Interpretation of articles 237-250 FEU Treaty. Prepublication from V. Skouris, Commentary of the EU...

24
Τμήμα 3 Το Συμβούλιο Άρθρο 237 (πρώην άρθρο 204 της ΣΕΚ) [Σύνοδοι] Το Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου του με πρωτοβουλία αυτού του ιδίου, ενός από τα μέλη του ή της Επιτροπής. Παράγωγο δίκαιο: Απόφ. 2009/937/ΕΕ (L 325/35). 1 Σύγκληση συνόδων του Συμβουλίου Το Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του Προέδρου του, χωρίς να αποκλείεται η σύγκλησή του μετά από πρόταση κράτους μέλους ή της Επιτροπής. Στις συνόδους του μετέχουν και ακούγονται η Επιτροπή και η ΕΚΤ, όταν προβλέπεται για την τελευταία από τις Συνθήκες δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας. Τα μέλη του Συμβουλίου και της Επιτροπής είναι δυνατό να συνοδεύονται από υπαλλήλους, που τα επικουρούν. Οι σύνοδοι λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο (σύμφωνα με τις προβλέψεις του πρωτοκόλλου αριθ. 6 για τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Σε έκτακτες περιστάσεις και για δεόντως αιτιολογημένους λόγους είναι δυνατό να οριστεί άλλος τόπος συνόδου με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου ή της ΕΜΑ (ά. 1 παρ. 3 εδ. β του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, που τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ. 2009/937/ΕΕ, 325/35). 2 Προγραμματισμός και ημερήσιες διατάξεις συνόδων Η προεδρία ανακοινώνει επτά μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων της το πρόγραμμα των συνόδων που θα λάβουν χώρα κατά τη διάρκειά της. Μία εβδομάδα πριν από το οικείο εξάμηνο καταρτίζει σχέδιο των ημερήσιων διατάξεων των συνόδων που έχουν προγραμματιστεί γι’ αυτό βάσει δεκαοκτάμηνου προγράμματος δραστηριοτήτων, το οποίο συντάσσεται από την προκαθορισμένη ομάδα των τριών κρατών που ασκούν την προεδρία την περίοδο αυτή σε συνεργασία με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τον πρόεδρο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων και την Επιτροπή σύμφωνα με το ά. 2 παρ. 6 και 7 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου. Αν παραστεί ανάγκη, είναι δυνατή η πρόβλεψη πρόσθετων συνόδων, αλλά και η ματαίωση ήδη προγραμματισμένων, εφόσον δεν υπάρχει λόγος να συγκληθούν. Η ημερήσια διάταξη μιας συνόδου του Συμβουλίου καθορίζεται από αυτό βάσει προσωρινής ημερήσιας διάταξης που συντάσσεται από τον πρόεδρο. Το Συμβούλιο προβαίνει σε ψηφοφορία μετά από πρωτοβουλία του προέδρου του ή με απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του, εάν το ζητήσουν ένα μέλος του ή η Επιτροπή. Η ψηφοφορία διεξάγεται, εφόσον στη σύνοδο βρίσκεται η πλειοψηφία των κρατών μελών (ά. 3 και 11 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου). Άρθρο 238 (πρώην άρθρο 205, παράγραφοι 1 και 3 της ΣΕΚ)

Transcript of Interpretation of articles 237-250 FEU Treaty. Prepublication from V. Skouris, Commentary of the EU...

Τμήμα 3

Το Συμβούλιο

Άρθρο 237 (πρώην άρθρο 204 της ΣΕΚ)

[Σύνοδοι]

Το Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου του με πρωτοβουλία αυτού του

ιδίου ενός από τα μέλη του ή της Επιτροπής

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Σύγκληση συνόδων του Συμβουλίου ndash Το Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του

Προέδρου του χωρίς να αποκλείεται η σύγκλησή του μετά από πρόταση κράτους μέλους ή της

Επιτροπής Στις συνόδους του μετέχουν και ακούγονται η Επιτροπή και η ΕΚΤ όταν προβλέπεται

για την τελευταία από τις Συνθήκες δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας Τα μέλη του Συμβουλίου

και της Επιτροπής είναι δυνατό να συνοδεύονται από υπαλλήλους που τα επικουρούν Οι σύνοδοι

λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο (σύμφωνα με τις προβλέψεις του

πρωτοκόλλου αριθ 6 για τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών

οργάνων οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Σε έκτακτες περιστάσεις και για

δεόντως αιτιολογημένους λόγους είναι δυνατό να οριστεί άλλος τόπος συνόδου με ομόφωνη

απόφαση του Συμβουλίου ή της ΕΜΑ (ά 1 παρ 3 εδ β του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου που τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ 32535)

2 Προγραμματισμός και ημερήσιες διατάξεις συνόδων ndash Η προεδρία ανακοινώνει επτά μήνες πριν από

την ανάληψη των καθηκόντων της το πρόγραμμα των συνόδων που θα λάβουν χώρα κατά τη

διάρκειά της Μία εβδομάδα πριν από το οικείο εξάμηνο καταρτίζει σχέδιο των ημερήσιων

διατάξεων των συνόδων που έχουν προγραμματιστεί γιrsquo αυτό βάσει δεκαοκτάμηνου προγράμματος

δραστηριοτήτων το οποίο συντάσσεται από την προκαθορισμένη ομάδα των τριών κρατών που

ασκούν την προεδρία την περίοδο αυτή σε συνεργασία με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού

Συμβουλίου τον πρόεδρο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων και την Επιτροπή σύμφωνα με

το ά 2 παρ 6 και 7 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου Αν παραστεί ανάγκη είναι δυνατή

η πρόβλεψη πρόσθετων συνόδων αλλά και η ματαίωση ήδη προγραμματισμένων εφόσον δεν

υπάρχει λόγος να συγκληθούν Η ημερήσια διάταξη μιας συνόδου του Συμβουλίου καθορίζεται από

αυτό βάσει προσωρινής ημερήσιας διάταξης που συντάσσεται από τον πρόεδρο Το Συμβούλιο

προβαίνει σε ψηφοφορία μετά από πρωτοβουλία του προέδρου του ή με απόφαση της πλειοψηφίας

των μελών του εάν το ζητήσουν ένα μέλος του ή η Επιτροπή Η ψηφοφορία διεξάγεται εφόσον στη

σύνοδο βρίσκεται η πλειοψηφία των κρατών μελών (ά 3 και 11 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου)

Άρθρο 238 (πρώην άρθρο 205 παράγραφοι 1 και 3 της ΣΕΚ)

[Λήψη αποφάσεων]

1 Στις περιπτώσεις όπου απαιτείται απλή πλειοψηφία το Συμβούλιο αποφασίζει με την

πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν

2 Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 του άρθρου 16 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση αρχής γενομένης από την 1η Νοεμβρίου 2014 και με την επιφύλαξη των διατάξεων που

καθορίζονται στο Πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις εφόσον το Συμβούλιο δεν

αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται

ποσοστό τουλάχιστον 72 των μελών του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα

κράτη μέλη εφόσον το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 65 τουλάχιστον του πληθυσμού της

Ένωσης

3 Αρχής γενομένης από την 1η Νοεμβρίου 2014 και με την επιφύλαξη των διατάξεων που

καθορίζονται στο Πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις στις περιπτώσεις κατά

τις οποίες κατrsquo εφαρμογήν των Συνθηκών δεν λαμβάνουν μέρος στη ψηφοφορία όλα τα μέλη

του Συμβουλίου η ειδική πλειοψηφία ορίζεται ως εξής

α) Ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 55 των μελών του Συμβουλίου που

αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εφόσον η πλειοψηφία αυτή συγκεντρώνει

ποσοστό τουλάχιστον 65 του πληθυσμού των κρατών αυτών

Η μειοψηφία αρνησικυρίας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον ελάχιστον αριθμό μελών

του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 35 του πληθυσμού των

συμμετεχόντων κρατών μελών συν ένα μέλος ειδάλλως θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική

πλειοψηφία

β) Κατά παρέκκλιση από το σημείο α) εφόσον το Συμβούλιο δεν αποφασίζει μετά από πρόταση

της Επιτροπής ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και

πολιτικής ασφαλείας ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 72 των μελών

του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εφόσον το ποσοστό αυτό

αντιστοιχεί στο 65 τουλάχιστον του πληθυσμού των κρατών αυτών

4 Οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευομένων μελών δεν εμποδίζουν το Συμβούλιο να

αποφασίσει όταν απαιτείται ομοφωνία

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ 2002883 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash S Van

Raepenbusch Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Λισαβόνας Η νομική ανάδυση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕΕυρΔ 2008459 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000 ndash M Hilf E Pache Der Vertrag von Amsterdam NJW 1998705

1 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων στην Ένωση ndash Μία από τις κύριες αρμοδιότητες που απονέμονται

στο Συμβούλιο είναι η εξουσία λήψης αποφάσεων Η διαδικασία για τη λήψη απόφασης η οποία

οδηγεί στην έκδοση πράξης (από κοινού με το ΕυρΚοινβ ή μόνο από το Συμβούλιο) δεν είναι

ενιαία Ανάλογα με τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται το Συμβούλιο η εκάστοτε

εφαρμοστέα διάταξη των Συνθηκών υποδεικνύει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί Η

ποικιλία των διαδικασιών αυτών οφείλεται στη σταδιακή ενίσχυση των υπερεθνικών

χαρακτηριστικών της ολοκλήρωσης η οποία οδήγησε τα κράτη μέλη να υποχωρήσουν από την

αρχική τους διστακτικότητα που επέβαλε τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία και να κινηθούν

προς την αποδοχή της αρχής της πλειοψηφίας αρχής που εμπεδώθηκε στην πράξη από τις πέντε

τελευταίες τροποποιήσεις των ιδρυτικών Συνθηκών από την ΕΕΠ και τις Συνθήκες του

Μάαστριχτ του Άμστερνταμ της Νίκαιας και της Λισαβόνας

2 Ομοφωνία ndash Για την υιοθέτηση απόφασης με ομοφωνία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη όλων των

μελών του Συμβουλίου Η αρνητική ψήφος και ενός μόνο κράτους (γνωστότερη ως veto ή

δικαίωμα αρνησικυρίας) συνεπάγεται τη ματαίωση της έκδοσης απόφασης Εν προκειμένω

(σύμφωνα με την παρ 4) οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων κρατών μελών δεν

αποτελούν αρνητική ψήφο με αποτέλεσμα η απόφαση που λήφθηκε ομόφωνα από τα μη

απέχοντα μέλη (τηρουμένων εννοείται των σχετικών με την απαρτία διατάξεων του εσωτερικού

κανονισμού του Συμβουλίου και του ά 239 ΣΛΕΕ) να δεσμεύει την Ένωση και όλα τα μέλη

της Εντούτοις στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και μόνο (ά 31 παρ 1 εδ β ΣΕΕ) διατηρείται η

αναγόμενη στη Συνθήκη του Άμστερνταμ δυνατότητα εποικοδομητικής αποχής κράτους μέλους

η οποία ενώ δεν εμποδίζει τη λήψη απόφασης κατά τα ανωτέρω απαλλάσσει επιπλέον υπό

συγκεκριμένους όρους το εν λόγω κράτος από την υποχρέωση να εφαρμόσει την απόφαση [ ά

31 ΣΕΕ] Αντιθέτως απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί εάν κράτος μέλος απουσιάζει από τη

σύνοδο και δεν αντιπροσωπεύεται από άλλο [Παπαγιάννης σ 202 Σαχπεκίδου σ 399] Σήμερα

η λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο με ομοφωνία έχει περιοριστεί αισθητά (λχ ά 25 παρ 2

77 παρ 3 81 παρ 3 113 ΣΛΕΕ) Αποτελεί πάντως τον κανόνα σε ότι αφορά την ΚΕΠΠΑ (ά

31 ΣΕΕ) ή σε περιπτώσεις laquoσυνταγματικούraquo χαρακτήρα όπως η προχώρηση νέων κρατών

μελών η σύναψη κάποιων διεθνών συμφωνιών όπως συμφωνιών συνδέσεως ή η προσχώρηση

της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Πρέπει ακόμη να

υπογραμμιστεί ότι το Συμβούλιο αποφασίζει πάντα ομόφωνα όταν προτίθεται να τροποποιήσει

την πρόταση της Επιτροπής (ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ)

3 Απλή πλειοψηφία ndash Μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας η απλή πλειοψηφία

αποτελούσε θεωρητικά τον κανόνα για τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο εφόσον δεν

υποδεικνυόταν από τις Συνθήκες άλλη διαδικασία ψηφοφορίας Στην πραγματικότητα το σύνολο

σχεδόν των άρθρων των Συνθηκών προέβλεπε ότι το Συμβούλιο αποφάσιζε είτε με ομοφωνία

είτε με ειδική πλειοψηφία Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποφάσεις με απλή πλειοψηφία

λαμβάνονται μόνον όταν αυτό προβλέπεται από τις Συνθήκες όπως πχ στα ά 240 και 242

ΣΛΕΕ ή στο ά 31 παρ 5 ΣΕΕ Πρόκειται για διαδικαστικά θέματα ή αποφάσεις σχετιζόμενες

με τη διευθέτηση εσωτερικών θεμάτων του Συμβουλίου

4 Η ειδική πλειοψηφία μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Ο τρόπος αυτός

ψηφοφορίας προβλεπόταν από το αρχικό κείμενο της Συνθήκης ως εξαίρεση όμως το πεδίο

εφαρμογής του διευρύνθηκε σημαντικά μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν διαδοχικά η ΕΕΠ

και οι Συνθήκες του Μάαστριχτ του Άμστερνταμ και της Νίκαιας Ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκος

καθώς προσπαθούσε να συμβιβάσει διάφορα κριτήρια όπως αυτά της ισότητας των κρατών

μελών και της δημοκρατικής αρχής αλλά και να λάβει υπόψη το διαφορετικό πολιτικό και

οικονομικό βάρος των μελών της Κοινότητας Στη διαδικασία αυτή κάθε κράτος μέλος διέθετε

ένα ορισμένο αριθμό ψήφων ο οποίος καθοριζόταν με οικονομικά πολιτικά και πληθυσμιακά

κριτήρια [Πλιάκος σ 209] Δεν υιοθετούνταν ένας απολύτως αναλογικός πληθυσμιακός

συντελεστής ούτε όμως μία λογική πλήρους ισότητας των κρατών μελών Το σύστημα

σχεδιάστηκε στην Κοινότητα των έξι με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η λήψη απόφασης

από το Συμβούλιο εφόσον συγκεντρωνόταν πλειοψηφία δύο τρίτων Παράλληλα ούτε τα

μεγάλα κράτη μέλη μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση (γιατί τα μικρά κράτη μέλη

πριμοδοτούνταν ως προς τον αριθμό των ψήφων που διέθεταν σε σχέση με τα μεγάλα) ούτε τα

μικρά να εμποδίσουν την έκδοσή της Η μεταφορά του συστήματος αυτού στην Κοινότητα των

δεκαπέντε δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα Προκειμένου να ληφθεί απόφαση έπρεπε να

συγκεντρωθούν 62 ψήφοι όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή 62

ψήφοι που προέρχονταν από δέκα κράτη μέλη στις άλλες περιπτώσεις Με τα τότε δεδομένα η

πλειοψηφία των δύο τρίτων αντιστοιχούσε μόλις στο 5816 του κοινοτικού πληθυσμού (σε

σχέση με το 6770 της Κοινότητας των έξι) Η αναστέλλουσα μειοψηφία ο αριθμός δηλαδή

των ψήφων που εφόσον συγκεντρωνόταν εμπόδιζε τη λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία

ανερχόταν στις 26 ψήφους (επί συνόλου 87) Δύο μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να

καταστούν αναστέλλουσα μειοψηφία ενώ και τα πέντε μεγάλα δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα

τους απόφαση [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 131] Με βάση τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθμ

10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της

Νίκαιας σε συνδυασμό με το ά 12 παρ 1 (α) (i) της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003 και στη

συνέχεια με το ά 10 παρ 1 της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005 (και κατόπιν με το ά 20 της

Πράξης Προσχωρήσεως του 2012) το ως άνω σύστημα τροποποιήθηκε Υιοθετήθηκε ένα

σύστημα διπλής πλειοψηφίας (κρατών και πληθυσμών) Συναφώς επανασταθμίστηκαν οι ψήφοι

όλων των κρατών μελών με βάση ένα αναλογικότερο πληθυσμιακό κριτήριο (λχ η Γερμανία

διέθετε 29 ψήφους έναντι 10 η Ελλάδα 12 έναντι 5 η Φιλανδία 7 έναντι 4 το Λουξεμβούργο 4

έναντι 2) Με τη στάθμιση αυτή η Ένωση των 27 (και ήδη 28) αποτελούνταν από τρεις

ευδιάκριτες κατηγορίες κρατών laquoμεγάλωνraquo με 27-29 ψήφους το καθένα (Γερμανία Γαλλία

Ιταλία Ηνωμένο Βασίλειο Ισπανία Πολωνία) laquoμεσαίωνraquo (Βέλγιο Βουλγαρία Τσεχία

Ελλάδα Ουγγαρία Κάτω Χώρες Αυστρία Πορτογαλία Ρουμανία και Σουηδία) με 10-14

ψήφους και laquoμικρώνraquo (Δανία Εσθονία Ιρλανδία ήδη η Κροατία Κύπρος Λετονία Λιθουανία

Λουξεμβούργο Μάλτα Σλοβενία Σλοβακία και Φιλανδία) με 3-7 ψήφους Για να ληφθεί μία

απόφαση έπρεπε να συγκεντρωθούν 260 ψήφοι σε σύνολο 352 όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε

βάσει προτάσεως της Επιτροπής οι οποίες προέρχονταν από τα μισά συν ένα κράτη μέλη ή 260

ψήφοι που προέρχονταν από τα 23 τουλάχιστον των κρατών μελών στις άλλες περιπτώσεις Η

αναστέλλουσα μειοψηφία ανερχόταν πλέον σε 93 ψήφους Παράλληλα προβλέφθηκε ότι κάθε

κράτος μέλος μπορούσε να ζητήσει να εξακριβωθεί ότι τα κράτη μέλη τα οποία συνιστούσαν

την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούσαν τουλάχιστο στο 62 του συνολικού πληθυσμού της

Ένωσης Η απόφαση δεν θεσπιζόταν στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο όρος αυτός δεν

πληρούνταν Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πλειοψηφία πληθυσμών δεν ήταν αναγκαία

προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων Η πλήρωσή της ελεγχόταν μόνον εάν αυτό είχε ζητηθεί

από κράτος μέλος μετά την ψηφοφορία Εφόσον δεν είχε ζητηθεί η διαδικασία λήψης της

απόφασης τηρούνταν μέχρι κεραίας ώστε ήταν αδύνατη στη συνέχεια η νομική (και

ενδεχομένως η δικαστική) αμφισβήτηση του κύρους της πράξης που εκδόθηκε Και με το

σύστημα αυτό τα μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση καθώς

συγκέντρωναν 170 μόνο ψήφους (ακόμη και αν αυτές υπερέβαιναν το 62 του κοινοτικού

πληθυσμού) ήταν δυνατό όμως κάποια από αυτά (τουλάχιστον τέσσερα) να σχηματίσουν

αναστέλλουσα μειοψηφία Τα μικρά κράτη μέλη ήταν αδύνατο να σχηματίσουν αναστέλλουσα

μειοψηφία ενώ τα μεσαία μπορούσαν Μικρά και μεσαία μαζί δεν ήταν δυνατό να λάβουν

απόφαση Αν και η πρακτική λήψης αποφάσεων στην Ένωση δεν θα επέτρεπε την υπόθεση ότι οι

συμμαχίες των κρατών μελών σχηματίζονται πάντοτε στη βάση μεγάλων μεσαίων και μικρών

κρατών δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να υποστηριχθεί ότι τα μεσαία κράτη είχαν αποκτήσει ένα

ιδιαίτερο διαπραγματευτικό βάρος στο βαθμό που η ψήφος τους κατέστη αναγκαία είτε για να

ληφθεί απόφαση είτε για να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες ψήφοι αναστέλλουσας μειοψηφίας

[πρβλ Κανελλόπουλο ΕΕΕυρΔ 2002888-889]

5 Η ειδική πλειοψηφία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Μετά την έναρξη ισχύος

της Συνθήκης της Λισαβόνας η ειδική πλειοψηφία αποτελεί τον κανόνα λήψης αποφάσεων από

το Συμβούλιο (ά 16 παρ 3 ΣΕΕ) εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά Ταυτόχρονα επεκτάθηκε το

πεδίο εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε σημαντικό βαθμό καθώς πλέον οι περισσότερες

ενωσιακές πράξεις εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία εντός της οποίας το

Συμβούλιο αποφασίζει πάντοτε με ειδική πλειοψηφία [Ιωακειμίδης σ 80-84 Raepenbusch

ΕΕΕυρΔ 2008473] Το προϊσχύσαν πολύπλοκο σύστημα αντικαθίσταται από ένα απλούστερο

κανόνα διπλής πλειοψηφίας Προκειμένου να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο πρέπει να

συγκεντρωθεί πλειοψηφία 55 των κρατών μελών (στα οποία πάντως συμπεριλαμβάνονται

τουλάχιστον 15 μέλη) τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 65 του πληθυσμού της

Ένωσης Εάν όμως το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής ή

του ύπατου εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η

απαιτούμενη πλειοψηφία των κρατών μελών ανέρχεται σε 72 ενώ η αναγκαία πλειοψηφία

πληθυσμών παραμένει ίδια Το νέο σύστημα ειδικής πλειοψηφίας άρχισε να εφαρμόζεται από

την 1112014 Μέχρι τότε εφαρμοζόταν η προγενέστερη μορφή της ειδικής πλειοψηφίας όπως

αυτή είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Νίκαιας κατά τα οριζόμενα στο ά 3 παρ 3 του

πρωτοκόλλου αριθ 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που επισυνάφθηκε στις Συνθήκες

από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (για το λόγο αυτό στην ανωτέρω ανάλυση του προϋφιστάμενου

καθεστώτος αναφέρονται και οι ψήφοι της Κροατίας παρότι η προσχώρησή της έλαβε χώρα την

172013 δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης) Επιπλέον το

χρονικό διάστημα από 1112014 έως 3132017 κάθε κράτος μέλος όταν επρόκειτο να ληφθεί

απόφαση με ειδική πλειοψηφία μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή της εκδοχής της Νίκαιας

(ά 3 παρ 2 του ως άνω πρωτοκόλλου) ευχέρεια που απηχούσε συμβιβασμό έναντι των πιέσεων

της Πολωνίας η οποία είχε επιτύχει υπό την εκδοχή της Νίκαιας σταθμισμένες ψήφους ευνοϊκές

σε σχέση με τον πληθυσμό της [Raepenbusch ΕΕΕυρΔ 2008469-470] Συνεπώς η ειδική

πλειοψηφία της Λισαβόνας εφαρμόζεται πλήρως και αποκλειστικά από την 142017 Η

αναστέλλουσα μειοψηφία δηλαδή τα απαιτούμενα ποσοστά κρατών μελών και πληθυσμών

προκειμένου να ματαιωθεί η έκδοση απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα

κράτη μέλη (16 παρ 4 ΣΕΕ) Ακόμη όμως και αν δεν συγκεντρώνεται αναστέλλουσα

μειοψηφία καθιερώνεται υποχρέωση του Συμβουλίου να καταβάλει κάθε προσπάθεια

εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης και επίτευξης ευρύτερης βάσης συμφωνίας όταν κάποια κράτη

μέλη εκφράζουν ανησυχίες για τη σχεδιαζόμενη απόφαση και συγκεντρώνουν τουλάχιστον το

55 του πληθυσμού ή το 55 του αριθμού των κρατών μελών που είναι απαραίτητα για το

σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (από 142017 και εξής) ή συγκέντρωναν τουλάχιστον τα

frac34 του πληθυσμού ή τα frac34 του αριθμού των κρατών μελών από τα τιθέμενα στο ά 16 παρ 4 ΣΕΕ

αναγκαία ποσοστά για το σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (για το χρονικό διάστημα έως την

3132017) όπως προκύπτει από την 7η Δήλωση της τελικής πράξης της Συνθήκης της

Λισαβόνας Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η παραπάνω διαδικασία να ματαιώσει την

έκδοση απόφασης η οποία συγκεντρώνει τις απαιτούμενες από τις Συνθήκες πλειοψηφίες Η

παρ 3 της υπομνηματιζόμενης διάταξης προσαρμόζει τις πλειοψηφίες όταν στη ψηφοφορία δεν

μετέχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου όπως πχ σε περιπτώσεις ενισχυμένων συνεργασιών

αποφάσεων στον τομέα της ΟΝΕ κατά τα ά 126 παρ 13 ή 136 παρ 2 ΣΛΕΕ αναστολής του

δικαιώματος ψήφου κράτους μέλους κατά το ά 7 ΣΕΕ ή κατάρτισης συμφωνίας αποχώρησης

κράτους από την Ένωση σύμφωνα με το ά 50 παρ 4 ΣΕΕ

6 Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ndash Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προέκυψε ως

αποτέλεσμα θεσμικής κρίσης που ξέσπασε στο κοινοτικό οικοδόμημα το 1965 και έμεινε γνωστή

ως κρίση της laquoκενής έδραςraquo Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη Γαλλία η οποία απείχε από τις

διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στην Κοινότητα διαμαρτυρόμενη για την άρνηση των

υπόλοιπων κρατών μελών να αποδεχθούν τις προτάσεις της για επαναφορά της ομοφωνίας ως

κανόνα λήψης αποφάσεως σε βάρος των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ειδικής και απλής

πλειοψηφίας ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής Η κρίση έληξε με την υιοθέτηση

ενός κειμένου διπλωματικού χαρακτήρα την 3011966 ενός κειμένου το οποίο χωρίς

αμφιβολία δεν αναθεώρησε τη Συνθήκη έγινε ωστόσο σεβαστό για πολλά χρόνια από τα κράτη

μέλη και ενσωματώθηκε στην κοινοτική δικαιοπαραγωγική διαδικασία [Σαχπεκίδου σ 399]

Σύμφωνα με το Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όταν κατά τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία

τίθενται σε κίνδυνο πολύ σπουδαία συμφέροντα ενός ή περισσότερων κρατών μελών τα μέλη

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

[Λήψη αποφάσεων]

1 Στις περιπτώσεις όπου απαιτείται απλή πλειοψηφία το Συμβούλιο αποφασίζει με την

πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν

2 Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 του άρθρου 16 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση αρχής γενομένης από την 1η Νοεμβρίου 2014 και με την επιφύλαξη των διατάξεων που

καθορίζονται στο Πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις εφόσον το Συμβούλιο δεν

αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται

ποσοστό τουλάχιστον 72 των μελών του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα

κράτη μέλη εφόσον το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 65 τουλάχιστον του πληθυσμού της

Ένωσης

3 Αρχής γενομένης από την 1η Νοεμβρίου 2014 και με την επιφύλαξη των διατάξεων που

καθορίζονται στο Πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις στις περιπτώσεις κατά

τις οποίες κατrsquo εφαρμογήν των Συνθηκών δεν λαμβάνουν μέρος στη ψηφοφορία όλα τα μέλη

του Συμβουλίου η ειδική πλειοψηφία ορίζεται ως εξής

α) Ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 55 των μελών του Συμβουλίου που

αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εφόσον η πλειοψηφία αυτή συγκεντρώνει

ποσοστό τουλάχιστον 65 του πληθυσμού των κρατών αυτών

Η μειοψηφία αρνησικυρίας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον ελάχιστον αριθμό μελών

του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 35 του πληθυσμού των

συμμετεχόντων κρατών μελών συν ένα μέλος ειδάλλως θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική

πλειοψηφία

β) Κατά παρέκκλιση από το σημείο α) εφόσον το Συμβούλιο δεν αποφασίζει μετά από πρόταση

της Επιτροπής ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και

πολιτικής ασφαλείας ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 72 των μελών

του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εφόσον το ποσοστό αυτό

αντιστοιχεί στο 65 τουλάχιστον του πληθυσμού των κρατών αυτών

4 Οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευομένων μελών δεν εμποδίζουν το Συμβούλιο να

αποφασίσει όταν απαιτείται ομοφωνία

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ 2002883 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash S Van

Raepenbusch Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Λισαβόνας Η νομική ανάδυση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕΕυρΔ 2008459 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000 ndash M Hilf E Pache Der Vertrag von Amsterdam NJW 1998705

1 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων στην Ένωση ndash Μία από τις κύριες αρμοδιότητες που απονέμονται

στο Συμβούλιο είναι η εξουσία λήψης αποφάσεων Η διαδικασία για τη λήψη απόφασης η οποία

οδηγεί στην έκδοση πράξης (από κοινού με το ΕυρΚοινβ ή μόνο από το Συμβούλιο) δεν είναι

ενιαία Ανάλογα με τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται το Συμβούλιο η εκάστοτε

εφαρμοστέα διάταξη των Συνθηκών υποδεικνύει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί Η

ποικιλία των διαδικασιών αυτών οφείλεται στη σταδιακή ενίσχυση των υπερεθνικών

χαρακτηριστικών της ολοκλήρωσης η οποία οδήγησε τα κράτη μέλη να υποχωρήσουν από την

αρχική τους διστακτικότητα που επέβαλε τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία και να κινηθούν

προς την αποδοχή της αρχής της πλειοψηφίας αρχής που εμπεδώθηκε στην πράξη από τις πέντε

τελευταίες τροποποιήσεις των ιδρυτικών Συνθηκών από την ΕΕΠ και τις Συνθήκες του

Μάαστριχτ του Άμστερνταμ της Νίκαιας και της Λισαβόνας

2 Ομοφωνία ndash Για την υιοθέτηση απόφασης με ομοφωνία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη όλων των

μελών του Συμβουλίου Η αρνητική ψήφος και ενός μόνο κράτους (γνωστότερη ως veto ή

δικαίωμα αρνησικυρίας) συνεπάγεται τη ματαίωση της έκδοσης απόφασης Εν προκειμένω

(σύμφωνα με την παρ 4) οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων κρατών μελών δεν

αποτελούν αρνητική ψήφο με αποτέλεσμα η απόφαση που λήφθηκε ομόφωνα από τα μη

απέχοντα μέλη (τηρουμένων εννοείται των σχετικών με την απαρτία διατάξεων του εσωτερικού

κανονισμού του Συμβουλίου και του ά 239 ΣΛΕΕ) να δεσμεύει την Ένωση και όλα τα μέλη

της Εντούτοις στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και μόνο (ά 31 παρ 1 εδ β ΣΕΕ) διατηρείται η

αναγόμενη στη Συνθήκη του Άμστερνταμ δυνατότητα εποικοδομητικής αποχής κράτους μέλους

η οποία ενώ δεν εμποδίζει τη λήψη απόφασης κατά τα ανωτέρω απαλλάσσει επιπλέον υπό

συγκεκριμένους όρους το εν λόγω κράτος από την υποχρέωση να εφαρμόσει την απόφαση [ ά

31 ΣΕΕ] Αντιθέτως απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί εάν κράτος μέλος απουσιάζει από τη

σύνοδο και δεν αντιπροσωπεύεται από άλλο [Παπαγιάννης σ 202 Σαχπεκίδου σ 399] Σήμερα

η λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο με ομοφωνία έχει περιοριστεί αισθητά (λχ ά 25 παρ 2

77 παρ 3 81 παρ 3 113 ΣΛΕΕ) Αποτελεί πάντως τον κανόνα σε ότι αφορά την ΚΕΠΠΑ (ά

31 ΣΕΕ) ή σε περιπτώσεις laquoσυνταγματικούraquo χαρακτήρα όπως η προχώρηση νέων κρατών

μελών η σύναψη κάποιων διεθνών συμφωνιών όπως συμφωνιών συνδέσεως ή η προσχώρηση

της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Πρέπει ακόμη να

υπογραμμιστεί ότι το Συμβούλιο αποφασίζει πάντα ομόφωνα όταν προτίθεται να τροποποιήσει

την πρόταση της Επιτροπής (ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ)

3 Απλή πλειοψηφία ndash Μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας η απλή πλειοψηφία

αποτελούσε θεωρητικά τον κανόνα για τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο εφόσον δεν

υποδεικνυόταν από τις Συνθήκες άλλη διαδικασία ψηφοφορίας Στην πραγματικότητα το σύνολο

σχεδόν των άρθρων των Συνθηκών προέβλεπε ότι το Συμβούλιο αποφάσιζε είτε με ομοφωνία

είτε με ειδική πλειοψηφία Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποφάσεις με απλή πλειοψηφία

λαμβάνονται μόνον όταν αυτό προβλέπεται από τις Συνθήκες όπως πχ στα ά 240 και 242

ΣΛΕΕ ή στο ά 31 παρ 5 ΣΕΕ Πρόκειται για διαδικαστικά θέματα ή αποφάσεις σχετιζόμενες

με τη διευθέτηση εσωτερικών θεμάτων του Συμβουλίου

4 Η ειδική πλειοψηφία μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Ο τρόπος αυτός

ψηφοφορίας προβλεπόταν από το αρχικό κείμενο της Συνθήκης ως εξαίρεση όμως το πεδίο

εφαρμογής του διευρύνθηκε σημαντικά μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν διαδοχικά η ΕΕΠ

και οι Συνθήκες του Μάαστριχτ του Άμστερνταμ και της Νίκαιας Ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκος

καθώς προσπαθούσε να συμβιβάσει διάφορα κριτήρια όπως αυτά της ισότητας των κρατών

μελών και της δημοκρατικής αρχής αλλά και να λάβει υπόψη το διαφορετικό πολιτικό και

οικονομικό βάρος των μελών της Κοινότητας Στη διαδικασία αυτή κάθε κράτος μέλος διέθετε

ένα ορισμένο αριθμό ψήφων ο οποίος καθοριζόταν με οικονομικά πολιτικά και πληθυσμιακά

κριτήρια [Πλιάκος σ 209] Δεν υιοθετούνταν ένας απολύτως αναλογικός πληθυσμιακός

συντελεστής ούτε όμως μία λογική πλήρους ισότητας των κρατών μελών Το σύστημα

σχεδιάστηκε στην Κοινότητα των έξι με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η λήψη απόφασης

από το Συμβούλιο εφόσον συγκεντρωνόταν πλειοψηφία δύο τρίτων Παράλληλα ούτε τα

μεγάλα κράτη μέλη μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση (γιατί τα μικρά κράτη μέλη

πριμοδοτούνταν ως προς τον αριθμό των ψήφων που διέθεταν σε σχέση με τα μεγάλα) ούτε τα

μικρά να εμποδίσουν την έκδοσή της Η μεταφορά του συστήματος αυτού στην Κοινότητα των

δεκαπέντε δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα Προκειμένου να ληφθεί απόφαση έπρεπε να

συγκεντρωθούν 62 ψήφοι όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή 62

ψήφοι που προέρχονταν από δέκα κράτη μέλη στις άλλες περιπτώσεις Με τα τότε δεδομένα η

πλειοψηφία των δύο τρίτων αντιστοιχούσε μόλις στο 5816 του κοινοτικού πληθυσμού (σε

σχέση με το 6770 της Κοινότητας των έξι) Η αναστέλλουσα μειοψηφία ο αριθμός δηλαδή

των ψήφων που εφόσον συγκεντρωνόταν εμπόδιζε τη λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία

ανερχόταν στις 26 ψήφους (επί συνόλου 87) Δύο μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να

καταστούν αναστέλλουσα μειοψηφία ενώ και τα πέντε μεγάλα δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα

τους απόφαση [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 131] Με βάση τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθμ

10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της

Νίκαιας σε συνδυασμό με το ά 12 παρ 1 (α) (i) της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003 και στη

συνέχεια με το ά 10 παρ 1 της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005 (και κατόπιν με το ά 20 της

Πράξης Προσχωρήσεως του 2012) το ως άνω σύστημα τροποποιήθηκε Υιοθετήθηκε ένα

σύστημα διπλής πλειοψηφίας (κρατών και πληθυσμών) Συναφώς επανασταθμίστηκαν οι ψήφοι

όλων των κρατών μελών με βάση ένα αναλογικότερο πληθυσμιακό κριτήριο (λχ η Γερμανία

διέθετε 29 ψήφους έναντι 10 η Ελλάδα 12 έναντι 5 η Φιλανδία 7 έναντι 4 το Λουξεμβούργο 4

έναντι 2) Με τη στάθμιση αυτή η Ένωση των 27 (και ήδη 28) αποτελούνταν από τρεις

ευδιάκριτες κατηγορίες κρατών laquoμεγάλωνraquo με 27-29 ψήφους το καθένα (Γερμανία Γαλλία

Ιταλία Ηνωμένο Βασίλειο Ισπανία Πολωνία) laquoμεσαίωνraquo (Βέλγιο Βουλγαρία Τσεχία

Ελλάδα Ουγγαρία Κάτω Χώρες Αυστρία Πορτογαλία Ρουμανία και Σουηδία) με 10-14

ψήφους και laquoμικρώνraquo (Δανία Εσθονία Ιρλανδία ήδη η Κροατία Κύπρος Λετονία Λιθουανία

Λουξεμβούργο Μάλτα Σλοβενία Σλοβακία και Φιλανδία) με 3-7 ψήφους Για να ληφθεί μία

απόφαση έπρεπε να συγκεντρωθούν 260 ψήφοι σε σύνολο 352 όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε

βάσει προτάσεως της Επιτροπής οι οποίες προέρχονταν από τα μισά συν ένα κράτη μέλη ή 260

ψήφοι που προέρχονταν από τα 23 τουλάχιστον των κρατών μελών στις άλλες περιπτώσεις Η

αναστέλλουσα μειοψηφία ανερχόταν πλέον σε 93 ψήφους Παράλληλα προβλέφθηκε ότι κάθε

κράτος μέλος μπορούσε να ζητήσει να εξακριβωθεί ότι τα κράτη μέλη τα οποία συνιστούσαν

την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούσαν τουλάχιστο στο 62 του συνολικού πληθυσμού της

Ένωσης Η απόφαση δεν θεσπιζόταν στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο όρος αυτός δεν

πληρούνταν Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πλειοψηφία πληθυσμών δεν ήταν αναγκαία

προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων Η πλήρωσή της ελεγχόταν μόνον εάν αυτό είχε ζητηθεί

από κράτος μέλος μετά την ψηφοφορία Εφόσον δεν είχε ζητηθεί η διαδικασία λήψης της

απόφασης τηρούνταν μέχρι κεραίας ώστε ήταν αδύνατη στη συνέχεια η νομική (και

ενδεχομένως η δικαστική) αμφισβήτηση του κύρους της πράξης που εκδόθηκε Και με το

σύστημα αυτό τα μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση καθώς

συγκέντρωναν 170 μόνο ψήφους (ακόμη και αν αυτές υπερέβαιναν το 62 του κοινοτικού

πληθυσμού) ήταν δυνατό όμως κάποια από αυτά (τουλάχιστον τέσσερα) να σχηματίσουν

αναστέλλουσα μειοψηφία Τα μικρά κράτη μέλη ήταν αδύνατο να σχηματίσουν αναστέλλουσα

μειοψηφία ενώ τα μεσαία μπορούσαν Μικρά και μεσαία μαζί δεν ήταν δυνατό να λάβουν

απόφαση Αν και η πρακτική λήψης αποφάσεων στην Ένωση δεν θα επέτρεπε την υπόθεση ότι οι

συμμαχίες των κρατών μελών σχηματίζονται πάντοτε στη βάση μεγάλων μεσαίων και μικρών

κρατών δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να υποστηριχθεί ότι τα μεσαία κράτη είχαν αποκτήσει ένα

ιδιαίτερο διαπραγματευτικό βάρος στο βαθμό που η ψήφος τους κατέστη αναγκαία είτε για να

ληφθεί απόφαση είτε για να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες ψήφοι αναστέλλουσας μειοψηφίας

[πρβλ Κανελλόπουλο ΕΕΕυρΔ 2002888-889]

5 Η ειδική πλειοψηφία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Μετά την έναρξη ισχύος

της Συνθήκης της Λισαβόνας η ειδική πλειοψηφία αποτελεί τον κανόνα λήψης αποφάσεων από

το Συμβούλιο (ά 16 παρ 3 ΣΕΕ) εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά Ταυτόχρονα επεκτάθηκε το

πεδίο εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε σημαντικό βαθμό καθώς πλέον οι περισσότερες

ενωσιακές πράξεις εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία εντός της οποίας το

Συμβούλιο αποφασίζει πάντοτε με ειδική πλειοψηφία [Ιωακειμίδης σ 80-84 Raepenbusch

ΕΕΕυρΔ 2008473] Το προϊσχύσαν πολύπλοκο σύστημα αντικαθίσταται από ένα απλούστερο

κανόνα διπλής πλειοψηφίας Προκειμένου να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο πρέπει να

συγκεντρωθεί πλειοψηφία 55 των κρατών μελών (στα οποία πάντως συμπεριλαμβάνονται

τουλάχιστον 15 μέλη) τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 65 του πληθυσμού της

Ένωσης Εάν όμως το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής ή

του ύπατου εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η

απαιτούμενη πλειοψηφία των κρατών μελών ανέρχεται σε 72 ενώ η αναγκαία πλειοψηφία

πληθυσμών παραμένει ίδια Το νέο σύστημα ειδικής πλειοψηφίας άρχισε να εφαρμόζεται από

την 1112014 Μέχρι τότε εφαρμοζόταν η προγενέστερη μορφή της ειδικής πλειοψηφίας όπως

αυτή είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Νίκαιας κατά τα οριζόμενα στο ά 3 παρ 3 του

πρωτοκόλλου αριθ 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που επισυνάφθηκε στις Συνθήκες

από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (για το λόγο αυτό στην ανωτέρω ανάλυση του προϋφιστάμενου

καθεστώτος αναφέρονται και οι ψήφοι της Κροατίας παρότι η προσχώρησή της έλαβε χώρα την

172013 δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης) Επιπλέον το

χρονικό διάστημα από 1112014 έως 3132017 κάθε κράτος μέλος όταν επρόκειτο να ληφθεί

απόφαση με ειδική πλειοψηφία μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή της εκδοχής της Νίκαιας

(ά 3 παρ 2 του ως άνω πρωτοκόλλου) ευχέρεια που απηχούσε συμβιβασμό έναντι των πιέσεων

της Πολωνίας η οποία είχε επιτύχει υπό την εκδοχή της Νίκαιας σταθμισμένες ψήφους ευνοϊκές

σε σχέση με τον πληθυσμό της [Raepenbusch ΕΕΕυρΔ 2008469-470] Συνεπώς η ειδική

πλειοψηφία της Λισαβόνας εφαρμόζεται πλήρως και αποκλειστικά από την 142017 Η

αναστέλλουσα μειοψηφία δηλαδή τα απαιτούμενα ποσοστά κρατών μελών και πληθυσμών

προκειμένου να ματαιωθεί η έκδοση απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα

κράτη μέλη (16 παρ 4 ΣΕΕ) Ακόμη όμως και αν δεν συγκεντρώνεται αναστέλλουσα

μειοψηφία καθιερώνεται υποχρέωση του Συμβουλίου να καταβάλει κάθε προσπάθεια

εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης και επίτευξης ευρύτερης βάσης συμφωνίας όταν κάποια κράτη

μέλη εκφράζουν ανησυχίες για τη σχεδιαζόμενη απόφαση και συγκεντρώνουν τουλάχιστον το

55 του πληθυσμού ή το 55 του αριθμού των κρατών μελών που είναι απαραίτητα για το

σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (από 142017 και εξής) ή συγκέντρωναν τουλάχιστον τα

frac34 του πληθυσμού ή τα frac34 του αριθμού των κρατών μελών από τα τιθέμενα στο ά 16 παρ 4 ΣΕΕ

αναγκαία ποσοστά για το σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (για το χρονικό διάστημα έως την

3132017) όπως προκύπτει από την 7η Δήλωση της τελικής πράξης της Συνθήκης της

Λισαβόνας Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η παραπάνω διαδικασία να ματαιώσει την

έκδοση απόφασης η οποία συγκεντρώνει τις απαιτούμενες από τις Συνθήκες πλειοψηφίες Η

παρ 3 της υπομνηματιζόμενης διάταξης προσαρμόζει τις πλειοψηφίες όταν στη ψηφοφορία δεν

μετέχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου όπως πχ σε περιπτώσεις ενισχυμένων συνεργασιών

αποφάσεων στον τομέα της ΟΝΕ κατά τα ά 126 παρ 13 ή 136 παρ 2 ΣΛΕΕ αναστολής του

δικαιώματος ψήφου κράτους μέλους κατά το ά 7 ΣΕΕ ή κατάρτισης συμφωνίας αποχώρησης

κράτους από την Ένωση σύμφωνα με το ά 50 παρ 4 ΣΕΕ

6 Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ndash Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προέκυψε ως

αποτέλεσμα θεσμικής κρίσης που ξέσπασε στο κοινοτικό οικοδόμημα το 1965 και έμεινε γνωστή

ως κρίση της laquoκενής έδραςraquo Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη Γαλλία η οποία απείχε από τις

διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στην Κοινότητα διαμαρτυρόμενη για την άρνηση των

υπόλοιπων κρατών μελών να αποδεχθούν τις προτάσεις της για επαναφορά της ομοφωνίας ως

κανόνα λήψης αποφάσεως σε βάρος των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ειδικής και απλής

πλειοψηφίας ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής Η κρίση έληξε με την υιοθέτηση

ενός κειμένου διπλωματικού χαρακτήρα την 3011966 ενός κειμένου το οποίο χωρίς

αμφιβολία δεν αναθεώρησε τη Συνθήκη έγινε ωστόσο σεβαστό για πολλά χρόνια από τα κράτη

μέλη και ενσωματώθηκε στην κοινοτική δικαιοπαραγωγική διαδικασία [Σαχπεκίδου σ 399]

Σύμφωνα με το Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όταν κατά τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία

τίθενται σε κίνδυνο πολύ σπουδαία συμφέροντα ενός ή περισσότερων κρατών μελών τα μέλη

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

αρχική τους διστακτικότητα που επέβαλε τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία και να κινηθούν

προς την αποδοχή της αρχής της πλειοψηφίας αρχής που εμπεδώθηκε στην πράξη από τις πέντε

τελευταίες τροποποιήσεις των ιδρυτικών Συνθηκών από την ΕΕΠ και τις Συνθήκες του

Μάαστριχτ του Άμστερνταμ της Νίκαιας και της Λισαβόνας

2 Ομοφωνία ndash Για την υιοθέτηση απόφασης με ομοφωνία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη όλων των

μελών του Συμβουλίου Η αρνητική ψήφος και ενός μόνο κράτους (γνωστότερη ως veto ή

δικαίωμα αρνησικυρίας) συνεπάγεται τη ματαίωση της έκδοσης απόφασης Εν προκειμένω

(σύμφωνα με την παρ 4) οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων κρατών μελών δεν

αποτελούν αρνητική ψήφο με αποτέλεσμα η απόφαση που λήφθηκε ομόφωνα από τα μη

απέχοντα μέλη (τηρουμένων εννοείται των σχετικών με την απαρτία διατάξεων του εσωτερικού

κανονισμού του Συμβουλίου και του ά 239 ΣΛΕΕ) να δεσμεύει την Ένωση και όλα τα μέλη

της Εντούτοις στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και μόνο (ά 31 παρ 1 εδ β ΣΕΕ) διατηρείται η

αναγόμενη στη Συνθήκη του Άμστερνταμ δυνατότητα εποικοδομητικής αποχής κράτους μέλους

η οποία ενώ δεν εμποδίζει τη λήψη απόφασης κατά τα ανωτέρω απαλλάσσει επιπλέον υπό

συγκεκριμένους όρους το εν λόγω κράτος από την υποχρέωση να εφαρμόσει την απόφαση [ ά

31 ΣΕΕ] Αντιθέτως απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί εάν κράτος μέλος απουσιάζει από τη

σύνοδο και δεν αντιπροσωπεύεται από άλλο [Παπαγιάννης σ 202 Σαχπεκίδου σ 399] Σήμερα

η λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο με ομοφωνία έχει περιοριστεί αισθητά (λχ ά 25 παρ 2

77 παρ 3 81 παρ 3 113 ΣΛΕΕ) Αποτελεί πάντως τον κανόνα σε ότι αφορά την ΚΕΠΠΑ (ά

31 ΣΕΕ) ή σε περιπτώσεις laquoσυνταγματικούraquo χαρακτήρα όπως η προχώρηση νέων κρατών

μελών η σύναψη κάποιων διεθνών συμφωνιών όπως συμφωνιών συνδέσεως ή η προσχώρηση

της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Πρέπει ακόμη να

υπογραμμιστεί ότι το Συμβούλιο αποφασίζει πάντα ομόφωνα όταν προτίθεται να τροποποιήσει

την πρόταση της Επιτροπής (ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ)

3 Απλή πλειοψηφία ndash Μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας η απλή πλειοψηφία

αποτελούσε θεωρητικά τον κανόνα για τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο εφόσον δεν

υποδεικνυόταν από τις Συνθήκες άλλη διαδικασία ψηφοφορίας Στην πραγματικότητα το σύνολο

σχεδόν των άρθρων των Συνθηκών προέβλεπε ότι το Συμβούλιο αποφάσιζε είτε με ομοφωνία

είτε με ειδική πλειοψηφία Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποφάσεις με απλή πλειοψηφία

λαμβάνονται μόνον όταν αυτό προβλέπεται από τις Συνθήκες όπως πχ στα ά 240 και 242

ΣΛΕΕ ή στο ά 31 παρ 5 ΣΕΕ Πρόκειται για διαδικαστικά θέματα ή αποφάσεις σχετιζόμενες

με τη διευθέτηση εσωτερικών θεμάτων του Συμβουλίου

4 Η ειδική πλειοψηφία μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Ο τρόπος αυτός

ψηφοφορίας προβλεπόταν από το αρχικό κείμενο της Συνθήκης ως εξαίρεση όμως το πεδίο

εφαρμογής του διευρύνθηκε σημαντικά μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν διαδοχικά η ΕΕΠ

και οι Συνθήκες του Μάαστριχτ του Άμστερνταμ και της Νίκαιας Ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκος

καθώς προσπαθούσε να συμβιβάσει διάφορα κριτήρια όπως αυτά της ισότητας των κρατών

μελών και της δημοκρατικής αρχής αλλά και να λάβει υπόψη το διαφορετικό πολιτικό και

οικονομικό βάρος των μελών της Κοινότητας Στη διαδικασία αυτή κάθε κράτος μέλος διέθετε

ένα ορισμένο αριθμό ψήφων ο οποίος καθοριζόταν με οικονομικά πολιτικά και πληθυσμιακά

κριτήρια [Πλιάκος σ 209] Δεν υιοθετούνταν ένας απολύτως αναλογικός πληθυσμιακός

συντελεστής ούτε όμως μία λογική πλήρους ισότητας των κρατών μελών Το σύστημα

σχεδιάστηκε στην Κοινότητα των έξι με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η λήψη απόφασης

από το Συμβούλιο εφόσον συγκεντρωνόταν πλειοψηφία δύο τρίτων Παράλληλα ούτε τα

μεγάλα κράτη μέλη μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση (γιατί τα μικρά κράτη μέλη

πριμοδοτούνταν ως προς τον αριθμό των ψήφων που διέθεταν σε σχέση με τα μεγάλα) ούτε τα

μικρά να εμποδίσουν την έκδοσή της Η μεταφορά του συστήματος αυτού στην Κοινότητα των

δεκαπέντε δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα Προκειμένου να ληφθεί απόφαση έπρεπε να

συγκεντρωθούν 62 ψήφοι όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή 62

ψήφοι που προέρχονταν από δέκα κράτη μέλη στις άλλες περιπτώσεις Με τα τότε δεδομένα η

πλειοψηφία των δύο τρίτων αντιστοιχούσε μόλις στο 5816 του κοινοτικού πληθυσμού (σε

σχέση με το 6770 της Κοινότητας των έξι) Η αναστέλλουσα μειοψηφία ο αριθμός δηλαδή

των ψήφων που εφόσον συγκεντρωνόταν εμπόδιζε τη λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία

ανερχόταν στις 26 ψήφους (επί συνόλου 87) Δύο μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να

καταστούν αναστέλλουσα μειοψηφία ενώ και τα πέντε μεγάλα δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα

τους απόφαση [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 131] Με βάση τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθμ

10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της

Νίκαιας σε συνδυασμό με το ά 12 παρ 1 (α) (i) της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003 και στη

συνέχεια με το ά 10 παρ 1 της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005 (και κατόπιν με το ά 20 της

Πράξης Προσχωρήσεως του 2012) το ως άνω σύστημα τροποποιήθηκε Υιοθετήθηκε ένα

σύστημα διπλής πλειοψηφίας (κρατών και πληθυσμών) Συναφώς επανασταθμίστηκαν οι ψήφοι

όλων των κρατών μελών με βάση ένα αναλογικότερο πληθυσμιακό κριτήριο (λχ η Γερμανία

διέθετε 29 ψήφους έναντι 10 η Ελλάδα 12 έναντι 5 η Φιλανδία 7 έναντι 4 το Λουξεμβούργο 4

έναντι 2) Με τη στάθμιση αυτή η Ένωση των 27 (και ήδη 28) αποτελούνταν από τρεις

ευδιάκριτες κατηγορίες κρατών laquoμεγάλωνraquo με 27-29 ψήφους το καθένα (Γερμανία Γαλλία

Ιταλία Ηνωμένο Βασίλειο Ισπανία Πολωνία) laquoμεσαίωνraquo (Βέλγιο Βουλγαρία Τσεχία

Ελλάδα Ουγγαρία Κάτω Χώρες Αυστρία Πορτογαλία Ρουμανία και Σουηδία) με 10-14

ψήφους και laquoμικρώνraquo (Δανία Εσθονία Ιρλανδία ήδη η Κροατία Κύπρος Λετονία Λιθουανία

Λουξεμβούργο Μάλτα Σλοβενία Σλοβακία και Φιλανδία) με 3-7 ψήφους Για να ληφθεί μία

απόφαση έπρεπε να συγκεντρωθούν 260 ψήφοι σε σύνολο 352 όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε

βάσει προτάσεως της Επιτροπής οι οποίες προέρχονταν από τα μισά συν ένα κράτη μέλη ή 260

ψήφοι που προέρχονταν από τα 23 τουλάχιστον των κρατών μελών στις άλλες περιπτώσεις Η

αναστέλλουσα μειοψηφία ανερχόταν πλέον σε 93 ψήφους Παράλληλα προβλέφθηκε ότι κάθε

κράτος μέλος μπορούσε να ζητήσει να εξακριβωθεί ότι τα κράτη μέλη τα οποία συνιστούσαν

την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούσαν τουλάχιστο στο 62 του συνολικού πληθυσμού της

Ένωσης Η απόφαση δεν θεσπιζόταν στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο όρος αυτός δεν

πληρούνταν Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πλειοψηφία πληθυσμών δεν ήταν αναγκαία

προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων Η πλήρωσή της ελεγχόταν μόνον εάν αυτό είχε ζητηθεί

από κράτος μέλος μετά την ψηφοφορία Εφόσον δεν είχε ζητηθεί η διαδικασία λήψης της

απόφασης τηρούνταν μέχρι κεραίας ώστε ήταν αδύνατη στη συνέχεια η νομική (και

ενδεχομένως η δικαστική) αμφισβήτηση του κύρους της πράξης που εκδόθηκε Και με το

σύστημα αυτό τα μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση καθώς

συγκέντρωναν 170 μόνο ψήφους (ακόμη και αν αυτές υπερέβαιναν το 62 του κοινοτικού

πληθυσμού) ήταν δυνατό όμως κάποια από αυτά (τουλάχιστον τέσσερα) να σχηματίσουν

αναστέλλουσα μειοψηφία Τα μικρά κράτη μέλη ήταν αδύνατο να σχηματίσουν αναστέλλουσα

μειοψηφία ενώ τα μεσαία μπορούσαν Μικρά και μεσαία μαζί δεν ήταν δυνατό να λάβουν

απόφαση Αν και η πρακτική λήψης αποφάσεων στην Ένωση δεν θα επέτρεπε την υπόθεση ότι οι

συμμαχίες των κρατών μελών σχηματίζονται πάντοτε στη βάση μεγάλων μεσαίων και μικρών

κρατών δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να υποστηριχθεί ότι τα μεσαία κράτη είχαν αποκτήσει ένα

ιδιαίτερο διαπραγματευτικό βάρος στο βαθμό που η ψήφος τους κατέστη αναγκαία είτε για να

ληφθεί απόφαση είτε για να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες ψήφοι αναστέλλουσας μειοψηφίας

[πρβλ Κανελλόπουλο ΕΕΕυρΔ 2002888-889]

5 Η ειδική πλειοψηφία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Μετά την έναρξη ισχύος

της Συνθήκης της Λισαβόνας η ειδική πλειοψηφία αποτελεί τον κανόνα λήψης αποφάσεων από

το Συμβούλιο (ά 16 παρ 3 ΣΕΕ) εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά Ταυτόχρονα επεκτάθηκε το

πεδίο εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε σημαντικό βαθμό καθώς πλέον οι περισσότερες

ενωσιακές πράξεις εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία εντός της οποίας το

Συμβούλιο αποφασίζει πάντοτε με ειδική πλειοψηφία [Ιωακειμίδης σ 80-84 Raepenbusch

ΕΕΕυρΔ 2008473] Το προϊσχύσαν πολύπλοκο σύστημα αντικαθίσταται από ένα απλούστερο

κανόνα διπλής πλειοψηφίας Προκειμένου να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο πρέπει να

συγκεντρωθεί πλειοψηφία 55 των κρατών μελών (στα οποία πάντως συμπεριλαμβάνονται

τουλάχιστον 15 μέλη) τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 65 του πληθυσμού της

Ένωσης Εάν όμως το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής ή

του ύπατου εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η

απαιτούμενη πλειοψηφία των κρατών μελών ανέρχεται σε 72 ενώ η αναγκαία πλειοψηφία

πληθυσμών παραμένει ίδια Το νέο σύστημα ειδικής πλειοψηφίας άρχισε να εφαρμόζεται από

την 1112014 Μέχρι τότε εφαρμοζόταν η προγενέστερη μορφή της ειδικής πλειοψηφίας όπως

αυτή είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Νίκαιας κατά τα οριζόμενα στο ά 3 παρ 3 του

πρωτοκόλλου αριθ 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που επισυνάφθηκε στις Συνθήκες

από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (για το λόγο αυτό στην ανωτέρω ανάλυση του προϋφιστάμενου

καθεστώτος αναφέρονται και οι ψήφοι της Κροατίας παρότι η προσχώρησή της έλαβε χώρα την

172013 δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης) Επιπλέον το

χρονικό διάστημα από 1112014 έως 3132017 κάθε κράτος μέλος όταν επρόκειτο να ληφθεί

απόφαση με ειδική πλειοψηφία μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή της εκδοχής της Νίκαιας

(ά 3 παρ 2 του ως άνω πρωτοκόλλου) ευχέρεια που απηχούσε συμβιβασμό έναντι των πιέσεων

της Πολωνίας η οποία είχε επιτύχει υπό την εκδοχή της Νίκαιας σταθμισμένες ψήφους ευνοϊκές

σε σχέση με τον πληθυσμό της [Raepenbusch ΕΕΕυρΔ 2008469-470] Συνεπώς η ειδική

πλειοψηφία της Λισαβόνας εφαρμόζεται πλήρως και αποκλειστικά από την 142017 Η

αναστέλλουσα μειοψηφία δηλαδή τα απαιτούμενα ποσοστά κρατών μελών και πληθυσμών

προκειμένου να ματαιωθεί η έκδοση απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα

κράτη μέλη (16 παρ 4 ΣΕΕ) Ακόμη όμως και αν δεν συγκεντρώνεται αναστέλλουσα

μειοψηφία καθιερώνεται υποχρέωση του Συμβουλίου να καταβάλει κάθε προσπάθεια

εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης και επίτευξης ευρύτερης βάσης συμφωνίας όταν κάποια κράτη

μέλη εκφράζουν ανησυχίες για τη σχεδιαζόμενη απόφαση και συγκεντρώνουν τουλάχιστον το

55 του πληθυσμού ή το 55 του αριθμού των κρατών μελών που είναι απαραίτητα για το

σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (από 142017 και εξής) ή συγκέντρωναν τουλάχιστον τα

frac34 του πληθυσμού ή τα frac34 του αριθμού των κρατών μελών από τα τιθέμενα στο ά 16 παρ 4 ΣΕΕ

αναγκαία ποσοστά για το σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (για το χρονικό διάστημα έως την

3132017) όπως προκύπτει από την 7η Δήλωση της τελικής πράξης της Συνθήκης της

Λισαβόνας Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η παραπάνω διαδικασία να ματαιώσει την

έκδοση απόφασης η οποία συγκεντρώνει τις απαιτούμενες από τις Συνθήκες πλειοψηφίες Η

παρ 3 της υπομνηματιζόμενης διάταξης προσαρμόζει τις πλειοψηφίες όταν στη ψηφοφορία δεν

μετέχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου όπως πχ σε περιπτώσεις ενισχυμένων συνεργασιών

αποφάσεων στον τομέα της ΟΝΕ κατά τα ά 126 παρ 13 ή 136 παρ 2 ΣΛΕΕ αναστολής του

δικαιώματος ψήφου κράτους μέλους κατά το ά 7 ΣΕΕ ή κατάρτισης συμφωνίας αποχώρησης

κράτους από την Ένωση σύμφωνα με το ά 50 παρ 4 ΣΕΕ

6 Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ndash Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προέκυψε ως

αποτέλεσμα θεσμικής κρίσης που ξέσπασε στο κοινοτικό οικοδόμημα το 1965 και έμεινε γνωστή

ως κρίση της laquoκενής έδραςraquo Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη Γαλλία η οποία απείχε από τις

διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στην Κοινότητα διαμαρτυρόμενη για την άρνηση των

υπόλοιπων κρατών μελών να αποδεχθούν τις προτάσεις της για επαναφορά της ομοφωνίας ως

κανόνα λήψης αποφάσεως σε βάρος των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ειδικής και απλής

πλειοψηφίας ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής Η κρίση έληξε με την υιοθέτηση

ενός κειμένου διπλωματικού χαρακτήρα την 3011966 ενός κειμένου το οποίο χωρίς

αμφιβολία δεν αναθεώρησε τη Συνθήκη έγινε ωστόσο σεβαστό για πολλά χρόνια από τα κράτη

μέλη και ενσωματώθηκε στην κοινοτική δικαιοπαραγωγική διαδικασία [Σαχπεκίδου σ 399]

Σύμφωνα με το Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όταν κατά τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία

τίθενται σε κίνδυνο πολύ σπουδαία συμφέροντα ενός ή περισσότερων κρατών μελών τα μέλη

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

μελών και της δημοκρατικής αρχής αλλά και να λάβει υπόψη το διαφορετικό πολιτικό και

οικονομικό βάρος των μελών της Κοινότητας Στη διαδικασία αυτή κάθε κράτος μέλος διέθετε

ένα ορισμένο αριθμό ψήφων ο οποίος καθοριζόταν με οικονομικά πολιτικά και πληθυσμιακά

κριτήρια [Πλιάκος σ 209] Δεν υιοθετούνταν ένας απολύτως αναλογικός πληθυσμιακός

συντελεστής ούτε όμως μία λογική πλήρους ισότητας των κρατών μελών Το σύστημα

σχεδιάστηκε στην Κοινότητα των έξι με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η λήψη απόφασης

από το Συμβούλιο εφόσον συγκεντρωνόταν πλειοψηφία δύο τρίτων Παράλληλα ούτε τα

μεγάλα κράτη μέλη μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση (γιατί τα μικρά κράτη μέλη

πριμοδοτούνταν ως προς τον αριθμό των ψήφων που διέθεταν σε σχέση με τα μεγάλα) ούτε τα

μικρά να εμποδίσουν την έκδοσή της Η μεταφορά του συστήματος αυτού στην Κοινότητα των

δεκαπέντε δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα Προκειμένου να ληφθεί απόφαση έπρεπε να

συγκεντρωθούν 62 ψήφοι όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή 62

ψήφοι που προέρχονταν από δέκα κράτη μέλη στις άλλες περιπτώσεις Με τα τότε δεδομένα η

πλειοψηφία των δύο τρίτων αντιστοιχούσε μόλις στο 5816 του κοινοτικού πληθυσμού (σε

σχέση με το 6770 της Κοινότητας των έξι) Η αναστέλλουσα μειοψηφία ο αριθμός δηλαδή

των ψήφων που εφόσον συγκεντρωνόταν εμπόδιζε τη λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία

ανερχόταν στις 26 ψήφους (επί συνόλου 87) Δύο μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να

καταστούν αναστέλλουσα μειοψηφία ενώ και τα πέντε μεγάλα δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα

τους απόφαση [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 131] Με βάση τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθμ

10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της

Νίκαιας σε συνδυασμό με το ά 12 παρ 1 (α) (i) της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003 και στη

συνέχεια με το ά 10 παρ 1 της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005 (και κατόπιν με το ά 20 της

Πράξης Προσχωρήσεως του 2012) το ως άνω σύστημα τροποποιήθηκε Υιοθετήθηκε ένα

σύστημα διπλής πλειοψηφίας (κρατών και πληθυσμών) Συναφώς επανασταθμίστηκαν οι ψήφοι

όλων των κρατών μελών με βάση ένα αναλογικότερο πληθυσμιακό κριτήριο (λχ η Γερμανία

διέθετε 29 ψήφους έναντι 10 η Ελλάδα 12 έναντι 5 η Φιλανδία 7 έναντι 4 το Λουξεμβούργο 4

έναντι 2) Με τη στάθμιση αυτή η Ένωση των 27 (και ήδη 28) αποτελούνταν από τρεις

ευδιάκριτες κατηγορίες κρατών laquoμεγάλωνraquo με 27-29 ψήφους το καθένα (Γερμανία Γαλλία

Ιταλία Ηνωμένο Βασίλειο Ισπανία Πολωνία) laquoμεσαίωνraquo (Βέλγιο Βουλγαρία Τσεχία

Ελλάδα Ουγγαρία Κάτω Χώρες Αυστρία Πορτογαλία Ρουμανία και Σουηδία) με 10-14

ψήφους και laquoμικρώνraquo (Δανία Εσθονία Ιρλανδία ήδη η Κροατία Κύπρος Λετονία Λιθουανία

Λουξεμβούργο Μάλτα Σλοβενία Σλοβακία και Φιλανδία) με 3-7 ψήφους Για να ληφθεί μία

απόφαση έπρεπε να συγκεντρωθούν 260 ψήφοι σε σύνολο 352 όταν το Συμβούλιο αποφάσιζε

βάσει προτάσεως της Επιτροπής οι οποίες προέρχονταν από τα μισά συν ένα κράτη μέλη ή 260

ψήφοι που προέρχονταν από τα 23 τουλάχιστον των κρατών μελών στις άλλες περιπτώσεις Η

αναστέλλουσα μειοψηφία ανερχόταν πλέον σε 93 ψήφους Παράλληλα προβλέφθηκε ότι κάθε

κράτος μέλος μπορούσε να ζητήσει να εξακριβωθεί ότι τα κράτη μέλη τα οποία συνιστούσαν

την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούσαν τουλάχιστο στο 62 του συνολικού πληθυσμού της

Ένωσης Η απόφαση δεν θεσπιζόταν στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο όρος αυτός δεν

πληρούνταν Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πλειοψηφία πληθυσμών δεν ήταν αναγκαία

προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων Η πλήρωσή της ελεγχόταν μόνον εάν αυτό είχε ζητηθεί

από κράτος μέλος μετά την ψηφοφορία Εφόσον δεν είχε ζητηθεί η διαδικασία λήψης της

απόφασης τηρούνταν μέχρι κεραίας ώστε ήταν αδύνατη στη συνέχεια η νομική (και

ενδεχομένως η δικαστική) αμφισβήτηση του κύρους της πράξης που εκδόθηκε Και με το

σύστημα αυτό τα μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση καθώς

συγκέντρωναν 170 μόνο ψήφους (ακόμη και αν αυτές υπερέβαιναν το 62 του κοινοτικού

πληθυσμού) ήταν δυνατό όμως κάποια από αυτά (τουλάχιστον τέσσερα) να σχηματίσουν

αναστέλλουσα μειοψηφία Τα μικρά κράτη μέλη ήταν αδύνατο να σχηματίσουν αναστέλλουσα

μειοψηφία ενώ τα μεσαία μπορούσαν Μικρά και μεσαία μαζί δεν ήταν δυνατό να λάβουν

απόφαση Αν και η πρακτική λήψης αποφάσεων στην Ένωση δεν θα επέτρεπε την υπόθεση ότι οι

συμμαχίες των κρατών μελών σχηματίζονται πάντοτε στη βάση μεγάλων μεσαίων και μικρών

κρατών δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να υποστηριχθεί ότι τα μεσαία κράτη είχαν αποκτήσει ένα

ιδιαίτερο διαπραγματευτικό βάρος στο βαθμό που η ψήφος τους κατέστη αναγκαία είτε για να

ληφθεί απόφαση είτε για να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες ψήφοι αναστέλλουσας μειοψηφίας

[πρβλ Κανελλόπουλο ΕΕΕυρΔ 2002888-889]

5 Η ειδική πλειοψηφία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Μετά την έναρξη ισχύος

της Συνθήκης της Λισαβόνας η ειδική πλειοψηφία αποτελεί τον κανόνα λήψης αποφάσεων από

το Συμβούλιο (ά 16 παρ 3 ΣΕΕ) εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά Ταυτόχρονα επεκτάθηκε το

πεδίο εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε σημαντικό βαθμό καθώς πλέον οι περισσότερες

ενωσιακές πράξεις εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία εντός της οποίας το

Συμβούλιο αποφασίζει πάντοτε με ειδική πλειοψηφία [Ιωακειμίδης σ 80-84 Raepenbusch

ΕΕΕυρΔ 2008473] Το προϊσχύσαν πολύπλοκο σύστημα αντικαθίσταται από ένα απλούστερο

κανόνα διπλής πλειοψηφίας Προκειμένου να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο πρέπει να

συγκεντρωθεί πλειοψηφία 55 των κρατών μελών (στα οποία πάντως συμπεριλαμβάνονται

τουλάχιστον 15 μέλη) τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 65 του πληθυσμού της

Ένωσης Εάν όμως το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής ή

του ύπατου εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η

απαιτούμενη πλειοψηφία των κρατών μελών ανέρχεται σε 72 ενώ η αναγκαία πλειοψηφία

πληθυσμών παραμένει ίδια Το νέο σύστημα ειδικής πλειοψηφίας άρχισε να εφαρμόζεται από

την 1112014 Μέχρι τότε εφαρμοζόταν η προγενέστερη μορφή της ειδικής πλειοψηφίας όπως

αυτή είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Νίκαιας κατά τα οριζόμενα στο ά 3 παρ 3 του

πρωτοκόλλου αριθ 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που επισυνάφθηκε στις Συνθήκες

από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (για το λόγο αυτό στην ανωτέρω ανάλυση του προϋφιστάμενου

καθεστώτος αναφέρονται και οι ψήφοι της Κροατίας παρότι η προσχώρησή της έλαβε χώρα την

172013 δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης) Επιπλέον το

χρονικό διάστημα από 1112014 έως 3132017 κάθε κράτος μέλος όταν επρόκειτο να ληφθεί

απόφαση με ειδική πλειοψηφία μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή της εκδοχής της Νίκαιας

(ά 3 παρ 2 του ως άνω πρωτοκόλλου) ευχέρεια που απηχούσε συμβιβασμό έναντι των πιέσεων

της Πολωνίας η οποία είχε επιτύχει υπό την εκδοχή της Νίκαιας σταθμισμένες ψήφους ευνοϊκές

σε σχέση με τον πληθυσμό της [Raepenbusch ΕΕΕυρΔ 2008469-470] Συνεπώς η ειδική

πλειοψηφία της Λισαβόνας εφαρμόζεται πλήρως και αποκλειστικά από την 142017 Η

αναστέλλουσα μειοψηφία δηλαδή τα απαιτούμενα ποσοστά κρατών μελών και πληθυσμών

προκειμένου να ματαιωθεί η έκδοση απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα

κράτη μέλη (16 παρ 4 ΣΕΕ) Ακόμη όμως και αν δεν συγκεντρώνεται αναστέλλουσα

μειοψηφία καθιερώνεται υποχρέωση του Συμβουλίου να καταβάλει κάθε προσπάθεια

εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης και επίτευξης ευρύτερης βάσης συμφωνίας όταν κάποια κράτη

μέλη εκφράζουν ανησυχίες για τη σχεδιαζόμενη απόφαση και συγκεντρώνουν τουλάχιστον το

55 του πληθυσμού ή το 55 του αριθμού των κρατών μελών που είναι απαραίτητα για το

σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (από 142017 και εξής) ή συγκέντρωναν τουλάχιστον τα

frac34 του πληθυσμού ή τα frac34 του αριθμού των κρατών μελών από τα τιθέμενα στο ά 16 παρ 4 ΣΕΕ

αναγκαία ποσοστά για το σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (για το χρονικό διάστημα έως την

3132017) όπως προκύπτει από την 7η Δήλωση της τελικής πράξης της Συνθήκης της

Λισαβόνας Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η παραπάνω διαδικασία να ματαιώσει την

έκδοση απόφασης η οποία συγκεντρώνει τις απαιτούμενες από τις Συνθήκες πλειοψηφίες Η

παρ 3 της υπομνηματιζόμενης διάταξης προσαρμόζει τις πλειοψηφίες όταν στη ψηφοφορία δεν

μετέχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου όπως πχ σε περιπτώσεις ενισχυμένων συνεργασιών

αποφάσεων στον τομέα της ΟΝΕ κατά τα ά 126 παρ 13 ή 136 παρ 2 ΣΛΕΕ αναστολής του

δικαιώματος ψήφου κράτους μέλους κατά το ά 7 ΣΕΕ ή κατάρτισης συμφωνίας αποχώρησης

κράτους από την Ένωση σύμφωνα με το ά 50 παρ 4 ΣΕΕ

6 Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ndash Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προέκυψε ως

αποτέλεσμα θεσμικής κρίσης που ξέσπασε στο κοινοτικό οικοδόμημα το 1965 και έμεινε γνωστή

ως κρίση της laquoκενής έδραςraquo Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη Γαλλία η οποία απείχε από τις

διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στην Κοινότητα διαμαρτυρόμενη για την άρνηση των

υπόλοιπων κρατών μελών να αποδεχθούν τις προτάσεις της για επαναφορά της ομοφωνίας ως

κανόνα λήψης αποφάσεως σε βάρος των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ειδικής και απλής

πλειοψηφίας ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής Η κρίση έληξε με την υιοθέτηση

ενός κειμένου διπλωματικού χαρακτήρα την 3011966 ενός κειμένου το οποίο χωρίς

αμφιβολία δεν αναθεώρησε τη Συνθήκη έγινε ωστόσο σεβαστό για πολλά χρόνια από τα κράτη

μέλη και ενσωματώθηκε στην κοινοτική δικαιοπαραγωγική διαδικασία [Σαχπεκίδου σ 399]

Σύμφωνα με το Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όταν κατά τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία

τίθενται σε κίνδυνο πολύ σπουδαία συμφέροντα ενός ή περισσότερων κρατών μελών τα μέλη

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούσαν τουλάχιστο στο 62 του συνολικού πληθυσμού της

Ένωσης Η απόφαση δεν θεσπιζόταν στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο όρος αυτός δεν

πληρούνταν Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πλειοψηφία πληθυσμών δεν ήταν αναγκαία

προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων Η πλήρωσή της ελεγχόταν μόνον εάν αυτό είχε ζητηθεί

από κράτος μέλος μετά την ψηφοφορία Εφόσον δεν είχε ζητηθεί η διαδικασία λήψης της

απόφασης τηρούνταν μέχρι κεραίας ώστε ήταν αδύνατη στη συνέχεια η νομική (και

ενδεχομένως η δικαστική) αμφισβήτηση του κύρους της πράξης που εκδόθηκε Και με το

σύστημα αυτό τα μεγάλα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να λάβουν μόνα τους απόφαση καθώς

συγκέντρωναν 170 μόνο ψήφους (ακόμη και αν αυτές υπερέβαιναν το 62 του κοινοτικού

πληθυσμού) ήταν δυνατό όμως κάποια από αυτά (τουλάχιστον τέσσερα) να σχηματίσουν

αναστέλλουσα μειοψηφία Τα μικρά κράτη μέλη ήταν αδύνατο να σχηματίσουν αναστέλλουσα

μειοψηφία ενώ τα μεσαία μπορούσαν Μικρά και μεσαία μαζί δεν ήταν δυνατό να λάβουν

απόφαση Αν και η πρακτική λήψης αποφάσεων στην Ένωση δεν θα επέτρεπε την υπόθεση ότι οι

συμμαχίες των κρατών μελών σχηματίζονται πάντοτε στη βάση μεγάλων μεσαίων και μικρών

κρατών δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να υποστηριχθεί ότι τα μεσαία κράτη είχαν αποκτήσει ένα

ιδιαίτερο διαπραγματευτικό βάρος στο βαθμό που η ψήφος τους κατέστη αναγκαία είτε για να

ληφθεί απόφαση είτε για να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες ψήφοι αναστέλλουσας μειοψηφίας

[πρβλ Κανελλόπουλο ΕΕΕυρΔ 2002888-889]

5 Η ειδική πλειοψηφία μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ndash Μετά την έναρξη ισχύος

της Συνθήκης της Λισαβόνας η ειδική πλειοψηφία αποτελεί τον κανόνα λήψης αποφάσεων από

το Συμβούλιο (ά 16 παρ 3 ΣΕΕ) εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά Ταυτόχρονα επεκτάθηκε το

πεδίο εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε σημαντικό βαθμό καθώς πλέον οι περισσότερες

ενωσιακές πράξεις εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία εντός της οποίας το

Συμβούλιο αποφασίζει πάντοτε με ειδική πλειοψηφία [Ιωακειμίδης σ 80-84 Raepenbusch

ΕΕΕυρΔ 2008473] Το προϊσχύσαν πολύπλοκο σύστημα αντικαθίσταται από ένα απλούστερο

κανόνα διπλής πλειοψηφίας Προκειμένου να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο πρέπει να

συγκεντρωθεί πλειοψηφία 55 των κρατών μελών (στα οποία πάντως συμπεριλαμβάνονται

τουλάχιστον 15 μέλη) τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 65 του πληθυσμού της

Ένωσης Εάν όμως το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής ή

του ύπατου εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η

απαιτούμενη πλειοψηφία των κρατών μελών ανέρχεται σε 72 ενώ η αναγκαία πλειοψηφία

πληθυσμών παραμένει ίδια Το νέο σύστημα ειδικής πλειοψηφίας άρχισε να εφαρμόζεται από

την 1112014 Μέχρι τότε εφαρμοζόταν η προγενέστερη μορφή της ειδικής πλειοψηφίας όπως

αυτή είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Νίκαιας κατά τα οριζόμενα στο ά 3 παρ 3 του

πρωτοκόλλου αριθ 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που επισυνάφθηκε στις Συνθήκες

από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (για το λόγο αυτό στην ανωτέρω ανάλυση του προϋφιστάμενου

καθεστώτος αναφέρονται και οι ψήφοι της Κροατίας παρότι η προσχώρησή της έλαβε χώρα την

172013 δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης) Επιπλέον το

χρονικό διάστημα από 1112014 έως 3132017 κάθε κράτος μέλος όταν επρόκειτο να ληφθεί

απόφαση με ειδική πλειοψηφία μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή της εκδοχής της Νίκαιας

(ά 3 παρ 2 του ως άνω πρωτοκόλλου) ευχέρεια που απηχούσε συμβιβασμό έναντι των πιέσεων

της Πολωνίας η οποία είχε επιτύχει υπό την εκδοχή της Νίκαιας σταθμισμένες ψήφους ευνοϊκές

σε σχέση με τον πληθυσμό της [Raepenbusch ΕΕΕυρΔ 2008469-470] Συνεπώς η ειδική

πλειοψηφία της Λισαβόνας εφαρμόζεται πλήρως και αποκλειστικά από την 142017 Η

αναστέλλουσα μειοψηφία δηλαδή τα απαιτούμενα ποσοστά κρατών μελών και πληθυσμών

προκειμένου να ματαιωθεί η έκδοση απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα

κράτη μέλη (16 παρ 4 ΣΕΕ) Ακόμη όμως και αν δεν συγκεντρώνεται αναστέλλουσα

μειοψηφία καθιερώνεται υποχρέωση του Συμβουλίου να καταβάλει κάθε προσπάθεια

εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης και επίτευξης ευρύτερης βάσης συμφωνίας όταν κάποια κράτη

μέλη εκφράζουν ανησυχίες για τη σχεδιαζόμενη απόφαση και συγκεντρώνουν τουλάχιστον το

55 του πληθυσμού ή το 55 του αριθμού των κρατών μελών που είναι απαραίτητα για το

σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (από 142017 και εξής) ή συγκέντρωναν τουλάχιστον τα

frac34 του πληθυσμού ή τα frac34 του αριθμού των κρατών μελών από τα τιθέμενα στο ά 16 παρ 4 ΣΕΕ

αναγκαία ποσοστά για το σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (για το χρονικό διάστημα έως την

3132017) όπως προκύπτει από την 7η Δήλωση της τελικής πράξης της Συνθήκης της

Λισαβόνας Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η παραπάνω διαδικασία να ματαιώσει την

έκδοση απόφασης η οποία συγκεντρώνει τις απαιτούμενες από τις Συνθήκες πλειοψηφίες Η

παρ 3 της υπομνηματιζόμενης διάταξης προσαρμόζει τις πλειοψηφίες όταν στη ψηφοφορία δεν

μετέχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου όπως πχ σε περιπτώσεις ενισχυμένων συνεργασιών

αποφάσεων στον τομέα της ΟΝΕ κατά τα ά 126 παρ 13 ή 136 παρ 2 ΣΛΕΕ αναστολής του

δικαιώματος ψήφου κράτους μέλους κατά το ά 7 ΣΕΕ ή κατάρτισης συμφωνίας αποχώρησης

κράτους από την Ένωση σύμφωνα με το ά 50 παρ 4 ΣΕΕ

6 Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ndash Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προέκυψε ως

αποτέλεσμα θεσμικής κρίσης που ξέσπασε στο κοινοτικό οικοδόμημα το 1965 και έμεινε γνωστή

ως κρίση της laquoκενής έδραςraquo Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη Γαλλία η οποία απείχε από τις

διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στην Κοινότητα διαμαρτυρόμενη για την άρνηση των

υπόλοιπων κρατών μελών να αποδεχθούν τις προτάσεις της για επαναφορά της ομοφωνίας ως

κανόνα λήψης αποφάσεως σε βάρος των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ειδικής και απλής

πλειοψηφίας ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής Η κρίση έληξε με την υιοθέτηση

ενός κειμένου διπλωματικού χαρακτήρα την 3011966 ενός κειμένου το οποίο χωρίς

αμφιβολία δεν αναθεώρησε τη Συνθήκη έγινε ωστόσο σεβαστό για πολλά χρόνια από τα κράτη

μέλη και ενσωματώθηκε στην κοινοτική δικαιοπαραγωγική διαδικασία [Σαχπεκίδου σ 399]

Σύμφωνα με το Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όταν κατά τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία

τίθενται σε κίνδυνο πολύ σπουδαία συμφέροντα ενός ή περισσότερων κρατών μελών τα μέλη

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

172013 δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης) Επιπλέον το

χρονικό διάστημα από 1112014 έως 3132017 κάθε κράτος μέλος όταν επρόκειτο να ληφθεί

απόφαση με ειδική πλειοψηφία μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή της εκδοχής της Νίκαιας

(ά 3 παρ 2 του ως άνω πρωτοκόλλου) ευχέρεια που απηχούσε συμβιβασμό έναντι των πιέσεων

της Πολωνίας η οποία είχε επιτύχει υπό την εκδοχή της Νίκαιας σταθμισμένες ψήφους ευνοϊκές

σε σχέση με τον πληθυσμό της [Raepenbusch ΕΕΕυρΔ 2008469-470] Συνεπώς η ειδική

πλειοψηφία της Λισαβόνας εφαρμόζεται πλήρως και αποκλειστικά από την 142017 Η

αναστέλλουσα μειοψηφία δηλαδή τα απαιτούμενα ποσοστά κρατών μελών και πληθυσμών

προκειμένου να ματαιωθεί η έκδοση απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα

κράτη μέλη (16 παρ 4 ΣΕΕ) Ακόμη όμως και αν δεν συγκεντρώνεται αναστέλλουσα

μειοψηφία καθιερώνεται υποχρέωση του Συμβουλίου να καταβάλει κάθε προσπάθεια

εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης και επίτευξης ευρύτερης βάσης συμφωνίας όταν κάποια κράτη

μέλη εκφράζουν ανησυχίες για τη σχεδιαζόμενη απόφαση και συγκεντρώνουν τουλάχιστον το

55 του πληθυσμού ή το 55 του αριθμού των κρατών μελών που είναι απαραίτητα για το

σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (από 142017 και εξής) ή συγκέντρωναν τουλάχιστον τα

frac34 του πληθυσμού ή τα frac34 του αριθμού των κρατών μελών από τα τιθέμενα στο ά 16 παρ 4 ΣΕΕ

αναγκαία ποσοστά για το σχηματισμό μειοψηφίας αρνησικυρίας (για το χρονικό διάστημα έως την

3132017) όπως προκύπτει από την 7η Δήλωση της τελικής πράξης της Συνθήκης της

Λισαβόνας Σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί η παραπάνω διαδικασία να ματαιώσει την

έκδοση απόφασης η οποία συγκεντρώνει τις απαιτούμενες από τις Συνθήκες πλειοψηφίες Η

παρ 3 της υπομνηματιζόμενης διάταξης προσαρμόζει τις πλειοψηφίες όταν στη ψηφοφορία δεν

μετέχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου όπως πχ σε περιπτώσεις ενισχυμένων συνεργασιών

αποφάσεων στον τομέα της ΟΝΕ κατά τα ά 126 παρ 13 ή 136 παρ 2 ΣΛΕΕ αναστολής του

δικαιώματος ψήφου κράτους μέλους κατά το ά 7 ΣΕΕ ή κατάρτισης συμφωνίας αποχώρησης

κράτους από την Ένωση σύμφωνα με το ά 50 παρ 4 ΣΕΕ

6 Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ndash Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προέκυψε ως

αποτέλεσμα θεσμικής κρίσης που ξέσπασε στο κοινοτικό οικοδόμημα το 1965 και έμεινε γνωστή

ως κρίση της laquoκενής έδραςraquo Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη Γαλλία η οποία απείχε από τις

διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στην Κοινότητα διαμαρτυρόμενη για την άρνηση των

υπόλοιπων κρατών μελών να αποδεχθούν τις προτάσεις της για επαναφορά της ομοφωνίας ως

κανόνα λήψης αποφάσεως σε βάρος των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ειδικής και απλής

πλειοψηφίας ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής Η κρίση έληξε με την υιοθέτηση

ενός κειμένου διπλωματικού χαρακτήρα την 3011966 ενός κειμένου το οποίο χωρίς

αμφιβολία δεν αναθεώρησε τη Συνθήκη έγινε ωστόσο σεβαστό για πολλά χρόνια από τα κράτη

μέλη και ενσωματώθηκε στην κοινοτική δικαιοπαραγωγική διαδικασία [Σαχπεκίδου σ 399]

Σύμφωνα με το Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όταν κατά τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία

τίθενται σε κίνδυνο πολύ σπουδαία συμφέροντα ενός ή περισσότερων κρατών μελών τα μέλη

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

του Συμβουλίου προσπαθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καταλήξουν σε λύσεις

αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη Η γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ότι επί πολύ σπουδαίων

ζητημάτων η συζήτηση πρέπει να συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία Τέλος τα κράτη

μέλη διαπίστωσαν ότι διαφωνούν ως προς το τι θα έπρεπε να συμβεί αν οι συζητήσεις δεν

καρποφορήσουν Οι θεσμικές συνέπειες του Συμβιβασμού ήταν ευρύτατες διότι παρέκαμψαν

τις προβλέψεις των Συνθηκών επιβάλλοντας τη συναίνεση ως τρόπο υιοθέτησης μιας πράξης

όταν τα κράτη επικαλούνταν ζωτικά συμφέροντα εισάγοντας συνεπώς και την επέκταση του

δικαιώματος αρνησικυρίας σε όλο το φάσμα της κοινοτικής δράσης Παράλληλα ο Συμβιβασμός

επέδρασε και στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου επαναφέροντας στο προσκήνιο

χαρακτηριστικά διπλωματικών διασκέψεων τα οποία όμως αποδοκίμαζε η ιδρυτική Συνθήκη

ΕΟΚ [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 137] Ο Συμβιβασμός λειτούργησε επί είκοσι περίπου χρόνια

από την υιοθέτησή του Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρήθηκε μία σταδιακή τάση

εγκατάλειψής του υπέρ των διατάξεων της Συνθήκης Η ΕΕΠ και η Συνθήκη ΕΕ δεν έθιξαν την

εφαρμογή του καθώς αυτός δεν αποτελεί τυπικό δίκαιο τροποποιήσιμο από κανόνα του

πρωτογενούς δικαίου Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ωστόσο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε

διαδικασίες που απηχούσαν το Συμβιβασμό στις ιδρυτικές Συνθήκες (στα τότε ισχύοντα ά 23

παρ 2 40 παρ 2 ΕΕ και 11 παρ 2 ΕΚ) [Κούσης σ 104 Στάγκος Σαχπεκίδου σ 138]

Παρόμοιες διαδικασίες επιβιώνουν και σήμερα (ά 31 παρ 2 ΣΕΕ) Αυτοί οι τυποποιημένοι

απόηχοι του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου συγγενεύουν αν και δεν ταυτίζονται με

περιπτώσεις όπου αναστέλλεται η διαδικασία ψηφοφορίας μετά από αίτημα κράτους μέλους

προκειμένου να συζητηθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (πχ ά 48 82 παρ 3 83 παρ 3

86 παρ 1 ΣΛΕΕ) Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στη μη υιοθέτηση απόφασης ή

στην καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας δεν επιβάλλουν όμως τη λήψη απόφασης με

ομοφωνία Η ενσωμάτωση του Συμβιβασμού σε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης αποκλείει

εξ αντιδιαστολής την εφαρμογή του στις υπόλοιπες περιπτώσεις [Hilf Pache NJW 1998709

711]

Άρθρο 239 (πρώην άρθρο 206 της ΣΕΚ)

[Αντιπροσώπευση μέλους σε περίπτωση ψηφοφορίας]

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα

μόνον από τα λοιπά μέλη

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Αντιπροσώπευση μέλους ndash Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιπροσώπευσης μέλους

του Συμβουλίου που απουσιάζει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας Κατά τη Συνθήκη κάθε μέλος

του Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα μόνον από τα λοιπά μέλη Η ρύθμιση

περιλαμβάνεται αυτολεξεί και στο ά 11 παρ 3 του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού του οργάνου

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

(Απόφ 2009937ΕΕ του Συμβουλίου) Η αντιπροσώπευση μπορεί να γίνει μόνον από μέλος του

Συμβουλίου και όχι από άλλο πρόσωπο δηλαδή ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι υπουργός ή

πρόσωπο υπουργικού επιπέδου εξουσιοδοτημένο να δεσμεύει την κυβέρνησή του και να ασκεί το

δικαίωμα ψήφου Με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να εκπροσωπηθούν κατά την ψηφοφορία

δεκατέσσερα κράτη μέλη από τα υπόλοιπα δεκατέσσερα Τύπος - και ιδιαίτερα έγγραφος - για την

αντιπροσώπευση δεν απαιτείται Δεν αποκλείεται ο αντιπρόσωπος να δέχεται υποδείξεις ή οδηγίες

κατά την ψηφοφορία από το μόνιμο αντιπρόσωπο ή τον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο του

κράτους που αντιπροσωπεύεται Ο περιορισμός του ά 239 ισχύει μόνον για τη στιγμή της

ψηφοφορίας Αντιθέτως στις υπόλοιπες εργασίες του Συμβουλίου κωλυόμενο να παρευρεθεί μέλος

του μπορεί να εκπροσωπείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πχ από γενικό γραμματέα υπουργείου

πρέσβη μόνιμο αντιπρόσωπο κοκ (ά 4 του εσωτερικού κανονισμού)

Άρθρο 240 (πρώην άρθρο 207 της ΣΕΚ)

[Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων Γενικός Γραμματέας εσωτερικός κανονισμός

διαδικαστικές αποφάσεις]

1 Επιτροπή που απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των

κρατών μελών έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου και της

εκτέλεσης των εντολών που της αναθέτει το Συμβούλιο Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει

διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του

Συμβουλίου

2 Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία υπό την ευθύνη γενικού γραμματέα ο

οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία σχετικά με την οργάνωση της Γενικής

Γραμματείας

3 Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων καθώς και για

τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού

Ειδική βιβλιογραφία Κ Γάδης Η λειτουργία του Coreper στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των

κοινοτικών αποφάσεων ΕΕΕυρΔ 1984573 ndash Χ Καραμπαρμπούνης Δομή και λειτουργία της Επιτροπής

Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕEυρΚ 199110-11 ndash Π

Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000 ndash Γ

Κρεμλής Π Κωνσταντόπουλος Η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994 ndash Π Στάγκος

Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφ 19998ΕΚ (L 571) Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535)

1 Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ ή Coreper από τα γαλλικά αρχικά) ndash Η ΕΜΑ αποτελεί

όργανο διακυβερνητικής σύνθεσης προορισμένο να βοηθά και να προετοιμάζει τις εργασίες του

Συμβουλίου Ιδρύθηκε το 1958 με διάταξη του προσωρινού κανονισμού του Σήμερα ρύθμιση

σχετική με αυτήν περιέχουν το ά 16 παρ 7 ΣΕΕ εξαγγελτικά και το ά 240 παρ 1 ΣΛΕΕ Αποστολή

της ΕΜΑ είναι η προπαρασκευή των εργασιών του Συμβουλίου και η εκτέλεση των εντολών που της

ανατίθενται από το τελευταίο Επομένως η σχέση Συμβουλίου ndash ΕΜΑ είναι σχέση εντολέα ndash

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

εντολοδόχου με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί υποκατάστατο όργανο του

Συμβουλίου [Καραμπαρμπούνης ΕΕυρΚ 199110-11 11] Η ΕΜΑ συντίθεται από τους μόνιμους

αντιπροσώπους των κρατών μελών οι οποίοι είναι διαπιστευμένοι στην Ένωση Συνεδριάζει υπό

δύο συνθέσεις Ως Coreper II αποτελείται από τους πρέσβεις μονίμους αντιπροσώπους και

ασχολείται με τα σημαντικότερα ιδίως πολιτικής υφής ζητήματα ενώ ως Coreper I συγκείμενη

από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους καταπιάνεται με περισσότερο τεχνικά και ειδικά

θέματα [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984575 579] Τις εργασίες της διευθύνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος του

κράτους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων Υποβοηθείται από

πολυάριθμες ομάδες εργασίας διακυβερνητικής επίσης σύνθεσης οι οποίες επεξεργάζονται τα

θέματα που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο (λχ ομάδες laquoMertensraquo και laquoAnticiraquo) Αν ένα

συγκεκριμένο θέμα δεν επιλυθεί σε επίπεδο ομάδας εργασίας ή όταν απαιτείται συντονισμός μεταξύ

του έργου διαφορετικών ομάδων αναλαμβάνει η ΕΜΑ στην οποία φέρεται το θέμα προς περαιτέρω

διαπραγμάτευση με σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο προσανατολισμών επιλογών ή προτάσεων

λύσεων [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 129] Η διαπραγμάτευση αυτή λειτουργεί αμφίδρομαmiddot τα κράτη

μέλη πληροφορούνται για τις θέσεις των υπολοίπων ταυτόχρονα όμως η ΕΜΑ λειτουργεί και ως

γέφυρα επικοινωνίας των κρατών μελών με την ενωσιακή διοίκηση Εφόσον η διαπραγμάτευση

καταλήξει σε συμφωνία για ένα θέμα τότε παραπέμπεται από την ΕΜΑ στο Συμβούλιο ως σημείο

Α Το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή εκδίδει την απόφασή του χωρίς συζήτηση εκτός και εάν

προκύπτει ανάγκη νέας συζήτησης ή εάν το ζητήσει κράτος μέλος ή η Επιτροπή οπότε αποσύρεται

από την ημερήσια διάταξη ή συζητείται μετά από απόφαση του Συμβουλίου κατά το ά 3 παρ 8 του

εσωτερικού του κανονισμού Αντίθετα τα ζητήματα για τα οποία δεν επήλθε συμφωνία στην ΕΜΑ

ή θεωρούνται μεγάλης σημασίας παραπέμπονται στο Συμβούλιο ως σημείο Β οπότε αυτό

αποφασίζει αφού προηγηθεί συζήτηση και χωρίς να αποκλείεται παραπομπή του θέματος εκ νέου

στην ΕΜΑ προκειμένου να διατυπωθεί το κείμενο της αποφάσεως και να ρυθμιστούν τεχνικές

λεπτομέρειες Η ΕΜΑ συνεπώς δεν αποτελεί θεσμικό όργανο με δικές της αρμοδιότητες αλλά

όργανο της Ένωσης με διακυβερνητική σύνθεση που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για το

τελευταίο καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως Το έργο της εκτέλεσης των εντολών του

Συμβουλίου δεν της παρέχει την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψης αποφάσεων που κατά τη

Συνθήκη ανήκει στο Συμβούλιο [ΔΕΚ C-2594 Επιτροπή Συμβούλιο ECLIEUC1996114 σκ

26] Εντούτοις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ στην οποία ανάγεται το

δεύτερο εδάφιο του ά 240 παρ 1 μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις εφόσον υπάρχει

σχετική πρόβλεψη στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου [Κούσης σ 80] Το ά 19 παρ 7 του

εσωτερικού κανονισμού ορίζει σε ποιες περιπτώσεις η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει διαδικαστικές

αποφάσεις όπως λχ απόφαση δημόσιας διεξαγωγής συνόδου του Συμβουλίου έγκριση και

τροποποίηση των πρακτικών του δημοσίευση κειμένου ή πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα κά Η

γενική αρμοδιότητα της ΕΜΑ να προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου υποχωρεί πάντως όταν

πρόκειται να συζητηθούν θέματα σχετικά με τις κοινές οργανώσεις των γεωργικών αγορών οπότε

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

αντικαθίσταται από την Ειδική Επιτροπή Γεωργίας [Γάδης ΕΕΕυρΔ 1984582-583] Παράλληλα

καθήκοντα προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου με την ΕΜΑ έχουν η Οικονομική και

Δημοσιονομική Επιτροπή για τα θέματα της ΟΝΕ (ά 134 παρ 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το ά 2 της

Απόφ 19998ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση του καταστατικού της Οικονομικής και

Δημοσιονομικής Επιτροπής) η Επιτροπή Απασχόλησης για την πολιτική απασχόλησης (ά 150

ΣΛΕΕ) η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας για την ΚΕΠΠΑ (ά 38 ΣΕΕ) κά

2 Γενική γραμματεία του Συμβουλίου ndash Η γενική γραμματεία παρέχει την αναγκαία υποδομή για τις

συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εξασφαλίζει παράλληλα τη συνοχή της δράσης του η οποία μπορεί

να θιγεί από το σύστημα της κυλιόμενης δεκαοκτάμηνης προεδρίας που ισχύει για όλες τις

συνθέσεις του οργάνου πλην εκείνης των Εξωτερικών Υποθέσεων Μεταξύ άλλων στα καθήκοντά

της περιλαμβάνονται η τήρηση των πρακτικών και αρχείων η σύνταξη φακέλων η υλική

προετοιμασία των συνόδων το μεταφραστικό έργο [Κρεμλής Κωνσταντόπουλος σ 118] Η γενική

γραμματεία λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα ο οποίος διορίζεται από το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το γενικό κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Κατά το ά

23 παρ 3 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ο γενικός γραμματέας επικουρεί την

προεδρία στην αναζήτηση λύσεων και είναι στενά και μόνιμα συνδεδεμένος με την οργάνωση το

συντονισμό και τον έλεγχο της συνοχής των εργασιών του και την εφαρμογή του δεκαοκτάμηνου

προγράμματός του Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου αποτελείται από γενικές διευθύνσεις και

οριζόντιες υπηρεσίες με σημαντικότερη τη Νομική Υπηρεσία η οποία προετοιμάζει τα σχέδια

ενωσιακών πράξεων καθορίζει τη μορφή της πράξης τη δημοσίευση και τη νομική της βάση

εκπροσωπεί δε το Συμβούλιο στις διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης Ο

γενικός γραμματέας μπορεί να ορίζεται θεματοφύλακας διεθνών συνθηκών που συνάπτονται από

την Ένωση την ΕΚΑΕ ή μεταξύ των κρατών μελών (ά 25 του εσωτερικού κανονισμού του

Συμβουλίου) Εξάλλου η γενική γραμματεία έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των

κονδυλίων του προϋπολογισμού που διατίθενται στο Συμβούλιο (ά 23 παρ 5 του εσωτερικού

κανονισμού) Τα σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας αποφασίζονται με απλή

πλειοψηφία από το Συμβούλιο σύμφωνα με το εδ β της παρ 2 το οποίο προστέθηκε από τη

Συνθήκη της Λισαβόνας

3 Εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο θεσπίζει και

προφανώς τροποποιεί ή συμπληρώνει με απλή πλειοψηφία τον εσωτερικό του κανονισμό ο οποίος

ρυθμίζει λεπτομερώς τη λειτουργία του οργάνου Ο νυν εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου

τέθηκε σε ισχύ με την Απόφ 2009937ΕΕ (L 32535) Οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού

κανονισμού δεσμεύουν το Συμβούλιο το οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτούς ακόμη και

όταν υιοθετεί πράξη με πλειοψηφία μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την έκδοση ή την

νομότυπη τροποποίησή του [ΔΕΚ 6886 Ηνωμένο Βασίλειο Συμβούλιο ECLIEUC198885 σκ

48]

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

4 Λήψη διαδικαστικών αποφάσεων ndash Κατά το ά 240 παρ 3 το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία επί διαδικαστικών θεμάτων ρύθμιση που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας

Άρθρο 241 (πρώην άρθρο 208 της ΣΕΚ)

[Διεξαγωγή ερευνών από την Επιτροπή]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να

διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες έρευνες για την πραγματοποίηση των κοινών

σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλει πρόταση

γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στο Συμβούλιο

1 Αίτημα για διεξαγωγή ερευνών και υποβολή προτάσεων ndash Επειδή κατά το δίκαιο της Ένωσης η

Επιτροπή έχει σχεδόν αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής (και εν γένει δικαιοπαραγωγικής)

πρωτοβουλίας είναι επόμενο το Συμβούλιο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση παρότι αποτελεί (τις

περισσότερες φορές μαζί με το ΕυρΚοινβ) το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Ένωσης Για να

αμβλυνθούν οι αρνητικές αυτές συνέπειες συμπεριλήφθηκε στην ιδρυτική Συνθήκη ΕΟΚ η ρύθμιση

του ά 241 σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο μπορεί να ζητά από την Επιτροπή είτε τη διεξαγωγή

πρόσφορων ερευνών είτε την υποβολή κατάλληλων προτάσεων (χωρίς να αποκλείεται να ζητηθούν

και τα δύο) προκειμένου να πραγματοποιηθούν κοινοί σκοποί δηλαδή οι σκοποί που περιέχονται

στα ά 3 ΣΕΕ και 3-6 ΣΛΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται πλέον ρητά ότι το

Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τη διεξαγωγή ερευνών ή την υποβολή προτάσεων με απλή

πλειοψηφία Η αίτηση του Συμβουλίου δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί κάποιο συγκεκριμένο

τύποmiddot μπορεί να λάβει τη μορφή απόφασης αλλά και να εκδηλωθεί μέσω δηλώσεων στα πρακτικά

ή συμπερασμάτων

2 Υποχρέωση ανταπόκρισης της Επιτροπής ndash Πριν από την τροποποίηση της διάταξης από τη Συνθήκη

της Λισαβόνας είχε τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση ή να

προβεί στην έρευνα Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε αναζητηθεί στο σύστημα θεσμικής

ισορροπίας που είχε καθιερωθεί από τις Συνθήκες Ενόψει του ότι το πρωτογενές δίκαιο απέδιδε

στην Επιτροπή το ρόλο του μοναδικού σχεδόν φορέα νομοθετικής πρωτοβουλίας η ρύθμιση του ά

241 δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως εισάγουσα απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει

μετά την αίτηση του Συμβουλίου διότι έτσι θα καταργούνταν εμμέσως η αρμοδιότητά της να

υποβάλει laquoνομοθετικέςraquo προτάσεις Εάν η Επιτροπή θα δρούσε και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να

κρίνεται από την ίδια [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 77] καθώς λογικά αυτή διέθετε το πλέον ευρύ περιθώριο

εκτιμήσεως της αίτησης του Συμβουλίου αλλά και της ανάγκης να ενεργήσει βάσει της έννομης

κατάστασης που επρόκειτο να ρυθμιστεί και των ειδικών συνθηκών Μία διαφορετική ερμηνεία θα

επέτρεπε ουσιαστικά την κατάργηση του κανόνα του ά 293 παρ 1 ΣΛΕΕ κατά τον οποίο το

Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν θέλει να παρεκκλίνει από πρόταση της Επιτροπής Αντί γιrsquo

αυτό το Συμβούλιο θα μπορούσε με απλή πλειοψηφία να ζητά την υποβολή της επιθυμητής

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

πρότασης Ήταν συνεπώς λογικό να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να

αδιαφορήσει στο αίτημα του Συμβουλίου (αδιαφορία που θα επέτρεπε ενδεχομένως την άσκηση

εναντίον της προσφυγής κατά παραλείψεως) αλλά από την άλλη διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης

και για το laquoανraquo και για το laquoπώςraquo θα ενεργούσε φθάνει να αιτιολογούσε επαρκώς τη σχετική

απόφαση [Σαχπεκίδου σ 416] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε με την προσθήκη του

τελευταίου εδαφίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας από την οποία προκύπτει κατrsquo αρχάς η

δυνατότητα της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση και περαιτέρω η υποχρέωσή της να

γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους

Άρθρο 242 (πρώην άρθρο 209 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών]

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία μετά διαβούλευση με την Επιτροπή

καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στις Συνθήκες

1 Καθορισμός νομικού καθεστώτος επιτροπών ndash Το Συμβούλιο ορίζει με απλή πλειοψηφία το νομικό

καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται από τις Συνθήκες Τέτοιες είναι λχ η επιτροπή

μεταφορών η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού

Ταμείου η επιτροπή απασχόλησης η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας κά Η ρύθμιση του

νομικού καθεστώτος των επιτροπών μπορεί να συνίσταται στον καθορισμό της σύνθεσής τους

εάν δεν υπάρχει ειδικότερη προς τούτο πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο στην οργάνωση και

στους κανόνες λειτουργίας τους

2 Αναλογική εφαρμογή του ά 242 ndash Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ά 242 εφαρμόζεται αναλογικά και

σε ότι αφορά επιτροπές που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς είναι δυνατή η ίδρυση

από το Συμβούλιο επιτροπών ή οργανισμών για την υποβοήθηση του έργου του βάσει του ά 16

ΣΕΕ ή άλλων διατάξεων των Συνθηκών όπως το ά 352 ΣΛΕΕ Αντίθετα το νομικό καθεστώς της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών δεν καθορίζεται

σύμφωνα με το ά 242 διότι αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία επιτροπές αλλά επικουρικά

όργανα της Ένωσης με δικό τους εσωτερικό κανονισμό Επίσης δεν εφαρμόζεται στις επιτροπές

που δημιουργούνται από άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους να

οργανώνουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους Στην

περίπτωση αυτή αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των επιτροπών είναι τα εν

λόγω όργανα και όχι το Συμβούλιο

Άρθρο 243 (πρώην άρθρο 210 της ΣΕΚ)

[Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων συντάξεων]

Το Συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές αποζημιώσεις και συντάξεις του προέδρου του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προέδρου της Επιτροπής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας των μελών της Επιτροπής των

προέδρων των μελών και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς

και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Ορίζει επίσης κάθε άλλη αποζημίωση που

καταβάλλεται αντί αμοιβής

Παράγωγο δίκαιο Καν (ΕΕ) 2016300 (L 581)

1 Καθορισμός αποδοχών αποζημιώσεων και συντάξεων ndash Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ανήκει και

ο καθορισμός των αποδοχών των συντάξεων και των αποζημιώσεων των προσώπων που

αναφέρονται στη διάταξη Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τον

κανόνα του ά 16 παρ 3 ΣΕΕ Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει όχι μόνο το ύψος

των ποσών αυτών αλλά επιπλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης και τους τρόπους πληρωμής τους Ο

όρος laquoαποζημίωσηraquo πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως αποζημίωση νοούνται λχ τα έξοδα

μετακίνησης διαμονής ή υγειονομικής περίθαλψης Με βάση το δεύτερο εδάφιο της διάταξης το

Συμβούλιο μπορεί να ορίζει κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται έναντι αμοιβής όχι όμως

γενικά όπως ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης του εδαφίου αλλά μόνο όσον

αφορά τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου (διαφορετικά θα ήταν περιττή η παρόμοια διατύπωση του

ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου) Το καθεστώς των αποδοχών των

αναφερόμενων στο ά 243 προσώπων διέπεται από τον Καν (EE) 2016300 του Συμβουλίου (L

581)

2 Καθορισμός αποδοχών και συντάξεων άλλων προσώπων ndash Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει η Συνθήκη για τα

μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ά 286 παρ 7 και

301 παρ 3 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) οι οποίες αναθέτουν το σχετικό προσδιορισμό αποδοχών συντάξεων

και αποζημιώσεων στο Συμβούλιο που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατά το ά 16 παρ 3 ΣΕΕ

Οι αποδοχές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκαν επίσης από τον Καν (ΕΕ)

2016300 ο οποίος έχει νομική βάση και το ά 286 παρ 7 ΣΛΕΕ Οι αποδοχές αποζημιώσεις και

συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και του υπόλοιπου προσωπικού που απασχολείται

στον ενωσιακό διοικητικό μηχανισμό με σύμβαση καθορίζονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής

Καταστάσεως κατά τα προβλεπόμενα από το ά 336 ΣΛΕΕ

Τμήμα 4

Η Επιτροπή

Άρθρο 244

[Σύστημα εναλλαγής κατά το διορισμό των μελών της Επιτροπής]

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέλη

της Επιτροπής επιλέγονται βάσει συστήματος εναλλαγής που θεσπίζεται ομόφωνα από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

α) τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με απόλυτη ισοτιμία όσον αφορά τον καθορισμό της σειράς

διορισμού των υπηκόων τους στην Επιτροπή και τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτήν κατά

συνέπεια η διαφορά μεταξύ του συνολικού αριθμού των θητειών από υπηκόους δύο δεδομένων

κρατών μελών δεν δύναται ποτέ να υπερβαίνει τη μονάδα

β) υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) κάθε διαδοχική Επιτροπή συγκροτείται κατά τρόπο

ώστε να αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου

των κρατών μελών

Ειδική βιβλιογραφία Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ 2000 ndash Π Κανελλόπουλος Η θεσμική μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Νίκαιας ΕΕΕυρΔ

2002883 ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τεύχος ΙΙ η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση 2013272ΕΕ (L 16598)

1 Σύστημα ισότιμης εναλλαγής των μελών της Επιτροπής ndash Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας παγιώθηκε η

θέση που είχε υιοθετηθεί και από το προϊσχύσαν πρωτογενές δίκαιο ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή

να αποτελείται από αριθμό μελών κατώτερο από εκείνο των κρατών μελών προκειμένου να

διαφυλαχθεί η συλλογικότητα κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά και η αποτελεσματική της

λειτουργία Υπενθυμίζεται ότι προβληματισμοί για την ικανότητα της Επιτροπής να δρα

αποτελεσματικά και συνεκτικά λόγω της πολυάριθμης σύνθεσής της είχαν απασχολήσει τα κράτη

μέλη πριν από τις τρεις τελευταίες διευρύνσεις όπως προέκυπτε από το πρωτόκολλο laquoσχετικά με τα

όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςraquo το οποίο επισυνάφθηκε στις Συνθήκες ΕΕ

και ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 [Κούσης σ 75-76] Μέχρι την έναρξη ισχύος της

Συνθήκης της Νίκαιας οι εκάστοτε πράξεις προσχωρήσεως τροποποιούσαν τη διάταξη του τότε ά

213 ΕΚ ορίζοντας συγκεκριμένο αριθμό Επιτρόπων μεγαλύτερο από τον αριθμό των κρατών μελών

(πχ για την Ένωση των 15 τα μέλη της Επιτροπής ανέρχονταν σε 20) καθώς είχε καθιερωθεί τα

μεγάλα κράτη μέλη (Γερμανία Ιταλία Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία) να εξασφαλίζουν το

διορισμό και δεύτερου μέλους της εθνικότητάς τους [Πλιάκος σ 215] Η παραπάνω διάταξη

τροποποιήθηκε διαδοχικά από το ά 4 του πρωτοκόλλου αριθμ 10 laquoγια τη διεύρυνση της ΕΕraquo το

οποίο επισυνάφθηκε στη Συνθήκη ΕΚ από τη Συνθήκη της Νίκαιας Σε μία πρώτη φάση η παρ 1

του ά 213 τροποποιήθηκε από το ά 4 παρ 1 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου (με έναρξη ισχύος

την 1112004 σύμφωνα με το ά 45 παρ 2 στοιχ δ της Πράξης Προσχωρήσεως του 2003) ορίζοντας

ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι ίσα με τον αριθμό των κρατών μελών Η τροποποίηση αυτή ήταν

προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των μεγάλων και μεσαίων κρατών μελών της Ένωσης αφενός και των

μικρών αφετέρου ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας και

αποτυπώθηκε στην ομότιτλη Συνθήκη ενόψει της διεύρυνσης του 2004 με δέκα νέα κράτη Τα

μεγάλα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το δικαίωμα διορισμού και δεύτερου Επιτρόπου που

διέθεταν μέχρι και την 31102004 ενώ τα μικρά (συμπεριλαμβανομένων και των δέκα νέων μελών)

διατήρησαν το δικαίωμα να διορίζουν από έναν επίτροπο της ιθαγένειάς τους με αντάλλαγμα τη

συνολική αναστάθμιση των ψήφων που διέθετε κάθε κράτος μέλος στο Συμβούλιο κατά τη λήψη

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία βάσει ενός αναλογικότερου πληθυσμιακού κριτηρίου Σε μία

δεύτερη φάση που άρχισε την 112007 με την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχωρήσεως του 2005

οπότε τα κράτη μέλη ανήλθαν σε 27 η παρ 1 του ά 213 αναθεωρήθηκε και πάλι από το ά 4 παρ 2

του πρωτοκόλλου αριθμ 10 κατά τρόπο ώστε το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του θα όριζε τον

αριθμό των μελών της Επιτροπής (μικρότερο από εκείνον των μελών της Ένωσης) και τις

λεπτομέρειες της εκ περιτροπής εναλλαγής των Επιτρόπων διαφορετικής εθνικότητας με τέτοιο

τρόπο ώστε ο καθορισμός της σύνθεσης των διαδοχικών σωμάτων να είναι αυτόματος

[Κανελλόπουλος ΕΕΕυρΔ 2002889] Η πρόβλεψη αυτή όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί

διότι στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας Το ά 17 παρ 5 ΣΕΕ διαλαμβάνει ότι

από 1112014 τα μέλη της Επιτροπής θα ανέρχονται στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών

εκτός και εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταβάλει με ομόφωνη απόφασή του τον ανωτέρω αριθμό

ενώ με ομόφωνη επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έπρεπε να οριστεί ένα σύστημα

ισότιμης εναλλαγής ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών αλλά και ο σεβασμός στο

δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα της Ένωσης [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 73-74]

2 Η εν τοις πράγμασι laquoαναστολήraquo του ά 244 ΣΛΕΕ ndash Όλα τα παραπάνω δεν έχουν όμως ιδιαίτερη

σημασία καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 1112122008 (έγγραφο

117271108REV 1Concl 51322009) αποφάσισε πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει η Συνθήκη της

Λισαβόνας ότι η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να απαρτίζεται από έναν υπήκοο κάθε κράτους μέλους

προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ιρλανδίας ο λαός της οποίας είχε αρχικά απορρίψει

με δημοψήφισμα την κύρωση της Συνθήκης τον Ιούνιο του 2008 αλλά την αποδέχθηκε σε ένα

δεύτερο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους Από νομική άποψη η διαρρύθμιση αυτή

επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω ενός πρωτοκόλλου που θα επισυναπτόταν στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ

από την επόμενη συνθήκη προσχώρησης σύμφωνα με όσα προδιέγραφαν τα συμπεράσματα της

προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 181962009 (έγγραφο

11225209REV 2Concl 21072009) Τελικώς όμως οριστικοποιήθηκε με την απόφαση

2013272ΕΕ της 2252013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (L 16598) που εκδόθηκε με βάση το ά

17 παρ 5 ΣΕΕ λίγο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας Σύμφωνα

με την απόφαση η διαρρύθμιση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αρκετά πριν από το διορισμό είτε

της Επιτροπής που θα διαδεχθεί εκείνη που διορίστηκε την 1112014 είτε της πρώτης Επιτροπής

μετά την προσχώρηση του τριακοστού κράτους μέλους ανάλογα με το ποιος από τους δύο

διορισμούς θα προηγηθεί Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή του ά 244 δεν ανατρέπεται οριστικά αλλά

κατrsquo ουσία αναβάλλεται Ως μέσο για την αναβολή αυτή επιλέχθηκε πράξη του δευτερογενούς

ενωσιακού δικαίου και όχι η σχεδιαζόμενη κατά τα ανωτέρω αναθεώρηση ή κατάργησή της σε

επίπεδο Συνθηκών

Άρθρο 245 (πρώην άρθρο 213 της ΣΕΚ)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

[Τρόπος άσκησης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής]

Τα μέλη της Επιτροπής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των

καθηκόντων τους Τα κράτη μέλη σέβονται την ανεξαρτησία τους και δεν επιδιώκουν να τα

επηρεάζουν κατά την εκτέλεση του έργου τους

Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ασκούν

οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη Αναλαμβάνουν επισήμως

την υποχρέωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους να τηρούν κατά τη διάρκεια της

θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους και

ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή μετά τη λήξη της

θητείας τους ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων Σε περίπτωση παράβασης των

υποχρεώσεων αυτών το Δικαστήριο αιτήσει του Συμβουλίου αποφασίζοντος με απλή

πλειοψηφία ή της Επιτροπής δύναται αναλόγως της περιπτώσεως να απαλλάξει από τα

καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 247 ή να

αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντrsquo αυτού

παροχές

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση C (2018) 3614 (C 657)

1 Τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών ndash Η ανεξαρτησία εκτός από θεμελιώδη προϋπόθεση

διορισμού των μελών της Επιτροπής αποτελεί και υποχρέωση κατά την άσκηση των καθηκόντων

τους όπως γενικότερα ορίζει το ά 17 παρ 3 εδ γ ΣΕΕ και συγκεκριμενοποιεί το ά 245 ΣΛΕE Η

γενική αυτή υποχρέωση εξειδικεύεται α) ως απαγόρευση επηρεασμού των μελών της Επιτροπής

από κυβερνήσεις θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς (ά 245 παρ 1 εδ β και συμπληρωματικά

ά 17 παρ 3 εδ γ δεύτερη φράση ΣΕΕ) και β) με την καθιέρωση ασυμβιβάστου με οποιαδήποτε

άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ά 245 παρ 2) Πέραν των εξειδικεύσεων αυτών η Συνθήκη

ορίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους

(245 παρ 2 εδ β) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η υποχρέωση αυτή ερμηνεύεται ευρέως

Λαμβανομένων υπόψη των υψηλών τους ευθυνών οι Επίτροποι πρέπει να τηρούν τα αυστηρότερα

πρότυπα άμεμπτης συμπεριφοράς Οι υποχρεώσεις συνεπώς που απορρέουν εκ της θέσεως των

μελών της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν μόνον τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας

κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους ως προς την αποδοχή θέσεων και

πλεονεκτημάτων που παρατίθενται ενδεικτικά και ως παράδειγμα από τη Συνθήκη αλλά συνιστούν

μία γενική υποχρέωσή τους να προκρίνουν το γενικό συμφέρον της Ένωσης όχι μόνο έναντι των

εθνικών αλλά και των προσωπικών τους συμφερόντων [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 70-71] Συμπερασματικά τα μέλη της Επιτροπής τόσο κατά τη θητεία

τους όσο και μετά τη λήξη της οφείλουν να τηρούν τη βασική υποχρέωση του ά 245 παρ 2 εδ β

και τις ειδικότερες που απορρέουν από αυτήν οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή επιρροών από

κράτη μέλη τρίτα κράτη όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή και ιδιώτες Παράλληλα με τις

απαγορεύσεις αυτές επιδιώκεται η προστασία του απορρήτου των διασκέψεων και των ερευνών του

οργάνου και η εμπέδωση της ανεξαρτησίας του ενώπιον των πολιτών της Ένωσης Δε θεωρείται

ωστόσο ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Επιτρόπου η πολιτική δραστηριότητα υπό την έννοια

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

της έκφρασης και της διάδοσης πολιτικών θέσεων ή της συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό

κόμμα διότι κατά τα άλλα τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να κατέχουν υπουργική άλλη

κυβερνητική ή κοινοβουλευτική θέση Η παραβίαση των απαγορεύσεων του ά 245 παρ 2 εφόσον

εμφανίζει έναν επαρκή βαθμό σοβαρότητας μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του μέλους από τα

καθήκοντά του κατά το ά 247 ΣΛΕΕ εάν αυτό είναι εν ενεργεία ή στην έκπτωσή του από το

δικαίωμα χρηματικών παροχών είτε η παράβαση διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του

είτε μετά τη λήξη της οι οποίες διατάσσονται από το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Συμβουλίου

ή της Επιτροπής Το Δικαστήριο ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της παραβίασης μπορεί να

αποφασίσει ολική ή μερική έκπτωση από τα οικονομικά πλεονεκτήματα του μέλους δεν

αποκλείεται όμως και μόνη η δικαστική διαπίστωση της παράβασης να αποτελεί την ενδεδειγμένη

κύρωση [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson ECLIEUC2006455 σκ 149-150]

2 Προηγούμενα εφαρμογής της διάταξης ndash Η διαδικασία του ά 245 παρ 2 εδ γ ενεργοποιήθηκε μέχρι

σήμερα δύο φορές α) Η πρώτη αφορούσε τον επίτροπο Bangemann (μέλος της Επιτροπής Santer)

ο οποίος ήταν επιφορτισμένος από το 1992 με το χαρτοφυλάκιο των τεχνολογιών των πληροφοριών

και των τηλεπικοινωνιών διότι τελώντας υπό παραίτηση πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι είχε την

πρόθεση να αναλάβει επαγγελματική δραστηριότητα στην εταιρία Telefoacutenica Το Συμβούλιο

παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο (Απόφ 1999494ΕΚ ΕΚΑΧ Ευρατόμ L 199955)

θεωρώντας ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος διακριτικότητας αλλά τελικά η υπόθεση

διευθετήθηκε εξωδικαστικά και η αίτηση του Συμβουλίου αποσύρθηκε (Απόφ 200044ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 200073) β) Τη δεύτερη φορά η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο την έκπτωση της

Eacutedith Cresson (πρώην μέλους της Επιτροπής Santer) από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ή από

άλλες αντrsquo αυτού παροχές διότι κατά το χρονικό διάστημα που είχε διατελέσει Επίτροπος επέδειξε

χαριστική συμπεριφορά καθώς καταστρατηγώντας τις προβλέψεις των σχετικών κανόνων

πρόσληψης πέτυχε να προσληφθεί γνωστός της ως εξωτερικός επιστήμονας από τις υπηρεσίες της

Επιτροπής ενώ στην πραγματικότητα αυτός εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού συμβούλου Αν και

το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της πρώην Επιτρόπου των υποχρεώσεων

του ά 245 παρ 2 προέκρινε ως κατάλληλη κύρωση τη διαπίστωση και μόνο της παράβασης και δεν

κήρυξε την έκπτωση από οικονομικές παροχές [ΔΕΚ C-43204 Επιτροπή Cresson

ECLIEUC2006455 σκ 151]

3 Κώδικας δεοντολογίας ndash Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των Επιτρόπων καθορίζεται εκτενώς

από την Απόφαση της Επιτροπής της 3112018 περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της (C 657)

που εκδόθηκε με νομική βάση τα ά 17 ΣΕΕ και 245 ΣΛΕΕ Ο Κώδικας καθιερώνει επιπλέον

σύνολο διαδικασιών για τη διασφάλιση των αρχών της ανεξαρτησίας της συλλογικότητας της

διακριτικότητας και της διαφάνειας κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων

Άρθρο 246 (πρώην άρθρο 215 της ΣΕΚ)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

[Λήξη θητείας μέλους]

Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής

λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά

Το μέλος της Επιτροπής που παραιτήθηκε ή αποβίωσε αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του από νέο μέλος της αυτής υπηκοότητας το οποίο διορίζεται από το Συμβούλιο με

κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Συμβούλιο μετά από πρόταση του προέδρου της Επιτροπής δύναται να αποφασίσει

ομοφώνως ότι δεν είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέλους αυτού ιδίως όταν είναι σύντομο

το εναπομένον διάστημα της θητείας του

Εάν ο πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει αντικαθίσταται

για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο

άρθρο 17 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης απαλλαγής ή θανάτου ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της

θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση

Σε περίπτωση παραίτησης του συνόλου των μελών της Επιτροπής τα εν λόγω μέλη

εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις

έως ότου αντικατασταθούν για το υπόλοιπο της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Λήξη της θητείας μελών της Επιτροπής ndash Η θητεία μέλους της Επιτροπής ατομικώς λήγει λόγω

θανάτου παραίτησης ή απαλλαγής από τα καθήκοντά του Το μέλος του οποίου η θητεία έληξε

αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας από άλλο πρόσωπο της ίδιας υπηκοότητας που

διορίζεται με ειδική πλειοψηφία από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία με τον Πρόεδρο της

Επιτροπής και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν

υπόκειται η Επιτροπή εκ νέου σε ψήφο έγκρισης του ΕυρΚοινβ Πάντως το Συμβούλιο μετά από

πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν

συντρέχει λόγος αντικατάστασης Στην περίπτωση όμως λήξης της θητείας του Προέδρου αυτός

πρέπει να αντικαθίσταται πάντοτε και μάλιστα με τη διαδικασία του ά 17 παρ 7 εδ α ΣΕΕ δηλαδή

με πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εκλογή από το ΕυρΚοινβ Κατrsquo αναλογία η λήξη της

θητείας του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

και αντιπροέδρου της Επιτροπής συνεπάγεται πάντοτε το διορισμό νέου με τη διαδικασία του ά 18

παρ 1 ΣΕΕ ήτοι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία

και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής Συλλογικά λήγει η θητεία των μελών της

Επιτροπής δια παραιτήσεως εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της από το ΕυρΚοινβ

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

κατά το ά 17 παρ 8 ΣΕΕ Τα παραιτηθέντα μέλη της Επιτροπής παραμένουν στη θέση τους μέχρι

να αντικατασταθούν διαχειριζόμενα τις τρέχουσες υποθέσεις της

2 Η περίπτωση της παραίτησης της Επιτροπής Santer ndash Ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των ενωσιακών

θεσμών αποτελεί η παραίτηση της Επιτροπής Santer την 1531999 λόγω καταγγελιών για

νεποτισμό αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα και αφού προηγήθηκε συναφής έρευνα

επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η παραίτηση αυτή δεν προκλήθηκε μετά από αποδοχή πρότασης

δυσπιστίας του ΕυρΚοινβ δεν ήταν δηλαδή συλλογική αλλά δέσμη ατομικών παραιτήσεων όλων

των Επιτρόπων βάσει του τότε ισχύοντος ά 215 παρ 1 ΕΚ [αναλυτικά Στάγκος Σαχπεκίδου σ

168-170˙ ως συλλογική παραίτηση την εκτιμά η Σαχπεκίδου σ 369] Επιβλήθηκε ως απόρροια

πολιτικής δέσμευσης της Επιτροπής έναντι του ΕυρΚοινβ σε συμφωνία με το οποίο στηρίχθηκε η

σύσταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Η πρακτική που ακολουθήθηκε ενείχε πολλά στοιχεία

παραβίασης διατάξεων της Συνθήκης ιδίως σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής και την

τήρηση της υποχρέωσης εχεμύθειας των υπαλλήλων της έναντι της επιτροπής των

εμπειρογνωμόνων η οποία δεν αποτελούσε δικαστική αρχή αλλά αντίθετα προσωρινό

συμβουλευτικό όργανο ιδρυθέν εκτός ενωσιακού πλαισίου και στερημένο από την εξουσία να

εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 168]

Άρθρο 247 (πρώην άρθρο 216 της ΣΕΚ)

[Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του]

Κάθε μέλος της Επιτροπής αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση

των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα δύναται να απαλλάσσεται των

καθηκόντων του από το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου αποφασίζοντος με

απλή πλειοψηφία ή της Επιτροπής

1 Απαλλαγή μέλους από τα καθήκοντά του ndash Μέλος της Επιτροπής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά

του με απόφαση του Δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Συμβουλίου που αποφασίζει με απλή

πλειοψηφία κατά τη σχετική προσθήκη της Συνθήκης της Λισαβόνας ή της Επιτροπής Η απαλλαγή

μπορεί να ζητηθεί α) όταν το μέλος δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των

καθηκόντων του (εάν λχ πάσχει από ασθένεια η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τα καθήκοντά του)

ή β) εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα ιδίως αν παραβεί την υποχρέωση ανεξαρτησίας και ειδικότερα

τις απαγορεύσεις του ά 245 παρ 2 ΣΛΕΕ

Άρθρο 248 (πρώην άρθρο 217 παράγραφος 2 της ΣΕΚ)

[Οργάνωση της Επιτροπής]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή

Ένωση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των

μελών της από τον πρόεδρό της σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της εν λόγω

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

Συνθήκης Ο Πρόεδρος μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών

κατά τη διάρκεια της θητείας

Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Πρόεδρο υπό

την εποπτεία του τελευταίου

Ειδική βιβλιογραφία Π Ιωακειμίδης Η Συνθήκη της Λισσαβώνας Παρουσίαση ανάλυση αξιολόγηση

2008 ndash Π Κούσης Η θεσμική διάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ 2000

ndash Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τεύχος ΙΙ

η Συνθήκη της Νίκαιας (2000) η Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) 2009 ndash M Τσινισιζέλης Οι θεσμοί της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λειτουργία τους εις Ν Μαραβέγια Μ Τσινισιζέλη (επιμ) Η ολοκλήρωση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης 1995 σ 65

1 Οι αρμοδιότητες του Προέδρου ως προς την οργάνωση της Επιτροπής ndash Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι

επιφορτισμένος με την οργάνωσή της ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η συλλογικότητά της όσο και η

αποτελεσματικότητα και συνοχή της όπως άλλωστε ορίζει το ά 17 παρ 6 ΣΕΕ Στα πλαίσια αυτά

ο Πρόεδρος προβαίνει στη διάρθρωση του οργάνου κατανέμει και ανακατανέμει μεταξύ των μελών

τα χαρτοφυλάκια και τα εποπτεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Κατά το ά 3 παρ 2 του

εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητες

των μελών της Η ρύθμιση του ά 248 ΣΛΕΕ απηχεί την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου που

είχε ήδη επέλθει από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και οριστικοποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της

Νίκαιας Ο Πρόεδρος εκτός από τη συμμετοχή του στην επιλογή των υπόλοιπων μελών της

Επιτροπής και του ύπατου εκπρόσωπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική

ασφάλειας μόνος του ορίζει αντιπροέδρους και μπορεί να ζητά όποτε το επιθυμεί την παραίτηση

Επιτρόπου (ά 17 παρ 6 ΣΕΕ) Επιπλέον καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς εντός των

οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της (ά 17 παρ 6 α ΣΕΕ 3 παρ 1 του εσωτερικού

κανονισμού) Ο πολιτικός αυτός ρόλος του Προέδρου έρχεται πλέον στο προσκήνιο όχι μόνο διότι

εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά επειδή βάση της

πρότασης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 72-73] Η

Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπώς παγιώνει την κατάσταση μιας ολοκληρωτικά

laquoπροεδροκεντρικήςraquo Επιτροπής εντός της οποίας συνυπάρχουν από τη μία μεριά η αρχή της

συλλογικότητας και από την άλλη οι αρμοδιότητες του Προέδρου [Παπαγιάννης σ 216 Πλιάκος

σ 218] όσον αφορά τη διάρθρωση του οργάνου οι οποίες τον καθιστούν κάτι περισσότερο από

primus inter pares [Σαχπεκίδου σ 420 και υπό το προγενέστερο καθεστώς Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90]

Οι αρμοδιότητες αυτές περιορίζονται μόνον ως προς τον ύπατο εκπρόσωπο ο οποίος είναι

αντιπρόεδρος ex lege και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του εφόσον συμφωνήσει και το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Η εξαίρεση αυτή όμως οφείλεται στον ιδιόμορφο θεσμικό ρόλο του ύπατου

εκπροσώπου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του Προέδρου Η

προερχόμενη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα της

Επιτροπής και η βελτίωση της λειτουργίας της θα πρέπει να αποτιμηθούν θετικά αλλά δεν είναι

δυνατό να μη γεννηθούν υπόνοιες ότι κατά κάποιο τρόπο επηρεάζεται η ανεξαρτησία της Ένας

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

Πρόεδρος ευεπίφορος στις επιθυμίες κρατών μελών κομματικών σχηματισμών ή των άλλων

θεσμικών οργάνων από τα οποία εξαρτάται η έγκρισή του θα μπορεί να ασκεί πιέσεις στους

Επιτρόπους απειλώντας με ανακατανομή καθηκόντων χωρίς στην περίπτωση αυτή η αρχή της

συλλογικότητας να προσφέρει κάποια απτή λύση [Ιωακειμίδης σ 74 Κούσης σ 85]

2 Διοικητική διάρθρωση της Επιτροπής ndash Με τα ά 21-23 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής

ρυθμίζονται τα θέματα της διοικητικής οργάνωσης του σώματος το οποίο ενόψει των

αρμοδιοτήτων του διαθέτει το μεγαλύτερο διοικητικό μηχανισμό και απασχολεί τους

περισσότερους μόνιμους και μη υπαλλήλους της Ένωσης Η Επιτροπή χωρίζεται σε γενικές

διευθύνσεις σε καθεμία από τις οποίες προΐσταται ένας Επίτροπος Οι γενικές διευθύνσεις

αντιστοιχούν σε τομείς δράσης της Ένωσης (ανταγωνισμός θαλάσσιες υποθέσεις και αλιεία

περιβάλλον διεύρυνση κοκ) και είναι γνωστές με τα αρχικά τους σε κάποιες από τις επίσημες

γλώσσες (DG ΗΟΜΕ η γενική διεύθυνση για τη μετανάστευση και τις εσωτερικές υποθέσεις ή DG

COMP η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού κοκ) Κάθε γενική διεύθυνση χωρίζεται σε διευθύνσεις

οι οποίες με τη σειρά τους διαρθρώνονται σε διοικητικές μονάδες Εκτός από τις γενικές διευθύνσεις

η Επιτροπή διαθέτει και οριζόντιες υπηρεσίες οι οποίες την επικουρούν στην αποστολή της όπως

η Νομική Υπηρεσία η Γενική Γραμματεία η στατιστική υπηρεσία (Eurostat) η υπηρεσία

καταπολέμησης της απάτης (OLAF) το κοινό κέντρο ερευνών (JRC) [Παπαγιάννης σ 217-218]

Παράλληλα κάθε Επίτροπος διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο το οποίο τον βοηθά στη διεκπεραίωση των

καθηκόντων του και στην προπαρασκευή των αποφάσεων της Επιτροπής (ά 19 του εσωτερικού

κανονισμού) [Σκανδάμης (ΙΙ) σ 90-91 Τσινισιζέλης σ 68] Η Επιτροπή εδρεύει στις

Βρυξέλλες με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών της που στεγάζονται στο Λουξεμβούργο

(όπως πχ η στατιστική και η μηχανογραφική της υπηρεσία) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο

επισυναπτόμενο στις Συνθήκες πρωτόκολλο αριθ 6

Άρθρο 249 (πρώην άρθρα 218 παράγραφος 2 και 212 της ΣΕΚ)

[Εσωτερικός κανονισμός ndash ετήσια γενική έκθεση]

1 Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της

και της λειτουργίας των υπηρεσιών της Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν

2 Η Επιτροπή δημοσιεύει κατrsquo έτος ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γενική έκθεση περί της δραστηριότητας της Ένωσης

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

Παράγωγο δίκαιο Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826)

1 Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής ndash Η οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από

εσωτερικό κανονισμό που θέτει σε ισχύ και δημοσιεύει η ίδια Ο εσωτερικός κανονισμός της

Επιτροπής περιέχεται στην Απόφαση Ε (2000) 3614 (L 30826) όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

αποφάσεις της 2010138 (L 5560) και 2011737 (L 29658) Συνοδεύεται από παραρτήματα

προστιθέμενα από αποφάσεις της (2001844 L 3171 2001937 L 34594 200247ΕΚ ΕΚΑΧ

Ευρατόμ L 2123 2004563ΕΚ Ευρατόμ L 2519 200625ΕΚ Ευρατόμ L 1920 2008401ΕΚ

Ευρατόμ L 14022) Τα παραρτήματα αυτά περιέχουν κατά σειρά διατάξεις για τον κώδικα ορθής

διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της στις σχέσεις του με το κοινό την ασφάλεια την

πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής τη διαχείριση εγγράφων τα ηλεκτρονικά και

ψηφιοποιημένα έγγραφα διατάξεις για τη θέσπιση του γενικού συστήματος έγκαιρης

προειδοποίησης laquoArgusraquo και διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού 13672006 του ΕυρΚοινβ

και του Συμβουλίου

2 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής ndash Η Επιτροπή συντάσσει ετήσια γενική έκθεση για τη

δραστηριότητα της Ένωσης η οποία δημοσιεύεται ένα μήνα πριν από τη σύνοδο του ΕυρΚοινβ Η

έκθεση της Επιτροπής συζητείται από αυτό σε ξεχωριστή συνεδρίαση σύμφωνα με το ά 233 ΣΛΕΕ

Τόσο η ίδια η έκθεση όσο και η δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι

καταδεικνύουν την εξέλιξη των ενωσιακών θεμάτων ετησίως αλλά παράλληλα περιέχουν και τις

κατευθύνσεις που πρόκειται να ακολουθήσει η Επιτροπή στο μέλλον Από την άλλη μεριά η σχετική

δημοσίευση συμβάλλει στη διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων ενώ η συζήτησή της δίνει

την απαιτούμενη σημασία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος έστω συμβολικά ενισχύει το

δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης [πρβλ Στάγκο Σαχπεκίδου σ 171]

Άρθρο 250 (πρώην άρθρο 219 της ΣΕΚ)

[Διαδικασίες λήψης αποφάσεων]

Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της

Ο εσωτερικός κανονισμός της ορίζει την απαρτία

Ειδική βιβλιογραφία Π Στάγκος Ε Σαχπεκίδου Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης 2000

1 Αρχή της συλλογικότητας ndash Η Επιτροπή λαμβάνει όλες τις αποφάσεις της ως σώμα Ο κανόνας αυτός

έχει επικρατήσει να ονομάζεται αρχή της συλλογικότητας και αποδίδει στην Επιτροπή τα

χαρακτηριστικά του συλλογικού οργάνου Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν αποφασίζει κάθε

Επίτροπος μόνος του για τον τομέα με τη διαχείριση του οποίου είναι επιφορτισμένος αλλά είναι

αναγκαία η συνεδρίαση του οργάνου ως σώματος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των

μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται αφενός ότι

όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και αφετέρου ότι τα μέλη της είναι συλλογικά υπεύθυνα

σε πολιτικό επίπεδο για όλες τις θεσπιζόμενες αποφάσεις Η αρχή της συλλογικότητας επιβάλλει στο

σώμα των Επιτρόπων τη γραπτή διαμόρφωση της ειλημμένης αποφάσεως και όχι απλώς την

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

έκφραση βούλησης για το περιεχόμενό της Πρέπει δε αυτή να υπογράφεται από τον Πρόεδρο και

το γενικό γραμματέα (κύρωση) προκειμένου το κείμενό της να παγιωθεί και να καταστεί αυθεντικό

ώστε στη συνέχεια να είναι ευχερής ο έλεγχος αν συμφωνεί με τη βούληση του συντάκτη της

δηλαδή της ολομέλειας της Επιτροπής Η παραβίαση της αρχής αυτής αποτελεί παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης της Επιτροπής

όταν αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα [ΔΕΚ 585 Akzo Επιτροπή ECLIEUC1986328

σκ 30 36-37 C-13792 P Επιτροπή BASF AGΗ ECLIEUC1994247 σκ 62-64 69-70 75-76]

Συνιστά μάλιστα τέτοια παράβαση η έλλειψη και μόνο κυρώσεως μιας πράξεως χωρίς να χρειάζεται

να αποδειχθεί ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κυρώσεως προκάλεσε ζημία σε

εκείνον που την επικαλείται Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν εξάλλου η κύρωση των

πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε πριν από

την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους διαφορετικά στοιχειοθετείται και πάλι παράβαση

ουσιώδους τύπου της διαδικασίας [ΔΕΚ C-28695 Ρ Επιτροπή Imperial Chemical Industries plc

ECLIEUC2000188 σκ 40-42 44-47 C-10799 Ιταλία Επιτροπή ECLIEUC200259 σκ 45

47-48]

2 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων ndash Η Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει σε

απαρτία όταν παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της (ά 5 παρ 1 και 7 του εσωτερικού κανονισμού

της) Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία (250 παρ 1 ΣΛΕΕ ά 8 παρ 1 και 3 του

εσωτερικού κανονισμού) μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων μελών Οι συνεδριάσεις του

σώματος είναι εμπιστευτικές και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα Οι αποφάσεις της Επιτροπής

μπορούν να ληφθούν και χωρίς συνεδρίαση είτε με τη γραπτή διαδικασία είτε με τη διαδικασία

εξουσιοδότησης είτε με τη διαδικασία μεταβίβασης αρμοδιοτήτων (ά 4 του εσωτερικού

κανονισμού) Προκειμένου να εφαρμοστεί η γραπτή διαδικασία πρέπει να δοθεί η σύμφωνη γνώμη

των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το θέμα και ευνοϊκή γνώμη της νομικής υπηρεσίας Στη

συνέχεια το κείμενο της πρότασης διανέμεται στα μέλη της Επιτροπής τα οποία εντός ορισμένης

προθεσμίας μπορούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης ή και να ζητήσουν

τη συζήτησή της Αν όμως μέχρι το τέλος της προθεσμίας δε διατυπώθηκε αίτημα αναστολής της

διαδικασίας τότε η απόφαση θεωρείται ότι λήφθηκε (ά 12 του εσωτερικού κανονισμού) Η

διαδικασία εξουσιοδότησης αφορά διοικητικά ή διαχειριστικά μέτρα τηρουμένης πάντοτε της αρχής

της συλλογικότητας (ά 13 του εσωτερικού κανονισμού) Με τη διαδικασία αυτή η Επιτροπή

εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα από τα μέλη της να λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα εξ ονόματός της

εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει Είναι δυνατό επίσης με τη σύμφωνη γνώμη

του Προέδρου να ανατεθεί σε μέλος της η έγκριση οριστικού κειμένου πράξης ή πρότασης προς τα

άλλα θεσμικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους έχει προσδιοριστεί κατά τις

διασκέψεις της [Στάγκος Σαχπεκίδου σ 145-146] Τέλος με τη διαδικασία μεταβίβασης

αρμοδιοτήτων η Επιτροπή μπορεί υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της αρχής της

συλλογικότητας να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διοικητικών ή διαχειριστικών μέτρων

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)

στους γενικούς διευθυντές ή στους προϊσταμένους υπηρεσιών εξ ονόματός της εντός των ορίων και

υπό τους όρους που αυτή θέτει (ά 14 του εσωτερικού κανονισμού)