διότι ήξερε και άλλες γλώσσες εκτός από ελληνικά. Ο Καραβίτης όρισε τον Χρήστου αντάρτη και αργότερα καπετάνιο με στόχο να δημιουργήσει ένα σώμα από γηγενείς αντάρτες. Ο Πέτρος Χρήστου δρούσε στην περιοχή Καμπάσνιτσα - Κλαδερόπ ή Κλαδοράπ ή αλλιώς Κλαδοράχη, αλλά τον συνέλαβαν στο Μπούκουβο σ’ ένα κρησφύγετo και καταδικάστηκε σε θάνατο. Με επέμβαση της οικογέ-νειάς του η εκτέλεσή του ματαιώθηκε, αλλά απαγχονίστηκε στο Μο-ναστήρι το 1908 την ημέρα του νεοτουρκικού συντάγματος (Χουριέτ).

Η συμμετοχή του στον Mακεδονικό αγώνα ήταν μικρή από άποψη χρονικής διάρκειας, αλλά σημαντική στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής καθώς χρησιμοποιούσε πολλά ψευδώνυμα και ήταν ευέλικτος σε πολλαπλή δράση.

1. Α. Σουλιώτης-Νικολαΐδης (1993). Ο Μακεδονικός Αγών. Θεσσαλονίκη:

ΙΜΧΑ, 89. Χ. Νεράντζης (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, ο Μακε-δονικός Αγώνας, τ. Γ΄ Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος, 721. Κ. Βακαλόπουλος ( 1999). Ο ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία 1904-1908. Θεσσαλονίκη:Ηρόδοτος.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 177

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: η προτομή του καπετάν Πέτρου Χρήστου βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Σαρανταπόρου και Καστριτσι-ανάκη.

Χρονικός προσδιορισμός: 26 Αυγούστου 1962. Χώρος δημιουργίας: καλλιτεχνικό χυτήριο του Π. Μωραίτη στην

Τήνο. Παραγγελία: η προτομή ήταν παραγγελία της Επιτροπής Ανεγέρ-

σεως Προτομών και Ανδριάντων Νομού Φλώρινας.

Εικόνα 23, (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Όπως μαθαίνουμε από τον λόγο που εκφώνησε ο Μόδης, πρόεδρος της Επιτροπής, μεγάλη ήταν η συνεισφορά των ∆ημοτικών σχολείων της

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 178

Ελλάδος που προσέφεραν χρήματα, αλλά και της Χωροφυλακής που προσέφερε 50000 δρχ. για την ανέγερση και άλλων προτομών στο νομό.

Υλικά: ορειχάλκινη προτομή σε μαρμάρινο βάθρο. ∆ιαστάσεις: 0,70 × 0,40 × 0,30. Εικονοκείμενο: σε κεφαλαιογράμματη γραφή αναγράφονται το

όνομα, η ιδιότητα και η καταγωγή «Πέτρος Χρήστου, οπλαρχηγός εκ Μοναστηρίου».

Περιγραφή του έργου Η προτομή είναι φτιαγμένη από ορείχαλκο και απεικονίζει ένα υπαρκτό πρόσωπο, έναν πολεμιστή του Μακεδο-νικού Αγώνα όπως μαρτυρεί και η στολή, η οποία ωστόσο αποδίδεται λιτά με απουσίες σημαινόντων. Λιτή ρεαλιστική αναπαράσταση χωρίς άκρα σε συμβατική τεχνοτροπία δημόσιας γλυπτικής με έμφαση στο νεαρόν της ηλικίας του προσώπου και στο άμεσο, μετωπιαίο βλέμμα ως αίτηση προς αναγνώριση από το κοινό2.

Ο καλλιτέχνης που δημιούργησε την προτομή είναι ο Πέτρος Μω-ραΐτης3.

Ο καλλιτέχνης Μωραίτης (βλ. τεχνούργημα για τον Στέφο) ως στρατιωτικός αποδίδει την μορφή ενός ιδανικού ήρωα .

Εικόνα 24, Σφραγίδα του αγωνιστή, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης

2. βλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual

design. London, N.Y.: Routledge, 120-130. 3. Βλ. Ε. Ματθιόπουλος (επιμ. 1999). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. Γ΄. Α-

θήνα: Μέλισσα, 250.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 179

8. Στρατηγός Νικόλαος Παπαδόπουλος – Παππούς

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Στρατηγός Νικόλαος Παπαδόπουλος με το ψευδώνυμο «παππούς», ∆ιοικητής του 28ου Συντάγματος στον πόλεμο 1940-1941. ∆ιοικητής της IIης Μεραρχίας με έδρα την Φλώρινα στη μάχη της Φλώρινας στις 12 Φεβρουαρίου του 1949. Καταγράφεται ως «αξιωματικός και πολεμι-στής έμπειρος στην Μ. Ασία, στην Αλβανία, στο Ρίμινι»1. Τον Αύγου-στο του 1940 ήταν ∆ιοικητής του 8ου Κέντρου επιστρατεύσεως Αμυ-νταίου, ∆ιοικητής του υποτομέα Βεύης και στη συνέχεια ∆ιοικητής του 28ου Πεζικού Συντάγματος. Το 8ο Κέντρο είχε την εντολή σε περίπτω-ση πολέμου να επιστρατεύσει το 28ο Σύνταγμα από τον Νομό Φλώρι-νας και να οργανώσει ένα ορεινό χειρουργείο.

Με την εισβολή των Γερμανών χάνονται τα ίχνη του και εντοπίζο-νται στον Εμφύλιο Πόλεμο στα χρόνια 1947-1949, που ήταν ∆ιοικητής της ΙΙης Μεραρχίας στην περιοχή της Φλώρινας εναντίον των ανταρ-τών. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1949 πέντε Ταξίαρχοι του Ζαχαριάδη καλά εξοπλισμένοι με την υποστήριξη 15 πυροβόλων και άλλων βαρέ-ων όπλων εξορμούσαν από το Πισοδέρι προς τη Φλώρινα για να συ-ντρίψουν τις δυνάμεις της ΙΙης Μεραρχίας του Στρατού ώστε να μπο-ρέσουν να σχηματίσουν την Κυβέρνηση του Βουνού.

Μετά μια σφοδρή μάχη ο Στρατός απέκρουσε τα τάγματα των Α-νταρτών, αλλά και οι δύο πλευρές είχαν σοβαρές απώλειες.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: το έργο τοποθετήθηκε στην Κεντρική πλατεία Ομονοίας ή πλατεία Γ. Μόδη.

Χρονικός προσδιορισμός: το 1963. Χώρος ∆ημιουργίας: Χώρος δημιουργίας της προτομής είναι το ερ- 1. βλ. Αφιέρωμα περ. Τότε/3/9/2004, 63-68.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 181

γαστήριο του Στρατή Φιλιππότη. Υλικό Κατασκευής: ορείχαλκος και μάρμαρο. ∆ιαστάσεις αγάλματος: 0,80 × 0,35 × 0,28 Παραγγελία: πηγή χρηματοδότησης και παραγγελίας ήταν το Γενι-

κό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) και υπεύθυνος για την φροντίδα του έρ-γου είναι ο ∆ήμος Φλώρινας.

Εικονοκείμενο

«ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΣ «ΠΑΠΠΟΥΣ» ΥΠΟΣΤΡΑΤΗ-ΓΟΣ ∆ΙΟΙΚΗΤΗΣ ΙΙης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ 1947 - 1949». Το πρόσθετο προσ-διοριστικό ως παράθεση «παππούς» είναι το σημαίνον των «μεγάλων άσπρων μουστακιών», αλλά ως σημαινόμενο παραπέμπει και στη σο-φία, στην ανωτερότητα της στρατιωτικής επιλογής του.

Περιγραφή του έργου

Τρισδιάστατη ρεαλιστική προτομή σε συμβατικό ύφος, χωρίς άνω άκρα και σε πλάγια θέση2. Πρόκειται για μια εικόνα ισχύος σε ακαδη-μαϊκή στερεότυπη τεχνοτροπία.

Στο τεχνούργημα για τον «παππού» το ύφος είναι θριαμβευτικό. Το ενδυματολογικό σημαίνον του «στρατηγού» και η απολύτως ρεαλιστι-κή απόδοση της κεφαλής με την ελαφρά κλίση του βλέμματος ενεργο-ποιεί την οικειότητα του προσώπου στον τόπο και αποζητά την προ-σφορά από το κοινό3.

Στην εικαστική-γλυπτική προσαρμογή της εξουσίας δίνεται έμφαση στον ανδρισμό και στην στρατιωτική ταυτότητα καθώς το πολιτικό μήνυμα του μνημείου αποκαλύπτεται στο εικονοκείμενο: οι όροι «υπο-στράτηγος μεραρχίας» καταδηλώνουν τη στρατιωτική ισχύ του προ-σώπου.

Η τοποθέτηση του έργου στο κέντρο της πόλης, όπως επίσης και της προτομής του Λ. Πύρζα μαζί με τα κανόνια του Εμφυλίου Πολέμου (βλ. τεχνούργημα) νοηματοδοτούν την πρόσληψη του έργου. Το «κέντρο»4

2. Στη «γραμματική της εικόνας» η μετωπική/πλάγια στάση αναγιγνώσκονται

ως απαίτηση προς αναγνώρισης/ προσφορά αντίστοιχα: βλ. G. Kress, T. Van Leeu-wen (1996). Reading Images: The Grammar of Visual Design. London: Routledge.

3. βλ. G. Kress, T. Van Leeuwen (1996). ό.π. 4. Στο λεξικό του Σ. ∆. Βυζαντίου (1903) η λέξη «κέντρο από το κεντρί, το α-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 182

ανήκει στο γεωγραφικό μονοπολιτισμικό λεξιλόγιο της ηγετικής, γεγο-νοτικής ιστοριογραφίας για τον ιστορικό τόπο, ο οποίος περιλαμβάνει το κέντρο, ένα ηγετικό κέντρο ως εθνικό-κρατικό ή/και πολλά, αλλά όχι και την περιφέρεια ως τόπους, ως γεωπολιτισμικές κοινότητες, ως χωροχρονικά περιβάλλοντα, ως κουλτούρες. Οι όροι «κέντρο-περιφέρεια», αλλά και «μητρόπολη-δορυφόρος» χρησιμοποιήθηκαν με την τρέχουσα σημασία από την λατινοαμερικάνικη σχολή των Οικονο-μολόγων που ανέπτυξε τη σύγχρονη νεομαρξιστική θεωρία της εξάρ-τησης. Μητρόπολη σημαίνει την αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, το κέντρο, ενώ η περιφέρεια υποδηλώνει την υποανάπτυξη σε αγροτικό κυρίως επίπεδο. Τα συμφέροντα της μητρόπολης καθορίζουν κάθε φο-ρά την στασιμότητα ή/και την πρόοδο της περιφέρειας5.

Όταν στο «κεντρικόν» για την κοινωνία μετέχουν συγκεκριμένες προτομές, οι οποίες επιλέγονται τότε το κέντρο της Πόλης προσφέρει εξ ορισμού το παρελθόν του, δηλαδή τις συνθήκες επανασύστασης του κέντρου. Το σημαίνον κέντρο παραπέμπει στο εξής στο σημαινόμενο επιλεκτική παράδοση και ίσως στην προσωρινή πολιτισμική αφομοίω-ση. Μπορεί να είναι ο μνημονικός τόπος όπου αρθρώνεται η λειτουρ-γική με την εκφραστική διάσταση, η ατομική με την κοινωνική αφο-μοίωση, η παγκοσμιότητα με την τοπικότητα. Μπορεί να είναι η εγ-γραφή του χρόνου στο χώρο, η οποία δεν έχει σχέση με την κοινωνική σταθερότητα του μακρινού παρελθόντος, αλλά ούτε και με τη ρευστο-ποίηση του κοινωνικού σώματος.

Ο καλλιτέχνης

Ο Στρατής ή Ευστράτιος Φιλιππότης κατάγεται από το χωριό Πύρ-γο της Τήνου. Τα πρώτα μαθήματα κατεργασίας μαρμάρου έλαβε από τον πατέρα του μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Φιλιππότη. Αργότερα σπού-δασε στην Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών (1955-1960) γλυπτική με δά-σκαλο τον Μ. Τόμπρο, εργάστηκε στο εργαστήριο του Γ. Κουλούρη και για 10 χρόνια εντάχθηκε στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΓΕΣ.

γκάθι, μεταφορικά- ό,τι διεγείρει το θέλγητρον» στο Σταματάκου (1953) «ο χώ-ρος με τη μεγαλύτερη κίνηση του κόσμου, μεταφορικά-όπου συγκεντρώνεται η κυρία ενέργεια εξ ης αφορμάται πάσα μορφή επί μέρους ενεργείας».

5. Ο οικονομολόγος Αντρέ-Γκύντερ Φρανκ εισήγαγε τους όρους: βλ. Σ. Μπου-ζάκης (2002). Νεοελληνική Εκπαίδευση 1821-1998. Αθήνα:Gutenberg, 20.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 183

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσης και πρόσληψής του

Η σύγκριση μιας φωτογραφίας του εικονιζόμενου προσώπου με την προτομή φανερώνει ότι ο καλλιτέχνης αναπαράστησε τον «Στρατηγό» με ακρίβεια. Σημειώνουμε ότι την περίοδο που κατασκεύασε την προ-τομή εργαζόταν στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΓΕΣ, ενώ έναν χρόνο πριν έγιναν τα αποκαλυπτήρια 12 προτομών Μακεδονομάχων στη Φλώρινα και στην Καστοριά.

Παρά το γεγονός ότι έχουν συμπληρωθεί 57 χρόνια από τις τελευ-ταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1949, οι συνέ-πειές του καταγράφονται ακόμη στην ιδιωτική και δημόσια μνήμη. Ο ελληνικός εμφύλιος έληξε μόλις το 1974 σημειώνει ο Κ. Τσουκαλάς στην πρώτη συλλογική προσπάθεια για την επιστημονική μελέτη της δεκαετίας του ΄406 και μόλις 15 χρόνια μετά, το 1989 ψηφίστηκε στη Βουλή ομόφωνα ο Νόμος για την άρση συνεπειών του Εμφυλίου7. Στον τίτλο του Νόμου (1982) για την «Αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευμάτων της Κατοχής 1941-1944» μπορούμε να διαβάσουμε την πρόσληψη του Εμφυλίου, όπως κυριάρχησε μεταπολιτευτικά, όταν η «Αντίσταση έγινε η φωτεινή και άσπιλη όψη της δεκαετίας, ενώ ο Εμφύλιος η σκοτεινή και επιλήψιμη»8. Στο πεδίο αυτό πολλοί θεωρούν ότι μέχρι το 1974 επικρατούσε η εκδο-χή των νικητών για τους αγωνιστές και τα δρώμενα στον εμφύλιο πό-λεμο (όπως άλλωστε φαίνεται και στην ανέγερση των μνημείων). Ω-στόσο δεν κυριάρχησε μονοφωνία, διότι η αριστερή αντίληψη είχε επί-σης το χώρο της, ενώ η λογοτεχνία, η ποίηση, αλλά κυρίως οι προσω-πικές-οικογενειακές οπτικές δεν «προσαρμόστηκαν αναγκαστικά σε αυτές που καταλάμβαναν το δημόσιο χώρο»9.

Η αφήγηση που προκύπτει από το άγαλμα του «παππού» σε συνάρ- 6. Βλ. Κ. Τσουκαλάς (1984). Η ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου πολέμου

στο Ι. Ιατρίδης (επιμ.). Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950,ένα έθνος σε κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο, 561-594.

7. Η. Νικολακόπουλος (2004). Ο Εμφύλιος στο πεδίο της Ιστοριογραφίας: στο Βιβλιοδρόμιο, Αφιέρωμα, ∆ιάλογος για την Ιστορία εφημ. Νέα/∆εκ.2004, 3.

8. Α. Λιάκος (2004). Ένας πόλεμος που ξεκίνησε …μετά τον πόλεμο: στο Βιβλι-οδρόμιο, Αφιέρωμα, ∆ιάλογος για την Ιστορία εφημ. Νέα/∆εκ.2004, 28-29.

9. Α. Λιάκος (2004). ό.π., 28.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 184

τηση με το εικονοκείμενο είναι υπέρ μια ανάγνωσης του εμφυλίου που αποκλείει τον «αντάρτη, συμμορίτη», τον μαχητή των ενόπλων ομάδων που πολέμησε στην εθνική αντίσταση με τον ΕΛΑΣ και Ε∆ΕΣ, το μέλος του ∆.Σ, τον κομμουνιστή-αντάρτη. Ο «εθνικός στρατός» του 1949 πα-ρουσιάζεται ως ο μοναδικός υπέρμαχος της ελληνικότητας και της δημο-κρατίας, ο κυβερνητικός στρατιώτης αποκλείει τον στρατιώτη του ∆η-μοκρατικού Στρατού, του μη εθνικού. Η ιστορική αφήγηση για τη μάχη της Φλώρινας σκηνοθετείται από την οπτική της μεραρχίας του Εθνικού στρατού, από τις μονάδες της Χωροφυλακής και από τα τμήματα εθνικι-στών πολιτών Μ.Α.Υ (μονάδες ασφαλείας υπαίθρου), ενώ αποσιωπού-νται οι ταξιαρχίες του ∆ΣΕ, οι ανταρτικές μονάδες, οι οποίες υποδηλώ-νονται και συνδηλώνονται ωστόσο ως «άλλες, ξένες, ως εχθρός».

Η ένταση που παρατηρείται βιβλιογραφικά στις εκδόσεις για τη δεκαετία του’40 αφορά κυρίως σ’ ένα «λόγο» που παρήγαγε πολιτική, όπως σημειώνει ο Α. Λιάκος. Ωστόσο η μνήμη δεν χειραγωγείται απο-λύτως από την πολιτική και η ιστορική συζήτηση μπορεί να ενέχει αυ-τονομία, διότι η μνήμη συνιστά τμήμα της ταυτότητας: «η υπόθεση της μνήμης εκτός από τις στενές πολιτικές ή παραταξιακές διαστάσεις έχει και ανθρωπολογικές παραμέτρους»10.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση Στο πεδίο αυτό προτείνονται πολλαπλές ασκήσεις παρατήρησης

και ανάγνωσης στις δημόσιες εικόνες ισχύος. Σημειώνουμε ότι η δημόσια έκθεση εικόνων με κυβερνήτες διογκώ-

θηκε από το τέλος του Μεσαίωνα και προκύπτει από τη λατρεία των αγίων στη θρησκευτική τέχνη, η οποία χρησιμοποίησε στοιχεία από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική τέχνη. Σύμφωνα για παράδειγμα μ’ έναν οδη-γό εθιμοτυπίας της εποχής του 18ου αιώνα τα πορτρέτα του βασιλιά που εκθέτονταν στο παλάτι των Βερσαλλιών αντιμετωπίζονται με σε-βασμό και απαγορεύεται η στροφή των νώτων από το κοινό11. Στις ει-κόνες ισχύος η μεταφορά και το σύμβολο ως τυποποίηση του αναπαρι-στάμενου ολοκληρώνονται στην παρομοίωση του αναπαριστάμενου «με καπετάνιο ή έφιππο κυβερνήτη» και στις εικονογραφικές λεπτομέ-

10. Α. Λιάκος (2004). ό.π., 31. 11. P. Burke (1992). Τhe fabrication of Louis XIV. N. Haven, 9.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 185

ρειες που ενισχύουν το μήνυμα του αγάλματος σε συνάρτηση με την ανάλυση των συγκειμένων. Το πρόσωπο ως ενσάρκωση ιδέας, αξίας στη δυτική παράδοση βασίζεται στην κλασική αρχαιότητα και ο κάθε εθνικισμός δηλώνεται είτε μέσα από την γελοιοποίηση του άλλου, είτε μέσα από την εξύμνηση των γεγονότων και των μεμονωμένων προσώ-πων.

Προτείνονται βιβλιογραφικές εργασίες για τους μύθους και τις πραγματικότητες στην ιστοριογραφία του Εμφυλίου με έμφαση στην ιστορία του τόπου12. Η μνήμη της Εθνικής Αντίστασης γιορτάζεται από το 1981 μετά από 40 χρόνια στις 25 Νοεμβρίου, ενώ σήμερα συνε-ρορτάζεται με την επέτειο για την 17η Νοεμβρίου με φθίνουσα πορεία.

Η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε «την επέτειο της Μάχης του Γορ-γοποτάμου ως ημέρα Πανελληνίου Εορτασμού της Εθνικής Αντίστα-σης». Το 1997-1998 η Εθνική Αντίσταση ορίζεται ως αγώνας «εναντίον των στρατευμάτων κατοχής 1941-1944, προέκταση και ολοκλήρωση του έπους της Αλβανίας, των μακεδονικών οχυρών και της Μάχης της Κρήτης, έργο όλων των Ελλήνων που με τις όποιες δυνάμεις τους αντι-τάχθηκαν στους κατακτητές και πολέμησαν για το πανάκριβο αγαθό της Ελευθερίας». Ως στόχος της σχολικής γιορτής ορίζεται «να αποδο-θεί έμπρακτα ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε όλους εκείνους -άντρες, γυναίκες και παιδιά - που αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν ή έπεσαν ηρω-ικά προσφέροντας τα μέγιστα στον υπέρ πάντων αγώνα του λαού μας στα μαύρα χρόνια της κατοχής», γιατί η «ανωτέρω μάχη-σταθμός της αντιστασιακής δράσης στην Ελλάδα αποτελεί ταυτόχρονα, χάρη στον ενωτικό της χαρακτήρα, φωτεινό παράδειγμα για τις επερχόμενες γε-νιές». Την ημέρα αυτή «παρακαλούνται οι ∆ιευθυντές των Σχολείων να φροντίσουν ώστε να παρευρίσκονται οι Σημαιοφόροι με τις Σημαίες στη δοξολογία και στην Επιμνημόσυνη δέηση στο Μνημείο της Πλα-

12. Βλ. Π. Κούφης (1990). Άλωνα Φλώρινας. Αγώνες και θυσίες. Αθήνα. Ο

συγγραφέας ήταν δάσκαλος στο χωριό το 1934-47, έφεδρος ανθυπολοχαγός τι-μημένος με το χρυσούν αριστείον ανδρείας στον πόλεμο της Αλβανίας, αξιωματι-κός του ∆ΣΕ το 1947-49 και πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη και το Βου-κουρέστι από το 1949 μέχρι το 1985. Σύγκρινε επίσης Γ΄ Σώμα Στρατού (1949). Μακεδονικόν πρόβλημα και Κομμουνισμός. Θεσσαλονίκη.

Κ. Πυλάης (1990). Μνήμες-βιώματα-στοχασμοί, 1870-1990. Αθήνα.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 186

τείας Ηρώων» 13.

Εικόνα 25, το τεχνούργημα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

13. Βλ. Π. Γκόλια (2006). ό.π.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 187

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 188

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 189

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 190

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 191

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 192

9. H Γυναίκα της Βεύης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ανώνυμη γυναίκα που αγωνίζεται στον Μακεδονικό Αγώνα, ή όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης η γυναίκα της Βεύης, η κόρη του Βορά, ή/και η Φλωρινιώτισσα όπως αναγράφεται στην αρχειοθε-τημένη καρτέλα του μνημείου1.

Για τη συμμετοχή της Βεύης στον Μακεδονικό Αγώνα τα στοιχεία που εντοπίσαμε αφορούν στην Μ. Κωτσοπούλου, το γένος Χρυσάφη συνεργάτη του συζύγου Σ. Κωτσόπουλου. Η δράση της επικεντρώθηκε στο ρόλο του συνδέσμου και του πληροφοριοδότη των ανταρτών. Στη Βεύη οι γυναίκες από τις οικογένειες του Τρύφωνα Χολέρη αγωνίστη-καν επίσης στις περιόδους του 1907 και 1944, ενώ καταγράφονται στην ενεργό πολεμική δράση τα ονόματα των γυναικών Σουλτάνας Μητσοπούλου και των συζύγων του Κ. Κωτσοπούλου, Τ. Κούρτα, Π. ∆άικου2.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: το έργο επρόκειτο να στηθεί στο χωριό της Βεύης3, αλλά τοποθετήθηκε κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό

1. Βλ. Αρχείο ∆ημόσιων Μνημείων: ∆ήμος Φλώρινας. Αρχείο Μνημείων Μακεδονίας: Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. 2. Α. Μέλλιος (1994). Από την προσφορά της Φλωρινώτισσας στην ιστορική

μας πορεία. Φλώρινα. Για τις δασκάλες που μετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα βλ. Χ. Νεράντζης (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, ο Μακεδονικός Αγώνας, τ. Γ΄ Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος, τ. Β΄, 453-456.

3. Η Βεύη είναι γνωστή στην νεότερη ελληνική ιστορία από τον πόλεμο του 1912: βλ. Α. Κ. Ανεστόπουλος (1991) «Η συμβολή των κατοίκων των χωριών του Νομού Φλωρίνης στον Μακεδονικό Αγώνα»: Εταιρία/7, 27-33. Γ. Μόδης (1950).

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 194

Φλώρινας, στην ανατολική πλευρά της πόλης. Χρονικός προσδιορισμός: 1964. Χώρος δημιουργίας: Αθήνα. Παραγγελία: από την Ερανική Επιτροπή Ανέγερσης ανδριάντων

και προτομών. Υλικά: ορείχαλκος τοποθετημένος σε ογκόλιθο από γρανίτη. ∆ιαστάσεις: φυσικές διαστάσεις 1,60 × 0,80. Το εικονοκείμενο: χάλκινη πινακίδα στο πίσω τμήμα του βάθρου

με τα στοιχεία: «∆ογούλης Νικόλας, Γλύπτης ο Φλωρινέος, εποίει, 1964». Επίσης αναγράφονται και οι χαλκοτεχνίτες Αφοί Καρκαδούλι-α.

Περιγραφή του έργου: η «Κόρη του Βεύης» ή του «Βορρά» έχει μα-κριά κώμη, πιασμένη σε κοτσίδες και σκεπασμένη με μαντίλα. Φορά παραδοσιακό γιλέκο, μακριά φούστα και ποδιά. Είναι ανυπόδητη με το δεξί πόδι προτεταμένο, έτοιμο για δράση. Τα άνω άκρα είναι λυγι-σμένα με τους αγκώνες να πιέζουν τα στήθη με το δείκτη του αριστε-ρού χεριού στραμμένο προς τον ουρανό. Μοιάζει να απευθύνεται σε κάποιους ή/και να νουθετεί, ή μπορεί ο δείκτης λειτουργούσε για τη λαβή της φτέρης, την οποία είχε αρχικά τοποθετήσει ο καλλιτέχνης, αλλά σήμερα απουσιάζει. Οι παλάμες και τα δάκτυλα είναι χοντρά και φαίνονται σκληραγωγημένα. Τη σκληρή εργασία της αγρότισσας επιβε-βαιώνουν τα μεγαλόσχημα κάτω άκρα, ενώ στο πρόσωπό της εγγράφο-νται έντονα ζυγωματικά, αυστηρό πηγούνι και μάγουλα προς τα μέσα. Η έκφρασή της είναι σοβαρή και ήρεμη με σφιγμένα ελαφρά τα λεπτά, αγέ-λαστα χείλη. ∆εν έχουν προστεθεί στολίδια ή άλλο σημαίνον που θα πα-ρέπεμπε σε θηλυκό στερεότυπο ομορφιάς και χάρης4, ενώ το ύφος της σύνθεσης παραπέμπει στην αρχαϊκή κόρη. Οι φυσικές διαστάσεις του τε-χνουργήματος και η τοποθέτησή του σε ένα σύμπλεγμα βράχων σκηνο-θετούν τη δράση σε σκληρές, πραγματικές συνθήκες, αλλά/και προσοι-κειώνουν το έργο στο κοινό.

Χωριά-φρούρια της Μακεδονίας. Αθήνα: Χ. Περγαμάλη.

4. Στην τοποθέτηση του τεχνουργήματος κρατούσε κλαδί φτέρης, ως σημαίνον τιμής προς τον Αγώνα, αλλά δεν στερεώθηκε επαρκώς παρά την προσπάθεια του καλλιτέχνη. Για την ποικιλία της τοπικής ενδυμασίας βλ. Λαογραφικό και Εθνο-λογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης (έκδοση-1994). Πρώτη γνωριμία με τον πα-ραδοσιακό πολιτισμό της Φλώρινας. Θεσσαλονίκη.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 195

Ο καλλιτέχνης, Ν. ∆ογούλης

Ο Νικόλαος ∆ογούλης κατάγεται από τη Φλώρινα, ήταν μέλος του Ομίλου Καλών Τεχνών του Αριστοτέλη και ιδρυτικό μέλος της Στέγης Φιλοτέχνων Φλώρινας. Το 1956 -1962 σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αμέσως φιλοτέχνησε την προτομή του Καπετάν Κώττα για το ομώνυμο χωριό και άλλα έργα, τα οποία ανέλαβε με α-νάθεση από την Ερανική Επιτροπή Ανεγέρσεως Ανδριάντων. Εργά-στηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και ταξίδεψε στην Ιτα-λία. Την εμφάνιση του στην καλλιτεχνική ζωή της Φλώρινας προσδιό-ρισε η συμμετοχή του στις δύο ομαδικές εκθέσεις που διοργάνωσε ο «Αριστοτέλης» το 1958 και το 1961. Το ζωγραφικό του έργο μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: α) στην τοπιογραφία β) στις εικόνες της πόλης και της υπαίθρου και γ) στη μνημειακή ζωγραφική, στους πίνα-κες, όπου συνυπάρχουν πρόσωπα και θέματα της αρχαιότητας και της αναγέννησης με αντίστοιχες εικόνες από τη γηγενή αισθητική και πα-ράδοση. Για ένα μεγάλο διάστημα δημοσίευε θέματα από την ιστορία της Αναγέννησης, της Αρχαίας Ελλάδας και τους προβληματισμούς του για το παιδαγωγικό ρόλο των μουσείων και των έργων τέχνης με δια-λέξεις και παρεμβάσεις στον τοπικό τύπο5.

Για την πρόσληψη του έργου- ο άλλος/η άλλη στον ίδιο πολι-τισμό

Στο πεδίο της κοινωνικής ιστορίας της τέχνης, η φεμινιστική ανά-λυση6 επικεντρώνεται στο κοινωνικό φύλο (του καλλιτέχνη, του πα-ραγγελιοδότη, των χαρακτήρων του έργου, του κοινού). Οι ιστορικοί του «φαντασιακού» ρωτούν «τίνος το φαντασιακό» ή «τίνος η φαντα-σία» λειτουργούν. Σήμερα φαίνεται αδιανόητο να αγνοήσουμε το θέμα του κοινωνικού φύλου στην ανάλυση της εικόνας. Οι εικόνες των γυ-

5. Τ. Μπέσσας (1993). ό.π., 201-204 και Σ. Λυδάκης (1981). ό.π., τ. ∆΄, 107. Βλ.

επίσης Ε. Ματθιόπουλος (επιμ. 1999). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών . Αθήνα: Μέ-λισσα.

Χ. Χρήστου, Μ. Κουμβακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.

6. L. Nochlin (1999). Representing Women. London. G. Pollock, R. Parker (edit. 1977). Framing Feminism. London, 132-138.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 196

ναικών ως προϊόντα της αρσενικής και αστικής ματιάς προσδιορίζο-νται κυρίως στο δίπολο του ελκυστικού-αποκρουστικού, στις εικόνες για το «ωραίο, το άσχημο, το δαιμονικό» στη διαδικασία κατασκευής και αναπαραγωγής των στερεοτύπων για τη γυναίκα ως «άλλου» από την πλευρά των αντρών7.

Εικόνα 26, το τεχνούργημα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Στην ελληνική δημόσια γλυπτική η γυναίκα αγωνίστρια του 1821, των βαλκανικών πολέμων, του εμφυλίου πολέμου αποδίδεται κυρίως

7. P. Burke (2003). ό.π., 134-141, 169-171.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 197

στο συγγενικό στερεότυπο του ρόλου της «συντρόφου, της συζύγου, της μητρός, της αδελφής, της θυγατρός». Στο συγκεκριμένο τεχνούργημα ο γλύπτης υπερβαίνει τα στερεότυπα αυτά προσδίδοντας έμφαση στα το-πικά, ενδυματολογικά, αγροτικά σημαίνοντα, ενώ στο εικονοκείμενο απελευθερώνει τη γυναίκα της Βεύης από τα συγγενικά στερεότυπα.

Εικόνα 27, (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Αναλύουμε το εικονοκείμενο όπως ορίστηκε από τον ιστορικό τέ-χνης P. Wagner, «τα κείμενα που βρίσκονται στις εικόνες, ως επιγραφές,

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 198

λεζάντες μετατρέπουν την εικόνα σε εικονοκείμενο, που μπορεί να δια-βαστεί από τους θεατές κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά». Έτσι συνιστά ένα μέσο για την πολιτική χρήση της εικόνας. Η προσοχή μιας μεταδομικής ανάγνωσης στρέφεται προς την πολυσημία, το «άπειρο παιχνίδι των εννοιών», όπως το ορίζει ο J. Derrida8 για να αποκαλυφ-θεί ο έλεγχος που επιδιώκεται από κατασκευαστές και παραγγελιοδό-τες της δημόσιας εικόνας.

Ο πληθυσμός των αγαλμάτων στην πόλη της Φλώρινας κυριαρχεί-ται από τους άρρενες στην εθνική, μνημειακή αναπαράσταση και με-ταφήγηση της ιστορίας, αλλά και σε διεθνές επίπεδο οι εξαιρέσεις α-φορούν σε βασίλισσες και γυναίκες που μετείχαν στους μεγάλους πο-λέμους ως νοσοκόμες9.

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα δράσης των γυναικών Η εκπαιδευτική αξιοποίησή του Οι θεματικοί άξονες που προτείνονται για διδασκαλία αφορούν

στην Ιστορία και φύλο, στην κοινωνική ιστορία των γυναικών καλλι-τεχνών, στο ζήτημα της γυναικείας αισθητικής, στην εικονογράφηση του θηλυκού στην ιστορία της τέχνης, στα σχολικά εγχειρίδια, στην αναπαράσταση και στη νοηματοδότηση των κοινωνικών ρόλων, στην ιστορία του τόπου10.

Ξαναγράφοντας το παρελθόν μέσα από τις σύγχρονες διαδρομές της ιστορίας των γυναικών αναδεικνύεται η κοινωνική σχέση των φύ-λων, αναδεικνύονται οι ίδιες οι γυναίκες ως κοινωνική τάξη και κατα-γράφεται η έμφυλη διάσταση των θεσμών. Πρόκειται για ιστορικό υ-λικό προς την κατεύθυνση μιας άλλης ιστορίας πέρα από την κατα-σκευή της αφήγησης, τη στρατευμένη τάση, τα φαντασιακά είδωλα της γυναίκας-μαντόνας, αποπλανήτριας, πόρνης, μάγισσας, μούσας11, για

8. Βλ. στο P. Wagner (1995). Reading Iconotexts. London. 9. A. Yarrington (1988). The Commemoration of the Hero, 1800-1864. N. York,

79-149. J. Blachwood (1989). London’s Immortals. London. 10. Για την ιστορία της Βεύης βλ. Α. Κ. Ανεστόπουλος (1991) ό.π. Α. Λ. Μέλλι-

ος (1985). Ο Μακεδονικός Αγώνας και η συμβολή της Φλώρινας. Φλώρινα: ∆ήμος της Φλώρινας. Γ. Χ. Μόδης (1950). Χωριά, φρούρια της Μακεδονίας. Αθήνα: Χ. Περγαμάλη.

11. G. Duby, M. Perrot (1995). Γυναίκες και Ιστορία. Mετ. Κ. Καρλαύτη. Αθή-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 199

τη σχέση με την πραγματική γυναίκα σε μια εποχή και σ΄ έναν τόπο. Στο πεδίο της κοινωνικής ιστορίας το φύλο προσδιορίζεται ως χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης, διότι οι μελέτες για το φύλο συνέ-βαλαν στο να δούμε το φαινόμενο της εξουσίας ως εξαιρετικά διαφο-ροποιημένο και να αναγνωρίσουμε ότι μια από τις μορφές νομιμοποίη-σης της εξουσίας υπήρξε το φύλο.

Όταν ο Ε. Ρεκλύ12 τοποθέτησε τη γυναίκα στην απαρχή των αν-θρώπινων εξελίξεων, στην κλασική παγετώδη περίοδο, δεν γνώριζε τις συνέπειες της έρευνας που ξεκίνησε. Το ερευνητικό, επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για τη θέση των γυναικών στις απαρχές του 20ού αιώνα οδήγησε συστηματικά στη διερεύνηση της κοι-νωνικής ταυτότητας/ετερότητας του φύλου στο χώρο της ευρωπαϊκής, αμερικανικής και τελευταία της αιγαιακής προϊστορίας13. Η υιοθέτηση εννοιών της εξουσίας και της ιεραρχίας ως ερμηνευτικών προϋποθέσε-ων στην ιστορική έρευνα και συγγραφή απορρέει από την ανδροκε-ντρική και ταξική, ηγεμονική θεώρηση των δρώμενων. Η Ιστορία πέρα από τη χρονολόγηση των γεγονότων, των πολέμων, τη γενεαλογική-κληρονομική διάσταση της εξουσίας μπορεί να παρουσιαστεί ως πο-ρεία κοινωνικών ομάδων, η οποία δεν είναι γραμμική και από την ο-ποία διαφαίνεται ότι η ίδια η ιστορική πορεία δεν είναι πάντα πρόο-δος για όλες τις κοινωνικές ομάδες, ούτε μίμηση ενός σταθερού προτύ-που, αλλά ενέχει αντιφάσεις χωρίς να αποσιωπά τις διαστάσεις της ε-τερότητας. Οι ιστορικοί και οι δάσκαλοι της ιστορίας σε κάθε βαθμίδα χρειάζεται να «πάρουν την ανηφόρα, να δράσουν ενάντια στις ευκολί-ες του επαγγέλματος, να μη μελετούν μόνο την πρόοδο, την νικηφόρα κίνηση, αλλά και την αντίπαλή της, εκείνο το φούντωμα των αντίθε-των εμπειριών που δεν αποκόπηκαν χωρίς δυσκολία»14.

Μέσα από το φύλο ως θεμελιακή κατηγορία της ιστορικής ανάλυ- να, 206.

12. Ε. Ρεκλύ στο R. Fester, M. Konig, D. Jonas, A. Jonas (1984). Γυναίκα και Εξουσία, πέντε εκατομμύρια χρόνια γυναικοκρατίας. Μετ. ∆. Κούρτοβικ. Αθήνα: Πορεία.

13. ∆. Κοκκινίδου, Μ. Νικολαίδου (1993). Η αρχαιολογία και η κοινωνική ταυτότητα του φύλου, προσεγγίσεις στην αιγαιακή προϊστορία. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, passim.

14. F. Braudel (1986). Μελέτες για την ιστορία. Μετ. Ο. Βαρών, Ρ. Σταμούλη. Αθήνα, 117.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 200

σης μαζί με την τάξη και τη φυλή προτείνεται μια εκ νέου περιοδολό-γηση και θεματολογία της ιστορίας, μια ανανέωση των κοινωνικών κατηγοριών στο ιστοριογραφικό πεδίο έτσι ώστε να χωράει πολλές φωνές, να τροφοδοτεί πολλαπλά ενδιαφέροντα, να αρνείται το στενό θεωρητικό πρόγραμμα, τις ευρείες γενικεύσεις και να τονίζει τη σημα-σία που έχει να αναγνωρίζουμε ότι ο τρόπος που βλέπουμε το παρελ-θόν και γράφουμε την ιστορία μαρτυρεί οπτική γωνία και συνιστά πο-λιτική ιστορική πρακτική. Ωστόσο η νέα ιστορία δεν αποφεύγει την έννοια της πειθαρχίας, η οποία αποτελεί βασική συνιστώσα της νεοτε-ρικότητας καθώς η εκφορά του ιστοριογραφικού λόγου ήδη από το 18ο-19ο αιώνα θεμελιώθηκε στην κατασκευή έμφυλων ταυτοτήτων έτσι ώστε «οι συζητήσεις για τη μοναρχία και το σύστημα συγγένειας να περιστρέφονται γύρω από τον ανδρισμό και τη θηλυκότητα». Ο ρητο-ρισμός του Ε. Burke κατά της γαλλικής επανάστασης πρόβαλε την α-ντίθεση ανάμεσα στις άσχημες, εγκληματικές ξεβράκωτες μέγαιρες και την τρυφερή θηλυκότητα της Μαρίας Αντουανέτας, η οποία ξέφυγε από το πλήθος για να βρει καταφύγιο στα πόδια ενός βασιλιά και συ-ζύγου, και που η ομορφιά της άλλοτε ενέπνεε αισθήματα εθνικής υπε-ρηφάνειας, διότι για να αγαπήσουμε την πατρίδα μας πρέπει αυτή να είναι όμορφη 15. Ο έμφυλος ιστοριογραφικός και πολιτικός λόγος ήταν στενά συνδεδεμένος με τις αντιλήψεις για την εργασία, την ιδιοκτησία, τη συγγένεια με αποτέλεσμα την πλήρη ασυμβατότητα των γυναικών με κάθε αντίληψη πολιτικής και δημόσιου βίου. Μετά τους αγώνες του 19ου αιώνα η θέση της γυναίκας και ο αποκλεισμός της από το δημόσιο βίο αμφισβητούνται ώστε να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος της ως ενερ-γού ιστορικού υποκειμένου16. Η έμφαση της σχολής των Annales στη μελέτη της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας δεν οδήγησε άμεσα στην ιστορική διεύρυνση των έμφυλων σχέσεων. Οι εργασίες γυναικών κοινωνιολόγων σε παράλληλη συνάντηση με τα γυναικεία κινήματα του ΄60, την ιστορική ανθρωπολογία, την ιστορία της οικογένειας, την ιστορική δημογραφία δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ιστορίας των γυναικών17. Η έκδοση της πεντάτομης

15. Ε. Αβδελά, Α. Ψαρά (επιμ.1997). Σιωπηρές Ιστορίες, γυναίκες και φύλο

στην ιστορική αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 314-315.

16. E. Βαρίκα (1987) Η εξέγερση των κυριών. Αθήνα. 17. Ε. Αβδελά, Α. Ψαρά (1997). ό.π., 15-19.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 201

Ιστορίας των Γυναικών στη ∆ύση που πραγματοποιήθηκε από το 1988-199218 αποτελεί μια σημαντική ιστοριογραφική προσφορά, αλλά πα-ραμένει μια γαλλική εκδοχή της ιστορίας του φύλου, διότι η εμμονή στην ανάλυση των αντρικών λόγων και αναπαραστάσεων του θηλυ-κού αποκρύπτει συχνά τις κοινωνικές πραγματικότητες των γυναικών.

Σήμερα η πρόκληση που απευθύνεται προς τη γενική ιστορία είναι η αποδοχή ότι οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα είναι εξίσου σημαντικές με όλες τις άλλες ανθρώπινες σχέσεις και συμβάλλουν στη διαμόρφωση όλων των ανθρώπινων σχέσεων και αντιστρόφως. Η διαπλοκή της τά-ξης με το φύλο, αλλά και η διάσπαση του ενιαίου υποκειμένου της δυ-τικής γυναίκας θέτουν το ζήτημα των συσχετίσεων ανάμεσα στο φύλο και τις άλλες κοινωνικοπολιτισμικές κατηγορίες (φυλή, εθνότητα): κα-τανοούμε πλέον ότι όλες οι γυναίκες δεν έχουν το ίδιο φύλο, ότι χρειά-ζεται μια νέα ιστορία των αντρών, η αναγραφή ειδικών θεματικών όπως ο αθλητισμός, ο στρατός που θεωρούντο άφυλο υλικό, ενώ πα-ράλληλα ανιχνεύεται η έμφυλη διάσταση στην ιστορική συγκρότηση του έθνους, του κράτους και της ιδιότητας του πολίτη19. Επιπρόσθετα οι έννοιες ισότητα και διαφορά δεν θεωρούνται πλέον στατικές και αμετάβλητες στο χρόνο με αποτέλεσμα την ανάδειξη παράλληλων φε-μινισμών στα ιστορικά συμφραζόμενα που τους παράγουν.

Στο πεδίο αυτό η πολιτική ιστορία συναντάται με τη φεμινιστική διαμαρτυρία και η ιστορική έρευνα αποδομώντας το πολιτικό επιτρέ-πει μια κριτική διερεύνηση των αντιφάσεων της σύγχρονης δημοκρα-τίας. Οι μηχανισμοί που παρήγαγαν ιστορικά την υποδεέστερη θέση των γυναικών στη ∆ύση σήμερα αναζητώνται στις εγγενείς αντιφάσεις της δημοκρατίας ως πολιτικού συστήματος, το οποίο νομιμοποιεί τις σχέσεις κυριαρχίας. Η ιστορία των γυναικών ως ιστοριογραφικό πεδίο αποτελεί μια από τις πολλαπλές όψεις της πολιτικής ιστορικής μας πρακτικής.

Όσον αφορά στο πολεμικό-στρατοκρατικό ταμπού του Άρη-πολέμου και της φυσικής βίας της ανδρικής κυριαρχίας στη σύγχρονη ιστορία εν-δεικτικά αναφέρουμε ότι το γυναικείο βοηθητικό σώμα που συγκροτήθη-κε στην Αγγλία στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου περιορίστηκε

18. G. Duby, M. Perrot επιμ. (1995). Γυναίκες και Ιστορία. Μετ. Κ. Καρλαύτη.

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 19. Ε. Αβδελά, Α. Ψαρά (1997). ό.π., 80.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 202

σε ιατρική περίθαλψη μέχρι το 1916 και μόνο στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι Άγγλοι ήταν έτοιμοι για τη στράτευση των γυναικών. Στη Βουλγαρία το καλοκαίρι του 1975 προήχθη στο βαθμό του Στρατηγού η πρώτη γυ-ναίκα αξιωματικός που είχε συμμετάσχει στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο20 και την περίοδο αυτή 1970-1980 θεσμοθετήθηκε η στράτευση γυναικών στην Ευρώπη. Στην Ρωσία με Ν/1938 καθιερώθηκε η υποχρεωτική στρά-τευση γυναικών και δημιουργήθηκαν ειδικές σχολές, ενώ στο Ισραήλ από 18 ετών εκτός των έγγαμων υπηρετούσαν θητεία 20 μηνών από το 197821. Η αποσιώπηση της ενεργούς συμμετοχής των γυναικών στους πολέμους του 19ου-20ού αιώνα καταδεικνύεται σήμερα μέσα από τις μικρές ιστορί-ες, την τοπική ιστορία, όπου αφενός οι γυναίκες μετατρέπονται σε ιστο-ρικά υποκείμενα, αλλά αφετέρου συρρικνώνονται σε υποκεφάλαια της κοινωνικής ιστορίας, της μαρξιστικής ιστορίας, των ιστορικοκοινωνικών επιστημών στην Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία και Ιταλία αντίστοιχα22. Για την ελληνική πραγματικότητα οι μύθοι των αδελφών, συζύγων, θυγατέ-ρων σπουδαίων πολιτικών και στρατιωτικών ανδρών συγκροτούν μι-κρές παραγράφους και υποσημειώσεις στα σχολικά ιστορικά εγχειρίδια, αλλά και στην επίσημη ελληνική ιστορία, η οποία γράφεται και διδάσκε-ται με άξονα το πολιτικό, στρατιωτικό και χριστιανικό γίγνεσθαι και φαί-νεσθαι23. Οι πειθαρχικές τεχνολογίες διαμορφώθηκαν σαφέστερα στα κο-λέγια των θρησκευτικών ταγμάτων και στους στρατώνες, που αποτελούν τον κατάλληλο τόπο για την εδραίωση της πειθαρχικής εξουσίας. Στο πε-δίο αυτό αναζητούμε την ιστορική και θεωρητική ιδιαιτερότητα της αν-δρικής κυριαρχίας, την έννοια και την πράξη της συμβολικής βίας μέσα από τις οποίες εξηγούνται τα ποικίλα φαινόμενα της κυριαρχίας από την ταξική κυριαρχία, την κυριαρχία μεταξύ των εθνών μέχρι την ανδρική κυριαρχία24.

20. Μ. Άκελσμπεργκ, Τ. Καπλάν, Λ. Ουίλλιζ (1988). Οι γυναίκες στην ισπανι-

κή επανάσταση. Αθήνα: Αυτόνομη εκδοτική ομάδα. 21. ∆. Αυγερινόπουλος (1978.) Η στράτευση των ελληνίδων. Αθήνα, ανάτυπο. 22. H. Bourdillon (1994 edit.) Teaching History. N. York: Routledge, 62-75. P. Bourdieu (1989). La noblesse d’ Etat, grandes écoles et esprit de corps. Paris:

Minuit. G. Fraisse (1989). Muse de la raison, la démocratie exclusive et la différence des sexes. Alinéa : Aix-en-Provence.

23. Γ. Κόκκινος (1998). Από την Ιστορία στις ιστορίες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 373-430, βλ. πλούσια βιβλιογραφική ενημέρωση.

24. Π. Μπουρντιέ (1999.) Η ανδρική κυριαρχία. Επιμέλεια-επίλογος Ν. Πανα-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 203

Πολλαπλές μεταφηγήσεις ιστορικής δράσης

Το συγκεκριμένο τεχνούργημα μπορούμε να το «διαβάσουμε» σε συνάρτηση με τα απομνημονεύματα των Μακεδονομάχων που συγκέ-ντρωσε στη διάρκεια της δεκαετίας του '30 η Πηνελόπη ∆έλτα δίνο-ντας έμφαση στο ρόλο των γυναικών, όπως τον περιγράφουν οι άρρε-νες αγωνιστές. Πρόκειται για έξι συνολικά αφηγήσεις που κατέγραψε η γραμματέας της, Αντιγόνη Μπέλλου, ενώ η συγγραφέας υπέβαλλε ερω-τήσεις. Τρία από αυτά εκδόθηκαν μέσα στην τριετία 1958-6025, του μη-τροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη το 1958, με πρόλογο του Λαούρδα και εισαγωγή του Κλεόβουλου Τσούρκα26, του Κρητικού οπλαρχηγού Γεωργίου ∆ικώνυμου-Μακρή το 1959, με πρόλογο του Στίλπωνος Κυριακίδη και εισαγωγή του Λαούρδα, του Μανιάτη ο-πλαρχηγού Παναγιώτη Παπατζανετέα το 1960, με πρόλογο της επιμε-λήτριας Λουίζας Συνδίκα-Λαούρδα και εισαγωγή του Αλέξανδρου ∆. Ζάννα. Παρά τις αποσιωπήσεις, τα κείμενα αυτά παραμένουν ιστορι-κές πηγές για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το 1904-08 η ελληνική ένοπλη επέμβαση στη Μακεδονία. Ωστόσο απαρα-τήρητες πέρασαν οι σημειώσεις των επιμελητών για τα πρωτότυπα κεί-μενα: «μερικαί φράσεις αφηρέθησαν ως άσχετοι προς το θέμα των απο-μνημονευμάτων», διαβάζουμε στον πρόλογο των απομνημονευμάτων του Καραβαγγέλη, ενώ στον πρόλογο του ∆ικώνυμου ο Β. Λαούρδας ευχαριστεί «τους κ. Κ. Βαβούσκο, Γ. Μόδη και Κ. Μπόνη με τους οποί-ους εξετάσαμε μαζί κάποια προβλήματα της αφηγήσεως». Η Λουίζα Συνδίκα-Λαούρδα διαβεβαιώνει επίσης ότι «εκτός από μερικές δευτε-ρεύουσας σημασίας αλλαγές ή παραλείψεις, το κείμενο δημοσιεύεται αυτούσιο». Από το 1998 πολλοί μελετητές όπως ο Αλ. Π. Ζάννας, στο περιοδικό «Αρχειακά Νέα»27 και το 1999 ο Σπύρος Καράβας αναλύουν

γιωτόπουλος. Αθήνα: Στάχυ. Για το ρόλο του πολέμου και του στρατού στις σχέ-σεις των φύλων βλ. M. R. Higonnet, J. Jenson, S. Michel, M. C. Weitz (edit.1987). Behind the Lines, gender and the two world wars. London: Yale University. F. The-baud (1985). Femmes au temps de la guerre 14-18. Paris: Stock.

25. Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα Πην. ∆έλτα. Απομνημονεύματα (1984). Θεσ-σαλονίκη: ΙΜΧΑ.

26. Επικεφαλή του Γραφείου Πολιτικού Συμβούλου του ΥΒΕ, άτυπου αλλά «αποτελεσματικού παραρτήματος του εν Βορείω Ελλάδι».

27. Α. Ζάννας (1998). Το Αρχείο Π. Σ. ∆έλτα στα Ιστορικά Αρχεία του Μου-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 204

λεπτομερειακά τις λογοκριτικές επεμβάσεις του Ι.Μ.Χ.Α όσον αφορά στ' απομνημονεύματα ενός άλλου Μακεδονομάχου, του Κωνσταντίνου Μαζαράκη τα οποία είχαν πρωτοεκδοθεί από τον ίδιο το 1937 και ξα-νακυκλοφόρησαν «ανανεωμένα» το 1963.

Όσον αφορά στη συμμετοχή των γυναικών στο μακεδονικό αγώνα, η Π.Σ. ∆έλτα ζήτησε να μάθει από το Γερμανό Καραβαγγέλη και το Γεώρ-γιο ∆ικώνυμο-Μακρή «αν οι γυναίκες της Μακεδονίας βοηθούσαν τον αγώνα και λάβαιναν ενεργό μέρος σ' αυτόν, όπως στην Ελλάδα το '21 και στην Κρήτη». Οι εκτενείς απαντήσεις τους αποσιωπήθηκαν: «όταν ρωτήθηκε ο Μακρής αποκρίθηκε, γελώντας, με την τραγουδιστή Κρητι-κιά του προφορά: -Μπα τις κακομοίρες!... Αφού όμως συλλογίστηκε λίγο, πρόσθεσε: «Μόνο μια φορά ένα κορίτσι από το Ορέχοβο θέλησε ν' ακο-λουθήση το σώμα μας και να βγει κι αυτή στο βουνό. [...]. Το Ορέχοβο εί-ναι ένα μικρό χωριό από καμιά εξηνταριά σπίτια, μια ώρα πάνω-κάτω από το Μοναστήρι. Ελληνικότατο χωριό. Εκεί ταχτικά μας φιλοξενούσε ο Μπάρμπα Στέφος, ένας ενθουσιώδης πατριώτης, μ' όλο που δεν ήξερε κανένα Ελληνικό, ούτε καλημέρα. Συνεννοούμασταν όμως με λίγα Βουλγάρικα που είχαμε μάθει εμείς. Κάθε φορά που περνούσαμε από κει περαστικοί μέναμε στο σπίτι του μια-δυο μέρες. Ο Μπάρμπα Στέφος είχε δυο νυφάδες, τη γυναίκα του και μια κόρη. Οι γιοι του λείπαν στην Α-μερική. Αυτός ήταν γεωργός, είχε μερικά χτηματάκια, ζευγάρι, άλογο, και του στέλναν κι οι γυιοί του από την Αμερική. Ούτε η γυναίκα του, ούτε οι νυφάδες του, ούτε η κόρη του ξέραν Ελληνικά. Η κόρη του ήταν ενθουσιασμένη όποτε μας έβλεπε. Ήταν ένα κοντό και παχουλό κορίτσι ίσαμε δεκαοχτώ χρονώ, στρογγυλοπρόσωπο, κόκκινο κι εύμορφο. Μια μέρα πήρε μαζί της ένα μικρό παιδί, ως δέκα χρονών (ανεψάκι της νομί-ζω) και ντυμένη με ρούχα αντρίκια, ένα παληοπαντέλονο και φέσι, μου παρουσιάστηκε στο λημέρι». [...]- «Είχε όπλο;.- Όχι, δεν είχε, αλλά μας ζητούσε. Μόνο ένα μαχαίρι είχε κι όλο μας έλεγε πως θα σφάξη, θα σφά-ξη Βουλγάρους (κι αυτά τα 'λεγε βουλγαρικά). Εννοείται, είχε έρθει κρυφά από το σπίτι της. Τη ρώτησα αμέσως γιατί ήρθε και μου απάντη-σε:- Θ' ακολουθήσω μαζύ σας. Εγώ της είπα πως αυτό δε γίνεται και ότι θα την πάω πίσω στον πατέρα της. Τότε άρχισε να με παρακαλή να μην την παραδώσω στον πατέρα της, παρά να της δώσω ένα τουφέκι για ν'

σείου Μπενάκη:Αρχειακά Νέα, τχ. 17, 7.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 205

ακολουθήση. Εγώ όμως την άλλη μέρα που πήγαμε στο χωριό την παρά-δωσα στον πατέρα της και τον παρακάλεσα μόνο να μη την μαλλώση ούτε να τη δείρη. Από τότε ξαναπεράσαμε πολλές φορές από κείνο το χωριό και την ξαναείδα πολλές φορές και πάντοτε μας περιποιόταν με σεβασμό και προθυμία»28.

Το ίδιο συμβάν έχει καταγραφεί και στις αναμνήσεις του μακεδο-νομάχου Καραβίτη29 με μία διαφορά: το «μικρό παιδί» που συνοδεύει τη 18χρονη Θεοδώρα στο βουνό, δεν είναι «10χρονο ανηψάκι» αλλά ένας «συνομήλικός της νέος», οπλισμένος μάλιστα «με ένα τσεκουράκι» -λεπτομέρεια που προσδίδει διαφορετική διάσταση στο γεγονός, αλλά και στα ιστορικά, κοινωνικά συμφραζόμενα της ιστορίας και της έμ-φυλης μεταφήγησης.

Η απάντηση του Καραβαγγέλη30 στην ίδια ερώτηση αποτελεί ιστορι-κό υλικό για ανάλυση λόγου, ανάλυση περιεχομένου, αλλά και για μια κοινωνιοσημειωτική ανάγνωση: «ρωτώ το Σεβασμιώτατο αν στο Μακε-δονικό Αγώνα αναδείχθηκαν και γυναίκες ηρωίδες και μου απαντά, ό-πως και ο Μακρής, ότι καμιά δε διακρίθηκε για εξαιρετική παλληκαριά και πατριωτική δράση. -Μόνον η γυναίκα του Ζήση από το Απόσκεπο, που τον σκοτώσαν οι Βούλγαροι, μ' όλο που δεν ήξερε ούτε μια λέξη ελ-ληνική, ήταν φανατική Ελληνίδα, και μου έλεγε - 'Αχ, δεν μου την κό-βεις, ∆εσπότη μου, αυτή τη γλώσσα; Εννοείται ότι ο φανατισμός της ε-κορυφώθηκε με τη δολοφονία του αντρός της. Αυτή μας προσέφερε πολ-λές υπηρεσίες μένοντας στην Καστοριά. Γιατί μετά το φόνο του αντρός της από το φόβο μήπως τη σκοτώσουν κι αυτή, έφυγε από το Απόσκεπο και ήρθε κι εγκατεστάθηκε πια στην Καστοριά. Η Ζήσαινα, όπως τη λέ-γαμε, μας ειδοποιούσε ποια φανατικά όργανα του Βουλγ. Κομιτάτου περιφέρονταν στο παζάρι της Καστοριάς και ό,τι σχετικό με το Κομιτά-το μάθαινε. - Και οι Βούλγαροι δεν τη σκοτώσαν; 'Η δεν ήξεραν ότι τους κατασκόπευε; -Οι Βούλγαροι βέβαια και το ήξεραν, μα δεν μπορούσαν να της κάνουν τίποτα μέσα στην Καστοριά».

Όσον αφορά στο ποσοστό των γυναικών στο ∆ημοκρατικό Στρατό

28. Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη: βλ. Αρχείο Π. Σ. ∆έλτα, φ. 561, 35-36

του χειρογράφου. 29. Γ. Πετσίβας επιμ. (1994). Ι. Καραβίτης, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημο-

νεύματα, 2τ. Αθήνα, 593. 30. βλ. σελ. 66-67 στο χειρόγραφο.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 206

στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, σημειώνουμε ότι ήταν μικρό στην ύπαιθρο και στις απομονωμένες περιοχές, αλλά στις κύριες ζώνες του πολέμου έφτανε το 30% σε πολλές περιπτώσεις. Οι στρατολόγοι του ∆ΣΕ απέφευγαν να περιλάβουν παντρεμένες γυναίκες, σχεδόν ποτέ δε μητέρες, σημειώνει ο ιστορικός Γ. Μαργαρίτης. Η στρατολογία απέ-διδε κορίτσια στην πλειοψηφία 16-20 χρονών και δεν παρουσιάζονταν προβλήματα στην αποτελεσματικότητα των αγώνων, αλλά τα στοιχεία δεν επαρκούν για να αξιολογήσουμε την ειδική θέση των γυναικών στο ∆ημ. Στρατό όσον αφορά στην ισότητα ευκαιριών μεταξύ μαχητών διαφορετικού φύλου και στις προκαταλήψεις που ορίζουν τις πολεμι-κές συγκρούσεις31. Η συμμετοχή των γυναικών στις σύγχρονες πολιτι-κές επαναστάσεις αντανακλά τις φυλετικές και κοινωνικές ιεραρχή-σεις, τις σεξιστικές αντιλήψεις και την πατριαρχική ιδεολογία που δια-περνούσαν τόσο την καθολική Ισπανία του 1936, όσο και την ορθόδο-ξη Ελλάδα του 1946. Η ίδια η επανάσταση ως διαδικασία διαδοχικών και βίαιων ανατροπών προσφέρει στις γυναίκες τη δυνατότητα να α-γωνιστούν ενάντια στα στοιχεία του παλαιού, αλλά οι πατριαρχικές προκαταλήψεις επιβάλλονται ακόμη: η ακτιβίστρια S. Estorach ση-μειώνει ότι «είναι αλήθεια, έχουμε αγωνιστεί μαζί, αλλά εσείς είστε πά-ντα οι ηγέτες και εμείς οι οπαδοί είτε βρισκόμαστε στο δρόμο, είτε στο σπίτι…είμαστε λίγο καλύτερα από σκλάβοι»32.

Για την αναπαράσταση των γυναικών στην «ιστορία του βλέμμα-τος» προτείνονται στις φοιτήτριες και στους φοιτητές εργασίες προς την κατεύθυνση, που ο J. Berger θεμελίωσε: «σύμφωνα με τη χρήση και τις συμβάσεις, που επί τέλους αμφισβητούνται, αλλά δεν έχουν κατά κανένα τρόπο ξεπεραστεί, οι άνδρες δρουν και γυναίκες εμφανίζονται. Οι άνδρες κοιτάζουν τις γυναίκες. Οι γυναίκες κοιτάζουν τους εαυτούς τους να τις βλέπουν»33. Ο Berger ισχυρίζεται ότι στην ευρωπαϊκή τέχνη, από την Αναγέννηση και μετά οι γυναίκες εικονίζονται ως «εν γνώσει του γεγονότος ότι τις βλέπει ένας (άνδρας) θεατής». Σημείωσε επίσης

31. Γ. Μαργαρίτης (2002). Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-

1949, τ. Β΄. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 252-258. 32. Μ. Άκελσμπεργκ, Τ. Καπλάν, Λ. Ουίλλιζ (1988). Οι γυναίκες στην ισπανι-

κή επανάσταση. Μετ. Αυτόνομη γυναικεία εκδοτική ομάδα. Αθήνα, 4-5. 33. J. Berger (1972). Ways of Seeing. London: BBC/Harmondsworth: Penguin, 45,

47, 61.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 207

ότι «σχεδόν όλη η μετα-αναγεννησιακή ευρωπαϊκή σεξουαλική εικονο-γράφηση είναι μετωπική – είτε κυριολεκτικά ή μεταφορικά – επειδή ο σεξουαλικός πρωταγωνιστής είναι ο ιδιοκτήτης-θεατής που το κοιτά-ζει». Η ρεαλιστική, χειροπιαστή απεικόνιση των πραγμάτων σε ελαιο-γραφίες και αργότερα στην έγχρωμη φωτογραφία αντιπροσωπεύει την επιθυμία κατοχής των πραγμάτων, ή του τρόπου ζωής που εικονίζο-νται. Ο Berger επέμεινε ότι οι γυναίκες «απεικονίζονταν ακόμη με δια-φορετικό τρόπο από τους άνδρες, επειδή ο ιδεώδης θεατής υπετίθετο πάντα ότι ήταν αρσενικός, κι η εικόνα της γυναίκας σχεδιαζόταν για να τον κολακεύει». Το 1996 ο J. Fowles επιμένει ότι «στις διαφημίσεις οι άνδρες κοιτάζουν ενώ τις γυναίκες τις κοιτάζουν»34 και ο P. Messaris γράφει ότι τα γυναικεία μοντέλα στις διαφημίσεις απευθύνονται σε γυναίκες και «μεταχειρίζονται το φακό ως υποκατάστατο για το μάτι ενός φανταστικού αρσενικού που κοιτάζει» προσθέτοντας ότι «θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι, όταν οι γυναίκες κοιτάζουν τις δι-αφημίσεις, βλέπουν πράγματι τον εαυτό τους, όπως θα τίς έβλεπε ένας άνδρας»35. Στην κυρίαρχη αναπαραστατική παράδοση ο θεατής υποτί-θεται κατά κανόνα ότι είναι όχι μόνο αρσενικός αλλά επίσης ετεροφυ-λόφιλος, ενήλικος και πιο συχνά λευκός. Η L. Mulvey, φεμινίστρια θε-ωρητικός του κινηματογράφου δηλώνει ότι σε μια πατριαρχική κοινω-νία «η απόλαυση του βλέμματος έχει διαχωρισθεί μεταξύ του ενεργητι-κού/αρσενικού και του παθητικού/θηλυκού»36 .

Στο πεδίο αυτό κατανοούμε ότι τα παραδοσιακά δημόσια μνημεία παρουσιάζουν τους άνδρες ως ενεργητικά, εξουσιαστικά υποκείμενα και μέσω των απουσιών θεωρούνται οι γυναίκες ως παθητικά αντικεί-μενα: πρόκειται για το ανδρικό βλέμμα στην ιστοριογράφηση.

34. J. Fowles (1996). Advertising and Popular Culture. Thousand Oaks, CA:

Sage, 204. 35. P. Messaris (1997). Visual Persuasion: The Role of Images in Advertising.

London: Sage, 41-44. 36. L. Mulvey (1989). Visual and Other Pleasures. London: Macmillan, 27.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 208

10. Η Ελλάς στεφανώνει στρατιώτη

Μια «πρώτη» αφήγηση, η ιστορική ιδέα

Στο τεχνούργημα διαβάζουμε την μετατροπή μιας αφηρημένης έν-νοιας σε ορατή και συγκεκριμένη. Η θεματική που επιλέγεται σε παρό-μοια δημόσια μνημεία επικεντρώνεται στα πρόσωπα ως προσωποποί-ηση κυρίαρχων ιδεών στην ιστοριογραφία, όπως στην ιδέα της πατρί-δας και στους ανώνυμους υπερασπιστές της.

Η φαντασιακή σύνθεση που προτείνεται στο ηρώον1 αφορά στην σωματοποίηση της Ελλάδας-πατρίδας σε γυναίκα-ιέρεια, που στεφα-νώνει τον στρατιώτη, τον άγνωστο στρατιώτη.

Το σενάριο που σκηνοθετείται στο συγκεκριμένο δημόσιο μνημείο εντοπίζεται στο τελετουργικό2 της στεφάνωσης ενός ήρωα. Οι αναμνη-στικές τελετές και εορτές στην κυριολεκτική ή/και αναπαραστατική λειτουργία τους, όπως στο συγκεκριμένο τεχνούργημα, όπου αναπαρί-σταται «τελετή στεφάνωσης ήρωα» σε μετωνυμική λειτουργία, αναδει-κνύουν τις σιωπές, μετατοπίζουν τα γεγονότα και επιλέγουν.

Όπως η ιστορική αφήγηση έτσι και τα δημόσια μνημεία συγκρο-τούν ένα συγκρουσιακό χώρο. Η συντηρητική λειτουργία των αναμνη-στικών τελετών εντοπίζεται στα σχέδια των μνημείων και στο πρό-γραμμα των εορτών. Ο ρητορισμός των οπτικών (μνημείων) και των γλωσσικών (επετειακών λόγων) σημείων συνήθως αποτελεί διακήρυξη πίστης παρά ιστορική αλήθεια.

1. Στην ελληνική βιβλιογραφία γίνεται διάκριση των όρων μνημείο-ηρώον,

αλλά συνήθως οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά: μνημείο θεωρείται η απει-κόνιση ενός συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος/στιγμής, ενώ ηρώον ονομάζεται το γλυπτικό έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε ανάμνηση όλων όσων θυσιάστηκαν για την πατρίδα: βλ. Σ. Τσιάρα (2004). Τοπία της εθνικής Μνήμης. Αθήνα: Κλειδά-ριθμος, 41-42.

2. M. Ozouf (1976). La fête revolutionnaire. Paris: Gallimard, 44-94.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 210

Τα στεφάνια ως στοιχείο διακοσμητικής λεπτομέρειας, αλλά και ως σημαινόμενου της νίκης, ή/και του ιερού χρησιμοποιήθηκαν στην τυ-πολογία απεικόνισης ιστορικών προσώπων στην εικονογραφία του θριάμβου και στις προσωποποιήσεις της Νίκης, της ∆όξας, κ.α.3.

Στο πεδίο αυτό παράγεται από τον καλλιτέχνη και από τους πα-ραγγελιοδότες μια μεταφορά με σύμβολα από το χώρο της στρατιωτι-κής, εθνικής ιστορίας. Αφηρημένες έννοιες έχουν παρουσιαστεί μέσα από προσωποποιήσεις, ηρωοποιήσεις στα δημόσια μνημεία από την αρχαιότητα, με κύρια παραδείγματα τις μορφές της Νίκης, της ∆ικαιο-σύνης, της Ελευθερίας και κυρίαρχη τη θηλυκή αναπαράσταση. Όπως καταγράφει ο P. Burke4 ακόμα και «η αρρενωπότητα απεικονιζόταν ως γυναίκα». Στη δυτική εικονογραφική παράδοση οι προσωποποιήσεις αυτές αυξήθηκαν σημαντικά μετά τη γαλλική επανάσταση και δια-μορφώθηκαν συγκεκριμένοι εικονογραφικοί τύποι για την αναπαρά-σταση της Ελευθερίας, της Επανάστασης, του έθνους-κράτους, της πα-τρίδας.

Η πατρίδα, η ελευθερία, η ισότητα, η ειρήνη, η δικαιοσύνη ορίζο-νται στη γραμματική της γλώσσας και της εικόνας ως γένους θηλυκού, αλλά προϋποθέτουν κάθε φορά τον αρρενωπό πόλεμο για την κατά-κτησή τους.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα, ηρώον

Τοπικός προσδιορισμός: πλατεία Ηρώων Φλώρινα- δυτική πλευρά της πόλης.

Χρονικός προσδιορισμός: το 1965. Παραγγελία: από την Ερανική Επιτροπή Ανέγερσης ανδριάντων

και προτομών. Υλικό: μάρμαρο ανάγλυφο. ∆ιαστάσεις: 2,0 × 1,0 × 0,30 . Εικονοκείμενο: η Ελλάς στεφανώνει στρατιώτην σε μεγαλογράμ-

ματη γραφή και μαύρο μικρό σταυρό στο κέντρο και πάνω από το σχηματοποιημένο αέτωμα.

3. P. Burke (2003). ό.π., 83. 4. P. Burke, ό.π., 76-77.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 211

Περιγραφή του έργου: ανάγλυφο5 σε οριζόντια στήλη με σχηματο-ποιημένο αέτωμα και σχηματοποιημένα επίσης ακρωτήρια, έργο του Ν. ∆ογούλη. Παραπέμπει στις επιτύμβιες στήλες της κλασικής Αθήνας. Από δεξιά όπως παρατηρούμε το έργο αναδεικνύεται ο στρατιώτης με κυρίαρχο σημαίνον το κράνος της στρατιωτικής στολής και το μυώδες αρσενικό σώμα χωρίς να δίνεται έμφαση στα στοιχεία της ενδυμασίας. Από αριστερά προβάλλει η γυναίκα-Ελλάς με κυρίαρχο σημαίνον το αρχαιοελληνικό προφίλ του προσώπου και το στεφάνι στην κώμη, χω-ρίς να δίνεται έμφαση στα ενδυματολογικά και σωματικά γνωρίσματα. Η ενδυμασία του στρατιώτη μας παραπέμπει στους πολέμους του 20ού αιώνα μετά το 1940. Η ολόσωμη παράσταση δίνεται σε πλάγια θέση και ανάμεσά τους γίνεται χειραψία. Το βλέμμα των μορφών φαίνεται να συνομιλεί σε άμεση μετωπιαία κατεύθυνση ανάμεσά τους. Οι G. Kress και T. Leeuwen συζήτησαν το θέμα της υιοθέτησης είτε μιας ευ-θείας γωνίας είτε μιας πλάγιας γωνίας σε σκηνές που έχουν ήδη γραμ-μικό προσανατολισμό. Όπου υπάρχουν ευθείες γραμμές σε μια σκηνή ο παραγωγός-εικόνας έχει την επιλογή να διαλέξει την ευθεία γωνία στην οποία τέτοιες γραμμές είναι παράλληλες προς το πλάνο της εικό-νας ή να στρέψει την οριζόντια γωνία της απεικόνισης προς μια πιο πλάγια άποψη. Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι η οριζόντια γωνία που υιοθετείται εκφράζει το αν ή όχι ο παραγωγός-εικόνας, αλλά και ο θε-ατής εμπλέκεται με τα αναπαριστώμενα μέλη ή όχι. Η μετωπική γωνία αναπαριστά εμπλοκή και η πλάγια γωνία παριστά αποστασιοποίηση6. Στην ιστορία του βλέμματος και της αφήγησης που παράγεται από αυ-τό καταδηλώνεται η εσωδιηγηματική σχέση των προσώπων που «συ-νομιλούν». Το εσω-αφηγηματικό βλέμμα αφορά στο βλέμμα ενός εικο-νιζομένου προσώπου που κατευθύνεται σε άλλον μέσα στον κόσμο του κειμένου. Όσον αφορά στο βλέμμα άμεσης προσαγόρευσης που αντι-προσωπεύει τη ζήτηση από το θεατή ως αντικείμενο θέασης, αυτή η

5. Ανάγλυφο είναι το σκαλισμένο γλυπτό σε μια επιφάνεια, έτσι ώστε οι μορ-

φές να προεξέχουν χωρίς να γίνονται περίοπτες. Στο έκτυπο ανάγλυφο οι μορφές προεξέχουν αρκετά, ενώ στο πρόστυπο ελάχιστα: βλ.Χ. Ρηντ κ.α. (1986). Λεξικό εικαστικών τεχνών. Μετ. Α. Παππάς. Αθήνα: Υποδομή, 21.

6. Βλ. G. Kress, T. van Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Vis-ual design. London, N.Y.: Routledge, 143: στη γραμματική της εικόνας η μετωπική θέση ορίζεται ως απαίτηση προς αναγνώριση, ενώ η πλάγια θέση ως προσφορά.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 212

μορφή προσαγόρευσης είναι η κανονική για τους τηλεοπτικούς πα-ρουσιαστές ειδήσεων και τα πορτρέτα. Ο Paul Messaris γράφει ότι μια κοινή υπόθεση για το άμεσο βλέμμα προς το θεατή από ένα εικονιζόμε-νο πρόσωπο είναι ότι μπορεί να υπενθυμίσει στους θεατές τη θέση τους ως «θεατών». Οι άμεσες κατευθύνσεις σήμερα είναι πολύ συνηθέστερες στον κόσμο της τηλεόρασης σε σχέση με τον κόσμο του κινηματογρά-φου. Σημειώνουμε ότι οι ηγέτες επιτρέπεται συμβατικά να βλέπουν το θεατή κατ’ ευθείαν. Ο John Tagg ισχυρίζεται ότι η μετωπικότητα είναι κύρια τεχνική της «ρητορικής ντοκυμανταίρ» της φωτογραφίας, προ-σφέροντας αυτό που εικονίζεται για αξιολόγηση. ∆είχνει ότι ιστορικά το μετωπικό πορτρέτο έχει συνδεθεί με την εργατική τάξη και η μετω-πικότητα είναι ένας «κώδικας κοινωνικής κατωτερότητας»7. Εμπειρι-κές μελέτες υποστήριξαν την ιδέα ότι χαμηλές γωνίες μπορούν να κά-νουν αυτούς που εικονίζονται να μοιάζουν ισχυρότεροι με τον τρόπο αυτό, εφ’ όσον αναγνωρίζεται ήδη ότι έχουν εξουσία μάλλον παρά ότι έχουν ίση κοινωνική θέση με το θεατή8. Ο Messaris γράφει ότι μια χα-μηλή γωνία συνδυαζόμενη με μια μετωπική άποψη και άμεσο βλέμμα προς το θεατή μπορεί να ερμηνευθεί ως «αγέρωχη, εκφοβιστική ή απει-λητική», και ότι, όταν η πρόθεση είναι να χρησιμοποιηθούν χαμηλές γωνίες για να προτείνουν ιδιότητες «ευγενικές ή ηρωικές», οι πλάγιες όψεις είναι συνηθέστερες9. Το πώς βλέπουμε ρυθμίζεται καθώς υπάρ-χουν κοινωνικοί κώδικες για το βλέμμα, που περιλαμβάνουν και τα-μπού για κάποια είδη βλέμματος.

Άνω του εικονομηνύματος έχει προστεθεί μαύρος μικρός σταυρός αναδεικνύοντας τις «μυθολογίες και αγιογραφίες»10 της μεταπολεμικής ιστοριογραφίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε στο Παπαρρηγοπούλειο σχή-μα της ιστορίας του ελληνικού έθνους, το οποίο ήταν τόσο ισχυρό ώ-στε επιβίωσε ακόμη και σε μαρξιστές ιστορικούς11. Όσον αφορά την

7. J. Tagg (1988) The Burden of Representation. Amherst: University of Massa-

chusetts Press, 37. 8. Ρ. Μessaris (1997). Visual Persuasion: The Role of Images in Advertising.

London: Sage, 34-35. 9. Ρ. Μessaris (1997), 38. 10. Α. Λιάκος (2005). Μυθολογίες και Αγιογραφίες στον ∆ιάλογο για το εθνι-

κό φαινόμενο και τον νέο ελληνισμό: Βήμα/6/2: Α39-Α41. 11. βλ. Ν. Σβορώνος (1982). Ανάλεκτα. Αθήνα: Θεμέλιο. Ν. Σβορώνος (2004). Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελ-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 213

κάθετη και οριζόντια δομή του έργου σύμφωνα με τη γραμματική του οπτικού σχεδίου στο επίπεδο της κειμενικής μεταλειτουργίας, το «δε-δομένο-σταθερό» γνωστικό υλικό παρουσιάζεται στο αριστερό τμήμα της εικόνας, στο δεξιό τμήμα το «νέο», ενώ στο κέντρο (στη χειραψία) τονίζεται ο πυρήνας της πληροφορίας.

Η τοποθέτηση της υπογραφής ή/και άλλου στοιχείο στο άνω τμήμα της εικόνας (βλ. σταυρός) παρουσιάζει το «ιδεώδες» της σύνθεσης, ενώ στο κάτω τμήμα δίνονται τα πραγματικά-εξειδικευμένα στοιχεία της σύνθεσης. Το μοντέλο αυτό μας οδηγεί στην ανάλυση με κριτήριο το «κέντρο και το περιθώριο» σε μια εικόνα, την οριζόντια και κάθετη δομή της και εφαρμόζεται επίσης στην παιδική ζωγραφική, αλλά και στη βυζαντινή τέχνη12.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Η επιτόπια ή/και άλλη παρατήρηση ανάλογων δημόσιων μνημείων μπορούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον για έρευνα των διδασκομέ-νων στις θεματικές: είδη και χρήση των στεφανιών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα13, οι γυναίκες στην ιστορία της εικονογράφησης και στην ιστορία των πολέμων.

ληνισμού. Αθήνα: Πόλις.

12. Ι. Βαμβακίδου, Α. Κυρίδης, ∆. Μπέσσας (2005). Ο Τούρκος και ο Έλληνας στη ζωγραφική των νηπίων, σημειωτική ανάλυση του εθνικού άλλου στο παιδικό ιχνογράφημα στο: Α. Κυρίδης, Α. Ανδρέου επιμ. Όψεις της ετερότητας. Αθήνα: Μεταίχμιο, 51-72.

13. Ν. Πολίτης (1975). «Γαμήλια Σύμβολα» : Λαογραφικά Σύμμεικτα, Β΄ . Α-θήνα. Μ. Μερακλής (1985). Ελληνική λαογραφία. Αθήνα. Βλ. www.ysee.gr

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 214

Εικόνα 28, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Το γνωστικό πεδίο για την έρευνα εντοπίζεται στην Ιστορία και φύλο, στην κοινωνική ιστορία των γυναικών καλλιτεχνών, στο ζήτημα της γυναικείας αισθητικής, στην εικονογράφηση του θηλυκού, για την αναπαράσταση των στερεότυπων/και άλλων κοινωνικών ρόλων.

Τα αιτήματα της σύγχρονης Παιδαγωγικής για την αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και τη διαθεματική, ολιστική διδασκαλία14σε συνάρ-τηση με τη διεύρυνση των ιστορικών πηγών – μαρτυριών στοχεύουν στη διευρυμένη ιστορική κουλτούρα15 και στον «εκδημοκρατισμό» του

14. Γ.Φλουρής (1995). Η αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και η διαδικασία της

μάθησης. Αθήνα. Π. Ξωχέλλης (1995). Θεμελιώδη προβλήματα της Παιδαγωγικής Επιστήμης. Θεσσαλονίκη.

15. Γ. Πασχαλίδης (2000) Ιστορία και Ζωή: Φιλόλογος / 99, 94-103.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 215

μαθήματος της Ιστορίας16. Επιπρόσθετα οι ενότητες του σχολικού εγ-χειριδίου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με τον εμπλουτισμό των ει-κονιστικών και γραπτών πηγών προαπαιτούν πολλές διδακτικές ώρες ή προγράμματα τύπου project. Το συνολικό «μορφωτικό κεφάλαιο»17 των φοιτητών/τριών, όπως αυτό διαμορφώνεται από την οικογένεια, την κοινωνική ομάδα, το φύλο, τη χώρα προέλευσης, τα Μ.Μ.Ε18 δεν αρκεί για την αξιοποίηση του πυκνού ιστορικού υλικού. Η εικόνα-μαρτυρία καθώς επίσης και η γραπτή πηγή παραμένουν σε διακοσμη-τικό επίπεδο στο σχολικό εγχειρίδιο19 και παρόμοια αντιμετωπίζονται από διδάσκοντες και διδασκόμενους. Αναρωτιόμαστε εάν αρκεί η α-ναθεώρηση της ιστορικής διδακτικής ύλης, ο εμπλουτισμός του σχολι-κού εγχειριδίου με εικόνες και γραπτές πηγές για να επιτευχθεί η «νέα ιστορική αγωγή», όπως αυτή προσδιορίζεται στο νεωτερικό σχολείο στα πλαίσια μιας Αγωγής για την Ειρήνη20, τη ∆ημοκρατία και την Ι-σότητα φύλων και φυλών.

Τονίζουμε ότι η επιτυχής επιλογή συγκεκριμένων εικαστικών έργων με έμφαση στις ομαδικές συνθέσεις και τα συμπλέγματα των μορφών συμβάλλουν στην κατανόηση της συλλογικής ιστορικής δράσης και όσον αφορά στις γυναικείες μορφές αναδεικνύει τις σιωπηρές

16. Μ. Bloch (1994). Απολογία για την ιστορία. Μετ. Κ. Γαγάκης. Αθήνα. 17. Α. Κυρίδης (1996). Εκπαιδευτική Ανισότητα. Θεσσαλονίκη- Αθήνα: Κυρι-

ακίδης, passim. 18. Αναφερόμαστε στη σύγχρονη πολυπολιτισμική σχολική ομάδα του ελλη-

νικού σχολείου και στην αναγκαιότητα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης: βλ. εν-δεικτικά Γ. Μάρκου (1996). Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας και η ∆ια-πολιτισμική Εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών. Αθήνα, passim. Π. Ξωχέλλης επιμ. (2002). Σχολικά βιβλία και διαπολιτισμική εκπαίδευση : Μακεδνόν 10, 3-112.

19. Κ. Μπονίδης, Φλ. Αντωνίου, Οθ. Μπουραντάς (2002). Ο εθνικός εαυτός και ο εθνικός άλλος στην εικονογράφηση των σχολικών εγχειριδίων του γλωσσικού μαθήματος: Μακεδνόν, 10, 77-92. Α. Ανδρέου (2002). Σχολική ιστορία και Εικόνα. Οι πρόσφατες αναθεωρήσεις των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας και η εικονο-γράφησή τους: στο Γ.∆. Καψάλης, Α.Ν. κατσίκης (επιμ.) Σχολική Γνώση και ∆ιδα-σκαλία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Πρακτικά Συνεδρίου, Επιστημονική Ε-πετηρίδα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/8, Σχολή ΕπιστημώνΑγωγής, Παιδαγωγικό Τμήμα ∆ημοτικής, Ιωάννινα, 302-310.

20. Ι. Βαμβακίδου, Α. Κυρίδης, Ε. Μαυρικάκη (2001). H Αγωγή για την Ειρήνη στο Σχολείο: Παιδαγωγικός Λόγος/53-68, Αθήνα.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 216

Εικόνα 29, Λεπτομέρεια (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

ιστορικές αφηγήσεις των γυναικών21. Για τη συμμετοχή των γυναικών στους Αγώνες οι ομαδικές εικαστικές αναπαραστάσεις, όπως το δημό-σιο σύμπλεγμα του Γ. Τσάρα για το ζεύγος Βισβίζη22 ή το έργο του Ρ. Hess για τη Μπουμπουλίνα που αποκλείει το Ναύπλιο23 καθώς επίσης και τα έργα για τη Νίκη της Σαμοθράκης (βλ. Πολυκράτης: Νίκη σε χαλκό, Παλαιολόγος: Πτερωτή Νίκη, Σπητέρη-Βεροπούλου: Nike II, Ευθυμιάδη-Μενεγάκη: Νίκη ΙΙ)24 συγκροτούν σημεία για το σύνολο των γυναικών αγωνιστριών στην ιστορική δράση ως εναλλακτική πρό-ταση ανάγνωσης της συμμετοχής τους στους αγώνες.

21. Ε. Αβδελά, Α.Ψαρά επιμ. (1997). Σιωπηρές Ιστορίες. Γυναίκες και Φύλο

στην ιστορική αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, passim. G. Duby, M. Perrot (1995). Γυναίκες και ιστορία. Μετ. Κ. Καρλαύτη. Αθήνα.

22. Ι. Βαμβακίδου (2003). ό.π. 23. M. Παπανικολάου (1994). To μπλε άλογο. Θέματα ιστορίας και κριτικής

της τέχνης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 145. 24. Σ. Λυδάκης (1981). Οι Έλληνες Γλύπτες, τ. Ε’. Αθήνα.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 217

Η παρουσίαση ομαδικών συνθέσεων ή/και γλυπτών, προτομών25 και συμπλεγμάτων με στόχο τη λειτουργική σχέση εικόνας και ιστορι-κής αφήγησης ή ακόμη και την κατάργηση σε συγκεκριμένες θεματικές της ιστορικής αφήγησης ώστε οι μαθητές/τριες να παράγουν τη δική τους ιστορική αφήγηση αποτελεί σήμερα αναγκαιότητα στον πολιτι-σμό της εικόνας.

Όταν οι διδασκόμενοι κατευθύνουν την όραση και την κριτική σκέψη τους προς τα μνημεία, ως συστήματα σημείων, ως τεκμήρια μιας καλλιτεχνικής παράδοσης, αλλά και ως φορείς ιδεολογίας και προπα-γάνδας, τότε επιτυγχάνεται η οργάνωση της γνωστικής διεργασίας, η οποία προσανατολίζεται προς τη συγκρότηση των ιστορικών εννοιών. Η εκμάθηση, η κατανόηση και η ορθή χρήση των εννοιών και ειδικότε-ρα των ιστορικών εννοιών εμπλέκονται και με τη διάσταση της αίσθη-σης. Η γνώση των ιστορικών εννοιών και του ιστορικού λεξιλογίου26 προωθείται μέσω της ανάγνωσης των ιστορικών εικαστικών έργων, των δημόσιων γλυπτών, των γελοιογραφιών, των αφισών, διότι ολο-κληρώνεται η αισθητοποίηση των ιστορικών δρώμενων ώστε το ιστο-ρικό δρώμενο να γίνεται αντικείμενο στοχασμού και όχι απομνημό-νευσης. Για να επιτευχθεί η σαφήνεια και η ευκρίνεια του ιστορικού θέματος, προαπαιτούνται τόσο η αισθητοποίηση, αλλά και η διδασκα-λία του ιστορικού λόγου. Η ιστορία των εννοιών συγκροτεί ένα επί-κοινο χώρο που τέμνει το πεδίο της κουλτούρας, της κοινωνικής διάρ-θρωσης, των οικονομικών σχέσεων της πολιτικής εξουσίας. Η γλώσσα, το λεξιλογικό της δυναμικό, τα ρητορικά σχήματα διαμεσολαβούν και εκφράζουν τον αγώνα για ιδεολογική κυριαρχία, πολιτική ισχύ. Επι-πρόσθετα συγκροτούν πρακτικές παραγωγής, πρόσληψης και διάδοσης του κοινωνικά διαχεόμενου νοήματος27.

25. Φ. Βώρος (1993). Η διδασκαλία της ιστορίας με αξιοποίηση της εικόνας.

Αθήνα: Παπαδήμας. 26. Γ. Φλουρής (1995). Η αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και η διαδικασία της

μάθησης. Αθήνα.: Γρηγόρη, 83. Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου, Σ. Κασίδου (2003). Ι-στορία ή παραμύθι, τα όρια της ιστορικής και μυθοπλαστικής αφήγησης στα κεί-μενα των μαθητών: θεματική ανάλυση: στο Α. Ευκλείδη, Μ. Τζουριάδου, Α. Λεο-νταρή (2003). Ψυχολογία και Εκπαίδευση, Επιστημονική Επετηρίδα της Ψυχολο-γικής Εταιρείας/1, Θεσσαλονίκη: Ελληνικά Γράμματα, 273-289: Πρακτικά ∆ιημε-ρίδας ΨΕΒΕ, Φλώρινα.

27. Γ. Κόκκινος (2003)., ό.π., 247-248.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 218

Έτσι γίνεται κατανοητό ότι η ιστορία συνιστά πράξη που γίνεται γνώση και γνώση που ανατρέχει στην πράξη 28.

Στην εκπαίδευση σήμερα οι μαθητές/-τριες είναι οι κατεξοχήν θεα-τές οπτικών κειμένων και χρησιμοποιούν διαρκώς οπτικά μέσα επικοι-νωνίας όχι μόνο στη διάρκεια του «ελεύθερου χρόνου» τους, αλλά και σε κάθε προσπάθεια να οριοθετήσουν τη σχέση τους με τους/τις ενήλι-κες. Ωστόσο είναι γεγονός ότι στην εκπαίδευση δεν γίνεται ακόμα συ-στηματική προσπάθεια εξοικείωσης με τα οπτικά αυτά παραδείγματα. Το ανησυχητικό δεν είναι τόσο η ποσότητα οπτικών κειμένων που «πρόκειται να κατακλύσουν» την εκπαίδευση, αλλά το γεγονός ότι η λειτουργία της εικόνας παραμένει παραδειγματιστική και διακοσμητι-κή οδηγώντας σε οπτικό αναλφαβητισμό. Η χρήση παραδειγμάτων στη θέση αφηρημένων εννοιών και πολύπλοκων συστημάτων συνιστά μία μυθολογική πρακτική. Όσο πιο απομονωμένο και κλειστό είναι ένα παράδειγμα, τόσο πιο δύσκολο είναι να ελέγξουμε την ερμηνεία του. Αν ο/η εκπαιδευτικός θέλει να διδάξει την ιστορία του φασισμού, δεν αρκεί να χρησιμοποιήσει την εικόνα ενός συγκεκριμένου αρνητικού στερεότυπου, για παράδειγμα του Χίτλερ, αλλά θα πρέπει να εξηγήσει τις πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις που αντιστοιχούν στο συγκεκριμέ-νο φαινόμενο. Αντίστοιχα οι παράγοντες που εμπλέκονται, κοινωνι-κοί, οικονομικοί, πολιτικοί, θα πρέπει να παρουσιάζονται επαρκώς και με οπτικό όχι μόνο με λεκτικό τρόπο29.

Είτε πρόκειται για πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες, ταινίες, φυ-σικά τοπία, άλλους ανθρώπους, κάθε εικόνα που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία ή τη σκέψη είναι αναπόφευκτα κωδικοποιημένη και η ερμηνεία της εξαρτάται από διαφορετικές κάθε φορά κοινωνικές συμ-βάσεις. Ακόμα και το πιο ακραίο παράδειγμα «φυσικών εικόνων», ε-κείνες που απεικονίζουν το θάνατο, έχουν ήδη κωδικοποιηθεί από την εποχή των σπηλαίων. Η εικόνα μιας γυναίκας που θρηνεί το γιο της έ-χει τελείως διαφορετική σημασία στις Τρωάδες του Ευριπίδη, στην Καινή ∆ιαθήκη, σε μια ινδουιστική τελετή ταφής και σε ένα ρεπορτάζ για κάποιον πόλεμο στα Βαλκάνια. Η ιστορική και κοινωνική διαπλο-

28. Φ. Βώρος (1993). Το συγκινησιακό στοιχείο στη διδασκαλία της ιστορίας:

Τα Εκπαιδευτικά/31-32, 197-208. 29. P. Messaris (1994). Visual Literacy, Image, Mind, Reality. Colorado: West-

view Press, 21-29.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 219

κή αυτών των αντιθέσεων είναι που παράγει τη σημασία μιας έννοιας. Ακόμα κι αν υπάρχουν καθολικές εικόνες είναι σημασιολογικά ανύ-παρκτες. Αν κάτι δεν έχει αντιθέσεις, δεν υπάρχει.

Σε αντίθεση με τα γνωσιολογικά μοντέλα του παρελθόντος, σήμερα η γνώση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα συσσώρευσης, αλλά αποτέλεσμα μεταφοράς και διάκρισης. Γι’ αυτό και οι πρώτες προσπάθειες ερμηνεί-ας εστιάστηκαν στην αποκατάσταση αυτής της χαμένης αφήγησης. Η ψυχαναλυτική θεωρία απέδωσε τις μετατοπίσεις αυτές σε έναν μηχανι-σμό λογοκρισίας, βλέπουμε, θυμόμαστε μόνον αυτά που μας επιτρέ-πουν οι κοινωνικές συμβάσεις να θυμηθούμε. Για να βρούμε την αληθι-νή σημασία μιας εικόνας χρειάζεται ακολουθώντας τους συνειρμούς να αντιστρέψουμε την πορεία των μετατοπίσεων πίσω στο χρόνο μέχρι το αρχικό αίτιο της μετατόπισης. Με τον ίδιο τρόπο οι Ρώσοι φορμαλι-στές χρησιμοποίησαν τον όρο «ανοικείωση» για να καταδείξουν ότι η ερμηνεία δεν είναι θέμα συγκρίσεων, αλλά συγκρούσεων και ανατρο-πών. Σχηματικά η μέθοδός τους συνίσταται στην αντιστροφή μιας ει-κόνας ή στην εύρεση της «διαλεκτικής εικόνας» που την ανατρέπει, με σκοπό όχι τόσο την ανακάλυψη κάποιας αντικειμενικής πραγματικό-τητας, αλλά την αποκάλυψη ψευδών, αλλοιωμένων όψεων της πραγ-ματικότητας.

Η/ο εκπαιδευτικός μπορεί να χρησιμοποιήσει διαλεκτικές εικόνες, δηλαδή εικόνες που συγκρούονται μεταξύ τους για να καταδείξει την ύπαρξη αντιφάσεων και να ανατρέψει απόλυτες απόψεις και απόλυτα επιχειρήματα.

Μια πιο θετική σημειωτική θεώρηση των εικόνων στην εκπαίδευση θα πρέπει να συνδυάζει τη δημιουργική προσέγγιση με την ιστορική. Γι’ αυτό χρειάζεται η ύπαρξη ενός αρχείου εικόνων. Η συστηματοποίη-ση των εικόνων, η κατηγοριοποίησή τους αποτελεί κατάλληλη άσκηση ιστορικής παρατήρησης. Μία φωτοθήκη ή ένα διδακτικό βοήθημα σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για τη συγκρότηση ενός αρχείου. Η με-ταφορική λειτουργία της σκέψης απαιτεί τον συνεχή εμπλουτισμό του αρχείου μέσα από την αναζήτηση αιτίων, λογικών σχέσεων και οπτι-κών αφηγημάτων. O σκοπός του υλικού αυτού δεν είναι ούτε η συσ-σώρευση ούτε η ταξινόμηση, αλλά η εκμάθηση κανόνων κατασκευής μέσα από τη δημιουργική παραβίασή τους. Η ενσωμάτωση οπτικών κειμένων στην εκπαίδευση μπορεί να είναι αποτελεσματική και δημι-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 220

ουργική μόνο εφόσον εγκαταλειφθεί ο διακοσμητικός και εικονογρα-φικός χαρακτήρας τους. Η συστηματική παρατήρηση των εικόνων επε-κτείνει τα όρια του λόγου και εισάγει το στοιχείο της έκπληξης και της ερευνητικής πρακτικής30.

30. Γ. Μεταξιώτης (2005). Η εικόνα στην Εκπαίδευση: πολυτροπικότητα κει-

μένων: www.komvos.edu.gr

11. Ιωάννης Κοντόπουλος

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Ιωάννης Κοντόπουλος ήταν Γεωπόνος από την Κόρινθο. Λόγω των σπουδών στη Ιταλία θεωρήθηκε πρωτοπόρος στην ∆ενδροκομία. Το 1929 ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή Φλώρινας για γεωργοτεχνίτες1. Ξε-κίνησε με προτάσεις για την κτιριακή υποδομή που σήμερα αποτελούν τα εργαστήρια των Τ.Ε.Ι. Η τεχνοτροπία που πρότεινε για τη δημιουρ-γία των κτιρίων ήταν αυτή της τότε Κεντρικής Ευρώπης φανερά επη-ρεασμένος από την παραμονή του εκεί.

Την περίοδο αυτή (1929) η κυβέρνηση του Βενιζέλου στις εκπαι-δευτικές μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκε στην ίδρυση πρακτικών Σχο-λών και σχολείων στην πορεία της εκβιομηχάνισης2. Στις οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της περιόδου 1920-19283 διαμορφώ-νεται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 σε μια εποχή που η Ελ-λάδα ενσωματώνεται στη διεθνή αγορά, δέχεται την εισαγωγή ξένων

1. Το 1975 λειτούργησε ως Κ.Α.Τ.Ε (Κέντρο Ανώτερης Τεχνικής Εκπαίδευσης)

και το 1979 ιδρύθηκε το ΑΣΤΕΓ (Ανώτερη Σχολή Τεχνολόγων Γεωπόνων), το ση-μερινό Τμήμα Φυτικής Παραγωγής και το Α.Σ.Σ.Ε (Ανώτερη Σχολή Στελεχών Επι-χειρήσεων). Το 1984 το Τμήμα Λογιστών μεταφέρθηκε στην Κοζάνη και στη Φλώ-ρινα ιδρύθηκε το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής. Από το 1999 (ΦΕΚ 179/Α) ιδρύθηκε το Τμήμα Εμπορίας και ποιοτικού ελέγχου αγροτικών προιόντων (Π∆ 200/1999): τα στοιχεία μας έδωσε ο ∆/ντής των Τ.Ε.Ι Ταμουτσίδης.

2. Η ανάπτυξη της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα συνά-ντησε σοβαρές αντιστάσεις σε βαθμός που ο Βενιζέλος δήλωσε στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο «θα καταργήσω ογδόντα γυμνάσια, ακόμη και αν με ανατρέψουν» βλ. στο: Σ. Μπουζάκης (2002). Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1998). Αθήνα: Gutenberg, 104.

3. Τριαντατέσσερις αλλαγές κυβερνήσεων, εικοσιπέντε Υπουργοί στο Υπουρ-γείο Παιδείας, η μικρασιατική καταστροφή, η δημοκρατική Κυβέρνηση Α. Παπα-ναστασίου το 1924, η διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου είναι στοιχεία που δηλώνουν την πολιτική αστάθεια. Βλ. Σ. Μπουζάκης (2002). ό.π., 87 κ.ε.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 222

κεφαλαίων και ολοκληρώνεται η αγροτική μεταρρύθμιση4.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης και συγκεκριμένα στον κήπο της Γεωργικής Σχολής απέναντι ακριβώς από το κτίριο των Τ.Ε.Ι.

Χρονικός προσδιορισμός: δεν αναγράφεται στην καρτέλα του μνη-μείου. Υποθέτουμε ότι φιλοτεχνήθηκε την περίοδο 1965-19705.

Χώρος δημιουργίας το εργαστήριο του καλλιτέχνη ∆. Καλαμάρα Παραγγελία: το έργο χρηματοδοτήθηκε και παραγγέλθηκε από το

Γεωπονικό Σύλλογο Μακεδονίας - Θράκης. Υλικά: ο μπρούντζος και το μάρμαρο. ∆ιαστάσεις 0,30 × 0,15.

Εικόνα 30, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

4. Σ. Μπουζάκης (2002). ό.π., 99-105. 5. Τα στοιχεία μας έδωσε ο Καθηγητής και Γλύπτης Τ. Μπέσσας.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 223

Περιγραφή του έργου: Τρισδιάστατη γλυπτική αναπαράσταση της κεφαλής στο χρώμα του μπρούντζου, υλικού κατασκευής του. Μαζί με το μαρμάρινο βάθρο έχουν ύψος περίπου 2,40 μέτρα. Μη στερεότυπη, ακαδημαϊκή απόδοση κεφαλής, σαφής αμφισβήτηση της παραδοσιακής απόδοσης των προτομών με έντονα εξπρεσιονιστικά και αφαιρετικά στοιχεία.

Εικονοκείμενο: Ο ΓΕΩΠΟΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΗΣ ∆ΕΝ∆ΡΟ-ΚΟΜΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟ 1851-1929.

Επίσης στην μια από τις πλάγιες όψεις του βάθρου είναι χαραγμένο το όνομα του δημιουργού, ∆. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Ο Ιωάννης Κοντόπουλος δεν αποτελεί κεντρικό ιστορικό πρόσωπο της παραδοσιακής τοπικής ιστορίας της Φλώρινας, αλλά ενεργό υπο-κείμενο της κοινωνικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής ιστορίας σε τοπικό και πανελλήνιο πεδίο.

∆ίνονται εργασίες για το έργο του Καλαμάρα, για τη συμβολή του στη σύγχρονη γλυπτική, στη σύγχρονη υπαίθρια γλυπτική πόλεων. Τα στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν ως εγκυκλοπαιδικό υλικό από το συγκεκριμένο τεχνούργημα είναι εικαστικά και αισθητικά: η ιστο-ρία της μοντέρνας γλυπτικής, ο αφαιρετικός εξπρεσιονισμός, ο σύγ-χρονος προβληματισμός για την ένταξη της σύγχρονης γλυπτικής στην υπαίθρια, δημόσια γλυπτική.

Από τις αρχές του ΄90 αναβαθμίστηκε ο ρόλος των καλλιτεχνικών αξιών στον πολεοδομικό σχεδιασμό των πόλεων σε διεθνές επίπεδο και η τέχνη «κατέβηκε από τις προσόψεις, βγήκε από τα αίθρια και ξεχύ-θηκε στους δρόμους, η δυτικόφερτη πλάζα υιοθετήθηκε με προθυμία στην Ελλάδα, αλλά στην Αθήνα που εφεύρε τη ∆ημόσια ζωή στην Α-γορά, τα περισσότερα έργα είναι θλιβερά και ανώνυμα, με κυρίαρχη τη διάθεση για ηρωοποίηση προσωπικοτήτων από την αρχαιότητα και το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν». Αρχιτέκτονες και ιστορικοί της Τέχνης αναρωτιούνται για το σύγχρονο τρόπο αισθητικής εκπαίδευσης που μπορεί να εξασφαλίζει παράλληλα την ακεραιότητα των δημοσίων έρ-γων με εφήμερες εγκαταστάσεις έργων τέχνης, όπως για παράδειγμα η

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 224

έκθεση εργαστηρίου γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών στον πεζό-δρομο Αρεοπαγίτου στην Αθήνα, ή ακόμα και οι εφαρμογές της άυλης ψηφιακής τέχνης που ήδη παρουσιάζονται σε φεστιβάλ τύπου e-phos και σε happenings- δρώμενα/διαμαρτυρίες6. Τα ιστορικά στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν από την πολλαπλή ανάγνωση του έργου αφορούν στις θεματικές της οικονομικής- κοινωνικής ιστορίας, που α-νέδειξαν την πολεοιστορία, την μικροιστορία, την πόλη ως πυρήνα του πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά και ως πεδίο ανάγνωσης της στάσης των ανθρώπων απέναντι στην κοινωνία.

Η ιστορία των πόλεων οδηγεί στην κατανόηση της ιστορίας ευρύ-τερων περιοχών, διότι στα αρχεία των πόλεων7 φυλάσσονται οι πηγές για την προσέγγιση του παρελθόντος και παράλληλα βιώνονται οι οι-κονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες. Η έννοια της τοπικότητας δεν εκλαμβάνεται στα στενά όρια του βιωμένου χώρου κατοίκησης, αλλά διεισδύει στα ποικίλα, ιστορικά δεδομένα του τόπου8.

6. Ωστόσο αμφισβητείται η πρόσληψη των πειραματικών δράσεων από το ευ-

ρύ κοινό: βλ Φ. Γεωργακοπούλου (2003). Τέχνη και δημόσιος χώρος, μια παλιά σχέση με νέες προοπτικές: Greek Architects Athens.

7. Η γοητεία των παλαιών εγγράφων, κυρίως. Το κείμενο του εγγράφου, συ-νταγμένο σε παλαιογραφημένα και παρωχημένα ελληνικά στην καθαρεύουσα που ήταν οικεία στη γραφειοκρατία των αρχών του 20ού αιώνα, αποκομμένο από την αλλοτινή υπηρεσιακή χρησιμότητα: Α. Ανδρέου (2001). Fragmenta Macedonica, 20 ανέκδοτα έγγραφα από το Βιλαέτι Βιτωλίων, 1901-1909. Αθήνα, 11.

8. Γ. Κόκκινος (1998). Από την ιστορία στις Ιστορίες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμ-ματα, 323. Μ. Βαινά (1997). Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της τοπικής ιστορίας για τον 21ο αιώνα. Αθήνα, 93-101.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 225

Εικόνα 31, όψεις του έργου (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 226

12. Θνήσκων πολεμιστής

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο ή/και η ιστορική ιδέα

Η ιστορική θεματική αφορά στον άγνωστο στρατιώτη, στο κενο-τάφιον.

Το ζήτημα που προέκυψε για την ονομασία του τεχνουργήματος ως «ηρώον ή μνημείον,1 μνημείο πεσόντων ή αγνώστου στρατιώτου ή θνή-σκοντος πολεμιστή», όπως το ονόμασε ο ίδιος ο γλύπτης, καθορίζει την ιστορία του συγκεκριμένου έργου, αλλά και την πολυσημία του αγνώ-στου στρατιώτου, του κενοταφίου, όπως καθιερώθηκε να τιμάται.

Η νεότερη παράδοση των εθνικών πολεμικών μνημείων ανάγεται στο τέλος του 18ου αιώνα στο πρώτο πολεμικό μνημείο που παραγγέλ-θηκε από το βασιλιά της Πρωσίας σε ανάμνηση των στρατιωτικών σω-μάτων που σκοτώθηκαν στη Φρανκφούρτη. Στην Ελλάδα από το 1829 τα μέλη της 4ης Εθνοσυνέλευσης αποφάσισαν την ίδρυση ναού του Σω-τήρος ως μνημείο τιμής για τους αγωνιστές του 1821 και παράλληλα την ανέγερση μνημείων για τους Φιλέλληνες. Ο Καποδίστριας επίσης, πρώτος σχεδίασε την παραγγελία ενός συνολικού ηρώου για τους α-γωνιστές του 1821, αλλά το έργο δεν ολοκληρώθηκε. Το 1838 τοποθε-τήθηκε με δική του πρωτοβουλία ο Τύμβος για τα οστά των ηρώων της Εξόδου (Κήπος Ηρώων στο Μεσολόγγι), ενώ το κενοτάφιον των Ιερο-λοχιτών στήθηκε το 1843 στην Αθήνα. Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων οργανώθηκαν τοπικές επιτροπές με στόχο την ανέγερση μνη-μείων υπέρ των πεσόντων συνδημοτών σε τυποποιημένες αναμνηστικές στήλες από μάρμαρο και με την πρόσθετη χάραξη των ονομάτων2.

1. Στο Αρχείο του ∆ήμου καταγράφεται ως μνημείο. 2. Χ. Χρήστου, Μ. Κουμβακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυπτική

1800-1940. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 38-86.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 228

Εφημ. Έθνος, 20/11/1971

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 229

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: στις 5 Νοεμβρίου του 1971 (εποχή δικτα-τορίας) στην κεντρική πλατεία της Ομονοίας, η οποία σήμερα ονομά-ζεται πλατεία Μόδη3 τοποθετήθηκε χάλκινη κυβιστική σύνθεση, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης ∆. Καλαμάρας και παριστάνει έναν πληγωμένο πολεμιστή. Το έργο μετακινήθηκε το 1993 λόγω αναδόμησης της πλα-τείας, αλλά παρέμεινε στις αποθήκες του ∆ήμου. Από το 1998 η τοπική αρθρογραφία διαμαρτύρεται για την μη έκθεση των έργων του Καλα-μάρα με αποτέλεσμα το άνοιγμα διαλόγου επωνύμων πολιτών, πολιτι-κών και καλλιτεχνών για τη δημιουργία Πάρκου Γλυπτών Καλαμάρα (πρόταση του Γ. Λιάνη), ή/και υπαίθριου μουσείου γλυπτικής (πρότα-ση του Ν. ∆ογούλη)4.

Σήμερα το έργο βρίσκεται στο Νέο Πάρκο Φλώρινας απέναντι από τα ΚΤΕΛ της πόλης στην κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης, όπου τοποθετήθηκε το 2002 μετά από αίτημα και συντήρηση των έργων που ανέλαβε η σύζυγος Καλαμάρα5.

Χρονικός προσδιορισμός: στις 8 Νοεμβρίου του 1971 έγιναν τα αποκαλυπτήρια στα οποία παρευρέθησαν ο υφυπουργός και περιφε-ρειακός διοικητής της Κεντρικής και ∆υτικής Μακεδονίας. Στην τελετή των αποκαλυπτηρίων δεν παραβρέθηκε ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος, ο οποίος προέβη αργότερα σε αρνητικές δηλώσεις. Η ημερομηνία τέλε-σης της αποκάλυψης του έργου συμπίπτει με την ημέρα, που η Φλώρινα γιόρταζε την 59η επέτειο των «Ελευθερίων». Στις 8 Νοεμβρίου του 1912 απελευθερώθηκε η Φλώρινα από τους Οθωμανούς.

Παραγγελία: από την Επιτροπή Ανέγερσης Προτομών και Ανδριά-ντων του Νομού Φλώρινας.

3. Για τον Γ. Μόδη από το Μοναστήρι, διηγηματογράφο, δικηγόρο, πολιτικό,

βουλευτή, υπουργό, δημοσιογράφο βλ. Γ. Π. Αργυριάδης (1988)., ό.π., 13-34. 4. Βλ. εφημ. Η ώρα της Αλήθειας/16/12/1998. εφημ. Έθνος/5/2/1999. Γ. Λιάνης (1999). Πάρκο ∆. Καλαμάρα: Έθνος/5/2. Ν. ∆ογούλης (2000). Ένα υπαίθριο μουσείο και μια μόνιμη θέση για το έργο

του γλύπτη ∆. Καλαμάρα: εφημ. Έθνος/9/6/. Γ. Λιάνης (2001). Τα έργα Καλαμάρα: εφημ. Έθνος 9/2. 5. βλ. Πρακτικά 9ης Τακτικής Συνεδρίασης του ∆ημοτικού Συμβουλίου Φλώρι-

νας: 2/6/1999.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 230

Η παραγγελία δόθηκε για «το μνημείο του αγνώστου, το μνημείο των πεσόντων», αλλά τελικά ονομάσθηκε «θνήσκων πολεμιστής», όπως καταγράφεται στο Αρχείο του ∆ήμου Φλώρινας.

Υλικό: ορείχαλκος. ∆ιαστάσεις: υπερφυσικό μέγεθος, Ο,88x2,05x0,90. Η ορθογώνια

βάση σε διαστάσεις 1,06 × 2,39 × 1και 24,5 από πωρόλιθο με τρία πό-δια-βάσεις, τα οποία δεν ισαπέχουν, με διαστάσεις έκαστου 0, 92 x 89,5x 0, 22.

Εικόνα 32, σπουδή6

Περιγραφή του έργου

Τρισδιάστατο γλυπτό του ∆. Καλαμάρα, το οποίο αναπαριστά πί-πτοντα πληγωμένο, γυμνό άνδρα με το κεφάλι στραμμένο προς τη γη. Στην αρχαία ελληνική τέχνη στο δυτικό αέτωμα του ναού της Αφαίας

6. A. Μοσχονά (επιμ. 1993). Λεύκωμα ∆. Καλαμάρας. Αθήνα: αυτοέκδοση.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 231

Αθηνάς στην Αίγινα με την ίδια ονομασία εντοπίζεται παρόμοια σύν-θεση7. Τα ανεικονικά και αφαιρετικά στοιχεία διαμορφώνουν μια α-ντι-ακαδημαϊκή επιβλητική ανθρώπινη φιγούρα. Το πλάσιμο της μορ-φής όπως και στο έργο του Κώττα γίνεται ορατό στο κοινό μέσα από την αναδυόμενη ύλη, η οποία αναδεικνύει το γήινο, φθαρτό στοιχείο του ήρωα, χωρίς να εικονίζονται τα ενδυματολογικά και οπλικά εξαρ-τήματα του εικονιζόμενου.

Πρόκειται για μια συμβολική αναπαράσταση ενός άγνωστου στρα-τιώτη, ενός Έλληνα πίπτοντος-πληγωμένου πολεμιστή, χωρίς συγκε-κριμένη μορφή του 1821, του 1914 του 1940, ως μια μορφή στρατιώτη πέραν του τόπου και χρόνου8, πέραν της φυλής/ταυτότητας, στο όνομα της ετερότητας. Το έργο παρουσιάστηκε στη ∆ιεθνή έκθεση της Ισπα-νίας και στην Εθνική Πινακοθήκη αποσπώντας θετικές κριτικές από τους τεχνοκριτικούς και τους ιστορικούς της τέχνης, οι οποίοι το ε-ντάσσουν στο δημόσιο καλλιτεχνικό ιδίωμα9 του γλύπτη. Οι μαθημα-τικές/γεωμετρικές αναλογίες, η εσωτερική κίνηση των όγκων, το πολυ-επίπεδο της σύνθεσης, ο άξονας των καθέτων και οριζοντίων τύπων, η αυστηρότητα της μορφής και η ελαφριά κλίση της κεφαλής προς τη γη σκηνοθετούν μια επιβλητική παράσταση πλαστικής τεχνικής, σε στο-χαστικό ύφος περισσότερο παρά πένθιμο.

εφημ.Φωνή της Φλώρινας, 5/11/1971

7. Το έργο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Μονάχου βλ. W. Fuchs (1983).

Die sculptur der Griechen. Darmstadi, 309 (εικόνες 343, 344), 389. 8. Ρήση του καλλιτέχνη σε συνέντευξη που παρεχώρησε βλ. Π. Στεφανίδης

(1971). Η άλλη πλευρά του λόφου, το μνημείο του αγνώστου στρατιώτου: Έθνος, 20/11/1971.

9. Σ. Τσιάρα (2004). ό.π., 175.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 232

Εικόνα 33, το τεχνούργημα ( Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσής του, προσλή-ψεις του έργου

Οι Φλωρινιώτες δέχτηκαν «σιωπηλά» το έργο μετά την εμπειρία του 1961 (βλ. ανδριάντας του Κώττα). Η αντίδραση προήλθε από τον Μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνο Καντιώτη, ο οποίος δήλωσε ότι «το έργο τούτο, ως έργον αφηρημένης τέχνης, μη φέρον ενδεικτικόν στοιχείον Έλληνος πολεμιστού ή γενικώτερον Ελλάδος αγωνιζομένης, δύναται να στηθεί και εις Τίρανα και εις Βελιγράδιον και εις άλλην τι-νά πόλιν του ∆υτικού ή Ανατολικού κόσμου, χωρίς να προκαλέσει ου-δεμίαν αντίδρασιν. Όποιος το βλέπει δεν αναπολεί την Ελλάδα και τας ιστορικάς στιγμάς τας οποίας έζησεν. Οποία αντίθεσις του έργου τού-του προς άλλα ηρώα της πατρίδος και συγκεκριμένως προς τα ηρώα των πόλεων Κιλκίς και Γιαννιτσών. Η τέχνη δεν είναι αυτοσκοπός. Η τέχνη πρέπει να είναι θεραπαινίς των ιδανικών του Έθνους». Στη συ-νέχεια ζητήθηκε από τον Ν. Γκαντώνα «το μεν στηθέν έργον να στηθή εις άλλο σημείο της πόλεως διά να επιδεικvύεται εις τους τουρίστας, οπαδούς και θαυμαστάς της αφηρημένης τέχνης, να προκηρυχθεί δε δι-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 233

αγωνισμός δια την ανέγερσιν νέου μνημείου ηρώου» 10. Η πρόταση του Καντιώτη έγινε αποδεκτή από τους στρατιωτικούς

και το έργο μαζί με τον Κώττα φυλάσσονταν στην Αποθήκη του ∆ή-μου, απέναντι από την Πυροσβεστική με πρόσχημα την ανάπλαση της πλατείας. Ο μητροπολίτης ανέφερε συχνά στα κηρύγματά του τις αρ-νητικές επιπτώσεις που θα είχε η θέα του αγάλματος στον πατριωτισμό των κατοίκων. Ωστόσο πολλοί υποστήριξαν το έργο, όπως ο Φλωρι-νιώτης δικηγόρος Παύλος Στεφανίδης, ο οποίος έγραφε ότι «πρέπει να αντικρύσωμε το έργο πρώτα με πνεύμα ενθαρρυντικής ανοχής, μέχρις ότου η γνωριμία μας με αυτό, πράγμα που απαιτεί ένα χρονικό διά-στημα, μας πείσει ότι δικαιούται να διεκδικήσει στη ψυχή μας μια πε-ρίοπτη θέση οριστικά»11. Ο Νομάρχης δήλωσε ότι «μόνο ανάξιοι Έλ-ληνες επιθυμούν την ύπαρξη μνημείων με μη σαφή περιεχόμενο». Οι τοπικές εφημερίδες της εποχής (π.χ. Φωνή της Φλώρινας) συμμετείχαν στην αρνητική αποδοχή του έργου, ενώ πολλοί σε πανελλήνιο επίπεδο αρθρογράφησαν για την πατρίδα που πληγώνει τον καλλιτέχνη12.

Ένα χρόνο μετά το θάνατο του γλύπτη συνεχίστηκε ο αρθρογρα-φικός διάλογος στην εφημερίδα Μακεδονία με θέμα την τοποθέτηση και τη δημόσια έκθεση των έργων του Καλαμάρα στη Φλώρινα. Τα έρ-γα Κώττας, Θνήσκων, Μ. Αλέξανδρος «φυλακίστηκαν και μετακινήθη-καν» στο όνομα των σημαινόμενων, τα οποία η μοντέρνα γλυπτική τόλμησε να αναδείξει. Ο ιστορικός τέχνης Χ. Χρήστου σημειώνει ότι «ο Μ. Αλέξανδρος του Καλαμάρα παρουσιάζεται ως νέος τύπος κατακτη-τή που αγωνίζεται να ενώσει και όχι να αφανίσει τους λαούς», ενώ στο ∆ημοτικό Συμβούλιο Φλώρινας διατυπώθηκε η άποψη «για ένα γλυπτό που έχει το όπλο στραμμένο στα Σκόπια». Όπως προκύπτει από τα Πρακτικά του ∆ημοτικού Συμβουλίου Φλώρινας και σε συμπληρωμα-τική ανάγνωση του Τύπου «διαχρονικά η δημοτική αρχή της Φλώρινας ήταν αντίθετη στο έργο του Καλαμάρα, αν το έργο του ήταν συμβατό με την κρατούσα νοοτροπία του συλλόγου Αριστοτέλης και του μη-τροπολίτη θα είχε τοποθετηθεί στην Ακρόπολη (αν υπήρχε) της Φλώ-

10. ∆. Πέπης (1971). Έντονος αντίθεσις του Σεβ. Μητροπολίτου μας δια το έρ-

γον του ηρώου Θνήσκων Πολεμιστής: εφημ. Έθνος, 13/11/1971. 11. Π. Στεφανίδης εφημ. Έθνος 20/11/1971. 12. βλ. αρθρογραφία για το θέμα εφημ. Μακεδονία, 28/6/1998.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 234

ρινας»13.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Ασκήσεις ιστορίας προς μια πολλαπλή ανάγνωση του τοπικού και πανελληνίου Τύπου σε θέματα μετακίνησης και «βανδαλισμού» δημό-σιων, εθνικών μνημείων.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη θέαση του εθνικού μνημεί-ου επικεντρώνονται: στον «πολιτισμό» της προπαγάνδας, στην αθρόα τοποθέτηση των ακαδημαϊκών προτομών των «Μακεδονομάχων», που δεν έχει επιστημονική σχέση με την ιστορική μνήμη, αλλά με τον εθνικό φρονηματισμό των κατοίκων.

Προτείνεται μελέτη και ανάλυση της πρόσληψης και χρήσης των όρων εθνικισμός, πατριωτισμός σε συνάρτηση με την ανέγερση και πρόσληψη των δημόσιων εθνικών γλυπτών. Η πρόσληψη των έργων μπορεί να διακριθεί σε πολλαπλά επίπεδα υποδοχής ανάλογα με τα συλλογικά υποκείμενα και τους επώνυμους από την τοπική κοινωνία, αλλά και από τον πανελλήνιο, διεθνή χώρο αυτών που συμμετέχουν στο διάλογο.

Στη Φλώρινα οι απόψεις διίστανται ανάμεσα στους φανατικά μη-τροπολιτικούς και στους άλλους, ενώ σε διεθνές επίπεδο οι καλλιτέχνες και οι τεχνοκριτικοί αναδεικνύουν τις πολλαπλές αναγνώσεις της ι-στορίας, αλλά και της τέχνης, τις συνθήκες διαμόρφωσης του δημόσιου αισθήματος, του γούστου, της ιστορικής κρίσης, όπως αυτά αναπαρά-γονται και κατασκευάζονται στο χώρο της θεσμοθετημένης εκπαίδευ-σης, στα Μ.Μ.Ε, στους πολυχώρους αγωγής και διαμόρφωσης στερεο-τύπων της κοινωνίας.

13. Η παραγγελία του Μ. Αλέξανδρου έγινε το 1957 από τον ∆ήμο της Φλώ-

ρινας, αλλά ολοκληρώθηκε το 1992 και δεν έγινε αποδεκτό από την επιτροπή του δημοτικού συμβουλίου, διότι δεν είναι η κλασική μορφή του Μ. Αλεξάνδρου που διδαχθήκαμε: βλ. Αρχείο ∆ήμου Φλώρινας, Αποφάσεις του ∆ημοτικού Συμβουλί-ου, 1992 και Ν. Λούστας (1992). Η Φλώρινα και το άγαλμα του Μ. Αλεξάν-δρου:Μαχητής/ 5/11.

Χ. Βήττας (1998). ∆. Καλαμάρας, η ιδιαίτερη πατρίδα του συνεχίζει να τον πληγώνει: εφημ. Μακεδονία 28/6.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 235

Εικόνα 34, προσχέδια του καλλιτέχνη14

Μια άλλη κατεύθυνση «υποδοχής και πρόσληψης» του τεχνυργή-

ματος αφορά στους ανωνύμους κατοίκους και επισκέπτες της Φλώρι-νας, στους νέους κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας, οι οποίοι αδιαφορούν ή/και αναπαράγουν την αμηχανία της σύγχρονης εκπαίδευσης και της κοινωνίας απέναντι στην μοντέρνα τέχνη και στις επαναστατικές ε-φαρμογές της.

14 βλ. A. Μοσχονά (επιμ. 1993). Λεύκωμα ∆. Καλαμάρας. Αθήνα: αυτοέκδο-

ση, 96.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 236

εφημ. Έθνος 13/11/1971

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 237

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 238

13. Οι αγρότες

Μια «πρώτη» αφήγηση, ιστορία αγροτών/ ή και η ιδέα του κοι-νοτισμού

Το σημαινόμενο είναι οι αγρότες στην ιστορία, στη νεότερη ελληνι-κή ιστορία, στα Βαλκάνια, στη ∆υτική Μακεδονία, στη Φλώρινα. Ση-μειώνουμε ότι από την εποχή που ο Καποδίστριας (1828-1831) επιχεί-ρησε την οργάνωση του ελληνικού κράτους με βάση τη διανομή των εθνικών γαιών, οι αγρότες αυτόχθονες και ετερόχθονες προσπαθούσαν να αυτοπροσδιοριστούν κοινωνικά και οικονομικά. Οι χωρικοί αποτε-λούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού στην οθωμανική αυτοκρατορία ως ακτήμονες, πάροικοι, μισακάρηδες.

Ο πληθυσμός του ελληνικού βασιλείου το 1870 ήταν περίπου 1.457.894 με την προσάρτηση της Επτανήσου και οι αγρότες καταλάμ-βαναν το 47,18%1, ή το 70% στο σύνολο των ακτημόνων γεωργών2. Το μεγαλύτερο κομμάτι της γης βρισκόταν στα χέρια ενός περιορισμένου κύκλου μεγάλων ιδιοκτητών. Η καλλιεργούμενη γη υπολογιζόταν σε 11.000.000 στρέμματα και υπήρχαν μεγάλες ακαλλιέργητες εκτάσεις, ενώ εμπόδιο για την ανάπτυξη της γεωργίας ήταν η έλλειψη οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου. Το αγροτικό κοινωνικό πρόβλημα, όπως κληροδοτήθηκε από τους γαιοκτήμονες Τούρκους της Αττικής, της Εύ-βοιας, της Θεσσαλίας3 μετά την μετανάστευσή τους στην Τουρκία αντι-μετωπίστηκε σοβαρά μετά το 1917 στην προσπάθεια εφαρμογής μιας

1 Α. Βακαλόπουλος (2004). Νέα ελληνική ιστορία (1204-1985). Θεσσαλονίκη:

Βάνιας, 282 κ.ε. 2. Ν. Γ. Σβορώνος (1982). Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογρα-

φίας. Αθήνα: Θεμέλιο, 278 κ.ε. 3. Λ. Αρσενίου (1994). Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις

τους 1881-1993. Τρίκαλα: Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρι-κάλων.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 240

αγροτικής πολιτικής4. Το Υπουργείο Γεωργίας και ∆ημοσίων Κτημά-των, η ∆ασολογική και Γεωπονική Σχολή ιδρύθηκαν στο διάστημα 1917-1920 από τον Βενιζέλο, ενώ μετά την είσοδο των προσφύγων από την μείζονα Θράκη και την Μ. Ασία η θέση των αγροτών επιδεινώθη-κε.

Τα Αγροτικά που εξέδωσε ο Κ. Καραβίδας το 1931 αποτελούν μέ-χρι σήμερα πλούσιο υλικό για τη μελέτη της ελληνικής και βαλκανικής υπαίθρου, καθώς αναδεικνύουν συστηματικά τους βασικούς κοινωνι-κούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς στην νεότερη ελληνική ιστο-ρία. Στο πεδίο της κοινωνιολογίας της ανάπτυξης η δυτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας μετεπαναστατικά μπορεί να αναγνωσθεί μέσα από τη σχέση των προκαπιταλιστικών/ καπιταλιστικών τρόπων παρα-γωγής στα μεσοπολεμικά Βαλκάνια. Για την αγροτική οικονομία στην Ελλάδα οι μορφές του κοινοτισμού και του συνεταιρισμού φαίνονται μέχρι σήμερα αναγκαίες, καθώς η εκβιομηχάνιση σημαίνει τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Η συγκριτική μελέτη και η διδασκαλία της ιστορίας των αγροτών μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση των εθνι-κών ιδιαιτεροτήτων. Στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκε σημαντικό α-γροτικό κίνημα όπως στη Βουλγαρία, αλλά η αγροτική οικογένεια και το ελληνικό χωριό μπορούν να μελετηθούν εκ παραλλήλου με τη βουλ-γαρική ατομιστική χωρική οικογένεια και σε σύγκριση με τη σλαβική πατριά5.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: στο Κέντρο Γεωργικής Εκπαίδευσης Φλώ-ρινας.

4. Βλ. ενδεικτικά Α. Βακαλόπουλος (2004). Νέα ελληνική ιστορία (1204-

1985). Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Κ. Αιλτανού (1988). Η Αυστρο-Ουγγαρία και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (1878-1881). Θεσσαλονίκη. Κ. Βερ-γόπουλος (1975). Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας, Αθήνα. Τ. Βουρνάς (1977). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Αθήνα. ∆. Κιτσίκης (1978). Συγκριτική Ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα. Αθήνα. Θ. Σταυρόπουλος (1979). Ιστορική ανάλυση του αγροτι-κού ζητήματος στην Ελλάδα, τόμ. Β' (1827-1909). Αθήνα, passim.

5. Βλ. Ν. Μουζέλης (1977). Εισαγωγή στο Κ. Λ. Καραβίδας. Αγροτικά, μελέτη συγκριτική. Αθήνα: Παπαζήση.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 241

Χρονικός προσδιορισμός: στο διάστημα 1975-1978. Εικονοκείμενο: στίχοι με διδακτικό περιεχόμενο και ρητορικό ύφος

«δεν φτάνει ο ήλιος μοναχά, η γη σοδειά να δώσει, χρειάζονται και άλ-λα πολλά και προ παντός η γνώση». Η ανάγνωση του εικονοκειμένου συνιστά και ανάγνωση της εικόνας προς την κατεύθυνση της «μορφω-τικής επανάστασης», που συν-απαιτείται για την αγροτική παραγωγή.

Υλικό Κατασκευής: κατασκευή σε λαμαρίνα με λαδομπογιά. ∆ιαστάσεις: 4,0 × 3,0μ. Η παραγγελία προήλθε από τα μέλη της υπηρεσίας του Κ.Ε.Γ.Ε. για

την ενημέρωση των αγροτών σε ζητήματα που αφορούσαν στην απο-δοτικότερη καλλιέργεια της γης. Η παραγγελία της κατασκευής έγινε από τη ∆ιεύθυνση Γεωργίας. Η χρηματοδότηση για την κατασκευή της έγινε από το γεωργικό ταμείο. Το ποσό που καταβλήθηκε στον Ηλία Βυζάντη ήταν 30.000 δρχ. Το τεχνούργημα δημιουργήθηκε με βάση ένα συγκεκριμένο σχέδιο που δόθηκε στον Ηλία Βυζάντη, το οποίο ο ίδιος τήρησε πιστά, χωρίς να κάνει παρεμβάσεις ή αλλαγές. Μόλις ολοκλη-ρώθηκε η κατασκευή, το έργο τοποθετήθηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, χωρίς να γίνει το καθιερωμένο τελετουργικό για την παρουσί-αση στο ευρύ κοινό.

Περιγραφή του έργου

Πολυπρόσωπη παράσταση με έντονα χρώματα, μια αναπαράσταση πορείας προς τους αγρούς. Οικογένεια αγροτών (ζεύγος και δύο παι-διά, αγόρι, κορίτσι) βαδίζουν με σημείο αναφοράς το Κ.Ε.ΓΕ, το οποίο ορίζεται στο σημαίνον και σημαινόμενο του φάρου-φωτιστή, πομπού και δέκτη της πορείας των αγροτών. Πολύχρωμη σύνθεση (μπλε, πορ-τοκαλί, καφέ και άσπρο) με κυρίαρχο το άσπρο που επιβάλλεται από το φως του φάρου.

Το ζεύγος των αγροτών με ανάλογη ενδυμασία και γεωργικά εξαρ-τήματα και τα παιδιά με σχολική ενδυμασία και σάκα σχολείου φαίνε-ται ότι πορεύονται σε διαγώνια, προφίλ κίνηση διαμορφώνοντας ένα σενάριο, μια αφήγηση που δίνεται ως προσφορά πρόσληψης στο βλέμ-μα των θεατών6. Λαϊκότροπη τεχνική στο πεδίο της μαχόμενης, μορφω-

6. Βλ. G. Kress, T. Van Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Vis-

ual design. London, N.Y.: Routledge, 143: στη γραμματική της εικόνας η μετωπική

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 242

τικής τέχνης (τοιχογράφησης). Σημειώνουμε ότι οι τοιχογραφίες στις πόλεις είναι προϊόντα της εικαστικής παραγωγής, η οποία αντιστέκε-ται διαφοροποιείται από την εμπορευματοποίηση της έκθεσης έργων τέχνης. Στις τοιχογραφίες ανακαλύπτουμε την επιφάνεια, το κτίσμα και τις λειτουργίες της τέχνης, οι οποίες απενεργοποιήθηκαν στη σύγ-χρονη εποχή με αποτέλεσμα να «απομείνει η υποκειμενική ανάγκη για αναπαράσταση με χρώματα και μορφές, για μια αισθητική εικόνα και αισθητική εντύπωση με απώτερο σκοπό μια σχέση με τον κόσμο»7. Πρόκειται για το είδος της δημόσιας ζωγραφικής που προβάλλει το ψυχαγωγικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα της τέχνης και παράλληλα αναδεικνύει την εξωστρέφεια του καλλιτέχνη και την αποτελεσματικό-τητα των έργων τέχνης8.

Στη Φλώρινα υπάρχουν επίσης αυθεντικές τοιχογραφίες του Πολυ-μέρη9, που συγκροτούν εικαστικό υλικό προς σημειωτική ανάλυση στο πεδίο των επιστημών της επικοινωνίας. Η συντακτική, σημαντική και πραγματιστική μελέτη λειτουργεί στο αναφορικό πεδίο συμπεριφοράς του δέκτη και της κοινωνίας. Η μορφολογική ανάλυση των τοιχογρα-φιών μας παραπέμπει στον εξπρεσιονισμό, «στο έθος των μορφών που πλησιάζει τη συμβολική απεικόνιση»10.

Ο καλλιτέχνης

Ο Ηλίας Βυζάντης από την Κωνσταντινούπολη (1910-1980), φοίτη-σε στην Αστική Σχολή της Χρυσούπολης (Σκούταρι). Σε ηλικία 10 χρό-νων ασχολείται με την πλαστική και φτιάχνει μια γύψινη προτομή του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οποία δημοσιεύθηκε το 1921 στην εφημερίδα

θέση ορίζεται επίσης ως απαίτηση προς αναγνώριση, ενώ η πλάγια θέση ως προ-σφορά.

7. H. Belting., H. Dilly, W. Kemp, W. Sauerlander, M. Warnke (επιμ. 1995). Ει-σαγωγή στην Ιστορία της Τέχνης . Μετ. Λ. Γυιόκα. Θεσσαλονίκη: Βάνιας,, 31-32.

8. Ό.π., 46-48. 9. Τ. Μπέσσας (1991). Η κοινωνική θέση και η εικαστική εκπαίδευση των

καλλιτεχνών της Αναγέννησης. Πανεπιστημιακές Σημειώσεις. Φλώρινα, passim. Φραντζισκάκη Αικ. (επιμ. 1989). Πολυμέρης, δέκα χρόνια ζωγραφική 1979-

1989. Αθήνα. 10. Τ. Μπέσσας, Ι. Βαμβακίδου (2004). Τοιχογραφίες του Μ. Πολυμέρη στη

Φλώρινα: περ. Εκπαιδευτικά/υπό δημοσίευση.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 243

«Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης. Για εκείνο το έργο ο Βυζάντης πήρε το πρώτο βραβείο από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Το 1922 η οικογένεια Βυζάντη (το πραγματικό της όνομα ήταν Κεχαγιά) έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Φλώρινα, όπου εγκατέλειψε τις γυμνασιακές σπουδές. Τον Ιούνιο του 1941 συμ-μετείχε ενεργά στην ίδρυση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλώρινας «Αριστοτέλης». Στον «Αριστοτέλη» ο Βυζάντης ίδρυσε μαζί με άλλους Φλωρινιώτες καλλιτέχνες το καλλιτεχνικό τμήμα, όπου μαθήτευσαν οι Γεώργιος Κόρας - Κουτουράτσας, ο ∆ημήτρης Καλαμάρας, ο Στερίκας Κούλης, ο Θανάσης Μηνόπουλος, ο Βαγγέλης Μπάρας κ.α. Ο Φυσιολα-τρικός Ορειβατικός Όμιλος Φλώρινας οφείλει την ίδρυσή του το 1960 στον Ηλία Βυζάντη, ο οποίος ήταν και από τα πρώτα ιδρυτικά στελέχη της «Πρώτης Χορωδίας Φλώρινας», που ιδρύθηκε το 1932. Το 1948 ε-ξέδωσε το έργο με τίτλο: «Αυριανή – Φιλοσοφία - Επιστήμη - Τέχνη», στο οποίο διατυπώνει σκέψεις για την τέχνη. Την ίδια χρονιά, πραγμα-τοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Φλώρινα. Το εικαστικό έργο του ταξινομείται σε δύο είδη: την ταμπελογραφία και την αγιο-γραφία. Στην πρώτη ανήκουν εκατοντάδες ταμπέλες, τις οποίες ο ζω-γράφος κατασκεύασε για βιοποριστικούς λόγους, έργα με παραγγελία, τα οποία χαρακτηρίζονται από καλλιγραφική δεξιότητα. Ο Βυζάντης χρησιμοποιούσε τριών ειδών γραφές: την ορθή και πλάγια επίπεδη, την ορθή και πλάγια πρισματική και την ιδιόμορφη ανισοπαχή. Το σώμα των γραμμάτων ήταν από μαύρο, μπλε ή άσπρο χρώμα και ο φωτεινός περίγυρος από λαμπρή ώχρα. Οι περισσότερες από τις ταμπέλες που κατασκεύασε καταστράφηκαν τη δεκαετία 70, όταν μπήκε στην επι-γραφοποιία της Φλώρινας το πλεξιγκλάς και η φωτεινή επιγραφή με τα προκάτ γράμματα. Το ζωγραφικό έργο του αποτελείται από λαϊκίζου-σες νεοκλασικές αγιογραφίες σκορπισμένες στις διάφορες εκκλησίες του Νομού και κοσμική ζωγραφική με θέματα λυρικοθρησκευτικά, ε-πικολυρικά, παράδοξα (ο όρος ανήκει στον Ηλία Βυζάντη) και τοπιο-γραφικά. Στις αγιογραφίες εντοπίζεται η γραφή των ζωγράφων του Βιτσίου, αναμεμιγμένη με την έντονη λυρική διάθεση που είχε ο ζω-γράφος την περίοδο 1935-1950. Μέχρι την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Αυγουστίνου, είχε φιλοτεχνήσει περίπου 350 φορητές εικόνες11.

11. Τ. Μπέσσας (1993). ό.π., 35-36.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 244

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα παραγγελίας και ανέγερ-σής του

Η ΕΟΚ ως πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οικοδομήθηκε μέσω της προστασίας και των επιδοτήσεων του αγροτικού τομέα. Από το 1956 και μετά, οι χώρες του αρχικού πυρήνα της ΕΟΚ, που είχαν ένα ποσοστό αγροτικού πληθυσμού ανάλογο ή ήδη μικρότερο από εκείνο της σημερινής Ελλάδας εφάρμοζαν μια πολιτική στήριξης του αγροτι-κού τομέα. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική απορροφούσε πάνω από το 70% του προϋπολογισμού της ΕΟΚ12.

Η ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ), στην οποία μετείχαν οι χώρες της ΕΚΑΧ13 υπογράφηκε στη Ρώμη (25 Μαρτίου) το 1957 και πρότεινε την επίτευξη κοινωνικών στόχων μέσω της μεικτής οικονομίας, δηλαδή μιας οικονομικής πολιτι-κής που θα στηριζόταν στην κρατική παρέμβαση όσο και στην οικονο-μία της αγοράς. Η κοινή αγροτική πολιτική, η οποία απέβλεπε στην ε-πισιτιστική αυτάρκεια της ΕΟΚ άρχισε να εφαρμόζεται το 1968. Η οι-κονομική σταθερότητα της περιόδου 1968-1988 σήμαινε και την πολι-τική σταθερότητα, η οποία περιθωριοποίησε τα κόμματα της συντηρη-τικής δεξιάς, αλλά και της ριζοσπαστικής αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό η πρώτη διεύρυνση της Ευρωπαικής Κοινότητας πραγματοποιήθηκε το 1973, ενώ το 1981 προσχώρησε και η Ελλάδα.

Προσλήψεις του έργου, το πραγματικό και το ιδανικό στις ο-πτικές αφηγήσεις

Οι ιστορικοί της κοινωνικής ιστορίας αναζητούν τα ίχνη της σάτι-ρας και της εξιδανίκευσης στις απεικονίσεις ομάδων, αλλά και του λα-ού, ο οποίος εξιδανικεύεται μετά τις επαναστάσεις του 1830. Οι αγρο-τικές εικόνες σε μινιατούρες του 14ου αιώνα, όπως έχουν διασωθεί στη Βρετανική Βιβλιοθήκη14 μπορούν να αναλυθούν ως «νοσταλγικά ορά-

12. Π. Αβδελίδης (1975). Η αγροτική οικονομία και οι προοπτικές ανάπτυξης

της: συγκρίσεις με την παγκόσμια οικονομία, των χωρών της ΕΟΚ και των γειτο-νικών χωρών. Αθήνα: Gutenberg.

13. Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Άνθρακα και Χάλυβα . 14. P. Burke (2003). ό.π., 146.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 245

ματα του αγροτικού κόσμου» πριν από την κρίση του φεουδαρχικού συστήματος και για το λόγο αυτό είναι εμφανής η ανάγκη ανάγνωσης των ιστορικών και κοινωνικών συμφραζομένων.

Στην κατασκευή αναγνωρίζεται η λαϊκότροπη τεχνική στην ανά-κληση μιας μορφής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που εξύμνησε την εργασία. Στις γνωστές τοιχογραφίες του Rivera, ζωγραφισμένες μετά από παραγγελία της μετεπαναστατικής μεξικανικής κυβέρνησης δια-μορφώθηκε η «μαχόμενη, μορφωτική τέχνη», η οποία ανέδειξε την αξι-οπρέπεια και τη σπουδαιότητα της εργασίας, αλλά και της μόρφωσης15. Παρόμοια με το μοντέλο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τα οπτικά μη-νύματα στις δημόσιες τοιχογραφίες ενισχύονται με διδακτικά, παραι-νετικά κείμενα ιδεολογικής χειραγώγησης16.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση Προτείνονται βιβλιογραφικές εργασίες για την κοινωνική ιστορία,

για την ιστορία των αγροτών, την ιστορία του Κ.Ε.Γ.Ε.17, για την Ιστο-ρία της Γεωργικής Εκπαίδευσης, για το μοντέλο του σοσιαλιστικού ρε-αλισμού στη ζωγραφική και στη γλυπτική.

Επίσης δίνονται ασκήσεις ιστορίας για τα ιστορικά ίχνη, όρος που προτάθηκε από τον Ολλανδό ιστορικό G. Renier (1892-1962)18 και αξι-οποιείται σήμερα στην έρευνα, διότι αναφέρεται σε χειρόγραφα, σε τυπωμένα βιβλία, στα ίδια τα κτήρια, τα έπιπλα, στο τοπίο, στα είδη των εικαστικών αναπαραστάσεων, σε όλα τα αντικείμενα, τα οποία ιχνο-γραφούν τα ιστορικά δρώμενα. Η αξία της εικόνας, αλλά και του εικονοκειμένου που την συνοδεύει είναι πολύ σημαντική για την κοι-νωνική ιστορία, η οποία δομείται από κάτω και ανέδειξε τη μαρτυρία των αντικειμένων του υλικού πολιτισμού. Η ιστορία της οικονομίας,

15. D. Rochfort (1993). Mexican Muralists. London, 39. W.J.T. Mitchell (edit.1992). Art and the Public Sphere. Chicago. 16. P. Roosevelt (1995). Life on the Russian country estate, a social and cultural

history. N. Haven, 121-287. 17. Χ. Βραχνιάρης (1975). Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αγροτικό ζή-

τημα: περίοδος 1900-1920. Αθήνα: Gutenberg. Κ. Βεργόπουλος (1975). Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα: το πρόβλημα της

κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας. Θεσσαλονίκη: Εξάντας, passim. 18. P. Burke (2004). Αυτοψία, οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρτυ-

ριών. Μετ. Α. Ανδρέου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 16.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 246

αλλά και η κοινωνική ιστορία ανέδειξαν την πολεοιστορία, την μι-κροιστορία και την πόλη ως πυρήνα του πολιτικού γίγνεσθαι και ως πεδίο ανάγνωσης της στάσης των ανθρώπων απέναντι στην κοινωνία.

Στο χώρο της εκπαίδευσης το έργο των πολιτικοποιημένων καλλι-τεχνών από την εποχή του Γκόγια19 μας προσφέρει πλούσιο ιστορικό, πολιτισμικό, αλλά και παιδαγωγικό υλικό, άμεσες και έμμεσες μαρτυ-ρίες προς μια σημειωτική, πολλαπλή ανάγνωση. Στα έργα που κατα-γράφονται πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, ιστορικές έννοιες και μύ-θοι υπάρχει μεγαλύτερη ένταση από αυτά της αφηρημένης γραφής, διότι μας οδηγούν στη βαθύτερη αίσθηση της πραγματικότητας. Από την εποχή του Ντελακρουά και της εφεύρεσης της φωτογραφίας εντο-πίζεται η απαρχή της μοντέρνας τέχνης: όπως διαχρονικά διατυπώνει ο Μπωντλαίρ «το μοντέρνο είναι πρόσκαιρο, το φευγαλέο, το ενδεχόμε-νο, το μισό της τέχνης. Το άλλο μισό είναι το αιώνιο και το αμετάβλη-το»20.

Σήμερα στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη επαναπροσδιορίζεται ο ρεαλισμός στη σύγχρονη ζωγραφική. Στα μαθήματα πολιτισμού και νεότερης ιστορίας το εκπαιδευτικό ενδιαφέρον προσανατολίζεται προς την επικοινωνιακή λειτουργία της τέχνης: ο Άβνερ Ζις γράφει: «η κα-θημερινή φυσική γλώσσα είναι ένα σύστημα σημείων. Ωστόσο κατα-σκευάζουμε τεχνητές γλώσσες για ν' ανταποκριθούμε σε ειδικές ανά-γκες της ιστορικής και κοινωνικής πρακτικής, η τέχνη είναι μία από αυτές, η υλοποίηση της καλλιτεχνικής σκέψης παίρνει ένα χαρακτήρα σημειολογικό, η σκέψη μέσω των εικόνων οργανώνεται σε σύστημα σημείων και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την επικοινωνιακή λει-τουργία της τέχνης» 21.

Η κοινωνική τέχνη μπορεί να διδαχθεί για την κατανόηση και εμ-βάθυνση των ιστορικών δρώμενων, διότι δεν ταυτίζεται με το ωραίο στην τέχνη, αλλά με την ανάδειξη της αλήθειας, όπως αυτή είναι κρυμ-μένη στις συνθήκες ζωής και κουλτούρας του δημιουργού. Στα εικα-στικά έργα αναζητούμε τη συνάρτηση της τέχνης με την ιστορική μνή-μη, η οποία αποτελεί βασικό στόχο της διδακτικής του πολιτισμού. Τα έργα με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο σε σύγχρονη καλλιτεχνι-

19. I. Βαμβακίδου (2003).ό.π., 293 κε. 20. Θ. Πάντος (1990). Το Χρώμα. Αθήνα passim. 21. A. Ziss (1977). Elements d’esthétique marxiste. Μόσχα: Progress.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 247

κή τεχνοτροπία προκαλούν δημιουργικά και προσφέρουν στο θεατή μια εργασία διανοητικής αφαίρεσης, την ενεργητική διαδικασία της προσωπικής επεξεργασίας. Ενδεικτικά προτείνουμε τα έργα του Γκό-για, του Ντελακρουά, του Κουρμπέ, Ριβέρα, Πικάσο, του Νταλί, των νεότερων Αμερικάνων καλλιτεχνών, τις προτάσεις της αριστερής καλ-λιτεχνικής πρακτικής, του φωτομοντάζ, της εργατικής φωτογραφίας, των τοιχογραφιών, την ιστορική ζωγραφική του Γιουγκοσλάβου Βελί-τσκοβιτς για να φτάσουμε στα έργα των Φλωρινιωτών καλλιτεχνών22.

Η σύγχρονη μεταπολεμική εικαστική παραγωγή των Βαλκάνιων καλλιτεχνών διαμορφώνει ένα σύγχρονο αντι-πολεμικό σήμα, αλλά και καλλιεργεί μια διαφορετική, διαπολιτισμική αντιμετώπιση της ι-στορίας. Στόχος της διδασκαλίας των έργων αυτών και της σημειωτι-κής ανάγνωσής τους είναι η ανάδειξη μιας συλλογικής αποδεκτής πολι-τισμικής ταυτότητας, διότι «η κριτική τέχνη μπορεί να διαδραματίσει ένα χρήσιμο ρόλο ενθαρρύνοντας αλλαγές, παρέχοντας υποστήριξη σε υποθέσεις όπως η εκστρατεία για τον πυρηνικό αφοπλισμό, το χημικό πόλεμο, το ρατσισμό…»23.

Η συνάρτηση της Τέχνης με την πολιτική ιστορία δε στρέφει τη σκέψη του θεατή στους απελευθερωτικούς και εμφύλιους αγώνες, στην αξεδιάλυτη εμπλοκή του μύθου και της συλλογικής φαντασίωσης. Α-ντίθετα κατευθύνει το «οράν και οράσθαι» προς την ωμότητα των α-πρόσωπων, των αντιηρωικών πολέμων του 21ού αιώνα, όπου οι άν-θρωποι – στρατιώτες και πρόσφυγες συγκροτούν μια μάζα που δε γνωρίζει εκ των προτέρων το στόχο, τον εχθρό, αλλά εκ των υστέρων τις καταστρεπτικές συνέπειες του πολεμικού εξοπλισμού στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.

Η κοινωνική διάσταση στο μάθημα της ιστορίας ενέχει την προ-βληματική για τις πράξεις του ανθρώπου σε συνάφεια ή σύγκρουση με τις πράξεις του συνανθρώπου.

Η αναζήτηση της ιστορίας μπορεί να προσανατολιστεί προς την

22. Βλ. Α. Χαραλαμπίδης (1995). Η τέχνη του 20ού αιώνα, η μεταπολεμική

περίοδος, τ. ΙΙ. Θεσσαλονίκη:University Studio press, passim και Τ. Μπέσσας (1993). ό.π., passim. ∆. Π. Μπέσσας (2003). Θέμης Μηλώσης 1942-2003. Φλώρινα: Πρέσπες.

23. Τ. Γουόκερ (1987). Η τέχνη την εποχή των Μ.Μ.Ε. Μετ. Χ. Πατσός. Αθήνα, 127.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 248

κοινωνική δράση, την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη. Aπό την Εκτέ-λεση της 3ης Μαίου 1808 του Goya, τον Σκεπτόμενο του Rodin, τον Ά-γνωστο πολιτικό κρατούμενο του Butler μέχρι τις φωτογραφίες στο Guatanamo «μπορούμε σήμερα να διαβλέψουμε την αφήγηση του αγο-ραίου ύφους του πολιτικού βανδαλισμού, τη διαχείριση της εικόνας, που ΄χει αποκτήσει σύνθετους κώδικες εκτροπής»24.

Εικόνα 35, το τεχνούργημα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

24. Κ. Γουλιάμος (2005). Το πολιτικά αγοραίο ύφος: εφημ. Επενδυτής 18-19/6,

32.

14. Χαράλαμπος Καστρισιανάκης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Χαράλαμπος Καστρισιανάκης γεννήθηκε στην Αθήνα. Γιος του ταξίαρχου Κωνσταντίνου Καστρισιανάκη αποφοίτησε από τη Στρατι-ωτική Σχολή Ευελπίδων (1946-1948) ως ανθυπολοχαγός πεζικού. Στις 12 Φεβρουαρίου 1949 μετακινήθηκε στο ύψωμα 1033 βόρεια της Φλώ-ρινας1. Την ίδια ημέρα μετά από αντεπίθεση των Ανταρτών σκοτώθη-κε. Μετά το θάνατό του προήχθη στο βαθμό του Λοχαγού.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: στη συμβολή των οδών Μακεδονομάχων και Λεωφόρου Νίκης, όπου βρισκόταν ο ξενώνας των αξιωματικών.

Χρονικός προσδιορισμός: το έργο τοποθετήθηκε το 1975. Η παραγγελία έγινε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού και από τους

συμμαθητές του Χ. Καστρισιανάκη, οι οποίοι με εισφορές συνέβαλαν στη χρηματοδότηση της προτομής. Οι προτομές, που αφορούν Στρατι-ωτικούς κατασκευάζονται μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό, που προ-κηρύσσει το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Η δαπάνη για την κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου όπου στήθηκε η προτομή, διατέθηκε από τον πατέρα του τιμώμενου προσώπου. Επίσης ο ∆ήμαρχος της Φλώρινας ονόμασε μια οδό της πόλης «Καστρισιανάκη».

Υλικό: ορείχαλκος και μάρμαρο. ∆ιαστάσεις: 0,80 × 0,40 × 0,30. Εικονομήνυμα: «ΧΑΡΑΛ. Κ. ΚΑΣΤΡΙΣΙΑΝΑΚΗΣ

ΕΠΕΣΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΗΡΩΙΚΩΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΑΣ ΤΟ ΥΨΩΜΑ 1033 ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙ∆ΡΟΜΕΩΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΗΝ 12-2-1949».

1. Εφημ. Φωνή της Φλωρίνης, 17/10/1975.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 250

Εικόνα 36, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Περιγραφή του έργου

Στερεότυπη προτομή, ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας με έμφαση στη στρατιωτική στολή, στα ενδυματολογικά, στα χρονολογικά σημαίνο-ντα και στην μονόκεντρη πρόσληψη του εμφυλίου, όπως αποδίδεται στο εικονομήνυμα.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 251

Ο καλλιτέχνης

Βασίλειος Αντωνόπουλος μαρμαροτεχνίτης της περιοχής2. Το τεχνούργημα προσεγγίζεται στα ιστορικά συμφραζόμενα της

αναφορικής δράσης (1949-1950) του προσώπου.

Πολεοιστορία

Η μεγαλύτερη μάχη του πολέμου στη Φλώρινα όπως σημειώνει ο Γ. Μαργαρίτης3 έγινε αντικείμενο έρευνας και κριτικής μετεμφυλιακά καθώς στις εσωτερικές διαμάχες του Κ.Κ.Ε το καταστροφικό της απο-τέλεσμα αναλυόταν για να αποδειχθεί η ανικανότητα της νέας ηγεσίας στο ∆ημοκρατικό Στρατό. Ωστόσο οι προετοιμασίες για τη μάχη είχαν ολοκληρωθεί υπό την παλαιότερη ηγεσία του Μ. Βαφειάδη και στις αρχές του 1949 ο ∆ημοκρατικός Στρατός αντιμετώπιζε σοβαρά προ-βλήματα «αποκομμένος από τα ισχυρά οικονομικά, δημογραφικά, κοι-νωνικά κέντρα της χώρας, εξοβελισμένος στα φτωχά και έρημα ορει-νά»4. Η πόλη της Φλώρινας ήταν σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο λόγω της αύξησης του αγροτικού πληθυσμού, των κρατικών υπηρεσιών, αλλά κυρίως λόγω της γεωγραφικής θέσης της ως «προ-πυργίου των εθνικών δυνάμεων σε στρατιωτικό, πολιτικό, κοινωνικό πεδίο»5.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση, παράλληλες πηγές και τοπική ιστο-ρία

Προτείνονται ασκήσεις ιστορίας μέσα από τη χρήση παράλληλων πηγών. Η ανάγνωση της προτομής κατευθύνει το βλέμμα των θεατών στον άξονα της μίας, ενιαίας αφήγησης στην ελληνική ιστορία και στην κατασκευή της φαντασιακής εθνικής, εσωτερικής συνέχειας. Το γλωσ-σικό υλικό και το ύφος που χρησιμοποιούνται τόσο στο εικονομήνυμα, αλλά και στις ανακοινώσεις του Τύπου συγκροτούν πλούσιο υλικό

2. Βλ. Τ. Μπέσσας (1993). ό.π. 3. Γ. Μαργαρίτης (2002). Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-

1949, τ.2. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 213. 4. Γ. Μαργαρίτης (2002). ό.π., 214-215. 5. Γ. Μαργαρίτης (2002). ό.π., 216.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 252

καταγραφής και ανάλυσης για τη σχέση πομπού-δέκτη με τα ιδεολογι-κοπολιτικά μηνύματα που παράγονται.

Προτείνεται η πολλαπλή ανάγνωση του εικονομηνύματος με έμφα-ση στο «αξιωματικό» λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται «κατά των επι-δρομέων του έθνους» σε συνάρτηση με το δημόσιο επίσημο λόγο του Τύπου: «μαζί όμως με τον Χ. Κ. τιμώνται παραλλήλως και όλοι όσοι έπεσαν μαζί του και υπεράσπισαν την ηρωικήν Φλώρινα από την ολο-κληρωτική καταστροφή που της ετοίμαζαν οι συμμορίται, εναντίον των αναρχοκουμουνιστοσυμμοριτών»6.

Στο συγκεκριμένο τεχνούργημα για τον Χ. Καστρισιανάκη οι πολι-τικοί όροι «κομμουνιστής, συμμορίτης, αναρχοκομμουνιστής», όπως εναλλακτικά χρησιμοποιούνται στον ημερήσιο Τύπο, αλλά και στο πάρεργο7 αναδεικνύουν την ιδεολογική χρήση της γλώσσας. Το επίση-μο λεξιλόγιο για την πρόσληψη του τεχνουργήματος από τους επώνυ-μους της Φλώρινας είναι «αξιωματικό» και λειτουργεί εκφοβιστικά ή/και ως γραφή, δηλαδή ως γλώσσα που σκοπό έχει να συμπίπτουν οι κανόνες και τα γεγονότα8.

Στην «ανάγνωση» του έργου αναδεικνύεται η εγγύηση μιας αυθε-ντικής, ενιαίας, εθνικιστικής γραφής, η οποία κατευθύνει το βλέμμα του δέκτη. Η ίδια η γλώσσα της περιγραφής και ερμηνείας των ιστορι-κών, κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων είναι πολλαπλά διαμεσο-λαβημένη9. Στην «αρχαιολογία της γνώσης» η ανάλυση των λεξικολο-γικών περιεχομένων καθορίζει είτε τα σημασιολογικά στοιχεία, τα ο-ποία διαθέτουν τα ομιλούντα υποκείμενα σε μια δεδομένη εποχή είτε τη σημαντική δομή και δεν αφορά στη λεκτική πρακτική10.

6. Εφημ. Φωνή της Φλωρίνης, 17/10/1975. 7. Το πάρεργο όπως το όρισε ο J. Derrida «βρίσκεται απέναντι, παρά, και λει-

τουργεί προσθετικά προς ένα το έργον, το γεγονός έργο, το γεγονός, το έργο, αλλά δεν περνά στην μονομέρεια, αγγίζει και συλλειτουργεί με τη λειτουργία του έργου, από κάποια απόσταση. ∆εν είναι ούτε εσωτερικό, ούτε εξωτερικό….βρίσκεται στο όριο»: J. Derrida (1987). The truth in painting. Transl. G. Bennington, I. McLeod. Univ. Chicago Press, 54.

8. R. Barthes (1978). Leçon. Paris: Seuil. 9. G. Thomas (2000). Introduction to political philosophy. London: Duckworth,

14-24. 10. Μ. Φουκό (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης, μετ. Κ. Παπαγιώργης. Αθή-

να: Εξάντας, 76-77.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 253

Στο πεδίο αυτό οι ιδέες και οι έννοιες προσεγγίζονται ως ιδεολογι-κοπολιτικά εργαλεία. Τα δυναμωτικά επίθετα που εντοπίζουμε στον ημερήσιο Τύπο αφορούν στη σημασιολογική αλλαγή που μπορεί να υποστούν ιστορικές έννοιες και πολιτικές κατηγορίες, όπως «εθνικός, ελληνικός, κομμουνιστικός» και στην ταυτόχρονη πολιτογράφησή τους σε αντιθετικά ιδεολογικά περιβάλλοντα από τη στιγμή της εμφάνισής τους.

Στη διδακτική μας πρόταση εστιάζουμε στη λεξικολογική ανάλυση των πηγών: το λεξιλόγιο ενός τεκμηρίου είναι μόνο και μόνο μια μαρ-τυρία έλεγε ο Μ. Μπλοχ11. Ενδεικτικά καταγράφουμε τους όρους προς αποσαφήνιση στους διδασκόμενους:

Κομούνα (η) κοινότητα Κομμουνισμός

κοινωνικοοικονομική θεωρία και σύστημα που πρεσβεύει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησί-ας και των κοινωνικών τάξεων ως τελικό στάδιο του μετασχηματισμού της κοινωνίας σε μια κοινω-νία ισότητας

Κομμουνιστής

αυτός που ασπάζεται τις κομμουνιστικές ιδέες ή που είναι οπαδός του κομμουνιστικού κόμματος

Τονίζουμε ότι ο μαρξισμός ορίζεται ως το σύνολο των οικονομικο-

κοινωνικών, πολιτικών και περί ιστορίας θεωριών του Κ. Μαρξ και του Φ. Έγκελς. Ο βασικός κορμός των θέσεών του προέρχεται από τα συγγράμματα του Μαρξ. Ο μαρξισμός είναι ο πιο «ταλαιπωρημένος» εκ των -ισμών της αριστερής σκέψης καθώς ως βάση χρησιμοποιήθηκε από τους περισσότερους. Ο κομμουνισμός ορίζεται ως το «τελευταίο στάδιο» του σοσιαλισμού και του μαρξισμού-λενινισμού ή το άμεσο αποτέλεσμα του αναρχισμού. Μετά την επανάσταση του 1917 στη Ρω-σία και με την επικράτηση των μπολσεβίκων, η λέξη «κομμουνισμός» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το καθεστώς στην ΕΣΣ∆, αλλά και σε όσες χώρες ακολούθησαν το δικό της σύστημα διακυβέρνησης. Την ίδια χρήση είχε και ο όρος «υπαρκτός σοσιαλισμός»12.

11. Βλ. στο Μ. Φερρό (1999). Η ιστορία υπό επιτήρηση. Μετ. Β. Τομανάς.

Σκόπελος: Νησίδες, 87. 12. Θ. Βασιλείου, Ν. Σταματάκης (1992). Λεξικό επιστημών του ανθρώπου.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 254

Εικόνα 37, το εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Παρατηρήσεις

Οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα είτε εθνικής συ-νοχής και ολοκλήρωσης είτε ριζικών αναπροσαρμογών και μεταρρυθ-μίσεων χρησιμοποιούν τα δημόσια έργα, την υπαίθρια τέχνη για να οι-κειοποιηθούν στο μέτρο του δυνατού, οι πολίτες τους σκοπούς και τις αξίες που αυτές επιδιώκουν και προάγουν. Η προσπάθεια να ενισχυθεί η εθνική ιδεολογία και να δομηθεί μια συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα διαφαίνεται καθαρά στον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται ο εθνικός «εαυτός» και αντιμετωπίζεται ο εθνικός «άλλος». Γίνεται προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας, ιστορικής συνείδησης, η οποία θα εί-ναι πιο ισχυρή από την εθνική συνείδηση.

Τα συγκεκριμένα ιστορικά στερεότυπα που προβάλλει η μεταφή-γηση των δημόσιων γλυπτών για τον εμφύλιο πόλεμο αναπαράγουν μια μονοσήμαντη ιστορική μνήμη και πολλαπλές αποσιωπήσεις.

Γίνεται πρόταση για μια κοινωνιοσημειωτική ανάλυση του εικονο-μηνύματος.

Αθήνα: Gutenberg.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 255

Τα ντοκουμέντα στην ιστορική έρευνα συνήθως επιβάλλουν τη δι-κή τους ονοματολογία. Ο ιστορικός γράφει σε μορφή υπαγόρευσης από μια εποχή διαφορετική, αλλά σκέφτεται με τις λέξεις της εποχής του. Για το λόγο αυτό στη «γλώσσα της ιστορίας» αντιμετωπίζουμε δι-χασμούς όσον αφορά στην αναπαραγωγή της ορολογίας του παρελθό-ντος και την επιλογή μιας αντίστοιχης λέξης, η οποία συχνά ισοδυναμεί με την υπόθεση μιας ομοιότητας13. Η γλώσσα κωδικοποιεί την πραγμα-τικότητα σύμφωνα με την γραμματική της. Η σημειωτική αρχή της μη σύμπτωσης του συμβολικού και του πραγματικού οδηγεί σε μια κριτι-κή στάση στις ιδεολογίες και τα στερεότυπα: ως διεπιστημονική απο-ρητική είναι «αρνητική και ενεργητική ταυτόχρονα»14.

Οι επιδρομείς του έθνους, οι συμμορίται, οι αναρχοκουμουνιστο-συμμορίτες προσδιορίζουν και αναδεικνύουν το ιδεολογικοπολιτικό, μονοπολιτισμικό λεξιλόγιο της ηγετικής, συμβαντολογικής ιστοριο-γραφίας. Φαίνεται ότι το έθνος ως κρατικό κέντρο δέχεται επίθεση ε-ξωτερικών εχθρών. Η δαιμονοποίηση του κομμουνιστή ή/και του σοσι-αλιστή/αναρχικού εδραιώνει το ιδεολόγημα του φόβου των μαζών, ενώ στις πολλαπλές εστίες της αντι-ιστορίας οι αντάρτες συγκαταλέγονται στο ∆ημοκρατικό στρατό, ο οποίος μέχρι την άνοιξη του 1948 έλεγχε τη μισή έκταση της χώρας, γεγονός που αποσιωπάται.

Ο Εμφύλιος πόλεμος του 1946-1949 συγκαταλέγεται μαζί με τη Ρωσι-κή Επανάσταση (1917-1921), τον Ισπανικό Εμφύλιο (1936-1939), τα σύγχρονα γεγονότα διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας (1991-Kosovo σήμερα) και κατοχής του Ιράκ στις μεγάλες εσωτερικές συγκρούσεις της Ευρώ-πης15. Το δίπολο ως αντιθετικό σχήμα του Κυβερνητικού/∆ημοκρατικού στρατού κυριαρχεί στην επίσημη εθνική ιστοριογραφία και νομιμοποιεί την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, η οποία έθεσε εκτός νόμου όχι μόνο τον κομμουνισμό, αλλά και κάθε τάση αντίθεσης στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Τα σημαίνοντα «ενδυναμωτικά» κατά Μπαρτ «επίθετα», στην περίπτωση που μελετούμε τα επίθετα «κυβερνητικός/δημοκρα-

13. Μ. Bloch (1994). Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού.

Μεταφ. Κ. Γαγανάκης, Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις, 167 κ.ε. 14. Γ. Πασχαλίδης (1996). Σημείων Αγωγή/Σημεία Αγωγής: Σ. Καμαρούδης, Ε.

Χοντολίδου επιμ. Σημειωτική και εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 15-22. 15. Γ. Κόκκινος (επιμ. 2002). Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου.

Αθήνα: ΟΕ∆Β, 206-207.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 256

τικός» σημαίνουν το νόμιμο, αυθεντικό κέντρο της εξουσίας σε αντίθεση με το «αγωνιστικό, επαναστατικό άλλο» της κοινοβουλευτικής δημο-κρατίας.

Μία αφήγηση που προκύπτει από την προτομή του Καστριασιανά-κη (βλ. και ανδριάντα του Παππού) σε συνάρτηση με το εικονοκείμενο (και το συνολικό πάρεργο) είναι υπέρ μια ανάγνωσης του εμφυλίου που αποκλείει τον «αντάρτη, συμμορίτη» τον μαχητή των ενόπλων ο-μάδων που πολέμησε στην εθνική αντίσταση με τον ΕΛΑΣ και Ε∆ΕΣ, διότι εξορίζεται στην ομάδα των επιδρομέων. Αποσιωπάται έτσι το σημαινόμενο της εξέγερσης (ανταίρω ως εξεγείρω), αλλά και τα συγκε-κριμένα ιστορικά υποκείμενα, τα μέλη του ∆Σ, τα οποία ορίζονται ως εξωτερικοί εχθροί.

Ο «εθνικός, κυβερνητικός στρατός» του 1949 παρουσιάζεται ως ε-νιαίος, γηγενής, μοναδικός υπέρμαχος της ελληνικότητας και της δημο-κρατίας, ενώ ο κυβερνητικός στρατιώτης αποκλείει τον στρατιώτη του ∆ημοκρατικού Στρατού (του μη εθνικού)16 .

Ο αντικομμουνισμός δεν αποτελούσε μόνο ένα σύνθημα στην πολιτι-κή γλώσσα των νικητών, αλλά έγινε κυρίαρχη ιδεολογία, που εδραιώθηκε στους θεσμούς του κράτους κατά την μεταπολεμική περίοδο και καθόρισε το νομικό καθεστώς των ελευθεριών. Ο αντικομμουνισμός διαχώρισε τους πολίτες σε εθνικόφρονες, πιστούς στις παραδοσιακές αξίες ενάντια στη σλαβοκομμουνιστική απειλή και στους μη εθνικόφρονες που ήταν αντίθε-τοι στο «κρατούν πολιτικόν και κοινωνικόν καθεστώς»17.

Ο φόβος για τον κομμουνισμό αναδεικνύεται στην επιλογή του λε-ξιλογίου στην «ομιλία για την ιστορία» και προβάλλεται εμφανώς η ιστορικοφρονηματιστική διάσταση της ιστορίας. Ο έλεγχος της ιδεολο-γικής αναπαραγωγής εξασφαλίζεται και μέσα από τα στερεότυπα της μνημειακής γλυπτικής ως «εστίες που συντελούν στη συγκρότηση της

16. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ερευνητικά η καταγραφή της διαχείρισης των

όρων αυτών στα επίσημα πολιτικά και ιστορικά κείμενα. Στο μεσοπολεμικό πολι-τικό πλαίσιο της Ελλάδας η χρήση των όρων, όπως «της Επανάστασης του 1922, της Επαναστατικής Κυβέρνησης του 1923, της ∆ημοκρατικής Ένωσης του Α. Πα-παναστασίου, της Επανάστασης του 1967» κ.α. συγκροτούν μαρτυρίες για την πο-λιτική διαχείριση της ιστορίας κατά το δοκούν.

17. Ν. Αλιβιζάτος (1986). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Αθήνα: Θεμέλιο, 446-448.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 257

συνείδησης της ιστορίας, αλλά όχι και της ιστορικής γνώσης»18. Το ει-κονομήνυμα επίσης επιβάλλει την κυριαρχία των πομπών στην επικοι-νωνιακή διαδικασία της τέχνης και της γλώσσας με τους δέκτες. Η ιδε-ολογική και καθεστωτική προπαγάνδα, που εντοπίζεται στο συγκεκρι-μένο υλικό για τις ομάδες των αγωνιστών στον Εμφύλιο Πόλεμο δεν αποτελεί καινοφανή παρατήρηση, αλλά η καταγραφή των τρόπων και των τεχνικών προσφέρουν πληροφορίες για το σημαίνον, τα σημαινό-μενα και τους διαύλους της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας στη συ-γκυρία αυτή. Πολύ παλαιότερα στη Γαλλία τα τεχνουργήματα για τον ∆αντόν ή/και το Ροβεσπιέρο προκαλούσαν έριδες στις επετειακές εκ-δηλώσεις, διότι δεν τολμούσαν να τιμήσουν την Τρομοκρατία. Ο Ροβε-σπιέρος δεν μνημονεύεται παρά μόνο από το 1917 και μετά στην ΕΣΣ∆, όπου ο Λένιν και ο Λουνατσάρκι τέλεσαν τα αποκαλυπτήρια ανδριάντα απέναντι από εκείνον του ∆αντόν19.

Η ανάλυση των τεχνουργημάτων προς αυτή την κατεύθυνση αποτε-λεί ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο, επειδή αποκαλύπτει την κατασκευή του «δημόσιου εικαστικού λόγου», την αναπαραγωγή της ιστορικής γνώσης μέσα από ιδεολογικούς κώδικες. Είναι εμφανές ότι στα υπαίθρια γλυπτά για τον Εμφύλιο Πόλεμο προτείνονται μοντέλα ταύτισης στους δέκτες για να καταστήσουν αποδεκτά συγκεκριμένα ιδεώδη, να αφυπνί-σουν θετικές ή αρνητικές προδιαθέσεις και να προτείνουν αξίες, οι ο-ποίες περιστρέφονται γύρω από μηχανισμούς εξιδανίκευσης.

Στην εποχή της μεταπολίτευσης, όπου τοποθετείται το τεχνούργημα (1975) διαμορφώνεται στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο ο αντίστοιχος ιστορικός/εκπαιδευτικός λόγος, ο οποίος χρησιμοποιείται προς την κα-τεύθυνση της χειραγώγησης. Η καθεστωτική προπαγάνδα και η ιδεο-λογική χειραγώγηση, η οποία καταγράφεται στα περισσότερα δημόσια γλυπτά για τον Εμφύλιο20 σε συνάρτηση με το λεξικολογικό υλικό του εικονομηνύματος και του Τύπου της εποχής δεν αποτελεί μοναδικό ελ-ληνικό φαινόμενο21, διότι στην ευρύτερη δυτική κοινωνία, τα σημεία

18. Μ. Φερρό (1999). Η ιστορία υπό επιτήρηση. Μετ. Β. Τομανάς. Σκόπελος:

Νησίδες. 19. M. Ozouf (1976). La fête révolutionnaire. Paris: Gallimard, 75-139. 20. Σ. Τσιάρα (2004). ό.π. 21. Το τελευταίο σε δημόσιο χώρο άγαλμα του Ισπανού δικτάτορα Φράνκο

αποκαθηλώθηκε την Πέμπτη 17/Μαρτίου 2005 στη Μαδρίτη: εφημ. Ημερησία/

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 258

ιστορίας και αντιιστορίας δεν είναι απαλλαγμένα από στερεότυπα ε-θνοκεντρισμού, ιδεολογικών κατασκευών και αξιοποίησης μύθων για την ισχυροποίηση της ενιαίας, εθνικής ταυτότητας.

Οι σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη, κα-θώς και η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, φέρνουν στο προ-σκήνιο τα «προβληματικά» χαρακτηριστικά αυτού του ζητήματος και προκαλούν συζητήσεις για τη δυνατότητα της εκπαίδευσης να συν-δυάσει την εθνική συνοχή με το σεβασμό στην πολιτισμική, θρησκευτι-κή και εθνική διαφορετικότητα. Το ερώτημα που προκύπτει στη σύγ-χρονη ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα αφορά στη σημασία των μνημείων-ενδεικτών μέσα στο εθνικό, κοινωνικό πεδίο και στην εφικτή/ή όχι αποϊδεολογικοποίηση ή/και άμβλυνση του σημαίνοντος σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές και πολιτισμικές ομάδες.

Ο Μ. Ferro από το 1981 ενέταξε στην έρευνά του για την «ιστορία που αφηγούνται παντού τα παιδιά» τη μελέτη των σχολικών εγχειρι-δίων από την Αμερική, την Αφρική, την Αρμενία, την Πολωνία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τον αραβομουσουλμανικό κό-σμο. Η παρέμβαση της πολιτικής στο περιεχόμενο των σχολικών εγχει-ριδίων συνεχίζεται μέχρι σήμερα όταν για παράδειγμα, στην Ιταλία ο U. Eco αγωνίζεται αντικρούοντας την προσπάθεια του Ιταλού υπουρ-γού παιδείας να εφαρμόσει την «οδηγία» του Μπερλουσκόνι ώστε «τα παιδιά να μη μελετούν άλλο ιστορικά βιβλία με μαρξιστικές παρεκκλί-σεις» και να απαλειφθεί από τα περιεχόμενα διδασκαλίας κάθε ανα-φορά στον κομμουνισμό και στα ιδεώδη του22.

19,20/3/2005, 1.

22. U. Eco (2002). Κάτω τα χέρια από τα βιβλία μας: Ελευθεροτυπία 19/12/2002, 18.

Η ιδεολογική και καθεστωτική προπαγάνδα όπως εντοπίζεται σήμερα επίσης στη πρόταση για το μνημόνιο του αντικομμουνσμού, την οποία το Συμβούλιο της Ευρώπης δέχτηκε να συζητήσει, δεν αποτελεί καινοφανή τάση, αλλά επανάληψη των τρόπων και των τεχνικών της χυδαίας αντικομμουνιστικής προπαγάνδας στην ιστορία. Είναι εμφανές ότι οι προτάσεις αυτές αποτελούν «μνημόνιο μίσους» προ-τείνοντας μοντέλα παραχάραξης της ιστορίας, αλλά κυρίως πολιτικού αποπρο-σανατολισμού για τις νεότερες γενιές: Ι. Βαμβακίδου (2006). Μνημόνιο ανιστορι-κής και ψευδοιστορικής αλαζονείας: Ριζοσπάστης, 4/2, 12.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 259

Υλικό από τον τοπικό Τύπο για πολλαπλή ανάγνωση των γραπτών πηγών

Εφημ. Φωνή της Φλωρίvης 17/10/1975

«Προτομή του Χ. Καστρισιανάκη αποκαλύπτεται τη Κυριακή. Ήτο υπερασπιστής του υψώματος 1033 κατά την μάχην της Φλωρί-

νης. Την 12ην της Κυριακής θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια της προτο-μής του ήρωος της μάχης της Φλωρίνης, της 12ης /2/1949, ανθυπολοχα-γού Χ. Καστρισιανάκη.Η προτομή ετοποθετήθη εις τον χώρον προ του ξενώνος των αξιωματικών παρά την διασταύρωσιν των λεοφόρων Νί-κης και Μακεδονομάχων, έγινε δε, ως επληροφορήθημεν, με εισφοράς των συμμαθητών του αξιωματικού. Η δαπάνη δια την κατάλληλον δι-αμόρφωσιν του χώρου όπου εστήθη η προτομή διετέθη υπό του πατρός του τιμώμενου κ. Κωνσταντίνου Καστρισιανάκη ταξίαρχου ε.α. Ο αν-θυπολοχαγός Χ. Κ, ήτο ένας από τους γενναίους υπερασπιστάς του θρυλικού υψώματος 1033, κατά την φοβερήν εκείνη επιδρομή των κομ-μουνιστοσυμμοριτών εναντίον της ηρωικής και καρτερικής Φλωρίνης. Επολέμησε ως λέων, παρόλο ότι μόλις προ ολίγων ημερών είχε εξέλθει της Σχολής Ευελπίδων. Κατά την μάχην ετραυματίσθη και κυκλωθείς υπό των συμμοριτών ηχμαλωτίσθη, οι οποίοι εν συνεχεία τον εξετέλε-σαν. Το πτώμα ανευρέθη την 6ην Μαρτίου 1949, ύστερα από 22 ημέρες. Η κηδεία του έγινε την 7ην Μαρτίου εις Φλώρινα, «μεγαλοπρεπής και με όλας τας στρατιωτικάς τιμάς, αίτινες αξιούν οι ήρωες και οι αθάνα-τοι. Όλος σχεδόν ο λαός της πόλεως Φλωρίνης με δάκρυα συγκινήσεως παρηκολούθησε την νεκρικήν πομπήν του σωτήρα της, μέχρι της τελευ-ταίας του κατοικίας, όπως έγραφε τότε ο διοικητής Αγγελόπουλος Νι-κόλαος, εις επιστολήν του προς τον πατέρα του ηρώος κ. Κωνσταντί-νου Καστρισιανάκη, αγγέλων τον θάνατο του υιού του. Μαζί όμως με τον Χ. Κ τιμώνται παραλλήλως και όλοι όσοι έπεσαν μαζί του και υ-περάσπισαν την ηρωικήν Φλώρινα από την ολοκληρωτική καταστρο-φή που της ετοίμαζαν οι συμμορίται.»

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 261

Εφημ. Φωνή της Φλωρίνης 24/10/1975

«Ο κ. Νομάρχης απεκάλυψε την προτομή του Χ. Κ. Εν μέσω γενικής συγκινήσεως ο νομάρχης Θεοδ. Ασπασίδης απεκά-

λυψε εν σεμνή τελετή την μεσημβρίαν της παρελθούσης Κυριακής την προτομή του ηρώος ανθυπολοχαγού Χ. Καστρισιανακη, γενναίου υπε-ρασπιστού της Φλωρίνης πεσόντος εις το ύψωμα 1033 κατά την θρυλι-κή μάχη της Φλωρίνης. Η προτομή ετοποθετήθη εις τη συμβολήν των λεοφόρων Νίκης- Mακεδονομάχων. Εν αρχή ανεπέμφθη επιμνημόσυνος δέησις υπό του πρωτοσυγγέλου κ. Θεοκλητoυ βοηθουμένου υπό του αιδεσιμοτάτου Βασιλείου Ηλιάδη. Aκoλoύθως ο νομάρχης κ. Ασπασί-δης με δακρυσμένους τους οφθαλμούς του, απεκάλυψε την προτομήν ενώ γενική συγκίνησης κατείχε όλους τους παρεβρισκόμενους. Mετά ταύτα ωμίλησαν ο διοικητής του Συντάγματος Φλωρίνης, συμμαθητής του τιμωμένου ηρώος και ο συνταξιούχος διδάσκαλος Πρώτης, κ. Αγ-γελόπουλος εξάραντες τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του Χ. Κ. Επη-κολούθησε κατάθεσις στεφάνων υπό των αρχών. Η τελετή έκλεισε με την ανάκρουσιν υπό της μουσικής της μεραρχίας του εθνικού ύμνου και την έκφρασιν συλλυπητηρίων εις τους παρισταμένους γονείς του τιμηθέντος ηρώος.»

15. Ιωάννης Ιωαννίδης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Αξιωματικός του πυροβολικού με σπουδές στο Στρατιωτικό Σχο-λείο Ευελπίδων, από την Κιουτάχεια της Μ. Ασίας. Μετείχε στον πόλε-μο του 1897 και στους βαλκανικούς. Συγγραφέας του έργου Μηχανι-σμός και χρήσις της βολής του πεδινού ταχυβόλου πυροβόλου, 19141. Σκοτώθηκε με την ομάδα του Σκαλίδη και στα απομνημονεύματα του Καραβίτη εντάσσεται στην ομάδα με τα «τρελά παλικάρια»2. Έχουν διασωθεί ποιήματα για τη δράση του3.

∆εύτερη αφήγηση-το τεχνούργημα

Χρονικός προσδιορισμός: φιλοτεχνήθηκε το 1976. Χώρος τοποθέτησης: στη διασταύρωση οδών Κιουταχείας-

Μαγνησίας. Παραγγελία: από το Σύλλογο Κιουταχειωτών Φλώρινας. Υλικό: χαλκός. ∆ιαστάσεις: 0,50 × 0,30 × 0,80. Το εικονοκείμενο ενημερώνει το κοινό για την μακρινή προέλευση

του αγωνιστή και την περίοδο συμμετοχής του στους βαλκανικούς πο-λέμους.

Ο καλλιτέχνης, Θ. Μηνόπουλος. 1. Β. Γούναρης και άλλοι (1997). Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία

(1905-1906) 100 έγγραφα από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελ-λάδας. Έκδοση Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Θεσσαλονίκη, 259.

2. Γ. Πετσίβας (επιμ. 1994). Ο Μακεδονικός Αγών, Απομνημονεύματα Ι. Κα-ραβίτη, τ. Β΄. Αθήνα, 447.

3. Ν. Μοσχοφίδης (2001). Η φωνή της Μ. Ασίας. Θεσσαλονίκη, 146-149.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 263

Περιγραφή του τεχνουργήματος «Ορειχάλκινη προτομή τοποθετημένη σε μαρμάρινο βάθρο ευρι-

σκόμενη στο πάρκο (κήπος) στη συμβολή των οδών Κιουταχείας και Μαγνησίας»4. Προτομή με άνω άκρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η λεπτομέρεια στην κοσμική, επίσημη ενδυμασία, το γήινο, μελαγχολικό ύφος του αγωνιστή, το νεαρόν της ηλικίας και τα καθαρά, ρεαλιστικά χαρακτηρολογικά στοιχεία του προσώπου. Το βλέμμα είναι απλανές και σε μετωπική θέση, που υποδηλώνει το αίτημα προς αναγνώριση από το κοινό5.

Εικόνα 38, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

4. Όπως καταγράφεται στη καρτέλα του μνημείου στο Αρχείο του ∆ήμου

Φλώρινας και στη συνέχεια στο Αρχείο Μνημείων Μακεδονίας, Μουσείο Μακε-δονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη.

5. βλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual design. London, N.Y.: Routledge, 120-130.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 264

Ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσης του τεχνουργήματος

Με το δημοψήφισμα της 8ης ∆εκεμβρίου 1974 ο ελληνικός λαός επέ-

λεξε το δημοκρατικό πολίτευμα και η 5η Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε το νέο Σύνταγμα, ορίζοντας ημερομηνία έναρξης της ισχύος του την 11η Ιουνίου 1975. Η ελληνική οικονομία γνώριζε άνοδο, ο αστικός πληθυ-σμός αυξάνει επίσης, ενώ η αγροτική και εργατική τάξη συνειδητοποι-ούν σταδιακά τα συμφέροντα τους6.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση Προτείνεται τη συγκριτική παρουσίαση της θρακικής ιστορίας την

περίοδο αυτή.7 ∆ίνονται ασκήσεις ιστορίας για την μετακίνηση των πληθυσμών και έρευνα για την ίδρυση αντίστοιχων συλλόγων8.

Μπορεί επίσης να γίνει ανάγνωση και αποδόμηση του λογοτεχνι-κού υλικού που εντοπίζουμε για τη δράση του προσώπου:

«Στον ήρωα Μακεδονομάχο Ιωάννη Ιωαννίδη

Στέκεις φρουρός ασάλευτος λεβέντη πατριώτη, της Μικρασίας γέννημα γενναίε Κιουταχειώτη. ∆όξα σου πρέπει, ήρωα τιμή κι ευγνωμοσύνη για λευτεριά πολέμησες και γι ακριβή ειρήνη. ∆ε σε λησμόνησε ποτέ η μάνα η Κιουτάχεια σε χαιρετούν η Φλώρινα βουνά και καταράχια.

6. Ν. Γ. Σβορώνος (1982). Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογρα-

φίας. Αθήνα: Θεμέλιο, 322-325. 7. Για τη Θράκη από το Συνέδριο του Βερολίνου μέχρι την εξέγερση του Ίλι-

ντεν (1878-1903), τη βουλγαρική δράση από το 1897 και το θρακικό αγώνα του 1903-1906 βλ. Κ. Βακαλόπουλος (2004). Ιστορία της Μείζονος Θράκης. Θεσσαλο-νίκη: Αντ. Σταμούλης, 231-274.

8. Βλ. Γ.Α.Κ Φλώρινας, Αρχείο Συλλόγου Κιουταχιωτών, 83/137/2.1/1931-1951.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 265

Είσ’ οδηγός αλάνθαστος και άσβεστη λαμπάδα σε σένα δόξα και τιμή από τη μάνα Ελλάδα. Έμεινες σύμβολο λαμπρό στο πέρασμα των χρόνων και θέριεψε η λευτεριά στη γη των Μακεδόνων. Φάρος και ήλιος έγινες τη Φλώρινα φωτίζεις και στις γενεές που έρχονται χρέος παλιό θυμίζεις. ∆ε θα ξεχάσουμε ποτέ την πράξη της θυσίας Ιωαννίδη καύχημα τιμή της Μικρασίας9.

9. Ν. Μοσχοφίδης (2001). Η φωνή της Μικρασίας. Θεσσαλονίκη, 146-149.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 266

16. Ο Παύλος Τσάμης, ή Τσιάμης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο Παύλος Τσάμης από το Πισοδέρι, ορεινό χωριό της Φλώρινας δεύτερος γιος του Μακεδονομάχου Λάζαρου Τσάμη1 σπούδασε (1932-1936) στη Σχολή Ευελπίδων και τον Αύγουστο του 1940 έγινε υπολο-χαγός. Στη συνέχεια μετακινήθηκε στο Λαιμό Πρεσπών ως διοικητής του λόφου πολυβόλων και μετά την κατάρρευση του μετώπου από την εισβολή των Γερμανών λέγεται ότι πεζοπόρησε από την Αλβανία μέχρι την Πελoπόννησo. Το 1945 ανέλαβε εμπιστευτική υπηρεσία στο Σύ-νταγμα Φλώρινας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και το 1946 ανέλαβε τη διοίκηση του Πρώτου Λόχου του 572 Τάγματος Πεζικού. Το 1949 φοί-τησε στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου στην Αθήνα και το 1951 πήρε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. ∆ύο χρόνια αργότερα μετακινήθηκε στο Παρίσι στη Σχολή Αμύνης του ΝΑΤΟ, όπου ασχολήθηκε ειδικά με τα πυρηνικά όπλα γι' αυτό και θεωρήθηκε ειδήμων του Ελληνικού Στρατού στον πυρηνικό πόλεμο.

Το 1963 προήχθη σε Ταξίαρχο, ενώ στη συνέχεια παραιτήθηκε από τα σώματα στρατού και του ανατέθηκε η συγκρότηση και η ∆ιεύθυνση του Κέντρου Αποδήμων Μακεδόνων. Οι απόδημοι Μακεδόνες κατέ-

1. Ο πατέρας του καταγράφεται ως έμπιστος του Κώττα όπως διαβάζουμε

«στην πρώτη οικονομική εγγραφή στον κατάλογο πληρωμών του Γερμανού Κα-ραβαγγέλη (1902-1903) που αφορά στον Κώττα, αναφέρεται ότι χρεώνονται άνευ ημερομηνίας 40 γρόσια, τα οποία παραδίδονται στον Λάζαρο Τσάμη για λογα-ριασμό του Κώττα» βλ. Ανδρέου (2002). Κώττας (1863-1905). Αθήνα: Λιβάνης, 112-113 193. Χ. Νεράντζης (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, ο Μα-κεδονικός Αγώνας, τ. Γ΄ Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος, 773.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 268

γραψαν τη δράση και τον αιφνίδιο θάνατό του στην εφημερίδα που εκδιδόταν στο Καναδά «ο Μακεδονομάχος»2. Ο Παύλος Τσάμης στά-θηκε πρωτεργάτης της «Παμμακεδονικής» με συγγραφικό έργο, όπως «Η ατομική ενέργεια, Ιερή γη, Μακεδονομάχοι αδελφοί, Μακεδονικός Αγών», αλλά και με ζωγραφική δραστηριότητα.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: οδός Μακεδονομάχων, Φλώρινα. Χρονικός προσδιορισμός: τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν

στις 8 Αυγούστου του 19813. Η επιλογή του μήνα δεν είναι τυχαία, διότι τον Αύγουστο του 1949 λήγει «οριστικά» ο εμφύλιος πόλεμος στη Φλώρινα.

Η παραγγελία έγινε από την Παμμακεδονική Ένωση Αυστραλίας. Υλικό: ορείχαλκος. Το βάθρο στο οποίο είναι τοποθετημένη η προ-

τομή είναι μαρμάρινο, όπως επίσης μαρμάρινη είναι και η επιγραφή. ∆ιαστάσεις: οι διαστάσεις της προτομής είναι 0,80 × 0,40 × 0,30 και

μαζί με το βάθρο έχουν ύψος περίπου 2,30 μέτρα. Εικονοκείμενο: ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΑΜΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ Ε. Α. ∆ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΠΟ∆ΗΜΩΝ ΜΑΚΕ∆ΟΝΩΝ ΕΤΑΙ-

ΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ ∆ΩΡΕΑ ΠΑΜΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ.

Περιγραφή του έργου

Προτομή του Ν. ∆ογούλη, τρισδιάστατη γλυπτική αναπαράσταση σε μαρμάρινο βάθρο. Στερεότυπη ακαδημαϊκή τεχνοτροπία χωρίς άνω άκρα, με κοσμική ενδυμασία. Εικόνα μεμονωμένου προσώπου με έμ-φαση στα ατομικά στοιχεία, στο αυστηρό ύφος της ενδυμασίας, αλλά

2. Bλ. Π. Τσάμης (1975). Μακεδονικός Αγών. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακε-

δονικών Σπουδών. 3. Η χρονολογία δεν αναγράφεται στην καρτέλα αλλά εντοπίζεται στο περ.

Αριστοτέλης/115-116/1976. «…στις 30 Αυγούστου 1949, η τραγική εμφύλια αντι-παράθεση έληγε με την κατάληψη του τελευταίου οχυρού των ανταρτών στον αυ-χένα της Μπάτρας από στρατιώτες της 61ης Ταξιαρχίας Πεζικού και τμήματα των ΛΟΚ»: Ι. Χονδροματίδης (2004). Η Μάχη της Φλώρινας: περ. Τότε/3, Σεπτέμβριος, 63-68.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 269

και στις ιδιότητες του προσώπου, στους τίτλους ισχύος όπως αναγρά-φονται στο εικονομήνυμα. Το βλέμμα είναι διακριτό, καθαρό και σε μετωπική θέση ως αίτημα προς αναγνώριση από το κοινό4, ενώ το σπάνιο για δημόσια μνημεία μειδίαμα προσδίδει αυτοπεποίθηση.

Παρατηρείται ότι στο εικονομήνυμα δεν αναγράφεται η χρονιά, η εποχή δράσης του. Το ενδυματολογικό σημαίνον δεν κατευθύνει το βλέμμα των θεατών.

Εικόνα 39, το τεχνούργημα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσης

Η Κυβέρνηση Καραμανλή εδραίωσε μεταδικτατορικά τους δημο-κρατικούς θεσμούς, αλλά στις εκλογές του 1977 το ΠΑ.ΣΟΚ συγκέ-ντρωσε το ¼ των ψήφων. Το 1980 ο Καραμανλής ανέλαβε την προεδρία

4. Bλ. G. Kress, T. H. Leeuwen (1996). Reading Images. The Grammar of Visual

design. London, N.Y.: Routledge, 120-130.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 270

της ∆ημοκρατίας και το επόμενο έτος, το 1981 ανέλαβε πρωθυπουργός ο Α. Παπανδρέου. Στη διάρκεια διακυβέρνησής του άρχισε μια προ-σπάθεια για την πολιτική και την κοινωνική ενσωμάτωση των περιθω-ριοποιημένων μικροαστικών, εργατικών και αγροτικών τάξεων, αλλά και για μια υπέρβαση των εμφυλιοπολεμικών αντιθέσεων.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Προτείνεται πολλαπλή ανάγνωση και ανάλυση του εικονοκειμένου ως πρότυπου ηγεμονικής λεζάντας, η οποία κατευθύνει το βλέμμα και την ιστορική σκέψη του κοινού προς μία κατεύθυνση πρόσληψης της εικόνας μέσα από το λεξικολογικό υλικό, «ταξίαρχος, διευθυντής»5. Ωστόσο όπως σημειώνει ο Μπαρτ, «η επίσημη ρητορική μάταια στοι-βάζει τα σκεπάσματα πάνω στην πραγματικότητα, έρχεται η στιγμή όπου οι λέξεις αντιστέκονται και υποχρεώνουν να αποκαλυφθεί κάτω από τον μύθο, το δίλημμα του ψεύδους ή της αλήθειας, τα επιθετικά σκαριφήματα που πασκίζουν να δώσουν στο μη υπάρχον τις ιδιότητες του υπάρχοντος είναι απλώς η υπογραφή της ενοχής»6.

∆ίνονται επίσης ασκήσεις για την ανάγνωση των πηγών μέσα από το υλικό του Εμφυλίου Τύπου7, τη Συλλεκτική σειρά για τις εφημερί-δες που κατέγραψαν την αιματηρή διαμάχη 1946-1949.

Μπορούν να γίνουν ασκήσεις βιβλιογραφικής έρευνας μέσα από ερωτήσεις προς το τεχνούργημα, όπως: σε ποιον στρατό συμμετείχε ο Π. Τσάμης; Σε ποια πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα εντάσσεται η δράση του8; Ποιες είναι οι τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου9;

5. βλ. Ρ. Μπαρτ (1979). Μυθολογίες, Μάθημα. Μετ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη.

Αθήνα: Ράππα, 190-197. 6. βλ. Ρ. Μπαρτ (1979), ό.π. 197. 7. Εμφύλιος Τύπος, ανεξάρτητη έκδοση, εβδομαδιαία συλλεκτική σειρά. Σύμ-

βουλος έκδοσης Γ. Μαργαρίτης (2003). Βλ. και [email protected] 8. Ι. Ιατρίδης (επιμ. 1984). Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε

κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο. Σ. Λιναρδάτος (1977-1986). Από τον Εμφύλιο στη Χούντα (1950-1967). 4τ. Αθήνα: Παπαζήσης. Γ. Γιαννουλόπουλος (1992). Ο μεταπολεμι-κός κόσμος, ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963). Αθήνα: Παπαζήσης. M. Blinkhorn (edit. 1990). Fascists and Conservatives. The radical right and the es-tablishment in 20th century Europe. London: U. Hyman, 200-217.

9. M. Mazower (επιμ. 2003). Μετά τον Πόλεμο, η ανασυγκρότηση της οικογέ-νειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960. Μετ. Ε. Θεοφυλα-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 271

Τονίζονται επίσης η ιστορία της Φλώρινας την περίοδο 1946-1949 μέσα από τις πηγές και τις πολλαπλές προσλήψεις του ίδιου ιστορικού γεγονότος10, η αμφίδρομη σχέση της τοπικής – γενικής ιστορίας καθώς η σύνθεση του επιμέρους και της ευρείας οπτικής είναι ακόμη ζητούμε-νη στις ιστορικές σπουδές11.

Εικόνα 40 (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

κτοπούλου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Γ. Μαργαρίτης (2001). Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949. 2τ. Αθήνα: Βιβλιόραμα. Η. Νικολακόπουλος (1988). Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964. Αθήνα: ΕΚΚΕ. D. H. Close (1993). The Greek Civil War, 1943-1950. Studies of Polariza-tion. London: N. York. R. V. Boeschooten (1998). Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου…....Αθήνα: Πλέθρον, passim.

10. βλ. Ι. Χονδροματίδης (2004).ό.π. passim. ∆. Φ. Βέρβερης (1949). Η περίλα-μπρος νίκη της Φλωρίνης. Θεσσαλονίκη. ∆. Βλαντάς (1981). Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949. Αθήνα: Γραμμή. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας (1975). Φωτιά και Τσεκούρι. Αθήνα: Εστία. Εφημ. Εμπρός/Φεβρουάριος 1949. Βλ. ΓΑΚ Φλώρινας: εφημερίδες για τη Μάχη της Φλώρινας/156/2/1949, 159/5.1/1948-1949.

11. Α. Λιάκος (2004). Η στροφή των ιστορικών σπουδών: Καθημερινή/∆εκ., Βιβλιοδρόμιο, αφιέρωμα, ∆ιάλογος για την ιστορία,29.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 272

17. Οι Επτά Ήρωες

Μια «πρώτη» αφήγηση- τα πρόσωπα, το γεγονός

Οι ∆ημήτριος Τάνος, Γεώργιος Λουκίδης, Γεώργιος Σεχίδης, Συμεών Χατζηπροδρόμου, Κωνσταντίνος Γαζίνος, Πέτρος Μάρκου, Λάσκαρης Στεφανίδης συνελήφθησαν στο ελληνικό έδαφος την εποχή της γερμα-νικής στρατιωτικής διοίκησης και δεμένοι με τηλεφωνικό καλώδιο, με-ταφέρθηκαν 50 μέτρα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος που τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή και διοίκηση. Επτά παιδιά βασανίσθηκαν στις 17 Ιανουαρίου 1944 από 25 στρατιώτες του τακτικού βουλγαρικού στρα-τού, ενώ κατευθύνονταν προς τις Πρέσπες. Οδηγήθηκαν έξω από το ελληνικό έδαφος, όπου δικαίωμα καταδικών είχαν μόνο οι Γερμανοί, πέρα από το χωριό Λαιμός, 50 μέτρα στα ξένα σύνορα. Οι αρχές του Βελιγραδίου δέχθηκαν το αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης για την παράδοση των οστών των 7 νέων. Τριάντα χρόνια μετά ο Γενικός Πρόξενος στα Σκόπια Βήκας ανακοίνωσε ότι στις 2 μ. μ της 15ης Ια-νουαρίου 1978 θα πραγματοποιηθεί η παράδοση των οστών των 7 νέ-ων στο φυλάκιο της Νίκης. Ο Σύλλογος «Αριστοτέλης» ανέλαβε όλες τις διαδικασίες της τελετής.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: το μνημείο των επτά ηρώων βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία. Πριν τη μετονομασία της σε πλατεία των επτά Ηρώων ονομαζόταν οδός Ρούζβελτ.

Χρονικός προσδιορισμός: το μνημείο άρχισε να κατασκευάζεται στις 7/11/1989 και ολοκληρώθηκε σ' ένα χρόνο. Το 1990 έγιναν τα α-ποκαλυπτήρια του.

Υλικά κατασκευής: μάρμαρο, χαλκός, ψηφίδες ασβέστη, άμμος λα-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 274

τομείου. ∆ιαστάσεις: 2,0 × 4,10 × 0,25. Παραγγελία: πηγή χρηματοδότησης και παραγγελίας ο Φιλεκπαι-

δευτικός Σύλλογος Φλώρινας «Αριστοτέλης»1. Εικονοκείμενο: ερμηνευτικό, ρητορικό κείμενο και τα ονόματα των

πεσόντων με τα πατρώνυμα σε επιτύμβια στήλη, σε κάθετη διάταξη και κεφαλαιογράμματη χάραξη

«ΝΕΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΟΡΕΙΒΑΣΙΑΣ ΕΠΛΗΡΩΣΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΠΟΘΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΓΑΖΙΝΟΣ ∆ΗΜ. ΚΩΝ/ΝΟΣ, ΛΟΥΚΙ∆ΗΣ ΠΑΝΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ,

ΜΑΡΚΟΥ ΛΑΖ. ΠΕΤΡΟΣ, ΣΕΧΙ∆ΗΣ ΧΑΡΑΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΤΑΝΟΣ ΠΕΡ. ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ, ΧΑΤΖΗΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ∆ΙΟΝ. ΣΥΜΕΩΝ»

Περιγραφή τεχνουργήματος

Ανάγλυφη παράσταση από λευκό γαρμπιλόδεμα πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, όπου αναγράφονται τα ονόματα των επτά ηρώων. Αναπαρίστανται επτά μεταλλικά ακό-ντια σε διαφορετική σύνταξη (άνω κατεύθυνση) από τα επτά κρά-νη/πρόσωπα σε συνεκδοχική λειτουργία. Η ανάγλυφη παράσταση α-πεικονίζει επτά πρόσωπα σε θέση προσφοράς-πλάγια προς τα δεξιά από την οπτική του μνημείου και κάτω από την επιτύμβια πλάκα υ-πάρχει ένας βωμός τριγωνικού σχήματος ως σημαίνον τάφου. Το έργο συνιστά σύγχρονη μορφή εξπρεσιονιστικής και αφαιρετικής τεχνοτρο-πίας με κυρίαρχα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία σε συμβολιστικό ύφος με σαφείς αρχαιοελληνικές παραπομπές.

Στο τεχνούργημα τα ακόντια που τοποθετούνται άνω και στο κέ-ντρο, τα πρόσωπα/κράνη αριστερά και κάτω και ο βωμός στο κάτω μέρος της σύνθεσης ορίζουν μια αφήγηση. Σύμφωνα με τη γραμματική

1. Για το ρόλο του Συλλόγου «Αριστοτέλης» από το 1941 μέχρι σήμερα και τη

συμβολή του στην καταγραφή της τοπικής ιστορίας βλ. Α. Ανδρέου (2004). Σπα-ράγματα από την ιστορία του Τύπου στη Φλώρινα, α) Εφημερίδες β) Μικρά βιο-γραφικά στο περ. Πιπεριά/1. Φλώρινα, 7-20. Bλ. επίσης Α. Ανδρέου «Λήμμα Αρι-στοτέλης» Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου Αθήνα: ΕΙΕ, υπό δημοσίευση.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 275

της εικόνας στο επίπεδο της κειμενικής μεταλειτουργίας, η εικόνα επι-κεντρώνεται στο «δεδομένο-σταθερό» γνωστικό υλικό, το οποίο πα-ρουσιάζεται στο αριστερό τμήμα, ενώ στο δεξιό τμήμα παρουσιάζεται το «νέο» και στο κέντρο τονίζεται ο πυρήνας της πληροφορίας. Η το-ποθέτηση στοιχείων στο άνω μέρος παρουσιάζει το «ιδεώδες» της σύν-θεσης, ενώ στο κάτω μέρος δίνονται τα πραγματικά-εξειδικευμένα στοιχεία της σύνθεσης. Το μοντέλο αυτό οδηγεί στην ανάλυση με κρι-τήριο το «κέντρο και το περιθώριο», την οριζόντια και κάθετη δομή της σύνθεσης2.

Η αρχαιοελληνική σημασιοδότητη, που αποδίδεται μέσω των συ-γκεκριμένων εξαρτημάτων οπλισμού αποτελεί συχνό παράδειγμα στην παγκόσμια δημόσια γλυπτική στο πεδίο της θεατρικής δημόσιας εμφά-νισης που σημαίνει την ισχύ και τη μεγαλοπρέπεια της αρχαιότητας. Ωστόσο τα στοιχεία αυτά επιλέγονται και αναγιγνώσκονται με άξονα την κατασκευή της φαντασιακής εθνικής συνέχειας σ’ ένα παιχνίδι με τη λατρεία της μνήμης και τους αναχρονισμούς στην ιστοριογραφία που υπακούει σε συγκεκριμένα ιδεολογήματα, όπως αυτό της αρχαι-οελληνικής εθνογενετικής διάστασης.

Οι έρευνες σήμερα αναδεικνύουν το συντηρητικό και ιδεολογικό μηχανισμό της ακαδημαϊκής τέχνης και της αντίστοιχης εικονογράφη-σης των σχολικών εγχειριδίων, η οποία υποβαστάζεται από ανακρίβει-ες, από την έμφαση που δίνεται στην προσωπολατρεία-ηρωολατρεία. Τα γνωρίσματα που αποδίδονται στο ελληνικό γένος, στη φυλή,, στη χριστιανοσύνη σε συνάρτηση με τις παραινέσεις και τα ευχολόγια που συνοδεύουν το τελετουργικό των αποκαλυπτηρίων, συγκροτούν ένα τυποποιημένο σύστημα σημείων με συνθηματική, πολεμική κατεύθυνση που αποκτά τη λειτουργία του συμβόλου..Τα εθνικά ή πατριωτικά σύμβολα, τα οποία κατασκευάζονται και αναπαράγονται σε κάθε επο-χή θεμελιώνουν έναν τύπο «κατά τον οποίο το σημαίνον είναι αυθαί-ρετο ή καθαρά συμβατικό».. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται μια συ-ναισθηματική προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας με την ο-ποία επιτυγχάνεται η ομοιογενοποίηση των τιμώντων και τιμωμένων, η ταύτιση του παρελθόντος με το παρόν, η διακήρυξη της πίστης σ’ ένα ιστορικό πρότυπο, παρά η ιστορική αλήθεια.

2. G. Kress, T. V. H. Leeuwen (1996). ό.π., 119-158.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 276

Ο καλλιτέχνης

Ο Ρόμπης Τηλέμαχος ζει στη Φλώρινα και σπούδασε στο Αριστοτέ-λειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αρχιτεκτονική. ∆ιετέλεσε χρόνια μέ-λος του ∆ιοικητικού Συμβουλίου στον Αριστοτέλη. Το μνημείο των ε-πτά Ηρώων είναι το μόνο έργο του που ολοκληρώθηκε και παρουσιά-στηκε σε δημόσιο χώρο, ενώ άλλα έργα του έχουν παραμείνει σε πρω-τόπλασμα3.

Ιστορικά συμφραζόμενα δράσης των ηρώων, ο πόλεμος του 1940

Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος (1939-1945) ως το πλέον τραυματικό γε-γονός του 20ού αιώνα καθόρισε και καθορίζει ακόμη συνειδήσεις και στάσεις, διότι εμπλέκονται ζητήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας: «οι ευ-ρωπαϊκοί φασισμοί, η κομμουνιστική επανάσταση, οι εμφύλιοι πόλεμοι που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, η σοβιετική απελεύθερωση της Α-νατολικής Ευρώπης που μετασχηματίστηκε σε κατοχή μέχρι το 1991, το Ολοκαύτωμα και η εξόντωση συμπαγών πληθυσμιακών ομάδων, η ευ-γονική και ο ρατσισμός, τα Άουσβιτς, τα Γκούλακ, τα Μακρονήσια, η πολύμορφη συνεργασία με τους Ναζί εθνικιστικών ηγεσιών, κοινωνι-κών ελίτ»4.

Ο E. Hobsbawm σημειώνει ότι «ήταν συνυφασμένες η νίκη στον πόλεμο και η ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία, όπως προκύπτει από τις μεταβολές που σημειώθηκαν στην κοινή γνώμη των εμπόλεμων ή φιλελεύθερων χωρών. Η Ελλάδα παρέμεινε διχασμένη, ενώ ο Στάλιν αρνήθηκε να βοηθήσει τους Έλληνες κομμουνιστές εναντίον των Βρε-τανών που υποστήριξαν τους αντιπάλους τους5.

Στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Πρώτη Νίκη του '40 κατά των Ιταλι-

3. Τα στοιχεία μας έδωσε ο καλλιτέχνης. 4. Α. Λιάκος (2004). ό.π., 30. 5. Οι ΗΠΑ αποτελούν εξαίρεση, διότι από το 1936 και μετά παρατηρείται

σταδιακή διάβρωση υποστήριξης προς τους ∆ημοκρατικούς και αναβίωση των Ρε-πουμπλικάνων, αλλά όπου έγιναν γνήσιες εκλογικές σημειώθηκε μετατόπιση προς τα Αριστερά. Η ΕΣΣ∆ επίσης άρχισε και τέλειωσε τον πόλεμο με ηγέτη τον Στά-λιν, ενώ επίσημα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποκαλείται ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος: E. Hobsbawm (2002). Η εποχή των άκρων, ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991. Μετ. Β. Καπετανγιάννης. Αθήνα: Θεμέλιο, 220-222.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 277

κών στρατευμάτων από το 33ο Σύνταγμα της Φλώρινας γέμισε χαρά τους Έλληνες. Ακολούθησε η γερμανική Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλε-μος μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων το Νοέμβριο του '44. Το 1949 λήγει η εμφύλια σύρραξη, που διαδραματίστηκε κυ-ρίως σ' αυτήν την περιοχή. Την περίοδο 1951-1954 ο Νομός Φλώρινας αποκτά τα σημερινά του όρια.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Προτείνονται ασκήσεις ιστορίας για τα παιδιά στον πόλεμο, για την μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν, για τις «άοπλες» ομάδες στη διάρκεια του πολέμου, τις γυναίκες και τα παιδιά. Επίσης ασκή-σεις ιστορίας μπορούν να γίνουν μέσα από τη χρήση παράλληλων πη-γών, την ανάγνωση άλλης εικαστικής παραγωγής σε συνάρτηση με την ανάγνωση του τοπικού Τύπου6.

Για τον επιθετικό προσδιορισμό «Αριστοτελικοί», που προσδίδεται στα παιδιά-ήρωες του τεχνουργήματος δίνονται ασκήσεις λεξικολογι-κής και ιστορικής έρευνας για το σημαίνον και σημαινόμενο που συν-δηλώνεται7.

Ασκήσεις αποδόμησης μπορούν να γίνουν με άξονα τα εξαρτήμα-τα- αντικείμενα που επιλέγει ο καλλιτέχνης, δηλαδή τα ακόντια και τα αρχαιοελληνικά κράνη ως σημείο της ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο στο πεδίο της Ιστορίας της Τέχνης το συγκεκριμένο τεχνούργημα/σύνθεση αποτελεί ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική εικαστική παρέμβαση στο δη-μόσιο χώρο και πλούσιο υλικό για πολλαπλές αναγνώσεις στην κατεύ-θυνση της σημειωτικής.

6. Σύγκρινε με Β. Τσουκαλίδης (1981). Μια ξεχασμένη Ιστορία. Αθήνα. 7. Βλ. περ. και Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Αριστοτέλης».

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 278

Εικόνα 41, λεπτομέρεια (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 279

Εικόνα 42, εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 280

18. ∆ημήτρης Μακρής

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Ο ∆. Μακρής, Φλωρινιώτης πολιτικός, εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής (1956, 1958, 1961, 1963, 1964, 1974) και διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών και Προεδρίας. Στην κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή διορί-στηκε Υπουργός Εσωτερικών, ενώ βουλευτές της ίδιας παράταξης (Ε-ΡΕ) ζήτησαν την παραίτησή του όταν ο επίσημος βουλευτής της ΕΡΕ Παπαεμμανουήλ, ο οποίος κατηγορήθηκε για οικονομικές ατασθαλίες διέφυγε στο εξωτερικό. Σε συζήτηση στη Βουλή τον Μάρτιο του 1957 αναφορικά με τις εκτοπίσεις και τη φυλάκιση 3209 ατόμων λόγω του εμφυλίου πολέμου δεν συμφώνησε με την πρόταση για Γενική Αμνη-στία. Το Φεβρουάριο του 1958 διαπραγματεύτηκε με τον Γ. Παπανδρέ-ου την εισαγωγή ενός νέου εκλογικού σώματος, ενώ στις 17 Μαΐου 1958 σχηματίζεται νέα κυβέρνηση ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Κ. Καρα-μανλή και Υπουργό Εσωτερικών το ∆. Μακρή.

Το Σεπτέμβριο του 1960 στο σκάνδαλο Μαξ Μέρτεν στην εφημερίδα «Ηχώ» του Αμβούργου και στο περιοδικό «Σπήγκελ» (28/9/1960) ση-μειώνεται ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και ο Υπουργός Εσωτερικών ∆. Μακρής μαζί με τη σύζυγό του1, ∆οξούλα Μακρή το γέ-

1. Σημειώνουμε ότι η σύζυγος Μακρή κατά τη διάρκεια του 1942-1943 σε ηλι-

κία 17 ετών υπήρξε γραμματέας του Μέρτεν, ο οποίος ήταν ανώτερος Γερμανός αξιωματικός και υπηρετούσε στη βόρεια Ελλάδα (1941-1944). Μετά τον πόλεμο κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε από ελληνικό δικαστήριο ως εγκληματίας πο-λέμου για την εξόντωση των Εβραίων Θεσσαλονίκης. Με υπόμνημα που κατέθεσε ο Μέρτεν στο γερμανικό δικαστήριο ανέφερε ένα αριθμό συνεργατών του ανάμε-σα στους οποίους ήταν ο Κ. Καραμανλής, ο ∆. Μακρής, ο Γ. Θεμελής, η σύζυγος του ∆. Μακρή. Η καταγγελία για το πρόσωπο του Κ. Καραμανλή μένει αναπόδει-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 282

νος Λεοντίδου από τη Θεσσαλονίκη υπήρξαν πληροφοριοδότες των Γερ-μανών κατά την διάρκεια της Κατοχής. Τα δημοσιεύματα ανέφεραν επί-σης ότι αμείφθηκαν για τις «υπηρεσίες» αυτές με την παραχώρηση κατα-στήματος μεταξωτών στη Θεσσαλονίκη. Το κατάστημα αυτό ανήκε σε Εβραίο2 της πόλης που μάλλον εκτοπίστηκε ή/και χάθηκε στο Άουσβιτς. Το θέμα συζητήθηκε έντονα στη Βουλή στις 5 Οκτωβρίου, αλλά οι κατη-γορίες αποσύρθηκαν με το δικαιολογητικό ότι η σύζυγος του Μακρή υπήρξε ανήλικη στη διάρκεια της Κατοχής3.

Ο ∆. Μακρής για τις προσφορές του τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη το Φοίνικα, με τους Μεγαλόσταυρους των χωρών Ιταλίας, Γαλλίας, Λιβά-νου, Γιουγκοσλαβίας και Αιγύπτου και με τους Μεγαλόσταυρους των Ορθοδόξων Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: το τεχνούργημα τοποθετήθηκε απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, στη διαχωριστική νησίδα προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Φλώρινας.

Χρονικός προσδιορισμός: η τοποθέτηση έγινε το 1993, ενώ σύμφω-να με στοιχεία του περιοδικού Αριστοτέλη η παραγγελία έγινε το 1991 από τον ∆ήμο Φλώρινας χωρίς να εντάσσεται, επίσημα τουλάχιστον στο «ειδικό πρόγραμμα τόνωσης του εθνικού φρονήματος».

Υλικά: ορείχαλκος και το βάθρο είναι μαρμάρινο, όπως και οι δύο επιγραφές που το πλαισιώνουν.

∆ιαστάσεις 0,85 × 0,6 × 0,3. Εικονοκείμενο: στο κέντρο της βάσης του μαρμάρινου βάθρου α-

κτη και μάλλον είναι ψευδής, αλλά για τα άλλα πρόσωπα υπάρχουν ενδείξεις ενο-χής. Ο ∆. Μακρής, πανίσχυρος και δυναμικός υπουργός ζούσε στη Θεσσαλονίκη, ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου και υπεράσπιζε στα γερμανικά στρατοδι-κεία κατηγορούμενους Έλληνες πολίτες σε μια εποχή που μόνο όσοι είχαν σχέσεις με τους Γερμανούς είχαν το δικαίωμα συνηγόρου: βλ. Γ. Κατρής (1974). Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970. Αθήνα: Παπαζήση, 100-107.

2. Μόλις στις 27 Οκτωβρίου του 2003 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου Ελλήνων Εβραίων πεσόντων στο μέτωπο της Αλβανίας στο ισραηλιτικό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης. Την περίοδο 1940-1941 επιστρατεύτηκαν σχεδόν 13.000 Έλληνες Εβραίοι που συγκρότησαν το 50ό και 63ο σύνταγμα: βλ. εφημ. Αυγή/ 28/10/2003, 20.

3. Βλ. αρθρογραφία Θ. Βόσδου στην εφημ. Φωνή της Φλώρινας 11/6/1993, 18/6/1993, 25/6/1993, 12/9/2003, 27/2/2004, 19/4/2004.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 283

ναγράφονται σε κεφαλαιογράμματη επιγραφή «∆ημήτριος Κ. Μακρής, Βουλευτής Φλωρίνης, Υπουργός Εσωτερικών-Προεδρίας, 1956-1963».

Σε δεύτερη επιγραφή στο κάτω δεξιά τμήμα του βάθρου σε κεφα-λαιογράμματη επίσης γραφή, αλλά σε πλάγια κατεύθυνση αναγράφε-ται το δίστιχο:«πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα,τα μάτια της ψυχής μου» ∆ιον. Σολωμός».

Περιγραφή του έργου

Προτομή με έντονα εξωραϊστικά στοιχεία, απόδοση του προσώπου σε νεαρά ηλικία. Έμφαση δίνεται στην κοσμική ενδυμασία, στο αυ-στηρό ύφος του νεαρού ηγεμόνα. Η προτομή είναι χωρίς άνω άκρα και παρατηρείται ελαφρά κλίση του προσώπου προς τα αριστερά, ως προ-σφορά προς το κοινό.

Εικόνα 43, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 284

Ο καλλιτέχνης

Ο Ιωάννης Αντωνιάδης από το χωριό Κρατερό του Νομού Φλώρινας στη διάρκεια της φοίτησης του στο γυμνάσιο της Φλώρινας ήρθε σε επα-φή με τον νεοσύστατο τότε όμιλο Καλών Τεχνών. Σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήριο του καθηγητή Μ. Τόμπρου και μετά την αποφοίτηση συνέχισε στην αρχιτεκτονική σχολή της Φλω-ρεντίας. Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα και με υποτροφία του ΙΚΥ με-λέτησε την λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική και γλυπτική.

Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ταξινομεί τα έργα του σε τρεις κατηγορίες: σε εργασίες που προορίζονται για ιδιωτικές κατοικίες, σε γλυπτά δημοσί-ου χώρου που συνήθως παριστάνουν Μακεδονομάχους και σε ανεξάρ-τητες δημιουργίες, οι οποίες και εκφράζουν τις καλλιτεχνικές αναζητή-σεις του. Πίνακες του φιλοξενούνται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Φλώρινας4.

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα δράσης του προσώπου, ι-διαιτερότητες την εποχή δράσης του ∆. Μακρή, 1959-1960

Ο ∆. Μακρής αποτέλεσε πρόσωπο της πρόσφατης πολιτικής ιστο-ρίας σε πανελλήνιο και τοπικό πεδίο5 και αποτελεί πρόκληση σε ερευ-νητικό και διδακτικό πεδίο για πολλαπλή ανάγνωση των σύγχρονων πηγών της πολιτικής ιστορίας σε συνάρτηση με τις μαρτυρίες που κα-ταγράφονται στον ελληνικό Τύπο της εποχής.

Στο αρχείο του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας για το έτος 1958 ε-ντοπίζονται 151 έγγραφα των ετών 1955-58, στα οποία αποτυπώνεται ολόκληρη η γραφειοκρατική διαδικασία της διάθεσης ενός από τα «ε-

4. Τ. Μπέσσας (1993), ό.π., 199-201. Σ. Λυδάκης (1981). Οι Έλληνες Γλύπτες. Αθήνα: Μέλισσα, 274. 5. Α. Ανδρέου (1998). Η τοπική Ιστορία ως παράγοντας κατανόησης της χρη-

σιμότητας της ίδιας της ιστορίας. Ένα παράδειγμα. Μακεδνόν/ 2, 3 – 25. Α. Αν-δρέου (1999). Η τοπική Ιστορία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, παρατηρήσεις και προτάσεις: Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου στη Ναύπακτο. Αθήνα: Ατραπός 167 – 173. Α. Ανδρέου, Π. Γκόλια, Ι. ∆αϊκόπουλος, Α. Καββαδά, Σ. Κα-σίδου (2002). Όψεις της οθωμανικής και μετα-οθωμανικής Φλώρινας από τις γαλ-λικές καρτ-ποστάλ: Πρακτικά Συνεδρίου «Φλώρινα 1912-2002. Ιστορία και Πο-λιτισμός». Π.Τ.∆,Ε Φλώρινας.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 285

θνικά κονδύλια» της συγκεκριμένης περιόδου: «τον Μάιο του 1958 με-τά την εκλογική επιτυχία της Ε∆Α (24,4% των ψήφων πανελλαδικά), ο Καραμανλής συνιστά μια «αφανή επιτροπή» για το συντονισμό του παρακράτους - με επιτελικά στελέχη. Φαίνεται σαν μια προσπάθεια συγκεντροποίησης της διαχείρισης των κονδυλίων αυτού του είδους, που μέσα στις συνθήκες των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων διαχειρί-ζονταν ανεξέλεγκτα οι κατά τόπους νομάρχες»6.

Σημειώνουμε ότι την περίοδο αυτή στην περιοχή της ∆υτικής Μα-κεδονίας και ειδικότερα στο νομό Φλώρινας πραγματώνονται καταγε-γραμμένες ορκωμοσίες κατοίκων, διότι υποχρεώθηκαν να υποσχεθούν δημόσια ότι δε θα ξαναμιλήσουν το «τρισκατάρατον σλαβοφανές ιδί-ωμα». Η τελευταία περίπτωση γνωστής ορκωμοσίας σλαβόφωνου χω-ριού έγινε στο νομό Φλώρινας, μια βδομάδα ακριβώς ύστερα από την αντίστοιχη τελετή των Κρύων Νερών. Το γεγονός προαναγγέλλεται στις τοπικές εφημερίδες της 8ης Αυγούστου 1959 ως εξής: «αύριον και ώραν 10.30 π.μ. εις το χωρίον Ατραπός θα λάβη χώρα εορτή κατά την οποίαν οι κάτοικοι του χωρίου παρουσία των αρχών θα ορκισθούν ότι δεν θα ξαναμιλήσουν, ούτε και εις τας κατ’ ιδίαν συνομιλίας των, το σλαυόφω-νον γλωσσικόν ιδίωμα το οποίον ως γνωστόν οι σλαύοι και ιδιαιτέρως οι βούλγαροι χρησιμοποιούν ανέκαθεν ως όπλον εις την κατά της χώρας μας προπαγάνδαν των. Η εορτή προβλέπεται λαμπρότατη, το πρόγραμ-μα δε αυτής περιλαμβάνει ομιλίας, απαγγελίας ποιημάτων, εθνικούς χο-ρούς κ.ά.».7 Σύμφωνα με ένα άλλο δημοσίευμα της ίδιας ημέρας «το σλα-βοφανές γλωσσικόν ιδίωμα εις τας χείρας των σλάβων προπαγανδιστών έχει καταστή όπλον στρεφόμενον κατά της εθνικής συνειδήσεως των Μα-κεδόνων», «εις την ωραίαν αυτήν τελετήν προσεκλήθησαν αι αρχαί και οι κάτοικοι της περιοχής»8.

6. βλ. Ιός, αφιέρωμα: Ελευθεροτυπία, 10/2/2002 και Π. Πετρίδης (επιμ. 2000).

Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967). Απόρρητα ντοκουμέντα. Αθήνα: Προσκήνιο. Α. Λεντάκης (1975). Παρακρατικές οργανώσεις και 21η Α-πριλίου. Αθήνα: Καστανιώτη. Θ. Σκυλακάκης (1995). Στο όνομα της Μακεδονίας. Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, passim.

7. Εφημ. Φωνή της Καστοριάς 9/8/59, σ. 4, σχόλιο με τίτλο «Κρύα Νερά». 8. Εφημ. Έθνος Φλώρινας 8/8/59, σ. 1. Επίσης βλ. αφιέρωμα στην εφημ. Η Κα-

θημερινή 11/8/59, σ. 7 και Τ. Κωστόπουλος (2000). Η απαγορευμένη γλώσσα, κρα-τική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία. Αθήνα: Μαύρη Λίστα, passim.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 286

Στο πεδίο αυτό η ανάγνωση της προτομής αποτελεί μια πρόταση για μιαν κοινωνικο/ιστορική ανάγνωση και έρευνα στο ζήτημα της σλαβοφοβίας στην περιοχή, τη συγκεκριμένη περίοδο.

Τα παραδείγματα ρητορικού λόγου και ύφους στον τοπικό Τύπο, αλλά και στη βιβλιογραφία συγκροτούν κατάλληλο υλικό για έρευνα. Το τελετουργικό επίσης που ακολουθείται σε κάθε ορκωμοσία περιέχει στοιχεία για μια κοινωνιοσημειωτική ανάλυση «πριν από τον αγιασμό έγινε έπαρση της σημαίας, υπό τους ήχους στρατιωτικής μπάντας· μί-λησε ο πρόεδρος του χωρίου, Ιωάννης Κόλλης και στη συνέχεια οι κάτοι-κοι με σηκωμένο το δεξί χέρι και με φωνήν σταθερά επανέλαβαν τον όρκο που αυτός απάγγελλε. Ύστερα από μια σειρά διατεταγμένες ζη-τωκραυγές υπέρ του Βασιλέως, του Ελληνικού Κράτους και του αήττη-του Στρατού μας, το σύντομο λογίδριο ενός ακόμη κατοίκου. που με α-πλά λόγια έδωσε την έννοια της υποσχέσεως». Στη συνέχεια ακολούθησε απαγγελία ποιήματος από ένα «αγροτόπαιδο» και η σειρά των ομιλη-τών έκλεισε με τον Νομάρχη Φλωρίνης, που «συνεχάρη τους κατοίκους του Ατραπού δια την απόφασίν των». Το τελευταίο μέρος της τελετής πε-ριλάμβανε κατάθεση στεφάνου στο ηρώο του χωριού, «λαϊκούς εθνικούς χορούς» και «εθνικά τραγούδια» από τη χορωδία του «Αριστοτέλη»9.

Για το θέμα της συνεργασίας Ελλήνων με τις κατοχικές δυνάμεις10 προτείνεται η παρουσίαση του κινηματογραφικού έργου «Το μπλόκο» του Α. Κύρου (1964) ως αποτύπωση της συνεργασίας των κατοχικών στρατευμάτων με τους αντικομμουνιστές.

9. Ν. Στάγκος (1959). Υποσχόμεθα να ομιλώμεν πάντοτε την ελληνικήν! Ο

όρκος των κατοίκων της Καρδιάς, των Κρύων Νερών επανελήφθη εις Ατραπόν: ε-φημ. Ελληνικός Βορράς 11/8, 5.

10. Βλ. H. Fleischer (1979). Αντίποινα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα: Μνήμων/ 7. Βλ. ∆ίκτυο Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων επιμ. Συνέδριο Όψεις του δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, 2-4/7/2004.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 287

19. «Γενοκτονία» Ελλήνων του Πόντου

Μια «πρώτη» αφήγηση, η «γενοκτονία» των Ποντίων

Η εθνική αφήγηση μας διδάσκει ότι «μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνο-νταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας».

Τον Οκτώβριο του 1922 με μεσολάβηση των συμμαχικών δυνάμεων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν οι Έλληνες του Πόντου με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Υπεύθυνος για την ομαλή με-τακίνηση των προσφύγων ορίστηκε ο Αλέξανδρος Πάλλης. Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιλήφθηκαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Όσοι άνδρες επέζησαν από εκεί-νους που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας.

Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς ∆ράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία1.

1. Κ. Φωτιάδης (2004). Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Αθήνα: Ίδρυ-

μα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη ∆ημοκρατία. Βλασίδης (1997). Macedonian Press Agency: διαδίκτυο.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 289

Σύμφωνα με μια εκτίμηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 180.000 Έλληνες του Πόντου έπεσαν θύματα εγκλημάτων των Τούρκων από την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου μέχρι τον Οκτώβριο του 1921. Αναφορές ουδέτερων παρατηρητών στα βρετανικά αρχεία, αλλά και δημοσιεύσεις στον ευρωπαϊκό τύπο πιστοποιούν το μέγεθος της ανθελληνικής εκστρατείας στον Πόντο2.

Αναγκαίες διευκρινήσεις Το έγκλημα της γενοκτονίας τυποποιήθηκε ξεχωριστά, διότι είναι

έγκλημα πολιτικό με ρατσιστικό υπόβαθρο, έγκλημα που αρνείται την ίδια την ύπαρξη μιας εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρέπει να ση-μειωθεί ότι πριν από το 1948, μόνο καταχρηστική αναφορά μπορεί να γίνει σε ιδιαίτερο έγκλημα γενοκτονίας, γιατί ο ποινικός κανόνας δεν έχει αναδρομική ισχύ. Ακόμη και οι ναζί εγκληματίες πολέμου, υπαίτι-οι της εξόντωσης των Εβραίων που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, δεν καταδικάστηκαν για «γενοκτονία», αλλά για «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» προβλεπόμενο στο άρθρο 6 του Καταστατικού Χάρτη των ∆ιεθνών Στρατιωτικών ∆ικαστηρίων της Νυρεμβέργης και του Τόκιο. Κρίσιμο επίσης θέμα είναι το ζήτημα του υπαιτίου ή των υπαι-τίων μιας γενοκτονίας, καθώς από τη Σύμβαση 9.12.1948 του Ο.Η.Ε. προκύπτει ότι η υποκειμενική ποινική ευθύνη για το έγκλημα της γε-νοκτονίας ανήκει σε άτομα και όχι σε κράτη. Ένοχος γενοκτονίας δεν μπορεί να είναι το κράτος, αλλά τα φυσικά πρόσωπα, έστω και αν αυ-τά ενεργούσαν με την ιδιότητα του κρατικού οργάνου3.

2. Γ. Κόκκινος (συντονιστής συγγραφικής ομάδας 2002). Ιστορία του Νεότε-

ρου και Σύγχρονου Κόσμου, Γ΄ ενιαίου Λυκείου Γενικής Παιδείας. Αθήνα: ΟΕ∆Β, 167-169.

3. Σημειώνουμε ότι η Μικρασιατική Καταστροφή των Ελλήνων προσδιορίζεται ως «γενοκτονία» από ομάδα ιστορικών και διανοουμένων, ενώ πολλοί άλλοι διαφω-νούν. Η «γενοκτονία» είναι νομικός όρος που επινοήθηκε μετά το 1944 για να περι-γράψει το ολοκαύτωμα, για να τυποποιήσει ένα συγκεκριμένο έγκλημα κατά της αν-θρωπότητας. Σύμφωνα με την από 9.12.1948 Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, που κυρώθηκε από την χώρα μας με το ν.δ. 3091/1954, «γενοκτονία είναι: α) ο φόνος των μελών μιας εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, β) η σοβαρή βλάβη της σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητάς τους, γ) η από πρόθεση υποβολή της ομάδας σε συνθήκες διαβίωσης οι οποίες μπορούν να επιφέρουν την πλήρη ή μερική σωματική καταστροφή της, δ) η λή-ψη μέτρων που αποβλέπουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων στους κόλπους αυτής

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 290

Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1998 η ελληνική Βουλή συζήτησε και ψή-φισε ομόφωνα την καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρας εθνι-κής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος». Το Π.∆. υπεγράφη το 2001 και έγιναν ποικίλες πα-ρεμβάσεις από πολιτικούς και διανοούμενους για «τον ανιστόρητο και αντεπιστημονικό προσδιορισμό της καταστροφής ως γενοκτονίας»4.

∆εν υπάρχει αμφιβολία ότι στο διάστημα 1914 - 1922 (στο οποίο αναφέρεται ο ν. 2645/1998), οι Έλληνες κάτοικοι της Μικράς Ασίας, αλλά και της μείζονος Θράκης5 υπέστησαν διωγμούς και ότι οι πράξεις εναντίον τους (φόνοι, εκτοπίσεις και φυσική εξόντωση των εκτοπιζο-μένων) εμπίπτουν στις περιπτώσεις α και γ του άρθρου 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταστολή της Γενοκτονίας. Όμως για να χαρακτηριστούν οι διωγμοί αυτοί ως γενοκτονία πρέπει να αποδειχθεί ότι έγιναν με σκοπό την εξόντωση των μελών της εθνικής ομάδας των Ελλήνων και όχι για άλλους λόγους. Αν τα κίνητρα ήταν άλλα, τότε έχουμε εγκλήματα, αλλά όχι γενοκτονία: η βιβλιογραφία (διεθνής και ελληνική) που αναφέρεται στην περίοδο είναι τεράστια. Στην αποδε-κτή (και ουσιαστικά «κρατική») Ιστορία του Ελληνικού Έθνους6, υ-πάρχει εκτενής αναφορά στους διωγμούς των Ελλήνων της Μικράς Α-

της ομάδας και ε) η αναγκαστική μεταφορά παιδιών μιας τέτοιας ομάδας σε άλλη, ό-ταν και μόνο όταν οι πράξεις αυτές έχουν ως πρόθεση την μερική ή ολική καταστροφή της ομάδας αυτής: ΦΕΚ Α΄ 250 και άρθρο 2 της Σύμβασης. Βλ. Επίσης E. Zoller (1993). La définition des crimes contre humanité : Journal du Droit International, 549.

Ο όρος χρησιμοποιείται και για περιπτώσεις πριν από το 1948, διότι το έγκλημα τυποποιήθηκε έχοντας υπόψη την περίπτωση των Αρμενίων και των Εβραίων. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται ο όρος «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» στην κοινή Αγγλορωσσική ∆ιακήρυξη της 28.3.1915

Για τα στοιχεία και τη βιβλιογραφία βλ: Α. Καρίπογλου (2001). Πολιτικές εξελί-ξεις: Χρονικά της ∆ράμας/Μάιος. Βλ. και στο www.liberals.gr.

4. Βλ. Α. Ελεφάντης (2001). 14 Σεπτεμβρίου: ημέρα εθνικής αμνηστίας: εφημ. Νέ-α/24/2. βλ. επίσης Αυγή/27/3/2001 και Ελευθεροτυπία 17/2/2001.

5. Όπως σημειώνει ο Κ. Βακαλόπουλος «είναι γεγονός ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης υπήρξαν οι πρώτοι αλύτρωτοι της οθωμανικής αυτοκρατορί-ας που υπέστησαν πολύ ενωρίτερα από Μικρασιάτες και Ποντίους τις βουλγαρικές και τις τουρκικές διώξεις εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεών τους» βλ. Κ. Βακαλόπουλος (1998). ∆ιωγμοί και Γενοκτονία του θρακι-κού ελληνισμού, ο πρώτος ξεριζωμός (1908-1917). Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, 23 κ.ε.

6. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΕ΄.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 291

σίας. Το χρονικό σημείο έναρξης των διωγμών τοποθετείται τον Μάιο του 1914, «οπότε εκκενώθηκε η περιοχή απέναντι από τα επίμαχα ελ-ληνικά νησιά του Αιγαίου, προκειμένου να εγκατασταθούν Τούρκοι πρόσφυγες από τα εδάφη που έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και για στρατιωτικούς λόγους. Η εκκένωση έγινε με την επιμονή και την καθοδήγηση του Γερμανού στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς, ο οποίος από το 1913 είχε αναλάβει στρατιωτικός διοικητής της περιοχής, στα πλαίσια της συμμαχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Κεντρικές ∆υνάμεις κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πριν από τις μαζικές εκτοπίσεις είχε αναληφθεί ενορχηστρωμένη εκστρατεία ώστε το ελληνικό στοιχείο των περιοχών αυτών να εξαναγκαστεί σε εκούσια μετανάστευση. Χαρακτηριστικό είναι ότι αστικοί πληθυσμοί (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) δεν διώ-χθηκαν, ενώ συμφωνήθηκε με την Ελληνική Κυβέρνηση μερική ανταλ-λαγή πληθυσμών και συστήθηκε Μικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή για την ρύθμιση του θέματος των περιουσιών. Οι διωγμοί επεκτάθηκαν με-τά την συμμαχική εκστρατεία στα ∆αρδανέλια». Τους διωγμούς αυτούς οι συγγραφείς της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους αποδίδουν σε προ-σπάθεια αλλοίωσης της εθνολογικής σύστασης του Μικρασιατικού πληθυσμού, παρά σε αντίποινα, ενώ τους συνδέουν με την διπλωματι-κή δραστηριότητα που είχε αναπτύξει κυρίως η Μεγάλη Βρετανία υ-ποσχόμενη μικρασιατικά εδάφη στην Ελλάδα προκειμένου να βγει στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Στον Πόντο, όπου Ρωσικά στρα-τεύματα απειλούσαν Οθωμανικά εδάφη, οι διωγμοί υπήρξαν ιδιαίτερα βίαιοι. Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν στην υπόθεση ότι σκοπός των διωγμών αυτών συνολικά δεν υπήρξε η φυσική ή βιολογική εξόντωση της ομάδας, αλλά η επίλυση του μειονοτικού προβλήματος και η πρό-ληψη της δημιουργίας ενός εσωτερικού μετώπου την στιγμή που το έ-δαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κινδύνευε από πολλές πλευρές. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής (1914-1918) συνέβησαν πολλές επιβε-βαιωμένες σφαγές και θάνατοι χιλιάδων ανθρώπων λόγω των συνθη-κών στις οποίες υποβλήθηκαν κατά τις μετακινήσεις τους, ενώ επίσης σημειώθηκαν πολλές πράξεις αντεκδίκησης σε βάρος των Ελλήνων. Εγκλήματα γενοκτονίας όμως μόνο κάποιες από αυτές τις πράξεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, «όπως αυτές των μαζικών εξοριών των ανδρών από 16-40 ετών στον Πόντο με την ταυτόχρονη εκτόπιση

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 292

όλων των γυναικόπαιδων υπό συνθήκες που οδηγούσαν πράγματι και αποσκοπούσαν πιθανώς στη φυσική, αλλά και βιολογική εξόντωση της ομάδας». Οι ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Σταύρος Ανεστίδης, Ματούλα Κουρουπού και Ιωάννα Πετροπούλου δήλωσαν ότι τιμώντας την μνήμη των θυμάτων της Μικρασιατικής καταστροφής δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει χρήση του όρου γενοκτονία σε επι-στημονικό επίπεδο. Επιστήμονες, όπως ο Αλ. Ηρακλείδης και ο καθη-γητής του ∆ιεθνούς ∆ικαίου του πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνης Μπρεδήμας τάσσονται κατά της χρήσης του όρου από τον ν. 2645/19987. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες επίσης μιλούν για καταστροφή κα-θώς ο όρος καταστροφή ανταποκρίνεται πληρέστερα και με ακρίβεια στην τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού, διότι περιγράφει τις ευθύνες των Τούρκων, χωρίς να παραγνωρίζει τις δικές μας.

Η Βουλή θα μπορούσε να διατυπώσει την άποψή της για γενοκτο-νία από το Τουρκικό Κράτος με άλλον τρόπο (ψήφισμα, διακήρυξη κλπ) «αν έτσι έκρινε, όχι όμως με νόμο, διότι η ενέργεια αυτή, προερ-χόμενη όχι από ιδιώτη, μη κυβερνητική οργάνωση, ερευνητικό ίδρυμα κλπ. αλλά από την ίδια την Βουλή, επηρεάζει άμεσα την εξωτερική πο-λιτική της χώρας»8. Η μνήμη, η ιστορία και η αυτογνωσία είναι απα-ραίτητες για να μπορεί κανείς να κατανοήσει το παρελθόν, να συνει-δητοποιήσει το παρόν και να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον. Η θυ-σία του ελληνισμού της Μικράς Ασίας έχει νόημα, εάν μας διδάξει για τα τραγικά μας λάθη. Η απαίτηση για την αναγνώριση των εγκλημά-των που έγιναν σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων είναι ηθι-κά δικαιωμένη μόνον όταν αναγνωρίσουμε ότι και εμείς διαπράξαμε εγκλήματα. Η εμμονή στο νομοθετικό καθορισμό του περιεχομένου της «εθνικής μνήμης» επιβεβαιώνει απλώς ότι ζούμε σε ημέρες «εθνικής α-μνησίας»9.

Σημειώνουμε ότι το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμά-των καθιέρωσε τον εορτασμό στα σχολεία της 14ης Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα μνήμης του Ελληνισμού της Μ. Ασίας και της Β. Ηπείρου».

7. Βλ. εφημ. Η Αυγή/ 18.2.2001, Τα Νέα/ 8.3.2001. 8. Αφηρημένα και γενικά μπορεί κάποιος να μιλήσει για γενοκτονία π.χ. από τους

Τούρκους ή από τους Γερμανούς, στα πλαίσια όμως της Σύμβασης δεν μπορεί να απο-δοθεί ευθύνη σε Κράτος.

9. Α. Καρίπογλου (2001). Ό.π.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 293

Όπως διαβάζουμε στις εγκυκλίους : η ημέρα αυτή συνιστάται να εορ-τάζεται ενεργά με την «πραγματοποίηση σύντομων ομιλιών», τη «δι-οργάνωση εκθέσεων φωτογραφίας και κειμηλιακού υλικού από τις ανωτέρω περιοχές» και τη «βράβευση εκθέσεων αναφερόμενων στη Μ. Ασία», διότι είναι «αναγκαία η συνεχής επαφή του σύγχρονου ελληνι-σμού με την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά των αλύτρωτων πα-τρίδων μας (Μ. Ασίας, Κωνσταντινουπόλεως – Πόντου και Ανατ. Θράκης) σε συνδυασμό με την ιστορία και τον πολιτισμό του ευρύτε-ρου ελλαδικού χώρου». Η νεολαία «του έθνους μας οφείλει να γνωρί-σει την ιστορία και την καταγωγή των Μικρασιατών Προγόνων μας για να διατηρηθεί κυρίως στους νέους άσβεστη η μνήμη του ξεριζωμού του τρισχιλιετούς πολιτισμού μας από τις αξέχαστες πατρίδες της ελ-ληνικής Ανατολής»10.

Επιπρόσθετα η ελληνική πολιτεία το 1994 καθιέρωσε την 19η Μαΐ-ου ως «ημέρα μνήμης της γενοκτονίας του Ελληνισμού του Πόντου ως ελάχιστο φόρο τιμής στον Ελληνισμό του Πόντου, στον οποίο οφείλε-ται όχι μόνο η εξάπλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού αλλά και η διάσωση και συνέχιση της πορείας του Βυζαντίου». Όπως διαβάζου-με στην εγκύκλιο «η εθνική συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου «δια-τήρησε και διατηρεί άρρηκτο τον ομφάλιο λώρο της με το απώτατο ι-στορικό μας παρελθόν, συνδέοντάς το με το ζωντανό παρόν, για το μέλλον, ακολουθώντας τη μοίρα όλου του ελληνισμού έχει πληρώσει και ο ελληνισμός του Πόντου βαρύ φόρο αίματος για την πίστη του στα ελληνικά ιδανικά φθάνοντας μέχρι την ύστατη θυσία, τη γενοκτο-νία από τους Τούρκους το 1915, με τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και τον ξεριζωμό από τις πανάρχαιες εστίες». Ο εορτασμός αυτός έχει σκοπό «να τονίσει ιδιαίτερα και να υπενθυμίσει τα γεγονότα της δρα-ματικής περιόδου των διωγμών, της γενοκτονίας και του ξεριζωμού των Ελλήνων του Πόντου από την Οθωμανική κατοχή, που διήρκεσαν από το 1916 έως το 1923, και είχαν σαν αποτέλεσμα να μετατρέψουν το λαό των Ποντίων σε ένα λαό προσφύγων και διασποράς». Την ημέ-ρα αυτή παρακαλούνται οι διευθυντές «να φροντίσουν ώστε να γίνουν ομιλίες για την προσφορά και τις θυσίες των Ελλήνων του Πόντου», «της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου». Παράλληλα, το επίσημο

10. βλ. Π. Γκόλια (2005-2006). ∆ιδακτορική διατριβή υπό εκπόνηση.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 294

πρόγραμμα εορτασμού περιλαμβάνει ως είθισται «σημαιοστολισμό και φωταγώγηση των σχολείων, δοξολογία, επιμνημόσυνη δέηση και κα-τάθεση στεφάνων». Στο σημαινόμενο εντοπίζεται η εθνική συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα της Ιωνίας, στο Βυζάντιο, στην οθωμανοκρατική κατοχή, στους πολέμους του 1912-1913 με άξονα τον Πόντο11.

Παράλληλα όπως προκύπτει από σύγχρονη έρευνα οι μαθητές των ελληνικών Λυκείων αναγνωρίζουν τους Τούρκους ως βασικούς ε-χθρούς της πατρίδας. Οι μαθητές αυτοί έχουν ήδη δώδεκα τουλάχιστον χρόνια μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και οι πεποιθήσεις τους έχουν επηρεασθεί από ό,τι διδάσκεται μέσα σ’ αυτό. Όπως φαίνεται η περιρ-ρέουσα ιστορική μνήμη αλλά και οι ιδεολογικές εγχαράξεις που λαμ-βάνουν χώρα στο σχολικό περιβάλλον (Αναλυτικά Προγράμματα, ε-θνικές επέτειοι κ.λπ.) καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις στάσεις των μαθητών απέναντι στους Τούρκους. Είναι προφανές ότι η αγωγή για την ειρήνη και η προσπάθεια για τη διεύρυνση των κοινωνιών και των συνεργασιών σε διεθνές επίπεδο σκοντάφτει σε παγιωμένες ιδεολογικές απόψεις και στις ήδη διαμορφωμένες διεθνείς σχέσεις και η πολιτική προσέγγιση, όσο θεαματική και αν είναι, δεν είναι αρκετή. Για το λόγο αυτό το σχολείο καλείται να παίξει το δικό του ρόλο, ο οποίος είναι από κάθε άποψη σημαντικός, αφού η ανοχή του «άλλου», ο σεβασμός του γείτονα και η επαναπροσέγγιση του εχθρού είναι ζήτημα συνείδη-σης –και το σχολείο έχει αποδείξει ότι μπορεί να τη διαμορφώνει. Έτσι το σχολείο πρέπει πιο συνειδητά να καλλιεργήσει την κριτική στάση των μαθητών απέναντι στον οποιοδήποτε «άλλο», να αμβλύνει τους φανατισμούς και τις μη αιτιολογημένες αρνητικές στάσεις και συμπε-ριφορές, και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αποδοχή της διαφορετικότητας. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από όλα τα μαθήματα του προγράμματος σπουδών του, κυρίως όμως μέσα από αυτά των κοι-νωνικών επιστημών (βλ. γλώσσα, λογοτεχνία, κοινωνική και πολιτική αγωγή κ.λπ.). Η διεύρυνση των κοινωνιών και των σχέσεων μεταξύ των κρατών είναι πλέον γεγονός και, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε αυτό το ρεύμα, θα πρέπει να ξαναδούμε από την αρχή ποια θα είναι η συμ-

11. βλ. Π. Γκόλια Ό.π.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 295

βολή του σχολείου προς την κατεύθυνση αυτή12.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός:το μνημείο έχει τοποθετηθεί στην κορυφή του πάρκου της οδού Σίνη Κοντογούρη, στην πλατεία Ευξείνου Πό-ντου και της λεωφόρου Νίκης, απέναντι από τα Γυμνάσια.

Η συγκεκριμένη πλατεία φέρει το όνομα του Μητροπολίτη Χρύ-σανθου Τραπεζούντας, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τις τουρκικές αρχές για συγκρατημένη πολιτική απέναντι στους Ορθόδοξους Ποντί-ους στην περιφέρεια της Τραπεζούντας, την περίοδο 1916-1917. Το μνημείο, αλλά και η διαμόρφωση της πλατείας ως σημαίνοντα και ση-μαινόμενα στο χώρο αποτελούν πομπό ιστορικής μνήμης και γνώσης προς τους δέκτες-μαθητές/τριες των Γυμνασίων. Φανερός είναι ο φρο-νηματιστικός ρόλος του σημείου που οφείλεται στην επιλογή του γλυ-πτικού συμπλέγματος/σύνθεσης, αλλά και στο ίδιο το εικονομήνυμα.

Χρονικός προσδιορισμός: τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 19 Μαΐου του 1996, ημέρα Κυριακή, επέτειο της ήττας.

Η παραγγελία του έργου έγινε από την Εύξεινο Λέσχη Φλώρινας, η οποία χρηματοδότησε την ολοκλήρωση του έργου.

Υλικό κατασκευής: οι δυο μορφές, το βάθρο και η αναπαράσταση του βράχου είναι από μάρμαρο.

Η επιγραφή στη μετωπική πλευρά του βάθρου και το έμβλημα του μονοκέφαλου αετού στην οπίσθια πλευρά είναι μαρμάρινα.

∆ιαστάσεις: Οι διαστάσεις του μνημείου είναι περίπου 3,0×1,7×1,7 προσδίδοντας κολοσσιαίο ηρωικό ύφος στην ιστορική δράση.

12. Κυρίδης Α., Ντίνας Κ., ∆ρόσος Β., Κασίδου Σ. & Γαλάνη Α. (2001). Όταν ο

διεθνισμός σκοντάφτει στο γείτονα - εχθρό. Κοινωνιολογικές και γλωσσολογικές προσεγγίσεις του λόγου των μαθητών του Λυκείου για τους Τούρκους και διδα-κτικές προτάσεις. Στο: Πρακτικά Γ' Πανελληνίου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Έ-ρευνας, Παιδαγωγική Εταιρεία Ελλάδος, Ναύπλιο.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 296

Εικόνα 44, εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Εικόνα 45, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 297

Εικονοκείμενο: προσδιορίζεται η ιστορική εποχή 1916-1922, ενώ παράλληλα δίνεται μια ερμηνεία για τη μετάβαση από τη γενοκτονία στην αναγέννηση «ως κατασκευή και μεταφήγηση της ιστορικής δρά-σης». Στον πάπυρο έχει χαραχθεί τμήμα ενός ποντιακού παραδοσιακού δίστιχου από την τραγουδοποιητική παράδοση των Ποντίων.

Περιγραφή του τεχνουργήματος

Το μνημείο είναι υπερμέγεθες σύμπλεγμα μορφών, τρισδιάστατο. Παριστάνονται ένας πολεμιστής καθήμενος σε βράχο και ένας νεαρός σε όρθια στάση, ο οποίος ακουμπά με το δεξί χέρι στον δεξιό ώμο του πολεμιστή. Ο πολεμιστής ελαφρά κυρτωμένος κρατάει όπλο και το μα-ντίλι που μάλλον φορούσε στο κεφάλι, ενώ ο νεαρός σε ανάταση του σώματος έχει ανυψωμένο το αριστερό χέρι στο οποίο κρατά ένα πάπυ-ρο που φέρει την επιγραφή «. ..ΑΝΘΕΙ ΚΑΙ ΦΕΡΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ». Στο βά-θρο του μνημείου, στην πλευρά που βρίσκεται μετωπιαία υπάρχει το ει-κονοκείμενο: «ΑΠ’ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ 350.000 ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΠΕΡΙΟ∆Ο 1916-1923 ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΛΕΣΧΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΜΑΙΟΣ 1996».

Στην οπίσθια πλευρά του βάθρου υπάρχει μια πλακέτα με χαραγ-μένο ένα μονοκέφαλο αετό. Στα δεξιά στο πλάι, επάνω στο βράχο βρί-σκεται χαραγμένο το όνομα του καλλιτέχνη και η χρονολόγηση «ΧΑ-ΡΗΣ ΓΛΥΠΤΗΣ 1996». Το τεχνούργημα δεν παρουσιάζει συγκεκριμένο ιστορικό επώνυμο πρόσωπο, αλλά δυο μορφές στις οποίες εκπροσω-πούνται συνεκδοχικά οι Έλληνες του Πόντου. Μετωνυμικά αναπαρί-σταται η εννοιολογική κατεύθυνση του εικονομηνύματος, η «Γενοκτο-νία» και η προσφυγιά.

Το μνημείο τιμήθηκε με εκδηλώσεις και με την παρουσία των Αρ-χών του Νομού Φλώρινας. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν από τον Νομάρ-χη Φλώρινας και ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση και ομιλία. Η χο-ρωδία της Ευξείνου Λέσχης τραγούδησε τραγούδια του Πόντου, κατα-τέθηκαν στεφάνια, τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή και ανεκρούσθη ο Εθνι-κός Ύμνος, όπως είθισται σ’ όλα τα τελετουργικά των δημόσιων απο-καλυπτηρίων, αλλά και των σχολικών εορτών.

Εικονογραφικά αναγνωρίζουμε στο ενδυματολογικό σημείο τον Πόντιο πολεμιστή, κουρασμένο και μάλλον απογοητευμένο από τις απώλειες. Στο ένα χέρι κρατάει το παραδοσιακό ποντιακό μαντίλι, την

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 298

κετσέ, ενώ στο αριστερό κρατά το όπλο, σημαίνον και σημαινόμενο μάχης. Ο νεαρός Πόντιος-απόγονος έχει το χέρι ακουμπισμένο στον πολεμιστή ως σημείο μάλλον για τη Συνέχεια των Γενεών, δεν κρατάει όπλο, αλλά είναι ζωσμένος με τα φυσικλίκια σαν ετοιμοπόλεμος. Στο υψωμένο χέρι κρατάει πάπυρο αντί για όπλο και με το χέρι ψηλά φαί-νεται να απαιτεί και να διεκδικεί τα δίκαια του προσφυγικού ποντια-κού ελληνισμού. Στο στήθος ο νέος έχει την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, ενώ ο μονοκέφαλος αετός αποτελεί το έμβλημα των Με-γάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας σε αντιδιαστολή με τον δικέφαλο αετό της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.

Εικονολογικά διαπιστώνεται η παραγωγή ιστορικής αφήγησης, ει-καστικού σεναρίου με τα βλέμματα των πολεμιστών να διαφοροποιού-νται προς τα κάτω του ηλικιωμένου καθήμενου και προς τα άνω του νεαρού13: το εσω-αφηγηματικό βλέμμα, βλέμμα ενός εικονιζομένου προσώπου που κατευθύνεται σε άλλον μέσα στον κόσμο του κειμένου και καταδηλώνει την υποκειμενική «λήψη με άποψη»14. O ίδιος ο γλύ-πτης περιγράφει το έργο, αλλά και την πρόσληψή του «ο Γέροντας της μεγάλης συμφοράς, εκφράζει τα δεινά, τη θλίψη, τον πόνο και τον κα-ημό γι’ αυτούς που χάθηκαν και γι’ αυτούς που μείνανε στον Πόντο και είναι ακόμη ζωσμένοι τ’ άρματα έτοιμοι να υπερασπιστούν τα όσια και τα ιερά. Ο νέος, λεβεντόκορμος, παλικάρι, κουβαλά τις παραδό-σεις, έχει στραμμένο το βλέμμα στην πολιτισμένη Ευρώπη και με υψω-μένο χέρι απαιτεί και διεκδικεί τα δίκαια»15.

Ο καλλιτέχνης

Ο γλύπτης που φιλοτέχνησε το μνημείο είναι ο Χάρης Χατζηβασι-λειάδης, Φλωρινιώτης από το Μεσόκαμπο, ο οποίος διαμένει στη Θεσ-σαλονίκη και παράγει πλούσιο υλικό για τη δημόσια γλυπτική16.

13. G. Kress, T. Van Leeuwen (1996). Reading Images, The Grammar of Visual

Design. London: Routledge, 119-158. 14. D. Chandler (1998): Notes on The Gaze:URL http://www.aber.ac.uk/~

dgc/gaze.html. 15. Περιγραφή του έργου από τον ίδιο το γλύπτη σε συνέντευξη που μας πα-

ρεχώρησε. 16. Βλ. Αφιέρωμα στην εφημ. Ώρα της Αλήθειας/ 27 Μαΐου 1996.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 299

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Ασκήσεις ιστορίας μπορούν να γίνουν για το ερμήνευμα του τε-χνουργήματος από τον καλλιτέχνη, ο οποίος σε δηλώσεις του στην το-πική εφημερίδα της Φλώρινας «Η Ώρα της Αλήθειας» σημειώνει ότι «είναι η συνέχεια δυο γενεών από την γενοκτονία ως την Αναγέννηση. Ο Γέροντας της μεγάλης συμφοράς, εκφράζει τα δεινά, τη θλίψη, τον πόνο και τον καημό γι’ αυτούς που χάθηκαν και γι’ αυτούς που μείνα-νε στον Πόντο και είναι ακόμη ζωσμένοι τ’ άρματα έτοιμοι να υπερα-σπιστούν τα όσια και τα ιερά. Ο νέος, λεβεντόκορμος, παλικάρι, κου-βαλά τις παραδόσεις, έχει στραμμένο το βλέμμα στην πολιτισμένη Ευ-ρώπη και με υψωμένο χέρι απαιτεί και διεκδικεί τα δίκαια. Η επιγρα-φή στον πάπυρο αποτελεί κομμάτι του ποντιακού δίστιχου: «Η Ρωμα-νία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο», που υποδηλώνει ότι «Το Έθνος κι αν σκλαβώθηκε, θ’ αναστηθεί και πάλι».

Στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν είναι τα σημαίνοντα και σημαινόμενα του έργου, αλλά και το ίδιο το εικονοκείμενο. Αντλού-νται πληροφορίες για την παραδοσιακή ποντιακή ενδυμασία, ενώ δί-νεται έμφαση στο εικονοκείμενο, όπου προτείνονται ερμηνευτικά σχή-ματα για τη «Γενοκτονία».

Προτείνεται επίσης πολλαπλή ανάγνωση οπτικού και λεξικολογι-κού υλικού στο πεδίο της κοινωνιοσημειωτικής, αλλά και συγκριτική έρευνα-μελέτη για τις άλλες «γενοκτονίες», των Αρμενίων (1915), των Εβραίων (Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος).

∆ίνονται ασκήσεις ιστορίας για τα «σύμβολα και τα μνημεία ως σημείο-ενδείκτη»17 στην νεότερη ιστορία, για τη χρήση και την ιδεολο-γικοποίησή τους στα σχολικά εγχειρίδια, στις σχολικές εορτές, στα Μ.Μ.Ε. Το μνημείο για τη «Γενοκτονία» του ποντιακού ελληνισμού ως σημείο-ενδείκτης γίνεται μέσο που μετατρέπει τον κοινό τόπο σε διαρ-κές παρόν. Ο υψηλός βαθμός εικονικότητας αντιστοιχεί στο ρεπερτό-ριο του ιστορισμού- στο χρονικό πλαίσιο, αλλά και στην καλλιτεχνική προσδοκία του συνόλου-κοινού.

Τα σημεία όταν είναι διακριτά εκπληρώνουν την πληροφοριακή

17. Ο μονοκέφαλος αετός αποτελεί σημείο της ελληνικής Ιστορίας, αλλά και

του Ποντιακού Ελληνικού στοιχείου: βλ. Κ. Χιονίδης (1983). Ο μονοκέφαλος αε-τός: Ποντιακή Εστία/49, Μάρτιος-Απρίλιος.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 300

τους λειτουργία μέσα από τον ακριβή καθορισμό της όψης τους, μέσα από τα συντακτικά στοιχεία όπως η μορφή, η φωτεινότητα (του μαρ-μάρου στην περίπτωση αυτή), η ύλη, η τοποθέτηση των όγκων, η κίνη-ση που δηλώνεται ή/και υποδηλώνεται. Πέρα από τη συντακτική αυτή ανάλυση, τα σημεία δεν είναι γνωστά εάν αγνοούμε τα συμφραζόμενα. Το μαντίλι στο χέρι του Πόντιου πολεμιστή έχει άλλο νόημα απ’ ό,τι στο χέρι ενός νησιώτη. Η πραγματιστική ανάλυση των σημείων μας οδηγεί στο σκοπό για τον οποίο επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες εικόνες για να προκαλούν δράση, να επηρεάζουν συμπεριφορές, να μεταβάλ-λουν συναισθήματα του δέκτη.

Ανάλογα με την επενέργεια στους δέκτες (τους πολίτες και περιη-γητές στη Φλώρινα, αλλά και το μαθητικό δυναμικό των Γυμνασίων απέναντι από το μνημείο) τα σημεία διακρίνονται σε οριστικά, υποτα-κτικά και προστακτικά18 με κυρίαρχα στο συγκεκριμένο σύμπλεγμα τα υποτακτικά και προστακτικά. Τα σημεία δεν υπάρχουν από μόνα τους, αλλά εκπροσωπούν κάτι άλλο και η σιγματική εξετάζει τη σχέση αυτή ανάμεσα στο σημείο με το αντικείμενο που απεικονίζει. Τα σιγματικά επίπεδα αναφοράς, η εικόνα, δείκτης, σύμβολο, η εκφραστική ποιότη-τα, η ενδο-εικόνα, η υπερ-εικόνα αντιστοιχούν στις διάφορες εκφάν-σεις των αντικειμένων19.

Προτείνονται επίσης ασκήσεις λεξικολογικές για την αποσαφήνιση των όρων: η χρήση του όρου «εθνική μειονότητα» γίνεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποικιλία της εθνικής δομής της κοινωνίας20, ενώ σήμερα ο όρος εθνοτικός χρησιμοποιείται διαφορετικά στην ευρωπαϊ-κή και στην αμερικανική βιβλιογραφία τεκμηριώνοντας τη σύγχυση που επικρατεί όσον αφορά στην έμφαση που δίνεται στην έννοια «του πολίτη ή στην έννοια της εθνοτικής καταγωγής»21. Στην έρευνα και με-

18. Απευθύνονται αντίστοιχα στη λογική, στο συναίσθημα, στη βούληση: βλ.

Η. Belting κ.α. (1995). ό.π., 330-334. 19. Ένα νέο σιγματικό επίπεδο αναφοράς, αυτό της ενδο-εικόνας περιλαμβά-

νει τις αυθόρμητες εικονικές εκδηλώσεις του υποσυνείδητου, ενώ η υπερ-εικόνα δηλώνει πως είναι αδύνατο να διατυπώσουμε προτάσεις γενικής ισχύος για το βαθμό προσέγγισης της πραγματικότητας μιας εικόνας. Η. Belting κ.α. (1995). ό.π., 336-334.

20. βλ. Β. Γούναρης (1997). Ανακυκλώνοντας τις παραδόσεις, στο: Β. Γούνα-ρης, Ι. Μιχαηλίδης, Γ. Αγγελόπουλος (επιμ). Ταυτότητες στη Μακεδονία. Αθήνα: Παπαζήση, 9-42.

21. Φ. Παιονίδης (1997). Εξισωτικός φιλελευθερισμός και προστασία των μειο-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 301

λέτη για την ορολογία η Riki Van Boeschoten παρατήρησε ότι στην πε-ριοχή της Φλώρινας εντοπίζονται και σήμερα εθνοτικές εντάσεις μετα-ξύ εντοπίων και προσφύγων, που μάλλον οφείλονται μερικώς στην εν-δογαμία, αλλά κυρίως στη συντήρηση της πολιτισμικής κατανομής της εργασίας. Κατανοούμε ότι η σύγχυση που επικρατεί περί έθνους, εθνό-τητας, κράτους στο βαλκανικό χώρο προέρχεται από τη φύση των ρο-μαντικών βαλκανικών εθνικισμών, οι οποίοι δεν εστιάζουν στην έν-νοια του πολίτη, αλλά στην έννοια της εθνοτικής καταγωγής22.

∆ίνονται βιβλιογραφικές εργασίες για την πολλαπλή ανάγνωση των πηγών όσον αφορά στη μετακίνηση των πληθυσμών και στη σύγ-χρονη ιστορία του τόπου.

Οι σύγχρονοι μελετητές αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην οικο-νομική διάσταση της μειονεκτικής θέσης που βρέθηκαν οι ντόπιοι όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών: «η αντιπαράθεση των Σλαβοφώ-νων με την κρατική εξουσία είχε τις ρίζες της αποκλειστικά σε οικονο-μικά αίτια» σημειώνει ο Ι. Μιχαηλίδης23. Είναι γεγονός ότι η εγκατά-σταση των προσφύγων στη Μακεδονία συντελέστηκε με εφαρμογή ε-νός σχεδίου εθνολογικής ομογενοποίησης της περιοχής. Στη Μακεδονία επικρατούν ωστόσο οι λόγοι εθνικής ασφάλειας, όπως εκτιμά ο ∆. Πε-ντζόπουλος στο κλασικό έργο για τις ανταλλαγές πληθυσμών «μολο-νότι είναι αλήθεια ότι η Μακεδονία προσέφερε πολλά πλεονεκτήματα για τη φθηνή και άμεση αποκατάσταση των προσφύγων, ο αριθμός των ατόμων που εγκαταστάθηκαν εκεί ξεπερνά κάθε αριθμό που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει οικονομικών επιχειρημάτων. Πολλοί οικισμοί π.χ. δημιουργήθηκαν σε ορεινές και μάλλον άγονες περιοχές, ενώ στην Κεντρική Ελλάδα υπήρχαν περισσότερο εύφορες γαίες. Αυτή η πολιτική υπαγορεύθηκε από την ανάγκη υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας»24.

Ο γενικός διευθυντής εποικισμού Σ. Γούδας απέστειλε το 1924 με εμπιστευτικό έγγραφο έναν εθνολογικό χάρτη της περιοχής προς τις υπηρεσίες αποκατάστασης προσφύγων. «Ο ειρημένος χάρτης και οι πί-

νοτήτων στο: Β. Γούναρης, Ι. Μιχαηλίδης, Γ. Αγγελόπουλος (επιμ). ό.π., 233.

22. Β. Γούναρης (1997). Ανακυκλώνοντας τις παραδόσεις στο: Β. Γούναρης, Ι. Μιχαηλίδης, Γ. Αγγελόπουλος (επιμ). ό.π., 38-42.

23. Ι. Μιχαηλίδης ( 1997). Σλαβόφωνοι και Πρόσφυγες, πολιτικές συνιστώσες μιας οικονομικής διαμάχης: στο Β. Γούναρης, Ι. Μιχαηλίδης, Γ. Αγγελόπουλος (ε-πιμ). ό.π., 123-141.

24. D. Pentzopoulos (1962). The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece. Paris: Mouton.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 302

νακες», εξηγούσε ο ίδιος, «συνετάγησαν επί τη βάσει πληροφοριών των κατά τόπους εποικιστικών αρχών εν συνεννοήσει μετά των Πολιτικών και Στρατιωτικών τοιούτων και εσκόπουν την υπό της υπηρεσίας ημών εξακρίβωσιν των ξένων εν Μακεδονία στοιχείων και την κατ' αναλο-γίαν παρεμβολήν προσφυγικών συνοικισμών μεταξύ τούτων εις τρό-πον ώστε να καταστώσιν τελείως ακίνδυνα εφεξής». Φαίνεται ότι οι γηγενείς αισθάνθηκαν τη σκόπιμη αυτή πίεση του ελληνικού κράτους διά μέσου των προσφύγων: «ο πρόσφυγας είχε την αίσθηση ότι ως Έλ-ληνας, βρισκόταν στον τόπο του, ενώ ο Βούλγαρος δεν ήταν παρά ένας ανεπιθύμητος», παρατηρεί ο Ζ. Ανσέλ25. O Φίλιππος ∆ραγούμης επίσης διαμαρτύρεται το 1925 ότι «καθ' ον τρόπον διεξήχθη μέχρι τούδε η αποκατάστασις, δημιουργείται ζήτημα Μακεδονίας διεθνές, διότι εδό-θη εις αυτήν χαρακτήρ εποικισμού, ως εάν η Μακεδονία να μην ήτο ελληνική χώρα αλλά δορυάλωτος αποικία».

Την κατάσταση αυτή επίσης περιγράφει ο Κ. Καραβίδας, υπάλλη-λος τότε του υπουργείου Εξωτερικών στην περιοχή και αρμόδιος σε θέματα εποικισμού: «οι πρόσφυγες έμπαιναν αθρόοι στα χωρία των ε-ντοπίων χωρικών μακεδόνων και τους έπαιρναν τα ανοιγμένα χωρά-φια (όχι τα χέρσα, διότι οι έποικοι δεν μπορούσαν τότε να οργώσουν), τους σταύλους, μέρος των σπιτιών, τις κότες, τα τεντζερέδια τους κλπ και επιπλέον τους ύβριζον ως Βουλγάρους. Αυτό λοιπόν ήτο πίεσις και κίνδυνος βαρύς διά τους εντοπίους». Τις συνέπειες αυτής της πολιτικής στα αισθήματα και τη συνείδηση των γηγενών κατέγραψε ο Καραβίδας σε έκθεσή του τον Σεπτέμβριο του 1925: «η γενική αυτή ανωμαλία έλα-βε την μορφήν ασθενούς οικονομικού διωγμού δι' όλους τους αλλοφώ-νους σλαυογλώσσους, ελληνόφρονας και μη. ∆ια τους σλαυοφώνους η είσοδος των προσφύγων ήλθεν ως ένα κλονισμός ολοκλήρου του καθε-στώτος της γεωκτησίας. ∆ηλαδή -καθ' όσον οι πρόσφυγες εκ μοιραίας ανάγκης πιεζόμενοι, ετράπησαν προς το ασθενέστερον τμήμα του πλη-θυσμού, οίον ήτο το σλαυοφώνων, εις ους αμφισβήτησαν μετά της κα-τοικίας και ολόκληρον την κτηματικήν περιουσίαν και αυτήν έτι την επί μορτή συνήθη καλλιέργειαν -εξ ων οι πλείστοι επέζων πλησίον των τσιφλικιούχων- αρχόμενοι μάλιστα από της καλυτέρας γης. Είναι όθεν ευνόητον πως όλαι αυταί, και άι πλέον συμπαγείς από εθνικής απόψε-ως συνειδήσεις, ερρευστοποιήθησαν εκ νέου και εστάθησαν μετέω-ροι»26.

25. Ζ. Ανσέλ (1930). La Macedoine. Paris. 26. Αρχείο Φιλίππου ∆ραγούμη, φακ. 1041, έγγρ. 5, 4-5. βλ. αφιέρωμα Ιός, ε-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 303

φημ. Ελευθεροτυπία, 15/3/1998.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 304

20. Κωνσταντίνος Κανάρης

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

Κωνσταντίνος Κανάρης, Ψαριανός πυρπολητής και πολιτικός., έ-μεινε ορφανός και ακολούθησε το επάγγελμα του ναυτικού. Ως ναυτι-κός ταξίδεψε σε διάφορους τόπους, όπου πληροφορήθηκε για το προε-τοιμαζόμενο επαναστατικό κίνημα και κατατάχθηκε στον Ψαριανό στολίσκο που είχε συγκροτήσει ο οικογενειακός φίλος Νικολής Απο-στόλης. Από τις πρώτες επιχειρήσεις της ναυτικής αυτής δύναμης ο Κα-νάρης άρχισε να εξειδικεύεται στα πυρπολικά. Το κατόρθωμα του Πα-πανικολή, που πυρπόλησε τούρκικο δίκροτο κατά τα τέλη Μαΐου 1821 στον όρμο της Ερεσού, έδωσε μεγάλη ώθηση στις σκέψεις και τις φιλο-δοξίες των Ελλήνων ναυτικών, ιδιαίτερα των Ψαριανών και ειδικότε-ρα του Κωνσταντίνου Κανάρη, που από τότε αφοσιώθηκε στην ειδί-κευσή του ως πυρπολητή. Τα κατορθώματα του Ψαριανού μπουρλο-τιέρη διαδέχονταν το ένα το άλλο στη διάσταση του θρύλου. Το 1827 παρέστη ως αντιπρόσωπος των Ψαρών στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας και το 1828 αντικατέστησε τον Ι. Μαυρομιχάλη ως φρού-ραρχος Μονεμβασίας και χρησιμοποιήθηκε από τον κυβερνήτη Καπο-δίστρια για την καταστολή των διαφόρων ανταρσιών στη Μάνη και την Ύδρα. Αναμίχθηκε στην επαναστατική κίνηση του 1843, ανέλαβε υπουργός στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και διετέλεσε πρόεδρός της. Τον Αύγουστο του 1844 ανέλαβε το υπουργείο των Ναυτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1848 ανέλαβε πρωθυπουργός και το 1854, συμμετέσχε ως υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση Μαυροκορ-δάτου. Το 1862 ο βασιλιάς λόγω της δημοτικότητας του Κανάρη, τον κάλεσε να αναλάβει το σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά ο γέροντας αγω-νιστής δεν συμφώνησε στις επιλογές των υπουργών. Στη συνέχεια ανέ-λαβε υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου και πρωθυ-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 306

πουργός κατά τα έτη 1864 - 18651.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: η προτομή βρίσκεται μπροστά από το κτίριο της Νομαρχίας Φλώρινας.

Χρονικός προσδιορισμός: από τις 28 Ιουνίου μέχρι τις 5 Ιουλίου το 1998 εορτάσθηκε η Ναυτική Εβδομάδα στη Φλώρινα και σ’ όλη την Ελλάδα. Την οργάνωση των εκδηλώσεων είχαν αναλάβει από κοινού το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και ο ∆ήμος Φλώρινας. Το πρό-γραμμα περιλάμβανε εκθέσεις, συναυλίες της μπάντας του Πολεμικού Ναυτικού στη Φλώρινα, το Αμύνταιο και τη Μελίτη, άλλες συναυλίες με συγκροτήματα γνωστών τραγουδιστών κ.ά. Εκείνο που εντυπωσία-σε ήταν οι επιδείξεις ελιγμών από σκάφος του Λιμενικού Σώματος και ομάδας των ειδικών δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού καθώς και ε-πίδειξη ομάδας υποβρύχιων καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού στην Κούλα της Πρέσπας. Το Σαββατοκύριακο των εκδηλώσεων πα-ραβρέθηκε στη Φλώρινα ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, ο οποίος τίμησε ορισμένες εκδηλώσεις. Το ίδιο Σάββατο στις 4 Ιουλίου 1998 έγι-ναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής από τον αρχηγό του γενικού επι-τελείου Ναυτικού, Ναύαρχο Ιωαννίδη.

Εικόνα 46, εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

1. Βλ. Ιστορία Ελληνικού Έθνους (1975). τ. ΙΒ΄. Εκδοτική Αθηνών, 241, 248,

249.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 307

Η προτομή αποτελεί δωρεά του Πολεμικού Ναυτικού στο ∆ήμο της Φλώρινας σε συνεργασία με το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη Νομαρχία Φλώρινας.

Υλικό: ορείχαλκος σε μαρμάρινο βάθρο. ∆ιαστάσεις: η προτομή έχει το χρώμα του υλικού και μαζί με το βά-

θρο έχει ύψος 2,5 μέτρα. Γύρω από την προτομή υπάρχουν δύο άγκυρες στις οποίες αναγράφεται το έτος 1952. Το τεχνούργημα φιλοτεχνήθηκε στο χυτήριο του Ναυστάθμου Σαλαμίνας με δαπάνη του Στρατού. Το κόστος του εντοπίζεται μόνο στην αγορά μετάλλου και στην εργασία των ναυτών. Το καλούπι έγινε από μπρούντζο, από το οποίο αναπα-ράγονται αντίγραφα για όλη την Ελλάδα.

Εικονοκείμενο: Στην πλάγια δεξιά όψη της προτομής υπάρχει χα-ραγμένη επιγραφή με τα στοιχεία προέλευσης, «∆ωρεά του Πολεμικού Ναυτικού στην πόλη της Φλώρινας σε ανάμνηση της Ναυτικής Εβδο-μάδας 1998». Στην μπροστινή μεριά της προτομής άλλη επιγραφή πλη-ροφορεί για το πρόσωπο και την εποχή του «Ναύαρχος Κων/νος Κα-νάρης (1793 - 1877)».

Περιγραφή του έργου

Στερεότυπη προτομή σε ρεαλιστική απόδοση με έμφαση στο ενδυ-ματολογικό σημαίνον του νησιώτη αγωνιστή και ελαφρά, πλάγια κλί-ση της κεφαλής. Πρόσθετα σημαίνοντα το όπλο του αγωνιστή στην ο-πίσθια πλευρά της προτομής και δύο άγκυρες στον κυκλικό χώρο το-ποθέτησης της προτομής, στοιχεία που σκηνοθετούν μια ιστορική ση-μείωση.

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Η προτομή του Κωνσταντίνου Κανάρη δεν παραπέμπει στην ιστο-ρική ζωή και τοπογεωγραφία της Φλώρινας και ανήκει στα υπαίθρια γλυπτά που προκαλούν απορία στο κοινό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην τοποθέτησή του έξω από το διοικητικό κέντρο της Νομαρχίας Φλώρι-νας. Ενδιαφέρον ως πηγή προκαλεί το έγγραφο του Υ.Ε.Ν προς το ∆ή-μο Φλώρινας όσον αφορά στις οδηγίες για τη σκηνοθέτηση του εορτα-στικού τελετουργικού των αποκαλυπτηρίων.

Προτείνονται ασκήσεις πολλαπλής ανάγνωσης σε συνάρτηση με τον τοπικό Τύπο.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 308

Εικόνα 47, όψεις του τεχνουργήματος (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Εικόνα 48, το τεχνούργημα στη Φλώρινα έξω από τη Νομαρχία (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 309

Προσχέδια για τον περιβάλλοντα χώρο της προτομής

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 310

21. Έφεδρος αξιωματικός

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο/τα πρόσωπα

Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, στην Ελλάδα του 1940-1949, στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο ιταλικός στρατός εισέβαλε από την Αλβανία στην Ελλάδα. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά τον Ιανουάριο του 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος ενισχύθηκε από σχεδόν 60.000 Βρετα-νούς στρατιώτες, αλλά με την εισβολή των Γερμανών από τη Γιου-γκοσλαβία η ελληνική άμυνα κατέρρευσε.

Ο ελληνοιταλικός πόλεμος της Αλβανίας και η κατάληψη της Ελ-λάδας από τους Γερμανούς είχε κυρίως πολιτική σημασία, διότι η Ελ-λάδα ήταν η μόνη δύναμη στην ηπειρωτική Ευρώπη που μαχόταν ενά-ντια στον Άξονα ως μοναδικός σύμμαχος της Αγγλίας. Το αλβανικό μέτωπο του 1940 η ζωή των στρατιωτών, η επέλαση της ελληνικής στρατιάς στη Β. Ήπειρο1 συγκροτούν πλούσιο ιστορικό και εικονο-γραφικό υλικό για τη διδασκαλία της τοπικής και γενικής ιστορίας, όπως συνεκδοχικά αναπαρίστανται στο τεχνούργημα.

1. Για τον εικονογραφικό τύπο του εφέδρου αξιωματικού Βλ. Μουσείο Μπε-

νάκη- Φωτογραφικό Αρχείο ∆. Χαρισιάδη, πρωτεργάτης στην ίδρυση της Ελληνι-κής Φωτογραφικής Εταιρείας το 1952. Από το 1956 έως το 1985 διατηρούσε το γνωστό φωτογραφικό πρακτορείο «∆.Α. Χαρισιάδης» με τον συνεργάτη του ∆ιο-νύση Ταμαρέση.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 312

Εικόνα 49, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: πλατεία Εφέδρου Αξιωματικού (παλαιό-τερα πλατεία σχολείων) στη Φλώρινα.

Χρονικός προσδιορισμός: τον Αύγουστο του 1994 αποφάσισαν τα

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 313

μέλη του ∆.Σ. του Σ.Ε.Α.Ν. (Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών) Φλώ-ρινας, οι Γ. Κλημεντίδης, Π. Ηλιάδης, Κ. Κωνσταντινίδης, Χ. Αντωνίου, Σ. Βακφάρης, Π.Βαρσάμης, Ε. Καραγιαννόπουλος, Σ. Καρακατσάνης, Α. Μπούτσικος, Β. Τιριακίδης και ο Φλωρινιώτης καλλιτέχνης Νικό-λαος ∆ογούλης την κατασκευή του τεχνουργήματος. Η ανέγερση ξεκί-νησε το 1997 και τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 1998, παραμονή του εορτασμού των Ελευθερίων της πόλης της Φλώρινας από τους Οθωμανούς.

Χώρος δημιουργίας: το μνημείο του εφέδρου αξιωματικού κατα-σκευάστηκε στο εργαστήριο γλυπτικής του Νικόλαου ∆ογούλη στην Αθήνα, όπου έγινε και η χύτευση.

Παραγγελία: ήδη από το 1992 ξεκίνησε η προσπάθεια των μελών του ∆.Σ. του Σ.Ε.Α.Ν. Φλώρινας να αποδώσουν τιμή στην ιδέα του έ-φεδρου αξιωματικού. Μετά από μια σειρά πολλαπλών συζητήσεων και συνεδριάσεων κατέληξαν στη δημιουργία ενός μνημείου. Τόσο η πρω-τοβουλία όσο και η χρηματική υποστήριξη για την υλοποίηση του έρ-γου ανήκει αποκλειστικά στο ∆.Σ. του Σ.Ε.Α.Ν. Φλώρινας. Το κόστος κατασκευής ανέρχεται στο ποσό των 3.000.000 δραχμών, ενώ οικονο-μική βοήθεια ζητήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και από διάφορους τοπικούς φορείς χωρίς όμως ανταπόκριση.

Τελικοί χορηγοί ήταν ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, ο ∆ήμαρχος Φλώρινας και ορισμένοι Σύνδεσμοι Εφέδρων Αξιωματικών της χώρας.

Υλικά: το ανάγλυφο μνημείο αποτελείται από δυο τμήματα, το κυ-ρίως μνημείο- ανάγλυφο σε ορείχαλκο, το οποίο έχει τοποθετηθεί στην τσιμεντοκατασκευή, η οποία στηρίζεται σε ορθοστάτη. Αυτός αποτε-λείται από έξι πλάκες ορθομαρμάρωσης.

∆ιαστάσεις: 2,20 × 1,40 και η τσιμεντοκατασκευή είναι 1,30 × 2,40. Εικονοκείμενο: «Ελλάς δε εστί και η Μακεδονία», κεφαλαιογράμ-

ματη γραφή σε ξεχωριστό πλαίσιο λεζάντα.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 314

Εικόνα 50, εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Στην πρώτη επιγραφή αριστερά αναγράφεται η δαπάνη της ανέ-γερσης, το όνομα του χυτευτή Κ. Χ. Γαβαλά, ενώ κάτω δεξιά στην ίδια πλευρά αναγράφεται το όνομα του γλύπτη και η χρονιά κατασκευής. Στη δεύτερη επιγραφή δεξιά αναγράφονται όλα τα μέλη του ∆.Σ. του Σ.Ε.Α.Ν. (Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών) Φλώρινας.

Η αποσπασματική χρήση της αρχαιοελληνικής ρήσης του γεωγρά-φου Στράβωνα έχει στόχο την κατεύθυνση του βλέμματος, αλλά και της ιστορικής μνήμης των θεατών. Τα κείμενα μέσων κατασκευάζουν θέσεις υποκειμένου αντί να διερευνούν τις πρακτικές θέασης των ατό-μων σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα.

Η Mulvey ισχυρίζεται ότι ποικίλα χαρακτηριστικά των συνθηκών θέασης διευκολύνουν από την πλευρά του θεατή τόσο την ηδονοβλε-πτική διαδικασία της αντικειμενοποίησης, όσο επίσης και τη ναρκισι-στική διαδικασία της ταύτισης με ένα «ιδεώδες εγώ», που το βλέπουν στην εικόνα. Τα παραδοσιακά έργα με ιστορική θεματική (στη ζωγρα-φική, γλυπτική, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο..) παρουσιά-ζουν τους άνδρες ως ενεργητικά, εξουσιαστικά υποκείμενα και στο πε-δίο αυτό το ζήτημα του βλέμματος συνδέεται στενά με αυτό της ταύτι-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 315

σης. Ο θεατής μπορεί υποκειμενικά να ταυτίζεται με την άποψη της αναπαράστασης ή με αυτήν του προσώπου που εικονίζεται, ή και με τα δύο. Μπορεί να ταυτιζόμαστε με αισθήματα ή εμπειρίες μάλλον παρά με τους ίδιους τους χαρακτήρες, και οι ταυτίσεις αυτές μπορεί μερικές φορές να είναι και αντιφατικές2.

Περιγραφή του τεχνουργήματος

Πρόκειται για εικόνα ιδεών στην οποία μεταφέρονται/εμπλέκονται αναχρονιστικά διφορετικές ιστορικές εικόνες προσώπων, τα ηρωικά πρότυπα του Μ. Αλεξάνδρου και του Εφέδρου Αξιωματικού σε μία σύνθεση ισχύος. Στο έργο αυτό κατασκευάζεται και αναπαράγεται από τους διαμεσολαβητές του ιστορικού λόγου η ιστορική συνέχεια μέσα από την προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών.

Το ηρωικό στυλ στη δημόσια γλυπτική κυριάρχησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο με ποικίλες παραγγελίες από λέσχες και ομίλους αξιωματικών ή και από τις κυβερνήσεις δίνοντας έμφαση στην ίδια τη μάχη, στον ανώνυμο αγωνιστή, ο οποίος ωστόσο στο τεχνούργημα του Εφέδρου στη Φλώρινα ταυτίζεται και αναγεννάται από το ηγεμονικό στερεότυπο του Μ. Αλεξάνδρου.

Η κλασική παράδοση για το κολοσσιαίο μέγεθος και το θριαμβικό ύφος των μνημείων συνδέθηκε με τις αναπαραστάσεις του Μ. Αλεξάν-δρου και αναβίωσε σε διεθνές πεδίο: στην ΕΣΣ∆ υπήρξε ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα τοποθετούσαν στο παλάτι των Σοβιέτ στη Μόσχα ένα άγαλμα του Λένιν (100μ.)3. Οι δύο μορφές, του εφέδρου α-ξιωματικού του 1940 και του Μ. Αλέξανδρου εμπλέκονται σε μια σύν-θετη αναπαράσταση που συνδέει σε γραμμικό άξονα την ελληνική ι-στορία. Από την οπτική μνημείου η κατεύθυνση του βλέμματος και των δύο προσώπων είναι πλάγια προς τα αριστερά.

2. L. Mulvey (1989). Visual and Other Pleasures. London: Macmillan, 27. V.

Burgin (1982a). Thinking Photography. London: Methuen, 189. 3. P.Burke (2003), ό.π. 91-93.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 316

Εικόνα 51, λεπτομέρεια (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Παρατηρείται έντονη φθορά στη βάση του τεχνουργήματος με α-

ποκολλημένα μάρμαρα και πολλά graffity σε μαύρο χρώμα περιοπτικά του έργου.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 317

Εικόνα 52 προσχέδιο του καλλιτέχνη (Αρχείο Ν. ∆ογούλη)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 318

Ο καλλιτέχνης, Ν. ∆ογούλης. Για την ανάγνωση του έργου αναζητούμε πρόσθετα στοιχεία για

την ευρύτερη κατά παραγγελία παραγωγή του καλλιτέχνη την περίοδο αυτή. Στις 22/02/1997 ο Νικόλαος ∆ογούλης παρέδωσε στον καθηγητή Γιάν Μούρκεν δύο χάλκινα ομοιώματα του βασιλιά της Ελλάδας Όθω-να που προέρχονται από μακέτα που προκρίθηκε στον Πανελλήνιο καλλιτεχνικό ∆ιαγωνισμό φιλοτέχνησης ανδριάντα του Όθωνα για την πόλη του Ναυπλίου. Τα δύο χάλκινα ομοιώματα αποτελούν προσφορά προς το μουσείο της κοινότητας Όττομπρουν (Μόναχο) Γερμανίας ως αναμνηστικά του βασιλιά Όθωνα4.

Το έργο στα ιστορικά συμφραζόμενα ανέγερσής του

Η περίοδος 1991-1998 σηματοδοτείται από τη κρίση στη σχέση των Βαλκανίων με την Ευρώπη, από τη θέση και το ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Το 1991 αποφασίστηκε ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας και στην Ελλάδα βιώνεται τόσο η βαλκανική διάστα-ση της Ευρώπης, αλλά και οι ποικίλοι εσωτερικοί εθνικισμοί των Βαλ-κανίων. Η δεκαετία του ’90 στη Μακεδονία σηματοδοτείται από την όξυνση των σχέσεων της Ελλάδας με τη νεοσύστατη πρώην γιουγκοσ-λαβική ∆ημοκρατία της Μακεδονίας και όλα τα σύμβολα του παρελ-θόντος κινητοποιούνται στο όνομα του εθνικού συναισθήματος, «εν τω μέσω μαζικών συλλαλητηρίων, όπου αναβίωσαν σενάρια και τελε-τουργικά εθνικοφροσύνης, αντικομμουνισμού και σλαβοφοβίας». Το σύνθημα «η Μακεδονία είναι ελληνική» διαβάζεται από τους μη ελλη-νόφωνους ως η «Fyrom είναι ελληνική», δηλαδή ως απόδειξη επεκτατι-κής πολιτικής στη γειτονική δημοκρατία, εξηγεί ο Α. Λιάκος εμπερι-στατωμένα στο άρθρο «Το Μακεδονικό σε επανάληψη».

Στην εποχή μας ο αυτοπροσδιορισμός των ατόμων και των ομάδων, μικρών ή μεγάλων είναι ποικίλος (θρησκευτικός, γλωσσικός, πολιτικός, σεξουαλικός κ.ο.κ.) και θεμελιώνεται στην υπεράσπιση των δικαιωμά-των. Η υπόθεση των ιστορικών κληρονομιών που διεκδικούνται από πολλές χώρες αποτελεί διεθνές ιστορικό φαινόμενο και στην περίπτω-ση της Μακεδονίας χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι μετά τους βαλ-

4. Βλ. Χ. Χρήστου, Μ. Κουμβακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυ-

πτική 1800-1940. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 179, 274.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 319

κανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο, ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας μοιράστηκε σε τρία μέρη (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). Με την ανοχή της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο η περιοχή που προ-σαρτήθηκε στη Σερβία το 1919 έγινε με το όνομα Μακεδονία μία από της ∆ημοκρατίες της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας και οι κάτοικοι της μεγάλωσαν και χειραγωγήθηκαν στην εκπαίδευσή τους με την ιδέα ότι είναι οι μοναδικοί Μακεδόνες5.

Εικόνα 53, χρήση του βάθρου σήμερα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Ωστόσο η ιδεολογικοποίηση του παρελθόντος και η στροφή προς αυτό εν είδει «κολυμβήθρας του Σιλωάμ» αποτελεί καθιερωμένη και νομιμοποιημένη πρακτική στη Βαλκανική χερσόνησο μέχρι σήμερα6.

5. Βλ. Α. Λιάκος (2004). Το Μακεδονικό σε επανάληψη: Βήμα, 14/11, Α55. Ν. Μουζέλης (2004). Πάθει μάθος: Βήμα, 14/11, Α57. 6. Ι. ∆. Μιχαηλίδης (2004). Τα πρόσωπα του Ιανού, οι ελληνογιουγκοσλαβικές

σχέσεις τις παραμονές του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, 1944-1945. Αθήνα: Πα-τάκης, 13-14.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 320

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Το έργο έχει τη μορφή μνημείου-ηρώου σε γλυπτικό και ανάγλυφο σύμπλεγμα και τιμά τα κατορθώματα του Εφέδρου Αξιωματικού. Το μνημείο αναπαριστά στρατιώτη του 1940 και σε παράλληλη κατα-σκευαστική ιστορική συνέχεια τη διασωθείσα μορφή του Μ. Αλεξάν-δρου, όπως αυτή φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Λύσιππο7.

Σε αγωνιστική επιθετική στάση συμπορεύονται ο έφεδρος Αξιωμα-τικός του Αλβανικού μετώπου και ο Μέγας Αλέξανδρος με κοινά μορ-φολογικά στοιχεία και με διαφορές μόνο στα εξαρτήματα της στολής και του κράνους. Ο Μ. Αλέξανδρος στο ένα χέρι κρατεί σπαθί και στο άλλο την ασπίδα, ντυμένος σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα και φαίνε-ται σαν να είναι δύο σώματα σε μια μορφή με κυρίαρχη, καθοδηγητική την μορφή του Αλέξανδρου.

Η επιλογή των μορφών και της σύνθεσης αναπαράγει τη φαντασι-ακή ιστορική συνέχεια του Ελληνικού Γένους8, το σύμπλεγμα του ε-νιαίου εθνικού χρόνου, της εθνικής μυθολογίας9. Σημειώνουμε ότι στην Ελλάδα, το βασικό σχήμα της εθνικής ιστοριογραφίας συγκροτείται λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα στη βάση της θεωρίας των τριών σταδίων έτσι όπως αυτή διατυπώθηκε στο έργο του Παπαρρηγόπου-λου. Η θεωρία της «ακατάλυτης συνέχειας του ελληνισμού» έρχεται να εδραιώσει τη συνείδηση ενός ενιαίου ελληνικού έθνους και να τεκμη-ριώσει θεωρητικά την ελπίδα δημιουργίας ενός ελληνικού κράτους που θα συνένωνε τα διάσπαρτα τμήματα του. Ο Παπαρρηγόπουλος και ολόκληρη η ρομαντική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα διατηρούν τη σύνδεση με το παρελθόν ως βασικό τίτλο εθνικής τιμής, αλλά αμβλύ-νουν τις πολιτικές αιχμές του ∆ιαφωτισμού μέχρι που τις εγκαταλεί-

7. Φιλοτεχνήθηκε το μνημείο αυτό που παριστάνει τον Μ. Αλέξανδρο στην

υπέρτατη στιγμή της «θούριδος αλκής» των αρχαίων, δηλαδή τη στιγμή της ανυ-ποχώρητης ορμής στη μάχη: βλ. Βήμα της Φλώρινας/14/8/ 1997.

8. Βλ. Σ. Κασίδου (2004). Οι ιδεολογικές ασυνέχειες της εθνικής συνέχειας: Η διερεύνηση των ενστερνισμένων απόψεων για το τρίσημο της ελληνικής ιστορίας σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία αδημοσίευτη ΠΤ∆Ε Φλώρινας, Π∆Μ.

9. Π. Λέκκας (2001). Το παιχνίδι με τον χρόνο: εθνικισμός και νεωτερικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 10.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 321

πουν οριστικά10. Το αίτημα για την καλλιέργεια μιας εθνικής συνείδη-σης με σκοπό τη συνένωση σε ενιαία εθνική κοινότητα των κοινωνικών στοιχείων από τις περιοχές που συγκροτούσαν την πρώτη κρατική ο-ντότητα επέβαλε11 ως πρωταρχικό ζητούμενο την ενότητα στο χώρο, στο χρόνο και στην εθνική ιδεολογία. Το τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας αντικατέστησε τα κατάλοιπα μιας παλαιότερης παράδοσης που είχε αποτελέσει τον άξονα της διανοητικής αναβίωσης των Ελλή-νων κατά την προεπαναστατική περίοδο και είχε δώσει το στίγμα του οράματος για ελευθερία κατά την επανάσταση. Στο σχήμα αυτό η ι-στορία των αρχαίων Ελλήνων αποκαθίσταται στη νεοελληνική συνεί-δηση, ως τμήμα μιας πορείας, η οποία δεν έχει ούτε σαφή αρχή ούτε τέ-λος, ξεκινά από τα βάθη της μυθικής εποχής και φθάνει μέχρι το Με-σαίωνα. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος είναι σήμερα τόσο δεδομένα οι-κείος στους Νεοέλληνες, ώστε ηχεί κάπως παράξενη η υπενθύμιση της κατάκτησής του πριν από εκατόν εβδομήντα χρόνια12.

Ερευνητικό ενδιαφέρον εντοπίζεται σήμερα στο τελετουργικό των σχολικών εορτών με ιστορική θεματική: η σχολική γιορτή του «Εφέ-δρου Αξιωματικού» συνεορταζόταν με τις γιορτές της «Πολεμικής Α-ρετής των Ελλήνων και τη Συντριβή του Συμμοριτισμού» στις 29 Σε-πτεμβρίου. Η σχολική αυτή γιορτή καθιερώθηκε το 1963 στο πλαίσιο της εθνικής διαπαιδαγώγησης. Η εορτή της Πολεμικής αρετής των Ελ-λήνων και της Συντριβής του συμμοριτισμού προσδιορίζονται ως «ε-θνικές πανελλήνιες εορτές» και «θα συνεορτάζωνται Πανελληνίως, την πρώτην Κυριακήν μετά την 29ην Αυγούστου». Από το 1963 η συμμε-τοχή των σχολείων κρίνεται απαραίτητη στον εορτασμό και κάθε μία από τις παραπάνω επετείους «αίτινες εορτάζονται ομού, είναι όλως ι-διαιτέρας σημασίας από Εθνικής πλευράς δι΄ ό και επιβάλλεται, όπως τονισθώσι και εξαρθώσι κατά τον πλέον επίσημον και πανηγυρικόν

10. Κ. Θ. ∆ημαράς (1970). Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η Ακμή και το

Τέλος. Στο: Κ. Παπαρρηγόπουλος Προλεγόμενα. Επιμ. ∆ημαράς, Κ.Θ. Αθήνα: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.

11. Θ. Βερέμης (1998)3. Κράτος και Έθνος στην Ελλάδα: 1821-1912, στο: Ελλη-νισμός Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοι-νωνίας. Επιμ. Τσαούσης, ∆. Γ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 59-67.

12. ∆. Κυρτάτας (2002). Κατακτώντας την Αρχαιότητα. Ιστοριογραφικές δια-δρομές. Αθήνα: Πόλις, 23.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 322

τρόπον, διά της οργανώσεως και τελέσεως έτι περισσοτέρων και λα-μπρών εκδηλώσεων». Χρειάζεται επίσης «η συμβολή και η πολεμική αρετή του Έλληνος Πολεμιστού εις τους Εθνικούς αγώνας από της αρ-χαιότητος μέχρι σήμερον και ιδιαιτέρως η σημασία της κατατροπώσεως του ύπουλου και μυσαρού εχθρού του Κομμουνισμού, τον όποιον διά της ανδρείας του εσάρωσεν εις τας κορυφογραμμάς του ΓΡΑΜΜΟΥ και ΒΙΤΣΙ, σώσας την πατρίδα μας απο τον ολοκληρωτικόν αφανι-σμόν»13.

Το Υπουργείο Παιδείας την περίοδο 1950-1960 έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην τέλεση των σχολικών εορτών και το τελετουργικό αυτών περιελάμβανε την αναγκαία επίσκεψη των μαθητών/τριών στα μνημεία των ηρώων, στους ιστορικούς τόπους και στα μουσεία, διότι είναι «ένα ιερό προσκύνημα που γίνεται ευλαβικά μπροστά στις σκιές των αθα-νάτων Ελλήνων ηρώων»14.

Προτείνονται ασκήσεις ιστορίας μέσα από τη χρήση και ανάγνωση παράλληλων πηγών, την ανάγνωση της γλυπτικής, εικαστικής παρα-γωγής και του τοπικού Τύπου με άξονα το ζήτημα της συνέχειας/ασυ-νέχειας στην ιστορία και την κατασκευή της φαντασιακής εθνικής συ-νέχειας. Το λεξιλόγιο και το ύφος, που χρησιμοποιούνται στις ανακοι-νώσεις του Τύπου για την ανέγερση των μνημείου συνιστά πλούσιο υ-λικό καταγραφής και ανάλυσης για τη σχέση πομπού-δέκτη με τα μη-νύματα που παράγονται. Η τάξη του λόγου δε συμπίπτει με την τάξη των πραγμάτων, καθώς η γλώσσα δεν αποκαλύπτει, ούτε απεικονίζει τον κόσμο, αλλά τον νοηματοδοτεί και πιο συγκεκριμένα τον οργανώ-νει στο σύστημα των διαφορών και των αναλογιών της στο λεξικό και στο συντακτικό. Στόχος σε μια γλωσσική διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας είναι η αναζήτηση του σημαινόμενου σε συνάρτηση με το πλαίσιο αναφοράς, η μετάβαση και άσκηση των μαθητών/τριών15 από τις απλές συγκεκριμένες έννοιες προς τις σύνθετες και σταδιακά προς τις αξιολογικές, ιστορικές έννοιες16. Προτείνονται επίσης ασκήσεις α-

13. Π. Γκόλια (2006), ό.π. 14. Π. Γκόλια, ∆ιδακτορική διατριβή, ό.π. 15. Γ. Κόκκινος (1999). Από την ιστορία στις Ιστορίες. Αθήνα: Ελληνικά

Γράμματα. 16. Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου, Σ. Κασίδου (2003). Ιστορία ή παραμύθι; Τα

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 323

ποδόμησης με άξονα το εικονοκείμενο, «τη Μακεδονία ως γεωγραφικό ή/και εθνικό όρο».

Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών Νομού Φλω-ρίνης 10/5/1979

«Κατόπιν των ανωτέρω γνωστοποιείται ότι πρόθεσις του ΣΕΑΑΝ Φλωρίνης να ανεγερθεί επί του υψώματος 10033 εις την βόρειον παρυ-φή της πόλεως Φλωρίνης μνημείο των ηρωικώς πεσόντων κατά την μά-χην της 12/2/1949, κατά των Κ/Σ. ∆ια του σκοπού αυτού ο ΣΕΑΑΝ ε-νισχυόμενος οικονομικώς και ηθικώς και του Νομάρχου Φλωρίνης, έχει συγκεντρώσει το χρηματικό ποσό των 300.000 δρχ. περίπου, όπερ είναι κατατεθειμένο εις το ενταύθα υποκατάστημα της Εθνικής τραπέζης. Πλην όμως δεν γνωρίζουμε πόθεν υπάρχει η πληροφορία ότι κατα-σκευάζεται παρά της Υπηρεσίας Πoλεμικoύ Μουσείου τοιούτον εις μνήμην απάντων των ηρωικώς πεσόντων κατά τα έτη 1940- 1950 επί τω σκοπώ να στηθεί επί του ιδίου υψώματος. Ο ΣΕΑΑΝ όχι μόνο δεν έχει διάφορον γνώμην, αλλά χαίρει επί τούτω και προτίθεται να προ-σφέρει το εις την διάθεσίν του ανωτέρω χρηματικόν ποσόν δια τον ε-ξωραϊσμό του πέριξ χώρου. ∆ια την εξακρίβωσιν των ανωτέρω τελού-μεν εν αναμονή.»

Πρακτικό Συνεδριάσεων ∆.Ε. Εφέδρων αξιωματικών Φλώρινας

«Στη Φλώρινα και στο γραφείο του ΣΕΑΑΝ σήμερα 7/2/1996 ημέ-ρα Τετάρτη και ώρα 6 μμ συνεδρίασε το ∆. Σ του ΣΕΑΑΝ Φλώρινας μετά από πρόσκληση του Προέδρου Κλημεντίδη. Θέμα: Να συμμετά-σχει ο Σύνδεσμος στο μνημόσυνο της 12/2/1996 που διοργανώνουν οι εφεδροπολεμιστικές οργανώσεις για την επέτειο της ιστορικής μάχης της Φλωρίνης στις 12/2/1949 εναντίον των αναρχοκουμουνιστοσυμμο-ριτών. Ο σύνδεσμος θα καταθέσει στεφάνι στο μvημείο του Στρατιωτι-κού Νεκροταφείου»17.

όρια της ιστορικής και μυθοπλαστικής αφήγησης στα κείμενα των μαθητών. θεμα-τική ανάλυση: στο Α. Ευκλείδη, Μ. Τζουριάδου, Α. Λεονταρή. Ψυχολογία και Εκπαίδευση, Επιστημονική Επετηρίδα της Ψυχολογικής Εταιρείας/1. Θεσσαλονί-κη: Ελληνικά Γράμματα, 273-289. Πρακτικά ∆ιημερίδας ΨΕΒΕ, Φλώρινα.

17. Αρχείο Συλλόγου.

Γραπτές πηγές

∆ημοσιεύματα από τον έντυπο τύπο της Φλώρινας

«Βήμα της Φλώρινας-Πέμπτη 14 Αυγούστου 1997 Ο Λύσιππος, όπως και ο Απελλής, ο περιφημότερος ζωγράφος της

Σικιωνίας Ακαδημίας, ήταν οι μόνοι που τους επιτρεπόταν να φιλοτε-χνήσουν τον Μ. Αλέξανδρο εκ του φυσικού. Με βάση τη διασωθείσα μορφή του Μ. Αλεξάνδρου από τον γλύπτη Λύσιππο, ο Φλωριναίος μνημειακός γλύπτης Ν. ∆ογούλης φιλοτέχνησε ένα μνημείο που παρι-στάνει τον Μ. Αλέξανδρο στην υπέρτατη στιγμή της «θoύριδoς αλκής» των αρχαίων, δηλαδή τη στιγμή της ανυποχώρητης ορμής στη μάχη. ∆ίπλα του συμπορεύεται ο Έφεδρος Αξιωματικός του Αλβανικού με-τώπου. Το πνευματικό μήνυμα αυτού του μνημείου είναι το «νυν υπέρ πάντων ο αγώνων» για μια ελληνορθόδοξη παράδοση και παιδεία. Το μνημείο ανεγείρουν οι έφεδροι αξιωματικοί Φλώρινας. Η χαλκοχύτευ-ση και η όλη καλλιτεχνική εργασία ανέρχεται στο ποσό των 8.000.000 δρχ χορηγός είναι ο επιχειρηματίας Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, ο πάντα «παρών» στα πνευματικά θέματα αυτού του τόπου».

«Φωνή της Φλώρινας-Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 1998 Αύριο Σάββατο 7 Νοεμβρίου και ώρα 6:15 μ.μ. στην πρώην πλατεία

Σχολείων και τώρα πλατεία Εφέδρου Αξιωματικού, θα γίνουν τα απο-καλυπτήρια του μνημείου του εφέδρου αξιωματικού, που ετοποθετήθη επαινετή πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών και Αν-θυπασπιστών Νομού Φλώρινας για να τιμηθούν έτσι οι θυσίες των Εφ. Αξιωματικών στους Αγώνες του Έθνους.

Φωνή της Φλώρινας-Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 1998 Τιμή στον Έφεδρο Αξιωματικό απέδωσε ο Σύνδεσμος Εφέδρων

Αξιωματικών Φλώρινας. Ήταν πλέον καιρός να τιμηθεί ο Έφ. Αξιωμα-τικός του Νομού μας,ο οποίος σε όλους τους πολέμους του Έθνους πρωτοστάτησε ως μικρός ηγήτορας και έχυσε το αίμα του στα πεδία των μαχών, αλλά και σε ειρηνικούς καιρούς έδωσε δείγματα θαυμάσιας

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 325

αλληλεγγύης. Και την τιμή την υλοποίησε η σημερινή ∆ιοίκηση του Συνδέσμου Εφ. Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών Ν. Φλωρίνης, πραγ-ματοποιώντας ένα αίτημα και μια επιδίωξη των διοικήσεων από δεκά-δων ετών. Έτσι ο Σύνδεσμος Εφ. Αξιωματικών Φλωρίνης, με την βοή-θεια, υλική και ηθική, του ∆ημάρχου κ. Στύλου, του εθνικού ευεργέτη κ. Εμφιετζόγλου και ορισμένων ΣυνδέσμωνΕφ. Αξιωματικών της χώ-ρας, προχώρησε στην φιλοτεχνήσει ενός μνημείου, αφιερωμένη στον Έφεδρο Αξιωματικό του Νομού μας. Τη φιλοτεχνήσει ανέλαβε ο γνω-στός γλύπτης μας Νικόλαος ∆ογούλης και ήδη το περασμένο Σάββατο, 7 Νοεμβρίου στις 6 μ.μ. έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Η προτομή απο-τελεί δωρεά του Πολεμικού Ναυτικού στο ∆ήμο της Φλώρινας μνημεί-ου, που εστήθη στην μετονομασθείσα σε πλατειά Έφεδρων Η προτομή αποτελεί δωρεά του Πολεμικού Ναυτικού στο ∆ήμο της Φλώρινας Α-ξιωματικών, πλατεία Σχολείων, παρουσία των αρχών της πόλεως και πλήθους κόσμου. Μίλησε δι ολίγον, λόγω κακών καιρικών συνθηκών, ο πρόεδρος του Συνδέσμου κ. Γ. Κλημεντίδης, ο οποίος ανεφέρθη στους αγώνες τις θυσίες των Έφεδρων Αξιωματικών γενικώς της χώρας και ειδικότερα του νόμου Φλωρίνης, στην σύνθεση του μνημείου που ανα-παριστά εφορμούντα πολεμιστή του Μ. Αλεξάνδρου και στρατιώτη του Σαράντα. Τα αποκαλυπτήρια έκανε ο κ. Γ. Κλημεντίδης, αφού προηγουμένως ανεπέφθηεπιμνημόσυνηδέησηαπό τον πρωτοσύγκελο κ. Θεόκλητο. Τιμάς απέδωσε η Μπάντα της 9ης Ταξιαρχίας και τμήμα Στρατού».

«Ελεύθερο Βήμα της Φλώρινας- Τρίτη 10 Νοεμβρίου 1998 Πλατεία Εφέδρων Αξιωματικών Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου Εφέδρου Αξιωματικού πραγμα-

τοποιήθηκαν το Σάββατο 7 Νοεμβρίου στην πλατεία Σχολείων, η οποία ύστερα από απόφαση του ∆ημοτικού Συμβουλίου Φλώρινας μετονο-μάστηκε σε πλατεία Εφέδρων Αξιωματικών Φλώρινας. Ο πρόεδρος του Συλλόγου Εφέδρων Αξιωματικών Φλώρινας κ. Κλημεντίδης επεσήμανε ότι το έργο αυτό ήταν όνειρο τριάντα ετών που πραγματοποιήθηκε τώρα με την βοήθεια του προέδρου τηςΜηχανικής Α.Ε. κ. Εμφιετζό-γλου, του ∆ημάρχου Φλώρινας κ. ∆. Στύλου, των μελών του συλλόγου και άλλων.

Το μνημείο παριστάνει έναν πολεμιστή του Μ. Αλεξάνδρου και έ-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 326

ναν του Σαράντα. Στα αποκαλυπτήρια παρευρέθηκαν εκπρόσωποι των Θρησκευτικών, Πολιτικών και Στρατιωτικών αρχών του τόπου».

«Πολίτης- Τρίτη 10 Νοεμβρίου 1998 Αποκαλυπτήρια Μνημείου Εφέδρου Αξιωματικού Το απόγευμα του Σαββάτου, 7-11-1998, έγιναν αποκαλυπτήρια του

Μνημείου Εφέδρων Αξιωματικών από τον πρόεδρο του Σ.Ε.Α.Ν Φλώ-ρινας κ. Γ. Κλημεντίδη

Παρά το δριμύ ψύχος και τη βροχή, τη σεμνή τελετή των αποκαλυ-πτηρίων τίμησαν με την παρουσία τους ο Πρωτοσύγκελος Θεόκλητος (ο οποίος έκανε και την καθιερωμένη θρησκευτική τελετουργία), ο πρόεδρος του Σ.Ε.Α.Ν Φλώρινας κ. Γ.Κλημεντίδης, ο οποίος αναφέρθη-κε στη σύνθεση του έργου, που παρουσιάζει εφορμούντα τον Μέγα Αλέξανδρο και στρατιώτη του Σαράντα, πιστοποιώντας την αδιατά-ρακτη ιστορική συνέχεια του ο κ. Κλημεντίδης ευχαρίστησε τον «Εθνι-κό Ευεργέτη» κ. πρόεδρο Εμφιετζόγλου για την ηθική και υλική συ-μπαράσταση, συνδέσμους Εφέδρων Αξιωματικών για την οικονομική ενίσχυση, το δήμαρχο και τη δημοτική αρχή για τη μετονομασία της πλατείας των Σχολείων του χώρου της πλατειάς, την κατασκευή του Μνημείου και τον Ταξίαρχο-διοικητή για την απόδοση τιμών με την μπάντα και το άγημα, καθώς και για την τιμητική τους παρουσία. Προ-σπάθειες του Σ.Ε.Α.Ν. τριάντα ετών πήραν σάρκα και οστά, οι θυσίε-ςεφέδρων αξιωματικών προσφορά τους σε όλους τους εθνικούς αγώνες αναγνωρίζονται και αντικατοπτρίζονται στο περικαλλές Μνημείο».

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 327

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 328

22. Ρασοφόρος ορθόδοξος

Μια «πρώτη» αφήγηση-το πρόσωπο ή/και η ιδέα

«Η συμβολή του κλήρου στον Μακεδονικό αγώνα έχει καταγραφεί στην εθνική ιστορία. Οι Έλληνες κληρικοί προέβαλαν αντίσταση στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα με την μορφή της ηθικής αντίστα-σης, αλλά και της διπλωματικής στάσης όπως εκδηλώθηκε από το Οι-κουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο αντέδρασε με ηπιότητα στην εκκλη-σιαστική και εθνική διείσδυση των Βουλγάρων. Γι' αυτό το λόγο τοπο-θέτησε ιεράρχες σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας, όπως ο Άνθιμος και ο Ιωαννίκιος στην Φλώρινα, ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστο-ριά, οι οποίοι ανέλαβαν ενεργό ρόλο και συνεργάστηκαν με αγωνιστές, όπως οι Κώττας, Βαγγέλης και Γκέλες στην ευρύτερη περιοχή της Φλώ-ρινας.

Παράλληλα με την ηθική αντίσταση, η Εκκλησία διεξήγε και πνευ-ματικό αγώνα μέσα από τα σχολεία και με τη συνεργασία δασκάλων και καθηγητών. Οι Μητροπολίτες και οι ιερείς της περιοχής αγωνίζο-νται μαζί με τους δασκάλους και τους προκρίτους για τη διαφύλαξη και τη λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για το σκοπό αυτό δίνεται μεγάλη έμφαση στην ανασύσταση των ιερατικών σχολών και στην ορθότερη κατάρτιση του κατώτερου κλήρου. Ενδει-κτικά αναφέρουμε ότι στους καζάδες Μοναστηρίου, Φλώρινας και Καστοριάς κατά το σχολικό έτος 1901 - 1902 υπήρχαν 191 ελληνικά σχολεία με 10.231 μαθητές και 154 βουλγαρικά με 8.728 μαθητές. Ο Κλήρος στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα μετείχε και στην ενερ-γή πολεμική αντίσταση: σύμφωνα με τη στατιστική του Πατριαρχείου, ογδόντα ιερείς και μοναχοί βρήκαν τραγικό θάνατο»1.

Ωστόσο οι Μητροπολίτες που εστάλησαν στην ευρύτερη περιοχή της Φλώρινας, και ειδικά ο Γ. Καραβαγγέλης, δεν συνέβαλλαν μόνο στη

1. Απόσπασμα από το λόγο που εκφώνησε ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Ι. Χα-

τζηεφραιμίδης: Αριστοτέλης/254, 15-31.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 330

διατήρηση της ορθόδοξης πίστης, αλλά αρκετές φορές «ζημίωσαν» τον Αγώνα2. Για τον Γ. Καραβαγγέλη3 διαβάζουμε ότι φθάνει στην Καστο-ριά το 1900 και αρχίζει των αγώνα εναντίον των εξαρχικών πείθοντας τους Οθωμανούς να εγκαταστήσουν φρουρές στα χωριά και ζητώντας να μη χορηγείται διαβατήριο σε κανέναν εξαρχικό χωρίς την έγκρισή του4. Για τη συνάντησή του με τον Κώττα, μας πληροφορεί ο ίδιος ο Καραβαγγέλης μέσα από τα Απομνημονεύματά του. Η αφήγηση του Καραβαγγέλη δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη, πως ο Μητροπολί-της εξαγόρασε τελικά τον Κώττα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει μία επιστολή του Καραβαγγέλη προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος Θεοτόκη με ημερομηνία 4 Μαίου 1902, ό-που ο ποιμενάρχης θεωρεί πλέον τον Κώττα τυφλό όργανό του, τεκμη-ριώνοντας έτσι την αλλαγή στρατοπέδου του Κώττα. Η επιστολή μας παρέχει σημαντικά στοιχεία και παρουσιάζει πολυεπίδεδο ενδιαφέρον, όσον αφορά στο λόγο και στην ιδεολογία του ποιμενάρχη. Τόσο στα απομνημονεύματά του ο Καραβαγγέλης, όσο και στην επιστολή θεωρεί τον Κώττα εξαγορασμένο και τυφλό όργανό του.

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: Ο ανδριάντας βρίσκεται στον αύλειο χώ-ρο του Μητροπολιτικού Μεγάρου της πόλης της Φλώρινας.

Χρονικός προσδιορισμός Η απόφαση για την ανέγερση είχε ληφθεί το 1994 από τον ιερό κλήρο της Μητροπόλεως, αλλά καθυστέρησε πέ-ντε χρόνια.

2. Α. Ανδρέου (2002). Κώττας, ό.π. passim. 3. Γερμανός Καραβαγγέλης. Γεννήθηκε το 1866 στο χωριό Στύψη της Λέσβου.

Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης καθώς επίσης στα Πανεπιστήμια της Λειψίας και της Βόννης. ∆ιδάσκει από το 1891-1896 στη Σχολή της Χάλκης και στη συνέχεια τοποθετείται ως Χωροεπίσκοπος στο Πέραν της Κων\πολης μέχρι το 1900. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ τον τοποθετεί στην Μητρόπολη Καστοριάς ό-που μένει μέχρι το 1907, οπότε και ανακλήθηκε ύστερα από την απαίτηση των Οθωμανών. Βλ. Έκθεσις του Μητροπολίτου Καστορίας Γερμανού προς τον Οι-κουμενικό Πατριάρχη: Ελληνισμός/10 (1907), 430-447. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Πανηγυρικόν Λεύκωμα Γερμανού Καραβαγγέλη.Θεσσαλονίκη (1959). Β. Λαούρδας (1980). Ο Καστοριάς Γερμανός Καραββαγγέλης 1866-1935: Μακεδο-νικά Ανάλεκτα, Θεσσαλονίκη, 49-52.

4. Α. Ανδρέου (2002). ό.π. passim.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 331

Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 4η Ιουλίου 1999 με την παρουσία του Μητροπολίτη Αυγουστίνου, των βουλευτών Ευγένιου Χαϊτίδη (Σερρών), Έλσας Παπαδημητρίου (Αργολίδος), του διοικητού της 9ης Ταξιαρχίας Ζαχαρόπουλου, του αναπληρωτή Νομάρχου Λια-σόπουλου, του αντιδημάρχου Ηλιάδη, του Αστυνομικού ∆ιευθυντή, του Καθηγητού της Ιατρικής Σχολής Φλωρινιώτη Βρίτσιου, του πρώην διοικητού του 1ου Συντάγματος Καράπατσα και πλήθους κόσμου.

Χώρος δημιουργίας Ο ανδριάντας δημιουργήθηκε στην Αθήνα και μεταφέρθηκε στην Φλώρινα. Η παραγγελία έγινε μετά από απόφαση του Ιερού Κλήρου της Μητροπόλεως και η χρηματοδότηση έγινε από τον Εμφιετζόγλου. Η ημερομηνία παρουσίασής του ανδριάντα (4 Ιουλίου) επιλέχθηκε τυ-χαία και δεν συνδυάστηκε με επίκαιρο ιστορικό ή θρησκευτικό γεγο-νός.

Υλικό: ορείχαλκος. ∆ιαστάσεις: 2,10 × 0,83.

Εικόνα 54, το τεχνούργημα στη Φλώρινα, (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 332

Περιγραφή του έργου

Ο ανδριάντας αναπαριστά έναν ορθόδοξο κληρικό με επιστήθιο σταυρό να κηρύττει κρατώντας το ευαγγέλιο έχοντας υψωμένο το δεξί του χέρι. Αρχικά είχε αποφασισθεί να φέρει τίμιο σταυρό στο δεξί χέρι με το σύνθημα «Ελλάς εν τούτω νίκα»5.

Η θέση και η στάση του ρασοφόρου ακολουθεί την τυπολογία της εικονογράφησης της ισχύος. Στη θρησκευτική τέχνη6 η μετωπική ανα-παράσταση των αυτοκρατόρων και των ένθρονων υπάτων είχε προ-σαρμοστεί για τις αναπαραστάσεις του Χριστού, ενώ η δημόσια έκθε-ση εικόνων, που διογκώθηκε περισσότερο από τα τέλη του Μεσαίωνα φαίνεται ότι είναι εμπνευσμένη από τη λατρεία των αγίων.

Στο πεδίο αυτό οι εικόνες και τα αγάλματα σε κάθε εποχή συνέβα-λαν στη διατήρηση της εξουσίας, καθώς οι κυβερνώντες σε κάθε φορέα εξουσίας επιζητούν μια καλή δημόσια εικόνα. Το ύφος της αναπαρά-στασης είναι για τους λόγους αυτούς θριαμβευτικό, παρά το γεγονός ότι το φυσικό μέγεθος του ανδριάντα πλησιάζει τον κοινό θνητό-θεατή.

Στη βάση του μνημείου έχει χαραχθεί το εικονομήνυμα «ΟΡΑΣ Ω ΞΕΝΕ ΗΓΕΤΗΝ ΚΑΙ ΨΥΧΗΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ ΕΜΨΥΧΩΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΛΠΙ∆Α», το οποίο έχει γράψει ο Θεολόγος - Φιλόλογος ∆ημήτριος Ρίζος. Σύμφωνα με τον ∆. Ρίζο το επίγραμμα ακολουθεί τον κανόνα που συναντάμε στα περισ-σότερα εκκλησιαστικά επιγράμματα, διότι κάθε στίχος είναι 12σύλλαβος και τονίζεται στην παραλήγουσα με τομή στην πέμπτη συλλαβή. Για τον Μητροπολίτη Αυγουστίνο, ο ανδριάντας του κληρι-κού είναι ένας φόρος τιμής προς όλα τα θύματα που έπεσαν μαρτυρικά κατά τους αγώνες υπέρ της πίστεως, της πατρίδος και της ελευθερίας και αποτελεί παράδειγμα για τους σημερινούς κληρικούς.

5. ∆εν παραθέτουμε καρτέλα του μνημείου, διότι η καταγραφή των ανδριά-

ντων και των προτομών από την πλευρά του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα αφορούσε κυρίως στους Μακεδονομάχους.

6. P. Burke (2004). Αυτοψία, οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρτυριών. Μετ. Α. Ανδρέου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 75.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 333

Εικόνα 55, εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Εικόνα 56, όψεις του έργου (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 334

Η καλλιτέχνης7

Η Αλίκη Χατζή άρχισε την φιλοτέχνηση του έργου, αλλά λόγω του ξαφνικού θανάτου της το 1997, το έργο ολοκλήρωσε ο Αχιλλέας Βασι-λείου8.

7. βλ. Χ. Χρήστου, Μ. Κουμβακάλη-Αναστασιάδη (1982). Νεοελληνική Γλυ-

πτική 1800-1940. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 158, 261. 8. Ε. Ματθιόπουλος (επιμ. 1999). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών. Αθήνα: Μέ-

λισσα.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 335

Εκπαιδευτική αξιοποίηση

Πολλαπλή ανάγνωση του μνημείου μέσα από γραπτές παράλλη-λες πηγές

Προτείνονται ασκήσεις αποδόμησης με άξονα το αξιολογικό εικο-νοκείμενο. H ιστοριoγραφική έρευνα αντλεί το λεξιλόγιο της από το ίδιο το αντικείμενο και δεν το ονοματίζει εξαρχής. Οι ερευνητές δέχο-νται το λεξιλόγιο φθαρμένο και παραποιημένο από τη χρήση και συ-χνά διφορούμενο, όπως κάθε εκφραστικό σύστημα που δεν προήλθε από τις αυστηρά οργανωμένες προσπάθειες των τεχνικών. Το γλωσσι-κό υλικό και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο δείγμα που παρου-σιάζουμε εκτιμώνται στη βάση της χρήσης και όχι της ετυμολογίας τους9.

Η συγκριτική παρουσίαση της ιστορίας του Κλήρου, αλλά και της Εκκλησίας στην Ελλάδα με έμφαση στην εθνικοποίηση από το 1830 της ελληνικής Εκκλησίας, που την περιόρισε ανθρωπογεωγραφικά. Στόχος της πολιτικής του ελληνικού κράτους ήταν η ταύτιση κράτους-έθνους, με την επέκταση των ορίων στους τόπους όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο. Το Πατριαρχείο ήδη από την προεπαναστατική πε-ρίοδο είχε υιοθετήσει το οικουμενικό ιδεώδες του Βυζαντίου μακριά από το φυλετισμό και τις εθνικιστικές διαμάχες10. Η βουλγαρική Εξαρ-χία από την 10η Μαρτίου 1870 νομιμοποίησε τις εθνικιστικές έριδες στη μείζονα Θράκη και Μακεδονία, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το 1872 αποκήρυξε τη βουλγαρική Εκκλησία, καταδικάζοντας ταυτό-χρονα τον εθνοφυλετισμό11.

∆ίνονται λεξικολογικές ασκήσεις ιστορίας: ο όρος «χριστιανισμός», στη νεοελληνική του ανάγνωση, περιορίζεται κατά κανόνα στην ορθό-δοξη εκδοχή του, ενώ με τον όρο «ελληνισμό» εξυπονοείται ο ελληνι-κός πολιτισμός αμέριστος, έτσι ώστε η ζεύξη να είναι ετεροβαρής. Ο «ελληνισμός» υποστασιώνεται στα πολιτισμικά του δεδομένα και δεν προϋπήρξε, μήτε υπάρχει χωρίς αυτά, ενώ ο «χριστιανισμός» προέρχε-ται από τη θρησκευτική πίστη και δεν επικαλείται πολιτισμικά δεδο-

9. M. Bloch (1994) Απολογία για την ιστορία, το επάγγελμα του ιστορικού.

Μετ. Κ. Γαγανάκης. Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις. 10. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 3/11/1882, τ.4, 77. 11. Α. Ανδρέου (2002). Κώττας, ό.π, 24.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 336

μένα εποχής για την κοσμοθεωρησιακή ηγεμονία που διεκδικεί. Παρ' όλες τις δογματικές αποκλίσεις του, ο «χριστιανισμός» συνιστά ενιαία κοσμοθεωρία, ενώ ο «ελληνισμός» είναι πολιτισμός, μέσα στον οποίο εμφωλεύουν διαφορετικές έως αντιφατικές κοσμοθεωρήσεις.

Όπως ο «χριστιανισμός» δεν συνοδεύεται πάντα από τον «ελληνι-σμό», έτσι και ο δεύτερος δεν είναι συμπληρώσιμο μέγεθος: ο «ελληνι-σμός» και ο «χριστιανισμός» βαίνουν παράλληλα και τέμνονται στη γεωμετρία των εγκόσμιων συμβιβασμών12. Ο ελληνισμός είναι ιστορικό υποκείμενο, ενώ η ορθοδοξία αποτελεί παράδοση. Σύγκριση υφίσταται μόνο μεταξύ ελληνισμού και Εκκλησίας ως δύο συλλογικά υποκείμενα, όπου το εκκλησιαστικό συλλογικό λειτουργεί στον ορθόδοξο πολιτι-σμικό χώρο ως πρότυπο για το εθνικό συλλογικό χωρίς να ταυτίζο-νται, αλλά ούτε να αποκλείονται.

Εικόνα 57, όψεις του έργου (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

12. Μ. Σουλιώτης (2003). Εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων: Βήμα, 19/10.

Ψήφισμα ΚΕ΄ Γενικού Ιερατικού Συνεδρίου

(22 - 23 Αυγούστου 1994)

Εις τας Εκκλησιαστικάς Κατασκηνώσεις της ιεράς ημών Μητροπό-

λεως την 22 - 23 Αύγούστου 1994 οι κληρικοί της ακριτικής μητροπο-λιτικής περιφερείας Φλωρίνης, Πρεσπών & Εορδαίας, συνελθόντες υπό την προεδρίαν του σεβασμ. Μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Αύγουστίνου εις το 25ον Γενικόν Ιερατικόν Συνέδριον, ακούσαντες τας εισηγήσεις των ορισθέντων ομιλητών επί του γενικού θέματος «Αι θυσίαι των Ελ-λήνων κληρικών», ως και τας εκτάκτους προσφωνήσεις των παρευρευ-θέντων επισκεπτών μας α) σεβασμ. μητροπολίτου Πισιδίας κ. Μεθοδί-ου, β) σεβασμ. μητροπολίτου Καστοριάς κ. Γρηγορίου και γ) αίδεσιμοτ. πρωτοπρεβυτέρου Γεωργίου ∆ημοπούλου, καθηγητού και εφημέριου εν Φιλαδελφεία, Αμερικής, δια του παρόντος ψηφίσματος έλάβομεν τας έξης αποφάσεις.

1. ∆ια μίαν ακόμη φορά εκφράζομεν την βαθείαν λύπην, διότι ή ακριτική μας περιφέρεια έχει εγκαταλειφθή από το κράτος. Τρανή α-πόδειξης είναι, ότι η αλπική περιφέρεια των Πρεσπών με τας δύο λί-μνας της και την θαυμασίαν χλωρίδα και πανίδα και προπαντός με τα αρχαιολογικά της μνημεία, ιδίως της νησίδος του άγίου Αχιλλίου, δια τα όποία αξίζει να χαρακτηρίζεται ως «Μυστράς του Βορρά», η εξαί-ρετος, λέγομεν, αυτή περιφέρεια, ενώ προ 45 ετών μετά 12 χωρία της ηρίθμει 30.000 πληθυσμόν, σήμερον μόλις εγγίζει τας 3.000 και διαρκώς μειούται. Το Πισοδέρι, είς το όποίον ετάφη προσωρινώς ή κεφαλή του πρωτομάρτυρος του Μακεδονικού αγώνος Παύλου Μελά, ηρίθμει άλ-λοτε 3.000 κατοίκους, ενώ σήμερον απέμειναν μόλις 15 κάτοικοι, γάμοι και βαπτίσεις δεν γίνονται παρά μόνον κηδείαι, και εντός ολίγου θα εκλείψει. Παρόμοια τύχην έχουν και τα υπόλοιπα χωρία της περιφε-ρείας. Οι πολιτικοί μας άρχοντες έρχονται, δίδουν ποικίλας υποσχέ-σεις, και παρέρχονται, και ουδέν των προβλημάτων ελύθη, μολονότι έχουν επισημάνθη υπό την προεδρίαν του ποιμενάρχου μας συσταθεί-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 338

σης υπερκομματικής επιτροπής, και χρήζουν άμέσου λύσεως. Λέγεται, ότι κατ’ αύτας θα επισκεφθεί την περιοχήν μας πολυμελής εξ υπουργών επιτροπή προς εξέτασιν και λύσιν των προβλημάτων. Αναμένομεν.

2. Προτείνομεν, όπως ή εγκαταλειφθείσα περιφέρεια των Πρεσπών, ή παράγουσα τα περίφημα φασόλια Πρέσπας, εποικισθή με 10.000 νέ-ους κατοίκους από τας διαφόρους πόλεις και χωρία της Μακεδονίας, ίνα αξιoπoιηθει ή περιοχή ποικιλοτρόπως. Προτείνομεν ακόμη, Όπως κατά το παράδειγμα του Κεμάλ, Όστις εζωογόνησε την Τουρκίαν με-ταφέρων την πρωτεύουσαν αυτής εις την Άγκυραν, πρωτεύουσα της Ελλάδος ανακηρυχθεί μία από τας πόλεις της Μακεδονίας, και δη ή Φλώρινα, εις τα οροπέδια της όποίας διεξήχθησαν γιγαντομαχίαι και χιλιάδες νεκροί ύπερ πίστεως και πατρίδος ετάφησαν. Ούτω θα λυθούν όλα τα προβλήματα της ευρυτέρας περιφερείας.

3. Ως να μη έφθαναν τα αλλά δεινά, τα τελευταία έτη αγρία αντε-θνική προπαγάνδα ενεργείται εις την περιφέρειάν μας, εξ Αυστραλίας ενισχυομένη. Ενώ η περιφέρεια της Μακεδονίας δια της εισροής εις αυ-τήν 2.000.000 ελληνικού πληθυσμού εκ της Μικράς Ασίας και της 'Ανατολικής Θράκης απέκτησε θαυμαστή ομοιογένειαν, την οποίαν κανένα άλλο κράτος δεν έχει, το κρατίδιον των Σκοπίων τα πάντα μη-χανεύεται δια να κλονίσει τας συνειδήσεις των κατοίκων της.

4. Ήδη, ως ιερείς υπηρετούντες εγγύς των συνόρων, περισσότερον όλων διαισθανόμενοι τον επερχόμενον κίνδυνον, μνήμονες δε των αθα-νάτων ηρώων κληρικών, οι όποίοι κατά τον αγριώτερον τρόπον κα-τεκρεουργήθησαν πάλαι τε και έπ' έσχάτων εις τους υπέρ της πίστεως και της πατρίδος αγώνας, ολοψύχως ευχόμεθα, να μη ίδωμεν νέας δια-ταραχάς και νέους πολέμους, αλλά ο Θεός των πατέρων μας να χαρίζη ειρήνην εις την πατρίδα μας Ελλάδα και εις τα Βαλκάνια γενικώτερον. Αλλ' αν -μη γένοιτο- εκραγή πόλεμος, ημείς οι κληρικοί, συνεχίζοντες την παράδοσιν του ηρωικού κλήρου της Ελλάδος και με επί κεφαλής τον γέροντα επίσκοπο μας, θα πράξωμεν το καθήκον μας, φυλάσσοντες όχι λεκτικώς αλλά πραγματικώς τάς νεωτέρας Θερμοπύλας και αντι-τάσσοντες το «Moλών λαβέ» και το «ΟΧΙ» του '40.

5. Μετά πολλής συγκινήσεως ανεμνήσθημεν των αγώνων, τους ό-ποίους διεξάγει ή μαρτυρική μας μεγαλόνησος Κύπρος, ως και ή ελλη-νική κοινότης της Βορείου Ηπείρου, και ολοψύχως ευχόμεθα, όπως α-νατείλουν καλύτεραι ημέραι δια τε την Κύπρον και δια τον ελληνικό

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 339

πληθυσμό της Βορείου Ηπείρου, όπου προ 200 και πλέον ετών εμαρτύ-ρησεν ο νεώτερος εθναπόστoλoς Κοσμάς ο Αιτωλός.

6. Τέλος, συγκινηθέντες από την εξιστόρησιν μαρτυρίων παλαιοτέ-ρων και νεωτέρων κληρικών, εκ των οποίων εις είναι και ο κατακρε-ουργηθείς εις ακριτικό χωρίον της περιφερείας μας π. Ευάγγελος ∆ε-ληγιάννης, απεφασίσαμεν ν' ανεγείρωμεν εις την πόλιν της Φλωρίνης ανδριάντα, προς τιμήν των υπέρ πίστεως και πατρίδος θυσιασθέντων κληρικών, με τον τίμιον σταυρόν εις την δεξιάν χείρα και με το σύνθη-μα «Ελλάς, εν τούτω νίκα».

7. Ανεγνώσθη, ενεκρίθη και υπεγράφη. Εν Φλωρίνη τη 23 Αυγούστου 1994

ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ».

Εφ. Έθνος 19/7/1996

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 340

23. Ο «Καπετάν» Κώττας

Μια «πρώτη» αφήγηση, το πρόσωπο

∆εύτερη αφήγηση, το τεχνούργημα

Τοπικός προσδιορισμός: το έργο έχει τοποθετηθεί μετά από εκκλή-σεις και διαμαρτυρίες των μελών του συλλόγου φίλων Κώττα1 στην αυλή του κτιρίου της Νομαρχίας.

Χρονικός προσδιορισμός: τα αποκαλυπτήρια έγιναν την Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2001, ημέρα εορτασμού του Μακεδονικού Αγώνα στην πόλη της Φλώρινας2.

Χώρος δημιουργίας: Η δημιουργία του έργου ξεκίνησε στο εργα-στήρι του γλύπτη Ν. ∆ογούλη στη Φλώρινα και η τελική απαραίτητη επεξεργασία έγινε στο χυτήριο του Γαβαλά στη Φλώρινα. Η παραγγε-λία έγινε από τον σύλλογο φίλων Κώττα σε συνεργασία με τη Νομαρ-χία Φλώρινας3. Το συνολικό κόστος του έργου ανέρχεται στα 2.5 εκα-τομμύρια δραχμές, από τα οποία τα 1.25 δόθηκαν από μέλη του συλλό-γου φίλων Κώττα και τα υπόλοιπα από κονδύλια του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης που ήταν στη διάθεση της Νομαρχίας4.

Υλικό: Χαλκός και μάρμαρο για το βάθρο.

1. Μετά από εκκλήσεις και διαμαρτυρίες των μελών του συλλόγου φίλων

Κώττα, το νομαρχιακό συμβούλιο αποφάσισε την τοποθέτησή του στην αυλή του κτιρίου της Νομαρχίας: Βλ. Φωνή της Φλώρινας, 14/10/2001.

2. Σύγκρινε το σημείωμα στην εφημ. Μακεδονικά Νέα, 52/19/10/2001 βλ. εικό-να 7, και εφημ. Φωνή της Φλωρίνης/19/10/2001.

3. Αρχείο Συλλόγου Φίλων του Κώττα. 4. Αρχείο Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης, Χρηματοδότηση δημοσίων μνη-

μείων.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 342

Εικόνα 58, προσχέδιο (Αρχείο Ν. ∆ογούλη)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 343

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 344

Περιγραφή του έργου- προτομή

Εικόνα 59, το τεχνούργημα στη Φλώρινα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακί-

δου)

Εικόνα 60, προσχέδιο (Αρχείο ∆ογούλη)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 345

Τρισδιάστατη γλυπτική αναπαράσταση, προτομή χωρίς άκρα. Ο καλλιτέχνης Ν. ∆ογούλης φιλοτέχνησε την προτομή καθοδηγούμενος από μια φωτογραφία που του δόθηκε από την εγγονή του Κώττα, τη Ζωή Κώττα που είναι αντιπρόεδρος του συλλόγου φίλων Κώττα.

Πρωτότυπη μη ακαδημαϊκή χρήση των όγκων, φανερά επηρεασμέ-νη η τεχνοτροπία και η επεξεργασία του υλικού από τα έργα του Κα-λαμάρα, που διαμόρφωσαν την αντιηρωική δημόσια γλυπτική5.

Λιτή αναπαράσταση με έμφαση στη ενδυμασία, στο ανέμελο στυλ στην κώμη και την γενειάδα που προσδίδουν μεγάλη ηλικία και σοφία ή/και το ατημέλητο ύφος των αγωνιστών. Αποδίδεται ένα οικείο πρό-σωπο χωρίς στοιχεία ηρωοποίησης και εξιδανίκευσης με έμφαση στο τρισδιάστατο περιοπτικό στοιχείο της γλυπτικής. Η σχετικά συμβατική προτομή του Κώττα μέσα από την απόφαση του Συλλόγου Φίλων του Κώττα φαίνεται να συμπληρώνει τις απουσίες που αφήνει στο ευρύ κοινό, αλλά και σε ομάδες επώνυμων πολιτών ο αφαιρετικός Κώττας του Καλαμάρα. Η προτομή έχει καφετί χρώμα που είναι χαρακτηρι-στικό του υλικού κατασκευής και μαζί με το βάθρο έχουν ύψος 2,5 μέ-τρα.

Ωστόσο στο εικονομήνυμα που έχει χαραχτεί στη μετωπιαία όψη του βάθρου εντοπίζονται αναχρονιστικά φαντασιακά στοιχεία της γραμμικής ανάγνωσης της ιστορίας, σ’ έναν διαμεσολαβημένο, αφορι-στικό, προσωπικού ύφους λόγο του αγωνιστή προς το κοινό: ΚΑΠΕ-ΤΑΝ ΚΩΤΤΑΣ 1963 – 1905, ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΠΙΣΤΟΙ, ΕΓΓΟΝΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΥ, ΕΜΕΝΑ ΣΗΜΕΡΑ ΣΚΟΤΩΝΕΤΕ, ΑΛΛΑ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΟΥ ΕΡΧΕ-ΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙ ΣΤΟ ΠΟ∆ΑΡΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ, ΜΟ-ΝΑΣΤΗΡΙ 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1905.

Στην πλάγια όψη έχει χαραχτεί η επωνυμία του Συλλόγου και η χρονιά ανέγερσης Πολιτιστικός Σύλλογος φίλων Καπετάν Κώττας, Νομού Φλώρινας 2001.

5. Για τη χρήση του όρου βλ. Σ. Τσιάρα (2004), ό.π. 170 κ.ε.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 346

Εικόνα 61, εικονομήνυμα (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Σκηνοθετείται6 έτσι η θέση και η στάση του αγωνιστή, στον οποίο δίνεται ο ρόλος του ρήτορα και ηγέτη που συνεκδοχικά ομιλεί στο ό-νομα του Γένους7 και προφητεύει τα μελλούμενα, ενώ συγχρόνως αυ-τοδηλώνεται/πολιτογραφείται ως Έλληνας για να φαίνεται ότι δεν τί-θεται ζήτημα ετερότητας.

Η χρήση των όρων «εθνικός, ελληνικός» όχι ως ιστορικές αναλυτι-κές κατηγορίες, αλλά ως οικουμενικές/υπεριστορικές πραγματικότητες, μετατρέπει τους όρους και τα ιστορικά γεγονότα/πρόσωπα που περι-γράφονται σε υπερβατικές/ανιστορικές αλήθειες και σε αξίες που νοη-ματοδοτούν τη συγκυρία8. Για την ιστορία της γλωσσικής, θρησκευτι-

6. Όπως γράφει ο Bloch το παρελθόν είναι δεδομένο που δεν αλλάζει, αλλά η

γνώση του είναι προοδευτική σε διαδικασία συνεχούς μεταμόρφωσης: M. Bloch (1994). Απολογία για την Ιστορία, το επάγγελμα του ιστορικού. Μετ. Κ. Γαγανά-κης. Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις, 83.

7. Ι. Βαμβακίδου, Ε. Τσακιρίδου (2005). Πατριαρχική Αλληλογραφία, Εγκύ-κλιος Γενική/20 Αυγούστου 1902/ αρ. πρωτ. 3986, ποσοτική ανάλυση και κοινωνι-οσημειωτική ανάγνωση ιστορικής μαρτυρίας: Συνέδριο Ιστορικής Εταιρείας, Α.Π.Θ (υπό δημοσίευση). Α. Ισμυρλιάδου (2005). Το Μπάγειο Γυμνάσιο Κοριτσάς και η επίδραση των διεθνών συγκυριών στη λειτουργία του: Συνέδριο Ιστορικής Εταιρείας, Α.Π.Θ (υπό δημοσίευση).

8. Α. Κυρίδης, Ι. Βαμβακίδου (2005). Ο Στατιστικός πίναξ των Ορθοδόξων ελ-ληνικών Σχολών της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως - Συνεδρία της 4ης Φε-βρουαρίου 1915. Ιστορικές και κοινωνικές αναγνώσεις στη βάση δευτερογενούς

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 347

κής ετερότητας του Κώττα9 σημειώνουμε ότι με συμπληρωματική από-φαση (1936) της Επιτροπής που ορίστηκε από το Υπουργείο Στρατιω-τικών (1935) για την κατάρτιση μητρώου όσων αναγνωρίζονται ως Μακεδονομάχοι, καταχωρίζεται «ο Κώτας Κωνσταντίνος, Ρούλια Φλωρίνης, απηγχονίσθη υπό Τούρκων εν Μοναστηρίων 27/9/1905» στη δεύτερη κατηγορία με τίτλο Αρχηγοί Ιδιώται10.

Σημασιολογικά κρίσιμες είναι οι λέξεις «έτερος, άλλος», καθώς ο έτερος δηλώνει τον ομοειδή άλλον, ενώ ο άλλος τον διαφορετικό άλ-λον. Η ετερότητα γίνεται μια άλλη ταυτότητα όταν ετεροπροσδιορίζε-ται και έτερος είναι ο ξένος που «τον προορίζω να γίνει εχθρός μου» ερήμην του11.

Στο πεδίο αυτό κατανοούμε ότι το εικονοκείμενο (ως στοιχείο του πάρεργου) ανάγεται στην ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας στο πεδίο του ιστορικισμού και εθνικισμού του 19ου αιώνα, όπου τα παρελθόν λειτουργεί ως επιχείρημα και το δικαίωμα θεμελιώνεται στην πατρο-γονικότητα και στην παλαιότητα. Ο ευσεβής ορθόδοξος χριστιανός παρουσιάζεται σε αντίθεση/εναντιότητα με τον εξαρχικό χριστιανό/ και τον αλλόθρησκο μουσουλμάνο. Οι όροι ορθόδοξος/ομογενής ανα-φέρονται στην οικογένεια και στην κοινωνία, ενώ η θρησκεία/γλώσσα των πατέρων α του ορθόδοξου/χριστιανικού λαού συγκροτούν τα ση-μαίνοντα της ελληνικής/εθνικής παιδείας που πρέπει να επιλέγεται από τους δέκτες. Το γένος των Ελλήνων/προγόνων δηλώνει την καταγωγή στο επίπεδο της οικογένειας ή και στο επίπεδο της φυλής. Το γένος και η φυλή αντιστοιχούν στη ράτσα και ορίζουν την καταγωγή ως βάση του έθνους. Η φυλή τονίζει την κοινή ιστορική προέλευση και την ε-θνολογική καταγωγή. Τα δημόσια μνημεία ως πομποί αποκλείουν τους

ανάλυσης στατιστικών δεδομένων: Επιστημονικό Συμπόσιο, Η ελληνική Παιδεία από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα, Ερευνητικές συνιστώσες 13/Απριλίου Φλώρινα, Π∆Μ.

9. Μ. Σουλιώτης (1992). Μακεδονολάτρες και Μακεδονομάχοι. Όπου ο σλα-βόφωνος καπετάν Κώττας έχει περάσει στα αζήτητα: Ιστός/7-8, 19-21.

10. Α. Ανδρέου (2002). Κώττας, ό.π., 193. 11. βλ. Σουλιώτης Μ. «Περί ετερότητας φιλολογικό σημείωμα» στο: Κυρίδης

Α., Ανδρέου Α. (επιμ. 2005). Όψεις της Ετερότητας. Αθήνα : Gutenberg, 17-22.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 348

αλλόγλωσσους/αλλόθρησκους και προορίζονται στην εθνική/ενιαία κοινότητα «Πρόγονοι/Εκκλησία/Πατρίδα».

Σε έρευνες που γίνονται όσον αφορά στην εκπαίδευση που προω-θείται στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα στην μείζονα περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης έχει εντοπιστεί ότι οι θρησκευτικές και εθνικές παραδόσεις παρουσιάζονται ως ταυτοπλα-τείς έννοιες, χωρίς να προσδιορίζεται το σύνθετο και αφηρημένο ή και συγκεκριμένο συστατικό των όρων. Η πίστη, η προγονική παιδεία, η γνώση ορίζονται ως συγκεκριμένες, ταυτοπλατείς έννοιες, άχρονες και μη μεταβλητές στον ιστορικό χρόνο και τόπο. Η παιδεία που πρέπει να δίνεται προσδιορίζεται ως «χριστιανικήν ορθόδοξον, η ψυχική απώ-λεια ταυτίζεται με την εθνικήν απώλεια και οφείλεται στον ευρωπαι-σμόν, ενώ το ορθόδοξον/ομόγενον, η πατρική προστασία αποτελούν την άμυνα στας ξένας γλώσσας»12.

Εικόνα 62, λεπτομέρεια, (Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

12. Ι. Βαμβακίδου, Ε. Τσακιρίδου (2005). Πατριαρχική Αλληλογραφία, Εγκύ-

κλιος Γενική/20 Αυγούστου 1902/ αρ. πρωτ. 3986 ποσοτική ανάλυση και κοινωνι-οσημειωτική ανάγνωση ιστορικής μαρτυρίας: Συνέδριο Ιστορικής Εταιρείας, Επι-βολή της εξουσίας και διεθνές δίκαιο, Α.Π.Θ.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 349

Εκπαιδευτική αξιοποίηση, ανάγνωση παράλληλων αφηγημά-των για το έργο και το ιστορικό πρόσωπο

Στο λόγο τον οποίο εκφώνησε ο πρόεδρος του συλλόγου φίλων Κώττα κ. Λιασόπουλος στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος εντοπί-ζουμε πλούσιο υλικό προς μια πολλαπλή ανάγνωση σημαινόντων και σημαινόμενων όσον αφορά στα αντιθετικά/συγκριτικά ζεύγη και στις αναγωγές που επιλέγονται από τον ομιλητή για την έμφαση που δίνε-ται στη χριστιανική ετερότητα (συγκρίσεις με τον Κοσμά Αιτωλό): « ο Καπετάν Κώττας φωτίζει τον δρόμο σε εμάς τους νεώτερους όλως επί-καιρα τον 21ο αιώνα για το τι χρειαζόμαστε, και αυτά είναι πατρίδα και πίστη. Το ίδιο έλεγε και ο πάτερ Κοσμάς ο Αιτωλός, Ελλάδα και Χριστό χρειάζεστε, αυτά κανένας δεν μπορεί να μας τα αφαιρέσει για-τί είναι αδιάσπαστο δίδυμο εκτός εάν τα αρνηθούμε. ∆εν μας απομένει παρά να ακολουθήσουμε την αρετή του Καπετάν Κώττα για ναμαστε πραγματικά Έλληνες και την πίστη στο Χριστό για να μαστε πραγμα-τικά Χριστιανοί»13.

Ασκήσεις που προτείνονται: να αναζητήσουμε τα αναχρονιστικά στοιχεία, τις αυθαίρετες αναγωγές και συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφο-ρετικά ιστορικά πρόσωπα και εποχές στην κατεύθυνση της ιστορικής, προοδοκεντρικής χρονογραμμής και προγονολατρείας όπου η πρόσ-ληψη του έργου γίνεται/κατασκευάζεται κυρίως από το εικονομήνυμα και όχι τόσο από την οπτική απόδοση.

Να μελετήσουμε το ζήτημα αποσαφήνισης και ιστορίας των όρων: της ταυτότητας/ετερότητας (Έλληνας, εγγόνι, γένος, Κώττας, σλαβό-φωνας, πατριαρχικός, εξαρχικός) όπως καταγράφεται στην ανθρώπινη ιστορία, στη μελέτη των κοινωνιών. Ο τρόπος κατανόησης του άλλου14 προσδιορίζει την επικοινωνιακή δομή μιας κοινωνίας, διότι η ταυτότη-

13. Χειρόγραφο υλικό Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ κ. ΛΙΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ

ΤΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΩΝ: Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου. 14. Για μια σύγχρονη διαπολιτισμική πρόσληψη του άλλου στη σχολική πραγ-

ματικότητα βλ. Α. Ανδρέου, Π. Γκόλια, Σ. Κασίδου (2004). Όταν ο άλλος είναι σχεδόν ανύπαρκτος και γίνεται δικός μας στο: Κυρίδης Α., Ανδρέου Α. (επιμ. 2005). Όψεις της Ετερότητας. Αθήνα : Gutenberg, 23-49.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 350

τα ορίζει τη διαλεκτική του ενός και του πολλαπλού. Ωστόσο η ταυτό-τητα ως όρος είναι φυλακισμένος ιδεολογικά στην κυρίαρχη βιολογικά και συνεχή στο χρόνο φυλή-ράτσα, ενώ ο όρος ετερότητα ενέχει την ανατροπή, το δικαίωμα ύπαρξης του άλλου που περιορίζει θεωρητικά τι δυνατότητες του εγώ15.

15. Χ. Κωνσταντοπούλου (1999). Εισαγωγή, Αναφορά στην Έννοια και στις

όψεις των Σύγχρονων Αποκλεισμών, 11-30 στο: Χ. Κωνσταντοπούλου, κ.α. επιμ. Εμείς και οι άλλοι, αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα. Αθήνα: ΕΚΚΕ, τυπωθή-τω Γ. ∆αρδανός.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 351

(Αρχείο Α. Ανδρέου, Ι. Βαμβακίδου)

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 352

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 353

V. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Στο δείγμα που παρουσιάζουμε, στα δημόσια γλυπτά στην πόλη της Φλώρινας παρατηρούμε ότι οι περισσότερες μετωπικές προτομές συγκροτούν μια απαίτηση προς αναγνώριση, ενώ λίγες συνθέσεις σε πλάγια θέση όσον αφορά στο βλέμμα των εικονιζόμενων προς το θεατή καταγράφονται ως προσφορά προς το θεατή. Ο μεγαλύτερος αριθμός των προτομών έχει κατασκευαστεί με ορείχαλκο εκτός από αυτήν του Σούλιου, ενώ στα συμπλέγματα προτιμάται το μάρμαρο.

Οι περισσότερες επίσης προτομές έχουν φιλοτεχνηθεί σε στερεότυπη ακαδημαϊκή τεχνοτροπία και σε ανάλογο μέγεθος χωρίς άνω άκρα, ενώ οι καλλιτέχνες γλύπτες είναι άνδρες πτυχιούχοι της Σχολής καλών Τε-χνών, μαρμαρογλύπτες αυτοδίδακτοι εκτός μίας γυναίκας πτυχιούχου επίσης. Τα ολόσωμα τεχνουργήματα αφορούν στα δύο έργα του Καλα-μάρα, στη «Γυναίκα της Βεύης», στις συνθέσεις για τη «Γενοκτονία» των Ελλήνων του Πόντου, για την «Ελλάδα που στεφανώνει στρατιώτη», τον «Έφεδρο αξιωματικό» και την κατασκευή με τους «Αγρότες».

Η ιστορία ως αφήγηση και η αφηγηματική μορφή που προσλαμβά-νουν τα ιστορικά δρώμενα της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ι-στορίας συγκροτούν κατάλληλο υλικό προς οπτική αναπαράσταση στην επικοινωνιακή λειτουργία της δημόσιας τέχνης, η οποία ήδη από τον 17ο αιώνα αλλάζει εργοδότες/παραγγελιοδότες και αντίστοιχα δι-ευρύνονται οι αισθητικοί κώδικες. Οι κώδικες αυτοί σε κάθε εποχή δι-αμορφώνονται με βάση την ιδεολογία των καλλιτεχνών/επαγγελ-ματιών, των παραγγελιοδοτών και των επιμέρους ατομικών ιδεολο-γιών. Η εικονοποιημένη ιδεολογία στα μνημεία εντοπίζεται ως συσσώ-ρευση νοήματος, ως επικοινωνιακό μέσο και ως σύμβολο κοινωνικής ισχύος για τον παραγγελιοδότη, αλλά και για τους θεατές/πολίτες.

Μετά το ∆ιαφωτισμό η αυτονόμηση της Αισθητικής, της Ιστορίας της Τέχνης, της Κοινωνιολογίας του Γούστου και τα νέα τεχνικά μέσα (φωτογραφία) συνέβαλαν στη μεταβολή των αισθητικών κωδίκων. Η αναφορική λειτουργία της ρεαλιστικής γλυπτικής συρρικνώθηκε δια-τηρώντας τις λυρικές, δοκιμιακές, μεταγλωσσικές λειτουργίες της1.

1. U. Eco (1999). Ο Καντ και ο Ορνιθόρυγχος. Μετ. Α. Παπασταύρου. Αθήνα:

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 354

Στην νεότερη ελληνική τέχνη με θέματα ιστορικά πρόσωπα αλλά και μάχες παρατηρείται απόκλιση, ή/και σύγκλιση ανάμεσα στους κώδι-κες πομπού-δέκτη με αποτέλεσμα την παραγωγή γνωσιακών τύπων για τους αγωνιστές/ήρωες των εθνικών ιστοριών. Για τον γνωσιακό τύπο της οπτικής αναπαράστασης του Έλληνα, εθνικού αγωνιστή, ή/και του επαναστάτη εντοπίζονται τα μορφολογικά, στατικά σημαί-νοντα και η ιδέα της ομοίωσης μεταξύ αγωνιστών, χριστιανών versus των Οθωμανών, μουσουλμάνων, Σλάβων, Ελλήνων κομμουνιστών. Στο μυαλό των παραγγελιοδοτών και του αντίστοιχου κοινού η τυπολογία του «Νεοέλληνα που αγωνίζεται για το νέον έθνος» δομείται από νοη-τικές εικόνες και δυτικότροπες περιγραφές, από ένα σύνολο αφηρημέ-νων σχέσεων, που διυποκειμενικά ερμηνεύονται ώστε να γίνουν απο-δεκτά. Από την αντιληπτική σημείωση του γνωσιακού τύπου η μετά-βαση προς την επικοινωνιακή συμφωνία του περιεχομένου συγκροτεί μια πράξη αναφοράς και προσδιορισμού από τους εθνικούς καλλιτέ-χνες και παραγγελιοδότες με στόχο τον αποδέκτη της εθνικής συνείδη-σης και της ικανότητάς του να χειριστεί το εικονικό, προτασιακό, α-φηγηματικό υλικό της εικαστικής μαρτυρίας.

Ένας γνωσιακός τύπος είναι ιδιωτικό γεγονός, αλλά γίνεται δημό-σιο όταν ερμηνεύεται και στη συνέχεια μπορεί να διαμορφώσει νέους τύπους, οι οποίοι ελέγχονται από την κοινότητα και την εκπαίδευσή μας2. Στα τεχνουργήματα που παρουσιάζουμε εντοπίζεται η μεταφορι-κή ομοίωση, η αναπαράσταση των Νεοελλήνων, αγωνιστών με φωτει-νά, καθαρά, λευκά, εθνικά, αλλά και αστικά, ευρωπαϊκά σημαίνοντα στη βάση μιας λειτουργικής αναλογίας. Όταν το έργο με εθνικοϊστορι-κό περιεχόμενο χρησιμεύει ως ιστορικό ντοκουμέντο ή/και ως «σημεί-ο», τότε τα εξέχοντα οπτικά σημαινόμενα, η κατεύθυνση του βλέμμα-τος προς το θεατή, η σχέση μεταξύ των εικονιζομένων, ο τρόπος σύνθε-σης του ιστορικού σεναρίου, το εικονοκείμενο ως σχέση νοηματοδότη-σης στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα είναι ζωτικά για την ερμηνεία της ιστορικής μαρτυρίας ως αναφοράς σε υπαρκτά πρόσωπα ή σε ι-στορική δράση. Τα σημεία είναι φορείς πληροφοριών και λειτουργικά δεν υπάρχουν καθεαυτά, αλλά εξαρτώνται από ό,τι περιγράφουν.

Ελληνικά Γράμματα, 139 κ.ε.

2. U. Eco (1999). ό.π., 154, 240-242.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 355

Ο συντακτικός άξονας στα έργα του δείγματος είναι στερεότυπος όσον αφορά στο υλικό, στο σχήμα, στη φωτεινότητα, στη θέση και α-νάλογα ο σημαντικός άξονας παρέχει πληροφορίες για εθνικού τύπου τακτικόν αγώνα, ομόθρησκων και κυρίως ομόγλωσσων πολεμιστών. ∆ιαμορφώνονται έτσι τα πρότυπα των εθνικών μορφών, του εθνικού ήρωα, του εθνικού άλλου στο πλαίσιο μια ωραιοποιημένης μάχης/ αυ-τοθυσίας. Τα τεχνουργήματα αυτά δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά συ-νιστούν σημεία με στόχο τη μετάδοση πληροφοριών, τη διαμόρφωση άποψης και δράσης, τη μεταβολή συναισθημάτων3 του διαφορετικού ίσως δέκτη «υπέρ των Ελλήνων, των εθνικών αγωνιστών και στη συνέ-χεια του ίδιου του Νεοέλληνα υπέρ μιας δυτικοευρωπαϊκής, εθνικής ταυτότητας»4 .

Για τους λόγους αυτούς ο βαθμός εικονικότητας είναι υψηλός και καθιστά την εικόνα υποκατάστατο της πραγματικότητας, ως σύμβολο που αντιστοιχεί σε σιγματικό επίπεδο στον ιστορισμό5. Η αναγνώριση γίνεται εύκολα από τα ενδυματολογικά και χωροχρονικά στοιχεία, από το εικονομήνυμα, τα οποία περιγράφουν την ελληνικότητα μέσα στο δυτικό πολιτισμό, ως «τμήμα και όχι ως αντίθετο της δυτικής σκη-νής που αναπαριστά, αλλά δεν αναβιώνει τη δράση και παράγεται ως ιστορικότητα και όχι ως ιστορία»6. Τα έργα για τη συμμετοχή στο Μα-κεδονικό Αγώνα και στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά και για τη «γενοκτο-νία των Ελλήνων του Πόντου» κατασκευάζονται με βάση ένα «κοινό

3. H. Belting, H. Dilly, W. Kemp, W. Sauerlander, M. Warnke (1995). Εισαγωγή

στην Ιστορία της Τέχνης. Μετ. Λ. Γυιόκα. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 331. 4. Ο προσδιορισμός της ιδιαίτερης ταυτότητας βασίζεται στην αναλογική

σκέψη, η ταυτότητα ενός συνόλου αποτελεί μια σχέση αναλογίας μεταξύ ενός ε-μπειρικά υπαρκτού κοινωνικού συνόλου-συστήματος και μιας ιδεατής κατα-σκευής, μιας συλλογικής αναπαράστασης μέσα από την οποία και μέσα στην ο-ποία το σύνολο αυτοαναγνωρίζεται, αλλά και ετεροαναγνωρίζεται: βλ. Ν. Ιντζεσί-λογλου ( 1999). Περί της κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων, στο: Χ. Κωνστα-ντοπούλου κ.α. (επιμ.). Εμείς και οι άλλοι. Αθήνα: Τυπωθήτω -Γ. ∆αρδανός, 177-201.

5. Η. Belting, ό.π., 335. 6. Ιστορικότητα, δηλαδή η υποκειμενικότητα του ιστορικού υποκειμένου. Η

ιστορία ορίζεται ως ασυνεχές σύνολο, το οποίο σχηματίζεται από τομείς ιστορίας, που ο καθένας ορίζει με μια δική του συχνότητα και μια διαφορετική κωδικοποί-ηση του πριν και του μετά: βλ. στο Γ. Βέλτσος (1981). Η σημειωτική της ελληνι-κότητας; Περ. Το ∆έντρο, 169-175.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 356

σενάριο» και αποτελούν «έννοιες είδους» που υπάγονται σε μια συνο-λική αναπαράσταση της «έννοιας γένους»: αυτή κατασκευάζεται με κριτήρια τις επιμέρους αναπαραστάσεις χρονικών στιγμών-φάσεων, ένα ερμηνευτικό κώδικα, ένα είδος ιδεότυπου με τον οποίο παράγεται η ταυτότητα του κοινωνικού συστήματος.

Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα έργα των στερεότυ-πων τεχνουργημάτων και σ’ αυτά του Καλαμάρα και του Ν. ∆ογούλη, του Η. Βυζάντη, του Μ. Ρόμπη εντοπίζονται στην πρόθεση του καλλι-τέχνη, αλλά και στο αισθητικό αποτέλεσμα. Χρησιμεύουν για τη σύ-γκριση ανάμεσα σε έργα της μετανεοτερικής και της λόγιας τέχνης, που καλλιεργήθηκαν σχεδόν παράλληλα στα πλαίσια της νεοελληνικής τέ-χνης, αλλά και της γηγενούς ετερότητας από την μια και της ευρωπαϊ-κής από την άλλη. Η ιστορική πραγματικότητα στη γλυπτική των πε-ρισσότερων παρουσιάζεται με ακαδημαϊκή τεχνοτροπία και ωραιο-ποιημένο ύφος, με ευδιάκριτη την πρόθεση του τεχνουργού να εκφρά-σει τα πολιτικά κίνητρα του «εθνικού».

Ωστόσο στα έργα για τον «Κώττα, το Θνήσκοντα, τους Αγρότες, τον Κοντόπουλο και τους επτά Ήρωες», παρά την παρέμβαση των παραγγε-λιοδοτών, η απόδοση του ιστορικού σημαίνοντος και σημαινόμενου συ-νιστούν μια αφήγηση, που συνδηλώνει το μεταβλητό μέσα στο χρόνο. Στην ιστορική έρευνα το εικαστικό έργο ως ιστορική μαρτυρία, η οποία έχει υποβληθεί σε εξωτερική και εσωτερική κριτική7 συνιστά ένα ποιοτι-κό και συμβολικό υλικό, το οποίο μετά τη συνομιλία με τους δημιουρ-γούς αποκαλύπτει τις σχέσεις της τέχνης με την τεχνική στη διπλή κλίμα-κα, κάθετα και οριζόντια, ως έμπνευση και ως δεξιότητα. Τα έργα με ι-στορική θεματική ορίζονται στο υλικό υπόβαθρο των σημαινόντων στο ίδιο το τεχνούργημα ως αρθρωμένο «συντακτικά σημαίνον», που συνι-στά ένα ιδιόλεκτο κώδικα και έτσι καθιστά τα μηνύματα αφενός αμφί-λογα και αφετέρου ως μια καθολική συμπαραδήλωση, τη συμπαραδή-λωση ενός κόσμου, «μιας περιοχής εθνικής κυριαρχίας».

Οι ανεγέρσεις και οι χρήσεις των τεχνουργημάτων γίνονται κατα-νοητές στο πλαίσιο γνώσης που καθοριζόταν από τον ιστορικισμό και τον εθνικισμό του 19ου αιώνα, διότι το παρελθόν λειτουργούσε ως επι-

7. L. Cohen, L. Manion (2000). Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας. Μετ.

Χ. Μητσοπούλου, Μ. Φιλοπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 85-87.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 357

χείρημα για το παρόν και το δικαίωμα θεμελιωνόταν στην πατρογονι-κότητα και στην παλαιότητα. Στην εποχή μας στον αστερισμό των δι-καιωμάτων ο αυτοπροσδιορισμός ατόμων και ομάδων πραγματώνεται στο εσωτερικό, ή στο εξωτερικό του έθνους/κράτους ή/και ανάμεσα στα δύο (transnational communities)8 και έτσι είναι πλουραλιστικός. Σήμερα επεξεργαζόμαστε την έννοια του «συνταγματικού πατριωτι-σμού με την μετατόπιση της πατρίδας στο οικουμενικό, πολιτικό επί-πεδο των δικαιωμάτων του πολίτη»9. Σημειώνουμε ότι για πρώτη φο-ρά τμήμα του πήλινου στρατού του Κινέζου αυτοκράτορα Τ. Σ. Χου-άνγκ εκτίθεται σε μουσείο της Γερμανίας, όπου παρουσιάζονται 80 πρωτότυπα πήλινα αγάλματα και 170 πιστές απομιμήσεις, έργα που από το 1987 αναγνωρίστηκαν ως παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά από την UNESCO10.

Ο νομαδισμός του 21ου αιώνα είτε πρόκειται για τον νομαδισμό των πλουσίων είτε των απόκληρων/ανέργων11 καταγράφεται στη σύγχρονη δημοκρατία ως κινητικότητα ομάδων, αλλά και ατόμων στο διαδίκτυο διαμορφώνοντας και μετασχηματίζοντας τις σταθερές ετερό-τητες. Οι ιστορικοί ακόμη κι αν ασχολούμαστε με τον μικρόκοσμο πρέπει να είμαστε οικουμενιστές ή διεθνιστές. Στο πεδίο του μεταεθνι-κού αστερισμού κρίνεται αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της ιδιό-τητας του πολίτη σε διεθνικό περιβάλλον, όπου δεν αποσιωπάται ο συγκρουσιακός, ταξικός χαρακτήρας των ετεροτήτων.

Όσον αφορά στην ιδεολογική σύγχυση που σήμερα επικρατεί για τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης ενδεικτικά σημειώνουμε ότι στα με-ταπολιτευτικά χρόνια στην επίσημη τελετή του εορτασμού της «Απο-κατάστασης της ∆ημοκρατίας» δύο φορές οι ένστολοι αστυνομικοί κι-νητοποιήθηκαν αμφισβητώντας την «παράδοση της εργασιακής ειρή-νης». Συγκεντρώθηκαν πίσω από το Πολεμικό Μουσείο και την ώρα της δεξίωσης, άναψαν 1.200 λευκά κεριά στη μνήμη των συναδέλφων τους, αλλά κατέθεσαν επίσης λουλούδια στην προτομή του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, που σκοτώθηκε από αστυνομικό πριν 40 χρόνια

8. A. Λιάκος (2004). Το Μακεδονικό σε επανάληψη: Βήμα/14/11, Α55. 9. Η άποψη είναι του Γ. Χάμπερμας βλ. Ε. Μπερσέλι (2005). Η πατρίδα και η

αριστερά: Ελευθεροτυπία 27/3, 41. 10. Βλ. εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή/15-16/10/2005, 38. 11. Ζ. Αταλί (2003). L’ home nomade. Fayard.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 358

στα «Ιουλιανά». Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Αστυνομικών ζή-τησε δημόσια συγγνώμη για το θάνατο του φοιτητή «αιφνιδιάζοντας τα επιτελεία των κομμάτων»12.

Παράλληλα σε διεθνές πεδίο για πρώτη φορά η Ρωσία από το 2005 δεν γιορτάζει την «Επανάσταση των Μπολσεβίκων», αλλά αντί αυτής πλέον γιορτάζεται η «Ημέρα της Ενότητας του Λαού» σε μια προσπά-θεια αποσιώπησης του κομμουνιστικού παρελθόντος και «προσβλέπο-ντας στη βοήθεια της συλλογικής λήθης»13. Στην ευρωπαϊκή Γαλλία ε-πίσης ψηφίστηκε ένας αμφιλεγόμενος νόμος από τη γαλλική εθνοσυνέ-λευση για αλλαγή στα σχολικά βιβλία ιστορίας όσον αφορά στις γαλ-λικές αποικίες. Η Ένωση Καθηγητών Ιστορίας και Γεωγραφίας της Γαλλίας ζήτησε από τους πολιτικούς την κατάργηση του νόμου, που απαιτεί «τα σχολικά προγράμματα να αναγνωρίζουν ως ιδιαίτερα θε-τικό το χαρακτήρα της γαλλικής παρουσίας, κυρίως στη Βόρεια Αφρι-κή» στο πεδίο ανάγνωσης της «αποικιοκρατίας ως φιλανθρωπικής εκ-στρατείας διαφωτισμού και εκπολιτισμού των αγρίων»14.

Όπως ήδη σημειώσαμε οι ιστορικοί στις αρχές του 20ού αιώνα στηρί-ζονταν στα επίσημα τεκμήρια, που προέρχονταν από το «ιερό χέρι της εξουσίας» και δεν θεωρούνταν φορείς νοήματος ούτε η προφορική μαρ-τυρία, ούτε η εικόνα, ούτε «οι θόρυβοι». Έτσι η ιστορία ως «γνώση» α-ναπαρήγε την ιστορία ως συνείδηση και μνήμη των κρατών, ή των κοι-νωνικών τάξεων, ή των οργανώσεων που μιλούσαν στο όνομά τους. Στο πεδίο αυτό τα δημόσια τεχνουργήματα είναι φορείς προταγμάτων και αναπαραγωγή πεποιθήσεων ή ιδεολογιών καθώς τόσο στη διαχρονία όσο και στη συγχρονία διαφοροποιούνται οι απόψεις για το νόημα του γεγονότος, του προσώπου, της δράσης που εικονίζεται και τιμάται. Η ι-διότυπη, στερεότυπη παραγγελία και η ανέγερση μνημείων φαίνεται να είναι η μόνη σταθερά στο χρόνο, ενώ θα μπορούσαν τα έργα αυτά να «ζωντανεύουν» τους νεκρούς, να μας μεταφέρουν στο παρελθόν για να γνωρίσουμε καλύτερα το παρόν και να εμβαθύνουμε στη συλλογική αυ-

12. Βλ. Μ. Σταυρακάκη (2005). Κομματικά παιχνίδια με τις ομοσπονδίες των

σωμάτων ασφαλείας: εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή, 30-31/7, 13. 13. Μ. Βεργόλια (2005). Η Επανάσταση…τελείωσε, ζήτω η Ενότητα: εφημ. Ο

κόσμος του Επενδυτή,5-6/11, 38. 14. Μ. Βεργόλια (2005). Ξεσηκωμός στη Γαλλία για τον εξωραϊσμό της αποικι-

οκρατίας: εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή, 28-30/10, 31.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 359

τογνωσία.

Addenda

Στη διάρκεια των τελικών διορθώσεων του βιβλίου μας στο τυπο-γραφείο του Κ. Κορδαλή στη Θεσσαλονίκη, έγιναν στη Φλώρινα νέες ανεγέρσεις μνημείων, τα οποία ενδεικτικά καταγράφουμε στο παρόν πόνημα.

Στις 5 Νοεμβρίου 2005 έγιναν τα αποκαλυπτήρια τριών πιστών αντιγράφων από τις αρχαίες ανάγλυφες στήλες των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Με πρωτοβουλία του ∆ήμου Φλώρινας και τη συμ-βολή της ΙΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και κλασικών Αρχαιοτήτων ει-δικοί τεχνίτες κατασκεύασαν στα εργαστήρια του Αρχαιολογικού Μουσείου τρία πιστά αντίγραφα. Συγκεκριμένα στη Λεωφόρο Μακε-δονομάχων τοποθετήθηκε μια μαρμάρινη επιτύμβια αετωματική στήλη του 2ου-3ου αιώνα μ.Χ. με παράσταση από αριστερά προς τα δεξιά νεαρού δούλου και ιππέα με το σκύλο του, μπροστά σε καθιστή σε δί-φρο γυναίκα. Σε πρώτο επίπεδο διακρίνεται βωμός και στο βάθος δέ-ντρο με περιτυλιγμένο γύρω του φίδι. Στο αέτωμα κάνθαρος από τον οποίο βλασταίνουν κισσόφυλλα.

Στην πλατεία Μεγ. Αλεξάνδρου έχει τοποθετηθεί μαρμάρινη ανά-γλυφη στήλη του 3ου αιώνα μ.Χ. με παράσταση τεσσάρων μορφών. Πι-θανότατα οι αγαλμάτινες μορφές απεικονίζουν τον Αλέξανδρο Γ΄, τον Φίλιππο Β΄ και την Ολυμπιάδα.

Στον αύλειο χώρο του ∆ημαρχείου Φλώρινας έχει τοποθετηθεί μαρμάρινη επιτύμβια στήλη του 330 π.Χ. με παράσταση ιππέα δεξιά ενός βωμού, που συμμετέχει σε τελετουργία σπονδής. Αριστερά του βωμού βλέπουμε γυναικεία μορφή με οινοχόη και δύο μικρότερες μορ-φές πίσω15.

Στις 8 Νοεμβρίου του 2005 πραγματοποιήθηκαν τα επίσημα απο-καλυπτήρια του «μνημείου της πολύτεκνης μάνας», έργο του Ν. ∆ο-γούλη. Την εκδήλωση, που διοργάνωσε ο Σύλλογος Πολυτέκνων τίμη-σαν ο Γ.Γ. Περιφέρειας ∆υτικής Μακεδονίας και πολλοί επίσημοι του νομού της Φλώρινας. Το τεχνούργημα τοποθετήθηκε στην πλατεία του

15. Βλ. εφημ. Έθνος 11/11/2005, 6.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 360

Αγ. ∆ημητρίου και τα σημαίνοντα ορίζουν μια κεντρική γυναικεία μορφή σε ηρωικό σημαίνον, πλάγια θέση και αρχαιοελληνική γραφή με πολλά παιδιά στην αγκαλιά, αλλά και γύρω της δεξιά και αριστερά. Στο εικονομήνυμα δίνονται τα στοιχεία της παραγγελίας του έργου, ενώ στη λεζάντα «Μητέρα το φως του κόσμου» διαβάζουμε και βλέ-πουμε την ιδεολογική κατεύθυνση του παραγγελιοδότη. Το σημαινόμε-νο της τεχνοτροπίας, που επιλέγει ο καλλιτέχνης διαβάζουμε στο λόγο του Γ.Γ. Περιφερειάρχη ∆υτικής Μακεδονίας «….στη σημερινή πραγμα-τικότητα η πολύτεκνη μητέρα είναι ηρωίδα, γιατί καλείται να είναι πολυδιάσταστη και προσπαθεί να παίξει τριπλό ρόλο, της μάνας, της συζύγου, αλλά και της εργαζόμενης…»16.

Στην κεντρική πλατεία της Φλώρινας μπροστά από τα κανόνια του εμφυλίου πολέμου και το τεχνούργημα του Λ. Πύρζα και του «Παπ-πού» τοποθετήθηκε μαρμάρινη-στήλη, έργο του μαρμαρογλύπτη Μή-νου Τραϊανού, ταφικό μνημείο με εικονομήνυμα στο κέντρο του έρ-γου: «Αθάνατοι νεκροί, αιωνία σας η μνήμη». Ξεχωριστά από το τε-χνούργημα τοποθετήθηκε μαρμάρινη πλάκα με κατάλογο ονομάτων, θανόντων «έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος 1940-1941» σε κεφαλαι-ογράμματη γραφή, ολόγραφη καταγραφή ονόματος και επωνύμου. Σε συντομογραφία δίνονται οι στρατιωτικοί βαθμοί των θανόντων.

16. Εφημ. Βήμα της Φλώρινας/10/11/2005, 1-2.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Actes/proceedings (1995). 18ο ∆ιεθνές Συνέδριο Ιστορικών Επιστημών. Μόντρεαλ.

Althusser L. (1977). Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κρά-τους. Μετ. Ξ. Γιαταγάνας. Αθήνα: Θεμέλιο.

Anderson Β. (1991). Imagined communities. Reflection on the origin and spread of Nationalism. London: Verso.

Antikensammlung Berlin Staatlichte Museen Preußischer Kulturbesitz

(2002). Die Griechische Klassik, Idee oder Wirklichkeit. Verlag Philipp von Zabern-Mainz.

Appleby J., Hunt L., Jacob M. (1994). Telling the truth about History. N. York, London: Norton.

Argyle M. (1975). Bodily Communication. London: Methuen. Argyle M. (1983). The Psychology of Interpersonal Behaviour. Har-

mondsworth: Penguin. Barry Α. Μ. S. (1997). Visual intelligence. N. York: State Univ. Press. Barthes R. (1979). Μυθολογίες, Μάθημα. Μετ. Κ. Χατζηδήμου, Ι.

Ράλλη. Αθήνα: Ράππα Barthes R. (1965). Eléments de sémiologie. Paris: Gonthier. Barthes R. (1957). Mythologies. Paris: Seuil. Barthes R. (1978). Leçon. Paris: Seuil. Beloch Κ. (1920). Hipparchos und Themistokles: Hermes LV. Belting H., Dilly H., Kemp W., Sauerlander W., Warnke M. (επιμ. 1995).

Εισαγωγή στην Ιστορία της Τέχνης . Μετ. Λ. Γυιόκα. Θεσσαλο-νίκη: Βάνιας.

Benjamin W. (1978). ∆οκίμια για την Τέχνη. Μετ. ∆. Κούρτοβικ. Αθή-να.

Berger J. (1972). Ways of Seeing. London: BBC/Harmondsworth: Penguin. Blachwood J. (1989). London’s Immortals. London.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 362

Blinkhorn Μ. (edit. 1990). Fascists and Conservatives. The radical right and the establishment in 20th century Europe. London: U. Hyman.

Bloch Μ. (1994). Απολογία για την ιστορία, το επάγγελμα του ιστορι-κού. Μετ. Κ. Γαγανάκης. Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις.

Boeschooten R. V. (1998). Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου….Αθήνα: Πλέθρον.

Bourdieu P. (1989). La noblesse d’ Etat, grandes écoles et esprit de corps. Paris: Minuit.

Bourdillon Η. (1994 edit.) Teaching History. N. York: Routledge. Braudel F. (1986). Μελέτες για την ιστορία. Μετ. Ο. Βαρών, Ρ. Σταμού-

λη. Αθήνα. Braudel F. (2002). Η Γραμματική των Πολιτισμών . Μετ. Αρ. Αλεξάκης.

Αθήνα: ΜΙΕΤ. Bruner J. (1986). Actual Minds, Possible Worlds. Harvard: Univ. Press. Burgin V. (Ed.) (1982). Thinking Photography. London: Methuen. Burke P. (2004). Αυτοψία, οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρ-

τυριών. Μετ. Α. Ανδρέου. Αθήνα: Μεταίχμιο. Burke Ρ. (1991). New Perspectives on Historical Writing. Cambridge: Pol-

icy Press. Burke Ρ. (1992). Τhe fabrication of Louis XIV. N. Haven. Burston P., Colin R. (Eds.) (1995). A Queer Romance: Lesbhians, Gay

Men and Popular Culture. London: Routledge. Burston W.H., Green C. W., Νicholas E.J., Dickinson A.K., Thopmson D.

(edit. 1972). Handbook for History teachers. London. Chandler D. (1998). Notes on the Gaze: URL http://www.aber.ac.uk/~

dgc/gaze.html Chapman L. H. (1993). ∆ιδακτική της τέχνης. Μετ. Α. Λαπουργάς, Γ.

Χαραλαμπίδης, Ε. Κυπραίου, Α. Βάρδαλου Αθήνα: Νεφέλη. Close D. H. (1993). The Greek Civil War, 1943-1950. Studies of Polari-

zation. London: N. York. Cohen L., Manion L. (2000). Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας. Μετ.

Χ. Μητσοπούλου, Μ. Φιλοπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο. Derrida J. (1987). The truth in painting. Transl. G. Bennington, I.

McLeod. Univ. Chicago Press.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 363

Detienne M. (2003). Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα. Μετ. Π. Μαρκέ-του. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Documents on British Foreign Policy (1919-1939), First ser., vol. II. Lon-don, F.O.

Duby G., Perrot M. (1995). Γυναίκες και Ιστορία. Μετ. Κ. Καρλαύτη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Eco U. (1992). Πολιτιστικά Κοιτάσματα. Απόδοση Κ. Σουέρεφ. Θεσ-

σαλονίκη: Παρατηρητής. Eco U. (1999). Ο Καντ και ο Ορνιθόρυγχος. Μετ. Α. Παπασταύρου.

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Eco U. (1996). Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης. Μετ. Α.

Παπακωσταντίνου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Eco U. (2002). Κάτω τα χέρια από τα βιβλία μας. Ελευθεροτυπία

19/12/2002, 18. Elkins J. (1996). The Object Stares Back: On the Nature of Seeing. New

York: Simon, Schuster. Ellis J. (1982). Visible Fictions: Cinema, Television, Video. London:

Routledge. Encyclopedie de la Pleiade, Histoire de la philosophie- du XIX siecle a

nos jours (1974). Paris : Gallimard. Fehr B. (1984). Die Tyrannentőter. Oder kann man der Demokratie ein

Denkmal setzen; Φρανκφούρτη: Fischer. Ferro Μ. (1992).Comment on raconte l’histoire aux enfants ? Paris :

Payot. Ferro Μ. (2000). Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο

τον κόσμο. Μετ. Π. Μαρκέτου. Αθήνα: Μεταίχμιο. Fester R., Konig M., Jonas D., Jonas A. (1984). Γυναίκα και Εξουσία,

πέντε εκατομμύρια χρόνια γυναικοκρατίας. Μετ. ∆. Κούρτοβικ. Αθήνα: Πορεία.

Fleischer Η. (1979). Αντίποινα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα: Μνήμων/ 7.

Flusser V. (1998). Προς μια φιλοσοφία της φωτογραφίας. Μετ. Η. Πα-παντωνίου, Ι. Duennebier. Θεσσαλονίκη: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-University Studio Press.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 364

Foucault M. (1970). The order of things. London. Foucault M. (1977). Discipline and Punish: The Birth of the Prison. New

York: Pantheon. Fowles J. (1996). Advertising and Popular Culture. Thousand Oaks, CA:

Sage. Fraisse G. (1989). Muse de la raison, la démocratie exclusive et la diffé-

rence des sexes. Alinéa : Aix-en-Provence. Frascina F., Harris J. (1994). Art in modern culture. London: Phaidon. Fuchs W. (1983). Die Skulptur der Griechen. Darmstadt. Gardner H. (1995). Ηγετικές Προσωπικότητες. Μια Ανατομία της Ηγε-

σίας. Μετ. Πετρόπουλος Κ. Αθήνα: Singular Publications. Geertz C. (1972). The Interpretation of Cultures. London: Hutchinson. Goffman E. (1979). Gender Advertisements. New York: Harper,

Row/London: Macmillan. Gombrich E. H. (1998). Το χρονικό της Τέχνης. Μετ. Λ. Κάσδαγλη. Α-

θήνα: ΜΙΕΤ. Gounaris Β. (1996). Reassessing 90 years of Greek historiography on the

"Struggle for Macedonia" (1904-1908): Journal of Modern Greek Studies, vol. 14.

Greimas A. J., Courtes J. (1979). Semiotics and language. Bloomington : Indiana Univ. Press.

Grossberg L., Nelson C., Treichler P.A. (1992). Καλειδοσκόπιο-Μελέτες για τον Πολιτισμό. Μετ. Μ. ∆ιάφα. Θεσσαλονίκη: Μάγια.

Hauser A, (1951/1990). A Social History of Art. London: Routledge. Hess R., Torney J. (1967). The Development of Political Attitudes in

Children. Chicago: Aldine Publishing Co. Higonnet M.R., Jenson J., Michel S., Weitz M.C. (edit.1987). Behind the

Lines, gender and the two world wars. London: Yale University. Hirsch M. (1926). Die athenischen Tyrannenmoerder in Ge-

schichtschreibung und Volkslegende: Klio/20, 129. Hobsbawm E. (2002). Η εποχή των άκρων, ο σύντομος εικοστός αιώ-

νας 1914-1991. Μετ. Β. Καπετανγιάννης. Αθήνα: Θεμέλιο. Hobsbawm Ε. (1997). Για την Ιστορία. Μετ. Μ. Ματάλας. Αθήνα: Θε-

μέλιο.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 365

Hocker J. T. (1974). Χάρις and Αρετή in Thucidides: Hermes. Hunt Λ. (1989). New cultural History. Berkeley. Jacoby F. (1949). Atthis, The local chronicles of ancient Athens. Oxford. Kellner H., Ankersmit F. A. (1995). A new philosophy of History. Chica-

go. Koepp Fr. (1902). Harmodios und Aristogeiton, ein Kapitel griechischer

Geschichte in Dichtung und Kunst: Jahrbuch fuer Klassisches Al-tertum/ 9, 609-634.

Koselleck R. (2002). The Practice of Conceptual History, timing history, spacing concepts. Transl. T. S. Presner and others. California: Stanford University.

Kress G., Leeuwen T. H. (1996). Reading Images. The Grammar of Vis-ual design. London, N.Y.: Routledge.

Krumeich R. (2002). Ρortraets und Historien Bilder der klassischen Zeit: Die griechische Klassik. Idee oder Wirklichkeit, Verlag Philipp von Zabern - Mainz.

Levi-Strauss C. (1978). Μύθος και νόημα. Mετ. Β. Αθανασόπουλος. Α-

θήνα: Kαρδαμίτσας . Lurie Α. (1981). The Language of Clothes. New York: Random House. Lutz C., Jane C. (1994). The Photograph as an Intersection of Gazes: The

Example of National Geographic: στο L. Taylor (Ed.) (1994): Visualizing Theory. New York: Routledge, 363-84.

Marwick A. (1985). Εισαγωγή στην Ιστορία. Mετ. Κ. Τρίγκου, Αθήνα . Mazower Μ. (επιμ. 2003). Μετά τον Πόλεμο, η ανασυγκρότηση της οι-

κογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960. Μετ. Ε. Θεοφυλακτοπούλου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Messaris P. (1997). Visual Persuasion: The Role of Images in Advertis-ing. London: Sage.

Messaris Ρ. (1994). Visual Literacy, Image, Mind, Reality. Colorado: West view Press.

Metz C. (1975). The Imaginary Signifier: Screen 16(3). Michelet J. (1982). Histoire du XIX siècle: Oeuvres Complètes. Paul Vial-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 366

laneix. Paris : Flammarion. Mitchell W. J. T. (edit.1992). Art and the Public Sphere. Chicago. Mulvey L. (1989). Visual and Other Pleasures. London: Macmillan. Nochlin L. (1999). Representing Women. London: Macmillan. Ozouf Μ. (1976). La fête révolutionnaire. Paris: Gallimard. Paulson R. (1983). Representations of revolution (1789-1820). Yale Uni-

versity. Pentzopoulos D. (1962). The Balkan exchange of minorities and its im-

pact upon Greece. Paris: Mouton. Pistoi Ρ. (1991). Εθνική ταυτότητα και πολιτική κινητοποίηση. Μετ. Κ.

Κατσουρός. Αθήνα: Λεβιάθαν. Pollock G. (1988). Vision and difference: Femininity, Feminism and the

Histories of Art. London: Routledge. Pollock G., Parker R. (edit. 1977). Framing Feminism. London. Poster M. (1997). Cultural history and postmodernity. N. York: Columbia

University Press. Postman N.(2002). Η πυξίδα του μέλλοντος. Μετ. Κ. Μεταξά. Αθήνα:

Καστανιώτης.

Rochfort ∆. (1993). Mexican Muralists. London. Romano R. (1988). Πού οδεύει η Ιστορία; Αναζητήσεις της σύγχρονης

ιστοριογραφίας. Mετ. Χ. Κουλούρη, Α. Κράους, Π. Μιχαηλά-ρης, Μ. Τραπεζανλίδου, Ε. Φαλίδου. Αθήνα.

Roosevelt P. (1995). Life on the Russian country estate, a social and cul-tural history. N. Haven.

Rosenberg C. S. (1981). The body politic: E. Weed (1981). Feminism, Theory, Politics. N. York.

Samuel R. (1990a). Grand Narratives: History Workshop Journal/29, 120-132.

Schlanger Ν. (2004). Historical perspectives on the material culture of

Archaeology, The Social role of Archaeology: management of a record or record of a management: www. Conference 2004/ pub-lic sculpture.

Simovski Τ. (1978). Naselenite mesta vo Egejska Makedonija. Σκόπια: Institut za Natsionalna Istorija.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 367

[email protected]

Tachiaos Α. Ε. (2001). Russian interlude in Paris: ΜΟΣΧΟΒΙΑ. Проблемы Византийской и Новогреческой Филологии. Μόσχα: ИНДРИК.

Tagg J. (1988): The Burden of Representation. Amherst: University of Massachusetts Press.

Taylor L. (Ed. 1994): Visualizing Theory. New York: Routledge. Thebaud F.(1985). Femmes au temps de la guerre Paris: Stock. Thwaites T., Davis L., Mules W. (1994). Tools for cultural studies.

Macmillan education Australia PTY Ltd. Wagner P. (1995). Reading Iconotexts. London. Walsh W. (1985). Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας. Μετ. Φ. Βώ-

ρος. Αθήνα. White H. (1973). Metahistory. Baltimore: J. Hopkins Press. Williams R. (1989) The politics of Modernism. London: Verso. Williams R. (1958). Culture and society. London: Chatto & Windus. Williams R. (1980). Problems in Materialism and Culture. London: Verso.

Williams R. (1994). Κουλτούρα και Ιστορία. Μετ. Β. Αποστολίδου. Α-

θήνα: Γνώση Wind E. (1986). Τέχνη και Αναρχία. Μετ. Γ. Μυράτ. Αθήνα.

www.kastorianet. www.liberals.gr. www.ysee.gr. www.liberals.gr. www.anti.gr/iss746.

Yarrington A. (1988). The Commemoration of the Hero, 1800-1864. N.

York. Ziss Α. (1977). Elements d’esthétique marxiste. Μόσχα: Progress. Zoller Ε. (1993). La définition des crimes contre humanité : Journal du

Droit International/549.

Αβδελά E. (1993). Ιστορία των γυναικών, ιστορία του φύλου, φεμινι-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 368

στική ιστορία, μεθοδολογία και θεωρητικά ζητήματα μιας εικο-σαετίας: ∆ίνη/ 6, 15.

Αβδελά E., Ψαρά A. (επιμ.1997). Σιωπηρές Ιστορίες, γυναίκες και φύ-λο στην ιστορική αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Αβδελίδης Π. (1975). Η αγροτική οικονομία και οι προοπτικές ανά-πτυξης της, συγκρίσεις με την παγκόσμια οικονομία, των χω-ρών της ΕΟΚ και των γειτονικών χωρών. Αθήνα: Gutenberg.

Αβέρωφ-Τοσίτσας Ε. (1975). Φωτιά και Τσεκούρι. Αθήνα: Εστία. Αγραφιώτης ∆. (1987). Πολιτιστικές ασυνέχειες. Αθήνα: Ύψιλον. Αγραφιώτης ∆. (1989). Νεοτερικότητα, Αναπαράσταση. Αθήνα: Ύψι-

λον. Αιλτανού Κ. (1988). Η Αυστρο-Ουγγαρία και η προσάρτηση της Θεσ-

σαλίας και της Ηπείρου (1878-1881). Θεσσαλονίκη. Άκελσμπεργκ M., Καπλάν T., Ουίλλιζ Λ. (1988). Οι γυναίκες στην ι-

σπανική επανάσταση. Αθήνα: Αυτόνομη εκδοτική ομάδα. Αλιβιζάτος Ν. (1986). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις

της ελληνικής εμπειρίας. Αθήνα: Θεμέλιο. Ανδρεάδη Γ., Ροδάκης Π., Σταμούλης ∆., Χαραλαμπίδης Μ. (1987). Ο

Πολιτιστικός ιμπεριαλισμός. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος. Ανδρέου A. (2002).Από τη Γενική στην Τοπική Ιστορία ή όταν ο Κώτ-

τας αντάμωσε τους L. V. Ranke και M. Bloch: Μακεδνόν/ 9, 13-23.

Ανδρέου A. (1995). Αναζητήσεις στο σχολικό χώρο. Σκέψεις και πα-ρατηρήσεις στα κείμενα και την εικονογράφηση της μυθολογίας μέσα στο εγχειρίδιο ιστορίας της Γ΄ ∆ημοτικού: Μακεδνόν/ 1, 91-93.

Ανδρέου Α. (1996). Ιστορία, Μουσείο και Σχολείο. Θεσσαλονίκη.

Ανδρέου Α. (1998). Η τοπική Ιστορία ως παράγοντας κατανόησης της χρησιμότητας της ίδιας της ιστορίας. Ένα παράδειγμα. Μακεδ-νόν/ 2, 3 – 25.

Ανδρέου Α. (1999). Η τοπική Ιστορία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, παρατηρήσεις και προτάσεις: Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου στη Ναύπακτο. Αθήνα: Ατραπός 167 – 173.

Ανδρέου Α. (2001). Fragmenta Macedonica, 20 ανέκδοτα έγγραφα από το Βιλαέτι Βιτωλίων, 1901-1909. Αθήνα.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 369

Ανδρέου Α. (2002). Κώττας (1863-1905). Αθήνα: Λιβάνης. Ανδρέου Α. (2002). Σχολική ιστορία και Εικόνα. Οι πρόσφατες ανα-

θεωρήσεις των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας και η εικονο-γράφησή τους: στο Γ.∆. Καψάλης, Α.Ν. Κατσίκης (επιμ.) Σχολι-κή Γνώση και ∆ιδασκαλία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Πρακτικά Συνεδρίου, Επιστημονική Επετηρίδα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/8.Σχολή Επιστημών Αγωγής, Παιδαγωγικό Τμήμα ∆ημοτικής, Ιωάννινα, 302-310.

Ανδρέου Α. (2003). Οι εθνικοί μας μύθοι και η διαιώνισή τους. Έλεος πια, με το Κρυφό Σχολειό: Μακεδνόν / 11.

Ανδρέου Α. (2004). Σπαράγματα από την ιστορία του τύπου στη Φλώ-ρινα, α) Εφημερίδες β) Μικρά βιογραφικά στο περ. Πιπεριά/1. Φλώρινα, 7-20. Ανδρέου Α. «Λήμμα Αριστοτέλης» Εγκυκλο-παίδεια Ελληνικού Τύπου Αθήνα: ΕΙΕ, υπό δημοσίευση.

Ανδρέου Α., Βαμβακίδου Ι., Γκόλια Π., Ζυγούρη Ε., Κασίδου Σ., Κυ-ρίδης Α. (2003). Είπε ο δάσκαλος: Το Θάρρος και η Ανδρεία των Προγόνων μας ας γίνουν οι οδηγοί που θα κατευθύνουν τις πράξεις μας» και λίγοι κατάλαβαν ποιους εννοούσε. Μελέτη του επετειακού λόγου των δασκάλων για την 25η Μαρτίου. Πρακτικά 2ου εκπαιδευτικού Συνεδρίου με θέμα: Οι εκπαιδευ-τικοί μιλούν σε εκπαιδευτικούς. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Ανδρέου Α., Βαμβακίδου Ι., Κασίδου Σ. (2003). Ιστορία ή παραμύθι, τα όρια της ιστορικής και μυθοπλαστικής αφήγησης στα κείμενα των μαθητών: θεματική ανάλυση: στο Α. Ευκλείδη, Μ. Τζουριά-δου, Α. Λεονταρή (2003). Ψυχολογία και Εκπαίδευση, Επιστη-μονική Επετηρίδα της Ψυχολογικής Εταιρείας/1, Θεσσαλονίκη: Ελληνικά Γράμματα.

Ανδρέου Α., Γκόλια Π., Κασίδου Σ. (2004). Όταν ο άλλος είναι σχεδόν ανύπαρκτος και γίνεται δικός μας στο: Κυρίδης Α., Ανδρέου Α. (επιμ. 2005). Όψεις της Ετερότητας. Αθήνα : Gutenberg.

Ανδρέου Α., Γκόλια Π., ∆αϊκόπουλος Ι., Καββαδά Α., Κασίδου Σ. (2002). Όψεις της οθωμανικής και μετα-οθωμανικής Φλώρινας από τις γαλλικές καρτ-ποστάλ: Πρακτικά Συνεδρίου «Φλώρινα 1912-2002. Ιστορία και Πολιτισμός». ΠΤ∆Ε Φλώρινας.

Ανεστόπουλος Α. Κ. (1991). «Η συμβολή των κατοίκων των χωριών του Νομού Φλωρίνης στον Μακεδονικό Αγώνα»: Εταιρία/7, 27-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 370

33. Ανσέλ Z. (1930). La Macedoine. Paris. Αντωνοπούλου Ζ. (2003). Τα Γλυπτά της Αθήνας, Υπαίθρια Γλυπτική

1834-2004. Αθήνα: Ποταμός. Αργυριάδης Γ. (1969). Καλλιτεχνική Φλώρινα, γλύπτες, ζωγράφοι.

Φλώρινα: αυτοέκδοση. Αργυριάδης Γ. (1988). Η ∆ιηγηματογραφία του Γ.Χ. Μόδη, Μακεδο-

νικές Ιστορίες. Θεσσαλονίκη: ∆ήμος Φλώρινας.

Αρσενίου Λ. (1994). Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881-1993. Τρίκαλα: Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων.

Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα Πην. ∆έλτα. Απομνημονεύματα (1984). Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ.

Ασημομύτης B. (1984). Τα εποπτικά μέσα στη διδασκαλία της Ιστορίας: Σεμινάριο/ 3, 66-77.

Αυγερινόπουλος ∆. (1978.) Η στράτευση των ελληνίδων. Αθήνα, ανά-τυπο.

Βloch Μ. (1994). Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορι-κού. Μεταφ. Κ. Γαγανάκης, Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις.

Βαϊνά Μ. (1997). Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της τοπικής ιστορίας για τον 21ο αιώνα. Αθήνα: Gutenberg.

Βακαλόπουλος Α. (2004). Νέα ελληνική ιστορία (1204-1985). Θεσσα-

λονίκη: Βάνιας. Βακαλόπουλος Α. (1958). Οι ∆υτικομακεδόνες απόδημοι. Θεσσαλονί-

κη (διάλεξη). Βακαλόπουλος K. (1999). Ο ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία 1904-

1908. Ο Μακεδονικός Αγώνας. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος. Βακαλόπουλος Κ. (1998). ∆ιωγμοί και Γενοκτονία του θρακικού ελ-

ληνισμού. Ο πρώτος ξεριζωμός (1908-1917). Θεσσαλονίκη: Η-ρόδοτος.

Βακαλόπουλος Κ. (1979). Ανέκδοτο Μητρώο μαχητών του Μακεδονι-κού Αγώνα: Μακεδονικά/19, 40-92.

Βακαλόπουλος Κ. (1981). Ο ελληνισμός της περιοχής Μοριχόβου (Μο-ναστηρίου) κατά το Μακεδονικό Αγώνα. Η περίπτωση του ά-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 371

γνωστου Μακεδονομάχου Π. Σουγαράκη: Βαλκανικά Σύμμει-κτα,1/144.

Βακαλόπουλος Κ. (1983). Ο βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φά-ση του μακεδονικού αγώνα (1878-1894) Απομνημονεύματα Πηχεών. Θεσσαλονίκη: Σταμούλης Αντ. (2005).

Βακαλόπουλος Κ. (1994). Σύγχρονα εθνολογικά όρια του ελληνισμού στα βαλκάνια, θεωρητική προσέγγιση και ιστορική ερμηνεία της βαλκανικής συνύπαρξης. Θεσσαλονίκη.

Βακαλόπουλος Κ. (1999). Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας. Θεσσαλο-νίκη: Ηρόδοτος.

Βακαλόπουλος Κ. (2001). Το νέο ελληνικό έθνος (1204-2000). Θεσσα-λονίκη: Ηρόδοτος.

Βακαλόπουλος Κ. (2004). Ιστορία της Μείζονος Θράκης. Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης.

Βακαλόπουλος Κ. (2006). Ιστορία της Μείζονος Μακεδονίας. Θεσσα-λονίκη: Αντ. Σταμούλης.

Βακαλόπουλος Κ. (2005). Ιστορία της Μείζονος Θράκης. Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης.

Βακαλόπουλος Κ. (2005). Η Ευρωπαϊκή και Βαλκανική ∆ιαχρονικό-τητα της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης.

Βαμβακίδου I. (2002). Ιστορία και καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης: Το μάθημα της ιστορίας ως μάθημα κοινωνικής ιστορίας: Μα-κεδνόν/ 9, 39-52.

Βαμβακίδου I. (2003 ). Θράκες, ιστορική καταγραφή και ανάγνωση των εικαστικών μαρτυριών για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα του 1821. Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης.

Βαμβακίδου Ι. (2006). Μνημόνιο ανιστορικής και ψευδοιστορικής αλα-ζονείας: Ριζοσπάστης, 4/2, 12.

Βαμβακίδου Ι., Κυρίδης Α., Μαυρικάκη Ε. (2001). H Αγωγή για την Ειρήνη στο Σχολείο: Παιδαγωγικός Λόγος/3, 53-68, Αθήνα.

Βαμβακίδου Ι., Κυρίδης Α., Μπέσσας ∆. (2005). Ο Τούρκος και ο Έλ-ληνας στη ζωγραφική των νηπίων, σημειωτική ανάλυση του ε-θνικού άλλου στο παιδικό ιχνογράφημα στο: Α. Κυρίδης, Α. Ανδρέου επιμ. Όψεις της ετερότητας. Αθήνα: Μεταίχμιο, 51-72.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 372

Βαμβακίδου Ι., Τσακιρίδου Ε. (2005). Πατριαρχική Αλληλογραφία, Εγκύκλιος Γενική/20 Αυγούστου 1902/ αρ. πρωτ. 3986 ποσοτι-κή ανάλυση και κοινωνιοσημειωτική ανάγνωση ιστορικής μαρ-τυρίας: Συνέδριο Ιστορικής Εταιρείας, Επιβολή της εξουσίας και διεθνές δίκαιο, Α.Π.Θ.

Βαρίκα Ε. (1987). Η Εξέγερση των Κυριών. Η Γένεση μιας Φεμινιστι-κής Συνείδησης στην Ελλάδα, 1833-1907. Αθήνα: Κατάρτι.

Βαρίκα Ε. (2000). Με διαφορετικό πρόσωπο: Φύλο, ∆ιαφορά και Οι-κουμενικότητα. Αθήνα: Γνώση.

Βασιλείου Θ., Σταματάκης Ν. (1992). Λεξικό επιστημών του ανθρώπου. Αθήνα: Gutenberg.

Βασιλικός Ν. (1992). Ημερολόγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αθήνα: Γνώση.

Βέλτσος Γ. (1981). Η σημειωτική της ελληνικότητας: περ. Το ∆έντρο, 169-175.

Βέρβερης ∆. Φ. (1949). Η περίλαμπρος νίκη της Φλωρίνης. Θεσσαλονί-κη.

Βεργόλια Μ. (2005). Ξεσηκωμός στη Γαλλία για τον εξωραϊσμό της αποικιοκρατίας: εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή, 28-30/10, 31.

Βεργόλια Μ. (2005). Η Επανάσταση…τελείωσε, ζήτω η Ενότητα: εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή,5-6/11, 38.

Βεργόπουλος K. (1975). Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα: το πρόβλη-μα της κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας. Θεσσαλονίκη: Εξάντας.

Βερέμης Θ. (1998). Κράτος και Έθνος στην Ελλάδα: 1821-1912, στο: Τσαούσης ∆. Γ. (επιμ.). Ελληνισμός Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Βήττας Χ. (1998). ∆. Καλαμάρας, η ιδιαίτερη πατρίδα του συνεχίζει να τον πληγώνει: εφημ. Μακεδονία 28/6.

Βλαντάς ∆. (1981). Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949. Αθήνα: Γραμμή. Βόσδου Θ. (2003). Ομιλία για τον τύπο της Φλώρινας: εφ. Έθνος/7

Μαρτίου. Βότσης Π. (1998). Μακεντόντσετο. Οδοιπορικό μιας πικρίας. Αθήνα:

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 373

Πλέθρον. Βουρνάς Τ. (1977). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Αθήνα. Βρατσάνος Ν. (2001). Όταν η απώλεια του αρχιτεκτονήματος δημιουρ-

γεί αρχιτεκτονική, η κατάρρευση των διδύμων πύργων της Ν. Υόρκης: περ. Αντί/ 21 Σεπτεμβρίου/746.

Βραχνιάρης X. (1975). Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αγροτικό ζήτημα: περίοδος 1900-1920. Αθήνα: Gutenberg.

Βώρος Φ. (1993). Η διδασκαλία της ιστορίας με αξιοποίηση της εικό-νας. Αθήνα: Παπαδήμας.

Βώρος Φ. (1993). Το συγκινησιακό στοιχείο στη διδασκαλία της ιστο-ρίας: Τα Εκπαιδευτικά/31-32, 197-208.

Γ΄ Σώμα Στρατού (1949). Μακεδονικόν πρόβλημα και Κομμουνισμός.

Θεσσαλονίκη. Γερμανός ∆. (2000). Οι τοίχοι της γνώσης. Σχολικός χώρος και εκπαί-

δευση. Αθήνα: Gutenberg. Γεωργακοπούλου Φ. (2003). Τέχνη και δημόσιος χώρος, μια παλιά σχέ-

ση με νέες προοπτικές: www.greekarchitects.gr Γεωργίου Θ. (1989). Σε τι χρησιμεύει η αισθητική; Αθήνα. Γιαλκέτσης Θ. (2005). Η τέχνη της λήθης: εφημ. Κυριακάτικη Ελευθερο-

τυπία 31/7,26. Γιαννουλόπουλος Γ. (1992). Ο μεταπολεμικός κόσμος, ελληνική και

ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963). Αθήνα: Παπαζήσης. Γκόλια Π. (2006). Εθνική και πολιτική διαπαιδαγώγηση στο Ελληνικό

∆ημοτικό Σχολείο κατά την ιστορική συγκρότηση και τη συνέ-χεια του Ελληνικού κράτους. ∆.δ. Φλώρινα, ΠΤ∆Ε: υπό εκπό-νηση.

Γουλιάμος K. (2005). Το πολιτικά αγοραίο ύφος: εφημ. Επενδυτής 18-19/6, 32.

Γούναρης Β. (1993). Εθνοτικές ομάδες και κομματικές παρατάξεις στη Μακεδονία των Βαλκανικών πολέμων: στο συλλογικό έργο Η Ελλάδα των Βαλκανικών πολέμων. Αθήνα: ΕΛΙΑ.

Γούναρης Β. (2000). Στις όχθες του Υδραγόρα, οικογένεια, οικονομία και αστική κοινωνία στο Μοναστήρι 1877-1911. Αθήνα: Στά-χυ.

Γούναρης Β. (2004). Το μοιραίο δεκαήμερο: στο «Παύλος Μελάς, ένας

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 374

αιώνας μνήμης»: Η Καθημερινή/17/10, 14-19. Γούναρης Β. και άλλοι (1997). Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία

(1905-1906) 100 έγγραφα από το Αρχείο του Υπουργείου Ε-ξωτερικών της Ελλάδας. Έκδοση Μουσείου Μακεδονικού Α-γώνα και Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα.

Γούναρης Β., Μιχαηλίδης Ι., Αγγελόπουλος Γ. (επιμ. 1997). Ταυτότητες στη Μακεδονία. Αθήνα: Παπαζήσης.

Γουόκερ Τ. (1987). Η τέχνη την εποχή των Μ.Μ.Ε. Μετ. Χ. Πατσός. Αθήνα.

∆ογούλης Ν. (2000). Ένα υπαίθριο μουσείο και μια μόνιμη θέση για το έργο του γλύπτη ∆. Καλαμάρα: εφημ. Έθνος/9/6/.

∆ουμάνη M. (1982). ∆ημόσια γλυπτική στις ΗΠΑ, Θέματα χώρου και τεχνών, τ. 13, 134-136.

Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτζου (επιμέλεια, έκδοση 1995). ∆. Καλαμάρας. Αθήνα.

Έκθεσις του Μητροπολίτου Καστορίας Γερμανού προς τον Οικουμενι-κό Πατριάρχη: Ελληνισμός/10 (1907), 430-447.

Εκκλησιαστική Αλήθεια, 3/11/1882, τ.4, 77. Ελεφάντης Α. (2001). 14 Σεπτεμβρίου: ημέρα εθνικής αμνηστίας: εφημ.

Νέα/24/2. Ελεφάντης Α. (2002). Μας πήραν την Αθήνα….Ξαναδιαβάζοντας μερι-

κά σημεία της ιστορίας 1941-1950. Αθήνα: Βιβλιόραμα. Ελύτης Οδ. (1988). Ανοιχτά Χαρτιά: Άρδην/ 14-15, 42-43. Εμφύλιος τύπος [email protected] Εμφύλιος Τύπος, ανεξάρτητη έκδοση, εβδομαδιαία συλλεκτική σειρά.

Σύμβουλος έκδοσης Γ. Μαργαρίτης (2003). Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Πανηγυρικόν Λεύκωμα Γερμανού

Kαραβαγγέλη.Θεσσαλονίκη (1959).

Ζάννας A. (1998). Το Αρχείο Π. Σ. ∆έλτα στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη: Αρχειακά Νέα, τχ. 17, 7.

Ζιάκας Θ. (1993). Έθνος και Παράδοση. Αθήνα: Αιγαίον. Ηλιάδου -Τάχου Σ. (1999). Ο τύπος της Φλώρινας από το Αρχείο του

Γεωργίου Ι. Θεοδοσίου: Αριστοτέλης/ 251, 45-47. Θεοδωρίδης Χ.(1982). Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Αθήνα Ιατρίδης Ι. (επιμ. 1984). Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 375

σε κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο. Ίγκερς Γ. (1999). Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα. Μετ. Π. Μα-

ταλάς. Αθήνα: Νεφέλη. Ιντζεσίλογλου N. (1999). Περί της κατασκευής συλλογικών ταυτοτή-

των, στο: Χ. Κωνσταντοπούλου κ.α. (επιμ.). Εμείς και οι άλλοι. Αθήνα: Τυπωθήτω -Γ. ∆αρδανός.

Ισμυρλιάδου Α. (2005). Το Μπάγειο Γυμνάσιο Κοριτσάς και η επίδρα-

ση των διεθνών συγκυριών στη λειτουργία του: Συνέδριο Ιστο-ρικής Εταιρείας- Επιβολή της εξουσίας και διεθνές δίκαιο, Α.Π.Θ (υπό δημοσίευση).

Ιστορία Ελληνικού Έθνους (1975). 12τ. Εκδοτική Αθηνών. Ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού: Η Εκστρατεία εις την Μι-

κράν Ασίαν 1919-1922, τ. Η΄, έκδοση ΓΕΣ. Ιστοσελίδα για την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την προστασία των

υπαίθριων μπρούτζινων μνημείων:www.kae.gr Καλούρη–Αντωνοπούλου Ρ., Κάσσαρης Χ. (1988). Το μουσείο μέσο

τέχνης και αγωγής και οδηγός επίσκεψης για μαθητές και δα-σκάλους. Αθήνα.

Καμαρούδης Σ., Χοντολίδου Ε. (επιμ. 2001). Σημειωτική και εκπαί-δευση. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Κανέτι Ε. (1981). Μάζα και Εξουσία. Μετ. Α. Βερυκοκάκη. Αθήνα: Ηριδανός.

Κανέτι Ε. (2004). Ο Πυρσός στο Αυτί. Μετ. Α. Παύλου. Αθήνα: Κα-στανιώτη.

Καντιώτης Α. (1988). Μία πεντηκονταετηρίς, 1935-1985. Απολογι-σμός 5ης 4ετίας. Αθήνα.

Καράβας Σ. (1999). Το παλίμψηστο των αναμνήσεων του καπετάν Α-κρίτα:Τα Ιστορικά/31.

Καρίπογλου Α. (2001). Πολιτικές εξελίξεις: Χρονικά της ∆ρά-μας/Μάιος.

Κασίδου Σ. (2004). Οι ιδεολογικές ασυνέχειες της εθνικής συνέχειας: Η διερεύνηση των ενστερνισμένων απόψεων για το τρίσημο της ελληνικής ιστορίας σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία αδημοσίευτη ΠΤ∆Ε Φλώ-ρινας,Π∆Μ.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 376

Κάτρης Γ. (1974). Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970. Αθήνα: Παπαζήση.

Καψάλης Χ. (1982). Ο Άγιος Φλωρίνης. Έργα και ημέρες. Ο ...εξομολογητής των αιχμαλώτων: εφημ. Ριζοσπάστης 18/7.

Κελαϊδης Γ. (1992). Μακεδονομάχοι και Ηπειρομάχοι από τα Σφα-κιά: τ. 1, Αθήνα.

Κιτρομηλίδης Π. (2000). Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιανατολική Ευρώπη. Αθήνα.

Κιτσίκης ∆. (1978). Συγκριτική Ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα. Αθήνα.

Κοεμτζόπουλου Ν. Γ. 1968). Καπετάν Κώττας, ο πρώτος Μακεδονομά-χος. Αθήνα.

Κοκκινίδου ∆., Νικολαίδου Μ. (1993). Η αρχαιολογία και η κοινωνική ταυτότητα του φύλου, προσεγγίσεις στην αιγαιακή προϊστορί-α. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Κόκκινος Γ. (1994). Η αντίληψη για το έθνος και την εθνική συνείδηση: στο αφιέρωμα-Εθνική Συνείδηση και Ιστορική Παιδεία, Σεμι-νάριο 17. Αθήνα:ΠΕΦ, 156.

Κόκκινος Γ. (1998). Από την ιστορία στις Ιστορίες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κόκκινος Γ. (2003). Επιστήμη, ιδεολογία, ταυτότητα. Αθήνα: Μεταίχ-μιο.

Κόκκινος Γ. (επιμ.2002). Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κό-σμου, γ΄ ενιαίου Λυκείου Γενικής Παιδείας. Αθήνα: ΟΕ∆Β.

Κοντού Ν. (1970). Ζώης: περ. Αριστοτέλης/84, 7. Κουλούρη X. (1995). Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου. Κομο-

τηνή: ∆ΠΘ. Κούρτοβικ ∆. (2003). Η τυφλή μνήμη μας: Καθημερινή 15-16/3, 8/28-

29.9. Κούφης Π. (1990). Άλωνα Φλώρινας. Αγώνες και θυσίες. Αθήνα. Κυρίδης Α. (1996). Εκπαιδευτική Ανισότητα. Θεσσαλονίκη- Αθήνα:

Κυριακίδης. Κυρίδης Α., Βαμβακίδου Ι. (2005). Ο Στατιστικός πίναξ των Ορθοδό-

ξων ελληνικών Σχολών της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπό-λεως - Συνεδρία της 4ης Φεβρουαρίου 1915. Ιστορικές και κοι-νωνικές αναγνώσεις στη βάση δευτερογενούς ανάλυσης στατι-

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 377

στικών δεδομένων: Επιστημονικό Συμπόσιο, Η ελληνική Παι-δεία από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα, Ερευνητικές συνιστώσες 13/Απριλίου Φλώρινα, Π∆Μ.

Κυρίδης Α., Ανδρέου Α. (επιμ.2005). Όψεις της ετερότητας. Αθήνα:

Gutenberg. Κυρίδης Α., Ντίνας Κ., ∆ρόσος Β., Κασίδου Σ. & Γαλάνη Α. (2001).

Όταν ο διεθνισμός σκοντάφτει στο γείτονα - εχθρό. Κοινωνιο-λογικές και γλωσσολογικές προσεγγίσεις του λόγου των μαθη-τών του Λυκείου για τους Τούρκους και διδακτικές προτάσεις: Πρακτικά Γ' Πανελληνίου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Έρευνας, Παιδαγωγική Εταιρεία Ελλάδος, Ναύπλιο.

Κυρτάτας ∆. (2002). Κατακτώντας την Αρχαιότητα. Ιστοριογραφικές διαδρομές. Αθήνα: Πόλις.

Κωνσταντάτου Γ. (2003). Dubossarsky and Vinogradov: εφημ. Επενδυ-τής/ 31/8, Έργα και Ημέρες, 2-3.

Κωνσταντοπούλου Χ. (1999). Εισαγωγή, Αναφορά στην Έννοια και στις όψεις των Σύγχρονων Αποκλεισμών στο: Χ. Κωνσταντο-πούλου, κ.α. επιμ. Εμείς και οι άλλοι, αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα. Αθήνα: ΕΚΚΕ, τυπωθήτω Γ. ∆αρδανός.

Κωστόπουλος Τ. (2000). Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστο-λή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία. Αθήνα: Μαύρη Λίστα.

Κωτίδης A. (1993). Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική Τέ-χνη του μεσοπολέμου. Θεσσαλονίκη.

Λαγόπουλος Α. Φ., Μαρτινίδης Π., Μπόκλουντ-Λαγόπουλου Κ., Σπυ-ριδωνίδης Κ. Β. (επιμ. 1986). Η ∆υναμική των Σημείων, Πεδία και μέθοδοι μιας κοινωνιοσημειωτικής. Θεσσαλονίκη: Παρατη-ρητής.

Λαμπράκη-Πλάκα Π. (1995). Η πορεία προς τον Μέγα Αλέξανδρο: Το άλλο Βήμα/ 15/1.

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης (1994). Πρώτη γνωριμία με τον παραδοσιακό πολιτισμό της Φλώρινας. Θεσσαλονίκη.

Λαούρδας Β. (1958). Η Πηνελόπη ∆έλτα και η Μακεδονία. ΙΜΧΑ. Λαούρδας Β. (1980). Ο Καστοριάς Γερμανός Καραββαγγέλης 1866-

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 378

1935: Μακεδονικά Ανάλεκτα, Θεσσαλονίκη, 49-52. Λε Γκοφ Ζακ (1998). Ιστορία και μνήμη. Μετ. Γ. Κουμπουρλής. Αθήνα:

Νεφέλη. Λέκκας Π. (1994). Εθνικιστική ιδεολογία, παράδοση και εκσυγχρονι-

σμός: Σύγχρονα θέματα/11, 50-51. Λέκκας Π. (2001). Το παιχνίδι με τον χρόνο: εθνικισμός και νεωτερι-

κότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Λέκκας, Π. (1989). Εθνικιστική ιδεολογία και εθνική ταυτότητα. Τα

Ιστορικά/6, 313-337. Λεντάκης Α. (1975). Παρακρατικές οργανώσεις και 21η Απριλίου.

Αθήνα: Καστανιώτη. Σκυλακάκης Θ.(1995). Στο όνομα της Μακεδονίας. Αθήνα: Ελληνική

Ευρωεκδοτική. Λεύκωμα (1991). Η ελληνική επανάσταση του 1821, Έκθεση κειμηλί-

ων, Πολιτιστικό ίδρυμα τραπέζης Κύπρου, Αθήνα. Λεύκωμα ∆ημήτρης Καλαμάρας (1993). Αθήνα. Λιάκος Α. (2004). Ένας πόλεμος που ξεκίνησε …μετά τον πόλεμο: στο

Βιβλιοδρόμιο, Αφιέρωμα, ∆ιάλογος για την Ιστορία: εφημ. Νέ-α/∆εκ.2004, 28-29.

Λιάκος Α. (2004). Η στροφή των ιστορικών σπουδών: Καθημερι-νή/∆εκ., Βιβλιοδρόμιο, αφιέρωμα, ∆ιάλογος για την ιστορία,29.

Λιάκος Α. (2005). Μυθολογίες και Αγιογραφίες στον ∆ιάλογο για το εθνικό φαινόμενο και τον νέο ελληνισμό: Βήμα/6/2: Α39-Α41.

Λιάνης Γ. (2001). Τα έργα Καλαμάρα: εφημ. Έθνος 9/2. Λιάνης Γ. (1999). Πάρκο ∆. Καλαμάρα: εφημ. Έθνος Φλώρινας/5/2. Λιθοξόου ∆. (1993). Η πολιτική του εξελληνισμού της μακεδονικής μει-

ονότητας στο Μεσοπόλεμο: περ. Ο Πολίτης/124. Λιθοξόου ∆. (1998). Ο ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας. Αθήνα:

Μεγάλη Πορεία. Λιναρδάτος Σ. (1977-1986). Από τον Εμφύλιο στη Χούντα (1950-

1967). 4τ. Αθήνα: Παπαζήσης. Λοτσοπούλου Γ. (1995). Οι περιπέτειες ενός Μεγαλέξανδρου: Καθημε-

ρινή, 24/11. Λούστας Ν. (1992). Η Φλώρινα και το άγαλμα του Μ. Αλεξάν-

δρου:Μαχητής/ 5/11.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 379

Λυδάκης Σ. (1976). Λεξικό Ελλήνων Ζωγράφων και Χαρακτών, τ. ∆΄ Αθήνα: Μέλισσα.

Λυδάκης Σ. (1981). Οι Έλληνες γλύπτες. τ. Ε΄. Αθήνα: Μέλισσα. Μεταξιώτης Γ. (2005). Η εικόνα στην Εκπαίδευση: πολυτροπικότη-

τα κειμένων: www.komvos.edu.gr

Μαραγκός Γ. Ν. (1989). Προλεγόμενα σε μια θεωρία του πολιτισμού. Αθήνα.

Μαργαρίτης Γ. (1989). Οι περιπέτειες του ηρωικού θανάτου, 89-116: Μνήμων/ 12.

Μαργαρίτης Γ. (2001). Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949. 2τ. Αθήνα: Βιβλιόραμα.

Μάρκου Γ. (1996). Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότης και η ∆ια-πολιτισμική Εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών. Αθήνα.

Ματθιόπουλος E. (επιμ. 1999). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. Γ΄. Αθήνα: Μέλισσα.

Μεκάσης ∆. (2003). Γειτονιές της Φλώρινας: Εταιρία/37, 18-32. Μέλλιος A. (1985). Ο Μακεδονικός Αγώνας και η συμβολή της Φλώρι-

νας. Φλώρινα: ∆ήμος της Φλώρινας. Μέλλιος Α. (1994). Από την προσφορά της Φλωρινώτισσας στην ιστο-

ρική μας πορεία. Φλώρινα. Μερακλής Μ. (1985). Ελληνική λαογραφία. Αθήνα. Μιχαηλίδης I. ∆. (2004). Τα πρόσωπα του Ιανού, οι ελληνογιουγκοσ-

λαβικές σχέσεις τις παραμονές του ελληνικού Εμφυλίου Πολέ-μου, 1944-1945. Αθήνα: Πατάκης.

Μιχαλοπούλου Α. (1995). Το μυστικό της αρμονίας στο έργο του ∆. Καλαμάρα: Καθημερινή/22/1, 32.

Μόδης Γ. (1950). Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί. Θεσσα-λονίκη: Μακεδονική Βιβλιοθήκη.

Μόδης Γ. (1950). Χωριά, φρούρια της Μακεδονίας. Αθήνα: Χ. Περγα-μάλη.

Μόδης Γ. (1960). Αριστοτέλης/23, 41-45. Μόδης Γ. (1960): εφημ. Έθνος/27/8. Μόδης Γ. (1967). Ο Μακεδονικός Αγών και η Νεώτερη Μακεδονική

Ιστορία. Θεσσαλονίκη. Μοσχοφίδης Ν. (2001). Η φωνή της Μικρασίας. Θεσσαλονίκη.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 380

Μουζέλης N. (2004). Πάθει μάθος: Βήμα, 14/11, Α57. Μουζέλης Ν. (1977). Εισαγωγή στο Κ. Λ. Καραβίδας. Αγροτικά, μελέ-

τη συγκριτική. Αθήνα: Παπαζήση. Μουρέλος Γ. (1985). Θέματα Αισθητικής και Φιλοσοφίας της Τέχνης.

Τ. Β΄. Αθήνα: Νεφέλη. Μπαμπινιώτης Γ. (1998). Λεξικό της Νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα:

Κέντρο Λεξικολογίας. Μπαρτ Ρ. (1973). Μυθολογίες, Μάθημα. Μετ. Κ. Χ/∆ήμου, Ι. Ράλ-

λη.Αθήνα: Ράππα. Μπερσέλι Ε. (2005). Η πατρίδα και η αριστερά: Ελευθεροτυπία 27/3,

41. Μπέσσας T. (1991). Η κοινωνική θέση και η εικαστική εκπαίδευση

των καλλιτεχνών της Αναγέννησης. Πανεπιστημιακές Σημειώ-σεις. Φλώρινα.

Μπέσσας ∆. Π. (2003). Θέμης Μηλώσης 1942-2003. Φλώρινα: Πρέσπες. Μπέσσας ∆., Βαμβακίδου Ι. (2004). Τοιχογραφίες του Μ. Πολυμέρη

στη Φλώρινα: περ. Εκπαιδευτικά/υπό δημοσίευση. Μπέσσας Τ. (1993). Η εικαστική Φλώρινα (1941-1976). Φλώρινα: ∆η-

μόσια Βιβλιοθήκη Βασιλικής Πιτόσκα-Βαρνά. Μπονίδης Κ., Αντωνίου Φλ., Μπουραντάς Οθ.(2002). Ο εθνικός εαυ-

τός και ο εθνικός άλλος στην εικονογράφηση των σχολικών εγ-χειριδίων του γλωσσικού μαθήματος: Μακεδνόν/ 10, 77-92.

Μπουζάκης Σ. (2002). Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1998). Αθήνα: Gutenberg.

Μπουρντιέ Π. (1999.) Η ανδρική κυριαρχία. Επιμέλεια-επίλογος Ν. Παναγιωτόπουλος. Αθήνα: Στάχυ.

Μυκονιάτης Η. (1979). Το εικοσιένα στη ζωγραφική, συμβολή στη με-λέτη της εικονογραφίας του Αγώνα. Θεσσαλονίκη, δ.δ.

Νεράντζης Χ. (1984). Χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, Ο Μακε-δονικός Αγώνας, 3τ. Θεσσαλονίκη: Μορφωτικός Κόσμος.

Νικολακόπουλος Η. (1988). Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Νικολακόπουλος Η. (2004). Ο Εμφύλιος στο πεδίο της Ιστοριογραφίας: στο Βιβλιοδρόμιο, Αφιέρωμα, ∆ιάλογος για την Ιστορία: εφημ. Νέα/∆εκ.2004, 3.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 381

Ξυδάκης N. (2001). Όσα ψυχανεμίζεται η τέχνη: Καθημερινή 17/6/, 52. Ξωχέλλης Π. (1995). Θεμελιώδη προβλήματα της Παιδαγωγικής Επι-

στήμης. Θεσσαλονίκη. Ξωχέλλης Π. επιμ. (2002). Σχολικά βιβλία και διαπολιτισμική εκπαί-

δευση: Μακεδνόν 10, 3-112. Πάντος Θ. (1990). Το Χρώμα. Αθήνα. Παπαγιώργης K. (2003). Η λατρεία της μνήμης: Επενδυτής, 6-7/12, 4. Παπαθανασίου Π. Ι. (1990). Για τον ελληνικό βορρά. Αθήνα. Παπανικολάου M. (1981). Γερμανοί ζωγράφοι στην Ελλάδα κατά τον

19ο (1826-1843). Θεσσαλονίκη. Παπανικολάου M. (1994). To μπλε άλογο. Θέματα ιστορίας και κριτι-

κής της τέχνης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Παπανικολάου Μ. (1985). Υπαίθρια γλυπτά της Θεσσαλονίκης. Θεσ-

σαλονίκη. Παπασπύρου – Καραδημητρίου E.(1990). Το εθνικό ιστορικό Μουσεί-

ο. Αθήνα Παπασταμάτης Π. (1960). Ο Οπλαρχηγός Καπετάν Λάκης Πύρζας, Η-

μερολόγιο: Αριστοτέλης/ 20, 3-80, Φλώρινα. Πασχαλίδης Γ. (2000). Ιστορία και Ζωή: Φιλόλογος / 99, 94-103. Πασχαλίδης Γ. (2001). Σημείων Αγωγή / Σημεία Αγωγής, 15-22 στο: Σ.

Καμαρούδης., Ε. Χοντολίδου, Σημειωτική και Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Πέπης ∆. (1971). Έντονος αντίθεσις του Σεβ. Μητροπολίτου μας δια το έργον του ηρώου Θνήσκων Πολεμιστής: εφημ. Έθνος Φλώρινας, 13/11/1971.

Περιβαλλοντική Ομάδα 14ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης (1999). Προ-σεγγίζοντας τα υπαίθρια γλυπτά της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλο-νίκη:Κώδικας.

Πετρής Γ. (1975). Μακρυγιάννης και Π. Ζωγράφος, ∆οκίμιο εικονολο-γικό. Αθήνα: Ηριδανός.

Πετρίδης Π. (επιμ. 2000). Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967). Απόρρητα ντοκουμέντα. Αθήνα: Προσκήνιο.

Πετσίβας Γ. (επιμ.1994). Ι. Καραβίτης, Ο Μακεδονικός Αγών. Απο-μνημονεύματα, 2τ. Αθήνα.

Πήχου Ι. Ν. (επιμ.1993). Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης. Φλώρινα: έκδ.Μητροπολιτικού Ναού.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 382

Πληζιώτης Χ. (1991). Αναμνήσεις του μετώπου 1920-1921. Αθήνα: Κέ-ντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

Πολίτης Ν. (1975). Γαμήλια Σύμβολα : Λαογραφικά Σύμμεικτα, Β΄ . Αθήνα.

Πρακτικά 9ης Τακτικής Συνεδρίασης του ∆ημοτικού Συμβουλίου Φλώ-ρινας: 2/6/1999.

Πρακτικά Συνεδρίασης 28/2/2001 ∆.Σ. Καστοριάς. Προφορικές μαρτυρίες από τον Λάζαρο Μέλλιο και από τον Χρήστο

Φάτση, μέλος του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου στην Φλώρινα. Πρώιμος Κ. Β. (2003). Στα όρια της αισθητικής. Αθήνα: Κριτική. Πυλάης Κ. (1990). Μνήμες-βιώματα-στοχασμοί, 1870-1990. Αθήνα. Πυροβέτση Μ., Μιχαηλίδης Ι. (2004). Γ. Μόδης, Αναμνήσεις. Θεσσαλο-

νίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Ρηντ Χ. κ.α. (1986). Λεξικό εικαστικών τεχνών. Μετ. Α. Παππάς. Αθή-

να: Υποδομή. Σβορώνος Ν. (1976). Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Αθήνα: Θεμέλιο. Σβορώνος Ν. (1994). Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας. Αθήνα:

Θεμέλιο. Σβορώνος Ν. (2004). Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του

νέου ελληνισμού. Αθήνα: Πόλις. Σβορώνος Ν. Γ. (1982). Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριο-

γραφίας. Αθήνα: Θεμέλιο. Σημαντήρας Γ. Ι. (1964). Φλώρινα η βιβλιογραφία της: Έκδοση Φ. Σ. Φ.

Αριστοτέλης Φλώρινας. Σκαρπέλος Γ. (2000). Ιστορική Μνήμη και ελληνικότητα στα κόμικς.

Αθήνα: Κριτική. Σουλιώτης Μ. (1992). Μακεδονολάτρες και Μακεδονομάχοι. Όπου ο

σλαβόφωνος καπετάν Κώττας έχει περάσει στα αζήτητα: Ι-στός/7-8, 19-21.

Σουλιώτης Μ. (2000). Μόνο εναντίον: Ελευθεροτυπία: Ιός, Αφιέρωμα Αυγουστίνος Καντιώτης 16/1/.

Σουλιώτης Μ. (επιμ.2000). Γκρίγκορ Παρλίτσεφ. Αυτοβιογραφία. Μετ. Α. Ανδρέου. Αθήνα: Μαύρη Λίστα.

Σουλιώτης Μ. «Περί ετερότητας φιλολογικό σημείωμα» στο: Κυρίδης Α., Ανδρέου Α. (επιμ. 2005). Όψεις της Ετερότητας. Αθήνα : Gutenberg, 17-22.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 383

Σουλιώτης Μ. (2003). Εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων: Βήμα, 19/10.

Σουλιώτης-Νικολαίδης Α. (1993). Ο Μακεδονικός Αγών, Η Οργάνωσις Θεσσαλονίκης 1906-1908. Απομνημονεύματα. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ.

Σπίνου Π. (2005). Προκλητικές χειρονομίες: εφημ. Κυριακάτικη Ελευ-θεροτυπία 31/7, 24.

Σπυριδάκης Μ. (2000). Η μαστοριά ως λαϊκή κουλτούρα: ∆ιαβάζω/ 404, 120-124.

Στάγκος Ν. (1959). Υποσχόμεθα να ομιλώμεν πάντοτε την ελληνικήν! Ο όρκος των κατοίκων της Καρδιάς , των Κρύων Νερών επανε-λήφθη εις Ατραπόν: εφημ. Ελληνικός Βορράς 11/8, 5.

Σταμέλος ∆. (1993). Νεοελληνική λαϊκή τέχνη. Αθήνα. Σταυρακάκη Μ. (2005). Κομματικά παιχνίδια με τις ομοσπονδίες των

σωμάτων ασφαλείας: Ο κόσμος του Επενδυτή, 30-31/7, 13. Σταυρόπουλος Θ. (1979). Ιστορική ανάλυση του αγροτικού ζητήματος

στην Ελλάδα. Αθήνα: Νέα Σύνορα. Στεφανίδης M. (1984). Εισαγωγή στην ελληνική γλυπτική. Αθήνα. Στεφανίδης Μ. (2001). Με τόλμη και γοητεία: Κυριακάτικη Ελευθερο-

τυπία, 13/5, 16-17. Στεφανίδης Π. (1971). Η άλλη πλευρά του λόφου, το μνημείο του α-

γνώστου στρατιώτου: Έθνος, 20/11/1971. Τζιόβας ∆. (2002). Κουλτούρα και πολιτική: Το Βήμα, Νέες Εποχές/9/6,

Α67. Τριανταφυλλίδου Τ. ( 2005). ∆ημήτριος Γ. Μπερναρδάκης, η ζωή και

το έργο ενός ευεργέτη: συμβολή στη βιβλιογραφική έρευνα: Μακεδνόν/14, 109-123.

Τσάμης Π. (1975). Μακεδονικός Αγών. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακε-δονικών Σπουδών.

Τσιάρα Σ. (2004). Τοπία της εθνικής μνήμης, Ιστορίες της Μακεδονίας γραμμένες σε μάρμαρο. Αθήνα: Κλειδάριθμος.

Τσουκαλάς Κ. (1978). Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, ένα έθνος σε κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο.

Τσουκαλάς Κ. (1999). Η εξουσία ως λαός και ως έθνος, περιπέτειες σημασιών. Αθήνα: Θεμέλιο..

Τσουκαλάς, Κ. (1984). Η ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου Πολέμου.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 384

Στο: Ιατρίδης Ι. (επιμ). Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: Ένα έθνος σε κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο, 561-594.

Τσουκαλίδης B. (1981). Μια ξεχασμένη Ιστορία. Αθήνα. Τσούκας ∆. (1997). Αναμνήσεις με σημασία: περ. Εταιρία/ 29. Φερρό Μ.(1999). Η ιστορία υπό επιτήρηση. Μετ. Β. Τομανάς. Σκόπελος:

Νησίδες. Φλουρής Γ. (1995). Η αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και η διαδικασία

της μάθησης. Αθήνα. Φουκό M. (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης, μετ. Κ. Παπαγιώργης.

Αθήνα: Εξάντας. Φουκό Μ. (1989). Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της Φυλακής.

Αθήνα: Ράππα. Φουκό Μ. (1991). Η μικροφυσική της εξουσίας. Αθήνα: Ύψιλον. Φραγκουδάκη Α., ∆ραγώνα Θ. (1997). Τι είναι η πατρίδα μας. Εθνο-

κεντρισμός στην εκπαίδευση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Φραντζισκάκη Αικ. (επιμ. 1989). Πολυμέρης, δέκα χρόνια ζωγραφική

1979-1989. Αθήνα. Φραντζισκάκης Φ. (1979). Φλώρινα τέλος. Σπίτια, άνθρωποι, εκκλησίες,

στο έλεος ενός μητροπολίτη που δρα σαν Χομεϊνί:περ. Ζυγός/ 37, 79-84.

Φωτιάδης Κ. (2004). Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. 14 τ.

Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος. Φωτιάδης Κ. (1988). Οι εξισλαμισμοί της Μ. Ασίας και οι Κρυπτοχρι-

στιανοί του Πόντου. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη. Φωτιάδης Κ. (1997). Πηγές του κρυπτοχριστιανικού προβλήματος.

Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη. Χαραλαμπίδης Α. (1995). Η τέχνη του 20ού αιώνα, η μεταπολεμική

περίοδος, 2τ. Θεσσαλονίκη:University Studio press. Χατζητάσκος Α. (1962). Η καταστροφή του Μεσόβουνου: περ. Εθνική

Αντίσταση, συλλογή/1/4/. Χιονίδης Κ. (1983). Ο μονοκέφαλος αετός: Ποντιακή Εστία/49, Μάρτι-

ος-Απρίλιος. Χολέβας Ι. (1992). Οι Έλληνες Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Αθήνα. Χονδροματίδης Ι.(2004). Η Μάχη της Φλώρινας: Τότε/3, Σεπτέμβριος,

63-68.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 385

Χρήστου X., Κουμβακάλη-Αναστασιάδη M. (1982). Νεοελληνική Γλυ-πτική 1800-1940. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος.

Χρυσοχόου Α. (1949). Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον πρώτον, Η δράσις του ΚΚΕ. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ.

ΑΡΧΕΙΑ

Αρχείο ∆ημόσιων Μνημείων: ∆ήμος Φλώρινας. Αρχείο ∆ήμου Ν. Κυδωνίας, Πρακτικά ∆.Σ. 2000. Αρχείο ∆ήμου Φλώρινας, Αποφάσεις του ∆ημοτικού Συμβουλίου, 1992. Αρχείο Μνημείων Μακεδονίας: Μουσείο Μακεδονικού Αγώνας: Θεσ-

σαλονίκη. Αρχείο Συλλόγου Φίλων του Κώττα: Φλώρινα. Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη: Αρχείο Π. Σ. ∆έλτα, φ. 561. Αρχείο Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης, φ. Χρηματοδότηση δημοσί-

ων μνημείων. Αρχείο Φιλίππου ∆ραγούμη, φ. 1041, εγγρ. 5. Γ.Α.Κ Φλώρινας, Αρχείο Συλλόγου Κιουταχιωτών, 83/137/2.1/1931-

1951. ΓΑΚ Φλώρινας: εφημερίδες για τη Μάχη της Φλώρινας/156/2/1949,

159/5.1/1948-1949. Μουσείο Μπενάκη- Φωτογραφικό Αρχείο ∆. Χαρισιάδη.

Εφημερίδες

Αυγή/ 18/2/2001. Αυγή/ 28/10/2003. Αυγή/27/3/2001. Βήμα της Φλώρινας/14/8/ 1997. Έθνος της Φλώρινας/19/6/ 1996. Έθνος Φλώρινας /8/8/59. Έθνος Φλώρινας/ 20/11/1971. Έθνος Φλώρινας/ 27/10/34. Έθνος/5/2/1999. Ελευθεροτυπία /31/3/2001. Ελευθεροτυπία 17/2/2001. Ελευθεροτυπία 5/11/2004.

Α. ΑΝ∆ΡΕΟΥ, Ι. ΒΑΜΒΑΚΙ∆ΟΥ 386

Ελευθεροτυπία/ 15/3/1998. Εμπρός Φεβρουάριος /1949. Η ώρα της Αλήθειας/16/12/1998. Ημερησία 19,20/3/2005. Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Αφιέρωμα: Παύλος Μελάς, Ένας αιώνας

μνήμης, 17/10/2004. Καθημερινή 11/8/59. Μακεδονία/ 28/6/1998. Μακεδονικά Νέα/ 52/19/10/2001. Ο κόσμος του Επενδυτή/15-16/10/2005, 38. Τα Νέα 8/3/2001. Φωνή της Φλώρινας/ 11/6/1993, 18/6/1993, 25/6/1993, 12/9/2003. Φωνή της Καστοριάς/ 9/8/59. Φωνή της Φλώρινας /14/5/1999. Φωνή της Φλώρινας/ 14/10/2001. Φωνή της Φλωρίνης/ 17/10/1975. Φωνή της Φλωρίνης/19/10/2001. Χανιώτικα Νέα/ 22/3/2001. Ώρα της Αλήθειας/ 27 Μαΐου 1996. Ιός, Ελευθεροτυπία, 10/2/2002. Ιός, Ελευθεροτυπία, 26/11/2000. Ιός, Ελευθεροτυπία, 29/11/1998. Ιός, Ελευθεροτυπία,7/7/2002.

Περιοδικά Αριστοτέλης/115-116/1976. Αριστοτέλης/23/1960. Εκκλησιαστικός Αγών (τόμος Α', 1966-1975). Ζόρα, τεύχος 1, Οκτώβρης 1993. Σάλπιγξ Ορθοδοξίας (1968-1999). Τότε/3/9/2004. Χριστιανική Σπίθα (1980-1989).