Post on 20-Jan-2023
Α Ν Α Λ Ο Γ I ONΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 5 - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2003-ΤΙΜΗ: 10 ΕΥΡΩ
ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΓΙΑΚΑΛΗΣ, ΜΗΤΡΟ
ΠΟΛΙΤΗΣ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΜΠΑ-
ΤΖΙΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ, ΠΑ
ΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΛΑΚΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ,
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΕΝΙΡΤΖΗ-ΖΑΧΑΡΑΚΗ, ΘΑΝΑΣΗΣ
ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΤΙΝΑΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΕΡΖΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΣΤΑΣΙΟΥ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ
ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ, ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΙΝΔΙΚΤΟΣ Α.Ε.Ε.Β.Ε.
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ: ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ ΕΚΤΥΠΩΣΗ: ΑΦΟΙ ΒΓΟΝΤΖΑ O.E.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ ΑΘΗΝΑ: °ΕΦΕΣΣΟΥ 24, 17121
ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ, ΤΗΛ.: 210-9334 554, 210-9314 968, FAX: 210 9311 436,
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: »ΤΣΙΜΙΣΚΗ 5, 54625, ΤΗΛ.: & FAX: 0310-540610 ΣΥΝΔΡΟΜΗ
ΓΙΑ 4 ΤΕΥΧΗ: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ: 30 -, ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ: 55 -, ΙΔΡΥΜΑΤΑ-ΝΑΟΙ-
ΜΟΝΕΣ: 35 -, ΦΟΙΤΗΤΕΣ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ: 28 - ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ,
ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟΝ, ΜΕΓΔΑΝΗ 6, 50100 ΚΟΖΑΝΗ,
ΤΗΛ.: 24610-36050, FAX: 24610-40026, E-MAIL: IMSK@OTENET.GR
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο ΛΑΟΣ ΩΣ ΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΚΤΙΖΟΝΤΑΣ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ» ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
ΟΙ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΤΑ ΕΜΜΕΣΩΣ ΣΥΝΑΓΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Ζ ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΤΩΝ - ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ
3
5 Π έ τ ρ ο ς Β α ς ι λ ε ι α δ η ς
14 Δ η μ η τ ρ ι ο ς Δ . Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ο π ο υ λ ο ς
27 Δ η μ η τ ρ η ς Γ. Μ α υ ρ ο π ο υ λ ο ς
34 Π ρ ε ς β υ τ ε ρ ο ς Γ ε ώ ρ γ ι ο ς Μ π α ς ι ο υ δ η ς
48 Γ ι ώ ρ γ ο ς Φ ο υ ς τ ε ρ η ς
54 Π α ν α γ ι ώ τ η ς I. Σ κ α λ τ ς η ς
71 Ι ω σ ή φ Ρ ο η λ ι δ η ς
77 π . Ν ε κ τ ά ρ ι ο ς Π α ρ η ς
Λ ε ω ν ί δ α ς Α ς τ ε ρ η ς
Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ Α Μ Β Ρ Ο Σ Ι Ο Σ Γ ί Α Κ Α Λ Η Σ
128 Π ρ ω τ ο π ρ . Ν ι κ ό λ α ό ς Λ ο υ δ ο β ί κ ο ς
138
140 Σ ω τ η ρ η ς Γ ο υ ν ε λ α ς
ΠΟΙΗΣΗ 144 Α ν δ ρ ε α ς Λ ι τ ό ς
Φ α ν η Α θ α ν α ς ι α δ ο υ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΟΡΦΗ -
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΣΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣΙ ω ά ν ν η ς Ν ι κ ο λ ά ο υ Μ α ς τ ε ρ ο π ο υ α ο ς
ΜΙΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ
ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
154 Β α ς ω Γ ω γ ο υ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ! 60 Α ρ χ ι μ Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ Ι Ν Ο Σ Μ υ ρ ο υ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟΓΡΑΤΣΙΑΝΟ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΑ 165 Σ ω τ η ρ η ς Γ ο υ ν ε λ α ς
Σ τ α ύ ρ ο ς Γ ι α γ κ α ζ ο γ λ ο υ
Π α ν τ ε λ ή ς Κ α λ α ϊ τ ζ ι δ η ς
ΒΙΒΛΙΟΣΤΑΣΙΟΝ ! 69
Το ΠΑΡΟΝ ΤΕΥΧΟΣ ΚΟΣΜΕΙΤΑΙ ΜΕ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Ν Ι Κ Ο Λ Α Ο Υ Μ Α Σ Τ Ε Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
IΩ .. ΠΡ Ο ΣΕ X ΕΙ._ A Φ |Ε Ρ_Ω Μ Α_Τ Ο Y A ΝΑ Λ Ο ΓI Ο.Υ ΕΛΛΗΝΙΚΗ Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η ΚΑΙ Ο Ρ Θ Ο Δ Ο Ξ ΙΑ
Ο «ΤΡΟ ΠΟ Σ» ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΦΟΡΜΙΣΜΟΣ ΤΗΣ Τ Ε Χ Ν Ο Τ Ρ Ο Π ΙΑ Σ
Κατάλευκο βυζαντινότροπο ξωκλήσι στις παρυφές λοφίσκου ή πλάι στη θάλασσα. Ό αγέρας να μεταφέρει τήν αλκή κυματιστά, αγκαλιάζοντας τον ήχο της μικρής καμπάνας, σε μια ανείπωτη αρμονία. Γλυκιές και αυστηρές οί παραστάσεις των αγίων, μ ’ εκείνη την «.ανατομική» τους ματιά, ξεπροβάλλουν αγέρωχες, δια- λύοντας την άχλυ του πολυκαψισμοΰ και της φθοροίς ή οποία περνώντας από πάνω τους, μάλλον τους προσάπτει περισσότερη γοητεία. Στο φαλτήρι, το θαμπό κερί ιλαρύνει την ατμόσφαιρα καί τά φθαρμένα άπ ’ τή
χρήση βιβλία, μάρτυρες καθοριστικοί τοΰ μεγαλείου της λατρευτικής μας Παράδοσης.Κ αί νάϊ Το σούρουπο φορά το άρωμά του, ετσι δπως άπό τά μικρά πορτοπαράθυρα προβάλλει μ ’ ένα λ ί-
κνιστό χορό ο καπνός από τό θυμιατήρι — «Φως ιλαρόν αγίας δόξης...»
δώ καί δεκαετίες ή ορθόδοξη θεολογία προσπαθεί να άνιχνεύσει τήν αύτοσυνειδησία της στον πλούτο της λατρευτικής της Παράδοσης, ετσι δπως αυτός άποτυπώνεται στήν εύχαριστιακή
της εμπειρία και στις ποικίλες εκφάνσεις τοΰ πολιτισμού που αυτή παράγει: μουσική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική κ.τ.λ. Μελέτες καί εκδόσεις, άρθρα καί αφιερώματα περιοδικών, έρχονται να φωτίσουν πτυχές καί παραμέτρους τοΰ ζητήματος καί να συνεισφέρουν στήν εμβάθυνσή του.
Ή επανασύνδεση της εκκλησιαστικής μας ζωής μέ τήν λατρεία καί τήν Παράδοση μάλλον κατάντησε ψυχολογική πανοπλία ορθοδοξίας, σε καιρούς ανασφάλειας καί ελλείμματος βεβαιοτήτων. Επενδύουμε μέ τον μανδύα της Παράδοσης κάθε αδυναμία σύγκρουσης μέ τον εκκλησιαστικό έπαγ- γελματισμό, κάθε μαγική εκδοχή των μυστηρίων καί της σωτηρίας, κάθε κοσμοφοβία καί κάθε ύποπτο μυστικισμό. Τήν άδυναμία να παράγει ή εκκλησιαστική μας ζωή νέες τάσεις καί νέες πραγματικότητες εκκλησιαστικής πρακτικής, τήν φοβική μας άρνηση —πού προέρχεται από έλλειψη θεολογικών κριτηρίων— να αξιολογήσουμε τις αλλαγές καί να έκθεολογήσουμε τις ανάγκες μας, συχνά τήν δικαιολογούμε μέ τό επιχείρημα ότι ύφίσταται παλαιοτάτη «τάξις», ή οποία απαγορεύει τήν αλλαγή. Λησμονοΰμε όμως —κατά σοφή παρατήρηση τοΰ π. Φλωρόφσκυ πού μαρτυρεΐται στήν πατερική μας παράδοση— πώς ή παλαιότητα άπό μόνη της, χωρίς τήν αλήθεια, δέν άποτελεΤπαρά χρόνια πλάνη.
Καί μένουμε μέ τήν άχαρη γεύση της απομίμησης, τοΰ κομπασμοΰ καί της καρικατούρας, κάθε φορά πού διακεκριμένοι καλλιτέχνες τής ορθόδοξης παράδοσης —πολύ περισσότερο αν είναι μοναχοί— κάνουν βυζαντινή ζωγραφική πατιτούρα, έναντι αστρονομικής αμοιβής ! ’Ή γινόμαστε ειδικοί εκτιμητές τής βυζαντινής τέχνης, κάθε φορά πού θα διαγνώσουμε τον «βυζαντινό ρυθμό» στα τσιμεντένια εκτρώματα τής σημερινής μας ναοδομίας. Έ ν τέλει καταντοΰμε μανιώδεις θηρευτές τοΰ παλιοΰ, αύτοΰ πού συνιστα άπομεινάρι της παράδοσης — τα ερωτήματα δμως πού τέθηκαν αρχικά, θα κρίνουν πάντοτε τήν εμπειρία πού αποκομίζει ό καθένας, άπό τήν επαφή του μέ τ ’ άπο- μεινάρια τής παράδοσης...
Τό παρόν τεΰχος τοΰ ’Αναλογίου μέσα άπό τήν άναπόφευκτη άνάλυση, ιστορική προσέγγιση
Σ Χ Ο Λ Ι Α Ε Π ΙΚ Α ΙΡ Α ΚΑΙ Α Ν Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Α
ένός απρόσωπου και άνώνυμου πλήθους, δίχως κοινωνία και σχέση ζωής μέ ιόν συνάνθρωπο ως αδελφό. Συχνά, ή προσέλευση στη Θεία Λειτουργία άπο συμμετοχή στο ευχαριστιακό Σώμα του Χρίστου ώς όντολογική σχέση μέ τον Θεό, τον κόσμο και τον συνάνθρωπο, έκπίπτει στο επίπεδο τής ακρόασης ένός ήθικολογικοϋ κηρύγματος, άσχετου μέ την ταυτότητα και τό ήθος τής ’Εκκλησίας. Τυπολατρία, έγκεφαλική ή ψυχολογική προσέγγιση τής λατρείας, άκατανόητη γλώσσα και συμβολική, παθητική παρακολούθηση μιας θρησκευτικής παράστασης, πού δεν είναι πλέον έργον του λαού (λειτουργία). 'Η λατρευτική πράξη των ορθοδόξων, παρά τον λαμπρό βυζαντινό διάκοσμο και τό τυπικό της, μοιάζει να ικανοποιεί άπλώς εναν θρησκευτικό καταναλωτικό ευδαιμονισμό, νά άφορά τά άτομα στήν ίδιώτευση και στή μοναξιά τού πλήθους και όχι τα πρόσωπα τής ευχαριστιακής κοινότητας.
Τάϊδια έπιφαινόμενα παρατηρούνται και στον χώρο τής εκκλησιαστικής τέχνης, ή όποία σαρκώνει, προεκτείνει και έκφράζει τό λειτουργικό ήθος τής ευχαριστιακής κοινότητας. Τό ήθος τής λειτουργικής τέχνης δεν συνιστά έργο κοινωνίας και σχέσης, ανάδειξη τής ευχαριστιακής χρήσης τού κόσμου καί τής ύλης, άλλα τεχνική άπομίμη- σης και άντιγραφής τών κορυφαίων επιτευγμάτων τής έκκλησιαστικής τέχνης τού παρελθόντος. Όπως άκριβώς τό ορθόδοξο ήθος άλλοτριώνε- ται και εκπίπτει σε άντικειμενική ηθική, έτσι καί ή λειτουργική τέχνη άλλοιώνεται σε άπρόσωπη θρησκευτική τεχνική. 'Η θρησκειοποίηση τού ήθους τής λειτουργικής τέχνης εκφράζεται άπο τον στατικό και διακοσμητικό χαρακτήρα τής σύγχρονης έκκλησιαστικής τέχνης. ’Αφού ξεπέρασε τον δυτικό θρησκευτικό νατουραλισμό, ή σύγχρονη έκκλησιαστική τέχνη μιμείται βιομηχανο- ποιημένα καί στερεότυπα τό κάλλος και τήν άλή- θεια τής ορθόδοξης τέχνης. Γίνεται τέχνη τής άπομίμησης και τής στείρας άντιγραφής, τεχνική τής έπανάληψης και όχι τής διαρκούς πρόσληψης
καί άνάδειξης τής ύλης ώς σάρκας τού ένανθρω- πήσαντος Θεού, μετοχή και τής άλογης δημιουργίας στον προσωπικό τρόπο ύπάρξεως.
Σταύρος Γιαγκάζογλου
1Όχι άλλος «ορθόδοξος» ξύλινος λ ό γο ς - Λειτουργική αναγέννηση,
Εκκλησία , Θεολογία
ç Τ Ι ’Εκκλησία είναι κατεξοχήν λειτουργική 1 1 και ευχαριστιακή κοινότητα. Ό χ ι γιατί
υποτιμάει ή παραθεωρεί τις άλλες διαστάσεις τής ζωής, άλλά γιατί στή λειτουργική πράξη συγκεφαλαιώνεται όλη ή κτίση, ή ζωή σέ ολες της τις διαστάσεις, ένώ άπο έκεϊ άπορρέουν και οι κοινωνικές συνέπειες τού εκκλησιαστικού γεγονότος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή πρώτη χριστιανική κοινότητα τών Ιεροσολύμων, όπου ή μετοχή στο κοινό ευχαριστιακό ποτήριο είχε ώς προέκτασή της τά κοινά δείπνα (άγάπες) και τό πρωτοποριακό γιά τήν έποχή έκείνη (και για τή δική μας) πείραμα τής κοινοκτημοσύνης, ή σύνδεση μέ άλλα λόγια Ευχαριστίας και ριζικής κοινωνικής μεταμόρφωσης, ευχαριστιακής τράπεζας και κοινωνικής διακονίας (βλ. σχετικά Πράξ. 2, 42-47· 4, 32-37· 6, 1-6).
Λειτουργία ομως σημαίνει έργο τού λαού (λεϊτον+εργον). 'Η λειτουργία τελεΐται άπο τον επίσκοπο ή τον ΐερέα εξ ονόματος τού λαού, μαζί μέ τον λαό, και οχι άντι τού λαού. ΓΥ αυτό καί στήν παράδοση τής ’Ορθόδοξης ’Εκκλησίας δεν νοείται «ιδιωτική» λειτουργία, δέν μπορεΐ δηλαδή ό ιερέας νά τελέσει τή θεία λειτουργία χωρίς τήν παρουσία λαϊκών. 'Η θεία λειτουργία δέν έχει σχέση ουτε μέ ευσεβείς άτομικές προσευχές ουτε μέ μυστικιστικές, ΐεροποιημένες πρακτικές. Είναι
166
Σ Χ Ο Λ Ι Α Ε Π ΙΚ Α ΙΡ Α ΚΑΙ Α Ν Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Α
καθολική πράξη τής κοινότητας, κατά τη διάρκεια της όποίας ύπερβαίνονιαι, έστω και για λίγο, οι κάθε λογης διαιρέσεις και διασπάσεις (φυλετικές, γλωσσικές, πολιτιστικές, κοινωνικές, ταξικές, κ.λπ.), οΐ περιορισμοί του χώρου και του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου- άποτελεΐ δηλαδή ή θεία λειτουργία πρόγευση των Ε σχάτων. Στή θεία λειτουργία καταργείται ή διάκριση και ό τεμαχισμός τοΰ κόσμου σε «ΐερό» και «βέβηλο», άφοϋ ό κόσμος ολος, ή κτίση σύνολη (πνευματικό και υλικό, «ιερό» καί κοσμικό), άνα- φέρεται στο Θεό για να μεταμορφωθεί και νά άγιαστεϊ.
Ό λα αυτά βέβαια δέν συμβαίνουν κατά ένα μαγικό η μυστικιστικό τρόπο, άλλα μέ τήν προσφορά «λογικής λατρείας», πράγμα που σημαίνει πώς ή λατρεία στήν ’Ορθοδοξία ουτε άχρη- στεύει τό λόγο ουτε λειτουργεί ερήμην του λαού. Τί συμβαίνει ομως στήν πράξη; Μήπως τά παραπάνω δέν είναι παρά μια ώραιοποιημένη εικόνα τής τρέχουσας λειτουργικής πραγματικότητας; Τί καταλαβαίνει ό λαός άπ’ ολα αυτά; Πόσο συμμετέχει στή λατρεία, πόσο τά τελούμενα καί τά λεγάμενα στις εκκλησίες και τις άκολουθίες τον άφοροΰν και δέν είναι «ύπόθεση μόνο των παπάδων»;
Είναι άλήθεια ότι έμεϊς οΐ θεολόγοι -και γενικά οι άνθρωποι τής Εκκλησίας- έχουμε τήν τάση νά έξωραΐζουμε τά υπαρκτά προβλήματα, θαρρείς καί φοβόμαστε νά ψηλαφίσουμε τήν τραγικότητα ορισμένων καταστάσεων. Έχουμε τήν έντύπωση πώς εάν ξορκίσουμε τό πρόβλημα, αυτό αυτομάτως θα πάψει νά υπάρχει. Μοιάζει νά ’χουμε πάρει διαζύγιο άπό τή ζωή και τήν πραγματικότητα, ζώντας σε έναν δικό μας ιδεατό κόσμο, προστα- τευμένο άπό τά άδιάκριτα βλέμματα, τήν έλεύθερη κριτική και τό διάλογο. Αυτό άκριβώς συμβαίνει και μέ τά προβλήματα τής λειτουργικής πράξης τής Εκκλησίας πού ζητούν έπειγόντως λύσεις και άπαντήσεις και πού σχετίζονται κυρίως μέ τό ζήτημα τής συμμετοχής τού λαού και τό δίλημμα τής
μεταγλωττίσεως. Πώς νά συμμετάσχει ομως ό λαός στή λατρεία, οταν αυτή έπιμένουμε νά τελεΐται σέ ενα γλωσσικό ιδίωμα σχεδόν άκατανόητο γιά τούς περισσότερους;
Ό έσχάτως άναπτυχθεϊς «ορθόδοξος» ξύλινος λόγος, έξιδανικεύοντας τό παρελθόν άρνεϊται νά δε! τό σήμερα και κυρίως τό αύριο. Τού είναι παντελώς άγνωστο τό νόημα τού παρόντος και ή διάσταση τού μέλλοντος. Αυτός μόνο μέ τό ένδοξο παρελθόν τρέφεται... ’Αρκεί ομως νά «παραβρε- θεΐ» η νά «παρακολουθήσει» κανείς κάποιο άπ’ τά μυστήρια τής Εκκλησίας, νά τύχει σέ μαθητική θεία λειτουργία ή στήν τέλεση τής θείας Ευχαριστίας σέ μια συνηθισμένη έλληνική ενορία γιά νά καταλάβει πόσο σοβαρό είναι τό πρόβλημα: Ή θεία λειτουργία, τελούμενη σέ μια γλώσσα άκατανόητη, άπό έργο τού λαοϋ {λεΐτον+εργον), άπό πράξη μετοχής τής κοινότητας στή μεταμόρφωση τού κόσμου και τής 'ιστορίας διά τής προ- γεύσεως τών Εσχάτων, έχει μεταβληθεΐ σέ ιερό θέαμα καί άκρόαμα, σέ πράξη θρησκευτικού καταναγκασμού, σέ κυριακάτικη επιβράβευση γιά τήν ηθική προσπάθεια τής έβδομάδος... Ή θεία Εύχαριστία, άπό μυστήριο καθολικής συμμετοχής στήν έσχατολογική τράπεζα τής Βασιλείας τού Θεού, έφτασε νά θεωρείται πράξη άτομικής σωτηρίας καί νά άντιπροσωπεύεται στήν κυριακάτικη λειτουργία κυρίως άπό τούς ηλικιωμένους και τά μικρά παιδιά, ένώ πολύ συχνά ή ευχαριστιακή τράπεζα υποκαθίσταται άπό μιά δεύτερη τράπεζα, αυτή τών μνημοσυνών, παρ’ όλες τις δηλώσεις πίστης στους Κολλυβάδες (πνευματικό κίνημα τού 18ου αϊώνος πού ετοίμασε τή φιλοκαλική άνα- γέννηση και υπερασπίστηκε τον άναστάσιμο χαρακτήρα τής κυριακάτικης λειτουργίας στρεφόμενο έναντίον τής τέλεσης μνημοσυνών τήν Κυριακή). Τά έκκλησιαστικά μυστήρια άπό πράξεις ένσω- μάτωσης στήν Εκκλησία, άπό γεγονότα μετα- μορφωτικά τού βίου και τών σχέσεων τής κοινότητας, μετατράπηκαν σέ κοινωνικές έκδηλώσεις ιδιωτικού χαρακτήρα, ένώ τό πανταχού παρόν
167
Σ Χ Ο Λ Ι Α Ε Π ΙΚ Α ΙΡ Α ΚΑΙ Α Ν Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Α
εκκλησιαστικό κιτς κάνει ακόμη πιο τραγική την κατάσταση. Ό κατάλογος θα μπορούσε νά μακρύνει πολύ, αν ό χώρος περίσσευε. Τά λίγα όμως που έπισημάνθηκαν άρκοϋν για νά άναδείξουν το πρόβλημα, τό όποιο έξάλλου δέν είναι καινούργιο ουτε άγνωστο. Όψεις του είχε έπιση- μάνει ό Μακαριώτατος ’Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος ήδη άπο τό Σεπτέμβριο του 1996, ώς Μητροπολίτης Δημητριάδος, άπο τό βήμα της Πληροφόρησης, οπου και εκανε προτάσεις λειτουργικής άναγεννήσεως, ενώ καταλύτης τών εξελίξεων στάθηκε τό θεολογικό εργαστήρι που οργάνωσε τό περιοδικό Σύναξη τό Φεβρουάριο του 1999, στήν ’Αθήνα, μέ θέμα: «Τό αίτημα τής λειτουργικής αναγέννησης». Τό υλικό τών εισηγήσεων τής συνάντησης αυτής καί οΐ σχετικές συζητήσεις που προκάλεσε δημοσιεύθηκαν στα τεύχη 71 έως 74 τής Σύναξης.
’Από τήν άποψη αυτή, ή πρωτοβουλία τής 'Ιερός Συνόδου τής ’Εκκλησίας τής Ελλάδος -διά τής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής ’Αναγεννήσεως· νά συγκαλεΐ κάθε χρόνο, ιό φθινόπωρο,
συνέδριο μέ θέμα σχετικό μέ τή λειτουργική άνα- γέννηση καί νά συζητάει όλα τά προβλήματα που έχουν έπισημανθεΐ, κυρίως δε το πρόβλημα τής συμμετοχής του λαού και τό μεταφραστικό δίλημμα, μόνο ώς έλπιδοφόρα και ενθαρρυντική μπορεί νά χαρακτηριστεί Τό φετινό πέμπτο στή σειρά συνέδριο τής I. Συνόδου για τή λειτουργική αναγέννηση θα συνέλθει στο Προκόπι Εύβοιας (3-6 Νοεμβρίου 2003), μέ θέμα: «Ίερουργεϊν τό Ευαγγέλιο (Ό λόγος του Θεού στή λατρεία)». Ή ’Εκκλησία ποτέ δέν ταυτίστηκε μέ νεκρά σχήματα του παρελθόντος, ένώ ή ορθόδοξη λατρεία πού γονιμοποιεϊται και τρέφεται άπο τον ζωντανό λόγο τού Θεού δέν μπορεί νά συνεχίζει νά ερμηνεύεται στατικά. ΓΥ αυτό και δικαιούμαστε, νομίζω, νά περιμένουμε άπο αυτό τό συνέδριο -άλλα και άπο τήν εύρύτερη συζήτηση πού έχει ξεκινήσει για τή λειτουργική άναγέννηση- διάλογο έν άληθεία, προσωπική και θεολογική τόλμη καί υπέρβαση τής ξύλινης γλώσσας.
Παντελής Καλαϊτζίδης
Β Ι Β Λ ΙΟ Σ Τ Α Σ Ι Ο Ν
ΤΣ’ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ
Εικαστική αϊσθητοποίηση άπό τον Γιώργο Κόρδη, έκδ. 'Αρμός, Δεκ. 2002.
Μια άνέλπιστη έκδοση είδε το φώς παραμονές Χριστουγέννων, ίσως γιά νά μάς προετοιμά
σει καλύτερα για τό άντίκρυσμα τού «νέου παιδιού». Μιά έκδοση πού συνδυάζει λόγο μέ εικόνα, ποίηση μέ ζωγραφική, ζωή άγάπης μέ αίσθηση ρυθμού, ένός ρυθμού εικονογράφησης πού ό Γ. Κόρ- δης τον ταίριαζε κατάλληλα γιά τό σπουδαίο αυτό κλασικό έργο τών γραμμάτων μας. Δέν μάς δίνει έτσι μονάχα τήν άφορμή νά νιώσουμε ζωγραφικά τό κείμενο, νά άκούσουμε τό λόγο, νά παραλληλίσουμε τήν αίσθηση μέ πράγματα πέρα άπό τήν αίσθηση, μά έρχεται νά μάς βάλει νά συγκρίνουμε έποχές και πρόσωπα και προπαντός νά νιώσουμε τή ρωμαλεότητα τής έκφρασης σέ καιρούς πού ό ποιητής της «βλέπει μέ απόλυτη καθαρότητα τό πράγμα πού εκφράζει, δηλαδή τή λεπτομέρεια ένός ψυχικού και σωματικού κόσμου πού κινείται μέ μιά ρυθμική ρηματική διατύπωση», κατά τά λεγόμενα τού Γ. Σεφέρη στις Δοκιμές {«Έρωτόκρκος», σελ. 283, γ ' έκδ. τού 1974). Βρισκόμαστε άκόμη στήν έποχή πού ό ποιητής είναι ό έαυτός του και ή κοινότητα, δέν είναι ξεμοναχιασμένος, δέν είναι έξα- τομικευμένος. Γι’ αυτό, άλλωστε, τό βάρος τής δουλειάς του πέφτει στή συγκίνηση, ή συγκίνηση αυτή έχει επαναλήψεις (σάν νά συμμετέχει ό άρχαίος χορός) και ή γλώσσα είναι ή κοινή γλώσσα τού λαού δοσμένη μέ τον τρόπο πού έχει ή τέχνη νά τήν κάνει πιο αστραφτερή άν οχι και πιο κοφτερή (συνάμα διάφανη).
Όμως θά πρέπει νά πώ οτι ενα τέτοιο ποίημα βάζει σέ δοκιμασία τον σημερινό αναγνώστη. Αυτόν τον βιαστικό, τον βομβαρδισμένο άπό «πληροφορίες» και άνοησίες, εικόνες ηλεκτρονικές και μή. Γιατί δέν θέλει φιλοσοφία γιά νά καταλάβουμε ότι ένα βασικό εμπόδιο στήν πρόσληψη τέτοιων έργων
σήμερα είναι ό χρόνος. Τά έργα αυτά γυρνούν σέ άργό γύρισμα, δπως και οι έκπληκτικές ταινίες τού Ταρκόφσκι. Κάθε μεγάλο έργο έχει μέσα του άργητα και σχόλη, άλλιώς καταγράφει τή νεύρωσή μας και τήν άρρώσπα τής έποχής. Ό Έρωτόκριτος δέν έχει τέτοια. Κι είναι ένας λόγος πού ό Κόρδης, έξοικειωμένος μέ τήν παραδοσιακή ζωγραφική και άγιογραφία, βρήκε πρόσφορο έδαφος νά άναπτύ- ξει τον ζωγραφικό του ρυθμό (τή λέξη τονίζει ό ίδιος στο προλόγισμά του).
Τή λέξη αυτή, άν δέν άπατώμαι, τήν παίρνει άπό τον Κόντογλου στο άκόλουθο άπόσπασμα: «Τό άνώ- τερο σημείο πού έφτασε ό άνθρωπος στήν τέχνη είναι ή διακοσμητική, ό ρυθμός, όχι ή μίμηση, ή σκέτη μίμηση. Τις έντυπώσεις του άπ’ τά φαινόμενα τις έβαλε κάτω άπό νόμους άνθρώπινους ψυχικούς...». Τό παραθέτει ό Κόρδης σέ ένα δεύτερο βιβλίο πού καί αυτό κυκλοφόρησε τήν ίδια περίοδο μέ τό προηγούμενο, τό βιβλίο τού Κόντογλου μέ τίτλο Γιά νά πάρουμε μιά ιδέα περί ζωγραφικής (' Αρμός 2002) μέ μικρά καί μεγάλα κείμενα τού Φ.Κ. και όπου ό Γ. Κ. παραθέτει εισαγωγή και έπίμετρο.
Όπως, λοιπόν, ό Κορνάρος δέν ένδιαφέρεται κατά τά λεγόμενα τού Κόρδη νά δώσει στον άκρο- ατή τήν ψευδαίσθηση «μιας άντικειμενικής άναπα- ράστασης» (σελ. 14), άλλα νά ομολογήσει τήν άλή- θεια γιά τον έρωτα και τή ζωή, έτσι και ό ζωγράφος προσπάθησε «νά φανερώσει τήν παραμυθητική πλευρά τού Έρωτόκριτου, τήν άλήθεια του, και οχι νά ιστορίσει άπλώς τά γεγονότα». Προχώρησε «στήν κάθαρση τών μορφών άπό τά συναισθήματα και τήν έντονη εσωτερικότητα. Οΐ μορφές έτσι έλαμψαν μέσα στήν καθαρότητα και στήν δύναμη τής άπλότητάς τους» (σελ. 16).
Φτιάχνει λοιπόν μιά σειρά άπό μικρογραφίες