"Ήρνταν γοι Έλληνοι! Ξινιφάναν γιοι Έλληνοι!" 8η...

11
Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος «Ήρνταν γοι Έλληνοι! Ξινιφάναν γοι Έλληνοι!» 8 Οκτωβρίου 1912 Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Λήμνου. Σύλλογος Μυριναίων το «Κάστρο» Αθήνα, Ξενοδοχείο «Αμαλία». Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 2012.

Transcript of "Ήρνταν γοι Έλληνοι! Ξινιφάναν γιοι Έλληνοι!" 8η...

Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος

«Ήρνταν γοι Έλληνοι! Ξινιφάναν γοι Έλληνοι!»

8 Οκτωβρίου 1912

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την

απελευθέρωση της Λήμνου.

Σύλλογος Μυριναίων το «Κάστρο»

Αθήνα, Ξενοδοχείο «Αμαλία».

Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 2012.

«Ήρνταν γοι Έλληνοι! Ξινιφάναν γοι Έλληνοι!»

8 Οκτωβρίου 1912

14 Οκτωβρίου, Κυριακή. Σαν σήμερα.

14 Οκτωβρίου 1912. Ημέρα Κυριακή ήταν και τότε. Τέτοια ώρα πάνω κάτω θα ήτανε.

Μόλις θα είχε σχολάσει η κυριακάτικη λειτουργία στην Αγία Τριάδα στο Κάστρο, όταν

ένα πολύβουο πλήθος από διακόσιους περίπου άνδρες άρχισε να συγκεντρώνεται, ίσως

παραδίπλα στην Αστική Σχολή ή ίσως στο Παντελίδειο στο Ρωμαίικο Γιαλό. Διακόσιοι

άνδρες που είχαν έρθει από όλα τα χωριά του νησιού και από τον Άη Στράτη. Πρόσωπα

γελαστά, κουβέντες ζωηρές, όλοι είχαν να αφηγηθούν γεγονότα πρωτοφανή που μια

φορά στη ζωή του τα ζει ένας άνθρωπος ή και καμία. Γεγονότα συγκλονιστικά που

είχαν συμβεί την εβδομάδα που προηγήθηκε. Την πιο συγκλονιστική εβδομάδα στην

ιστορία της νεότερης Λήμνου.

Μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, την Κυριακή 7 Οκτωβρίου, είχαν ζήσει μια μέρα

αγωνίας. Ο ελληνικός στόλος είχε κάνει την εμφάνισή του στα νερά της Λήμνου το

Σαββάτο το πρωί, είχε ζητήσει την παράδοση του νησιού αλλά είχε αποπλεύσει το

απομεσήμερο. Ο Οθωμανός διοικητής του νησιού είχε εγκαταλείψει το Κάστρο και είχε

αναχωρήσει προς τα Λέρα και το Κοντοβράκι με τους 50 Τούρκους ζαπτιέδες-

χωροφύλακες. Δυο βραδιές αγωνίας ακολούθησαν. Δυο βροχερές βραδιές με χαλασμό

από βροχή και άνεμο. Έξω από το Kάστρο, στα χωριά, όσοι έβλεπαν τα πολεμικά πλοία

αραγμένα στο πέλαγο, αναρωτιόντουσαν τι εθνικότητας είναι. Κάποιοι λέγαν ιταλικά,

κάποιοι εγγλέζικα, κανείς δεν ήξερε. Στο Κάστρο βέβαια γνώριζαν πως ήταν ο ελληνικός

στόλος αλλά πώς να φτάσουν οι ειδήσεις στις μάντρες των κεχαγιάδων πάνω στα

βουνά.

Οι Τούρκοι του Κάστρου ξεθαρρεύουν. «Φύγαν τα καράβια σας», λένε. «Βγήκε ο

στόλος μας και τα έδιωξε». Άρχισαν να απειλούν. Οι Ρωμιοί κλείστηκαν στα σπίτια τους.

Αγωνία μεγάλη. Τη Δευτέρα, 8 του μηνός, η ίδια αγωνία. Οι ώρες περνούν. Κάποιοι

Τούρκοι προκαλούν: «Γιασασίν Μπαρμπαρόσα», φωνάζουν. «Ζήτω ο Μπαρμπαρόσα»,

νομίζοντας πως η ναυαρχίδα τους, το θωρηκτό Μπαρμπαρόσα, είχε καταδιώξει τον

ελληνικό στόλο. Όμως, την ίδια ώρα στην άλλη μεριά του νησιού συνέβαιναν

πρωτοφανή γεγονότα. Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στο Διαπόρι. Σύντομα, συρρέει

κοντά του πλήθος κατοίκων από τα κοντινά χωριά. Από τα Τσιμάνδρια, το Πορτιανού,

τον Κοντιά. Ανυπόκριτος ενθουσιασμός. Κερνούν τους στρατιώτες, κουβαλούν τον

οπλισμό τους, τους καθοδηγούν να βρουν το δρόμο για το Κάστρο και να

ολοκληρώσουν την κατάληψη τους νησιού. Από κεχαγιά σε κεχαγιά, από μάντρα σε

μάντρα, από βουνό σε βουνό αντιλαλεί το μαντάτο:

Ήρνταν γοι Έλληνοι! Ξινιφάναν γοι Έλληνοι!

Αφηγείτο αργότερα ένας που έζησε τα γεγονότα με τη λημνιά γλώσσα:

Ε, μια φουρά ικειά πού στέκουμάστι ήρνταν γοι Έλλην’ μέσ’ τ’ αλάν’ κει πού εχ’ ένα

καφινείου, μεσ’ τ’ μέσ’, χαμ’λά... Κι τρέξαμ κι απ’ του καφινείου πιάσαν, βγάζαν

καθίσματα, βγάζαν τραπέζα, όσα είχιν του καφινείου όξου. Μαζουχτήκαν, φέραν ου

κόσμους. Μαζέψαν όρνιθις οι χουριανοί, κι τ’ς σφάξαν κι τ’ς κάμναν. Ε, τότι παίζαν λύρις

κι ντουζντίζαν τ’ς λύρις κι παίζαν κι χορεύαν. Κι λεγ’ ένας ένα τραγούδ’:

Τα ’λληνικά βαπόρια στο Μούδρου αράξανι, τ’ ακούσαν οι Τουρκάλις κι αναστενάξανι.

Και γη άλλους - αγράμματ’ κι οι δυο - αμέσους του γύρσιν:

Ξινιφάναν οι Έλληνις πάν’ απ’ τα μαντρούδια, γιόμουσιν ου κάμπους αγάδις κι

Τουρκούδια.

Και γη άλλους:

Ήρντανι τα βαπόρια αράδα στου γιαλό, τα δγείκαν οι Τουρκάλις κι πιάσαν του βουνό.

Τέτοιες ιστορίες λέγαν ο ένας στον άλλο οι διακόσιοι άνδρες που είχαν μαζευτεί από

όλα τα χωριά του νησιού και από τον Αη Στράτη στο Κάστρο, σαν και σήμερα εκατό

χρόνια πριν, την Κυριακή 14 Οκτωβρίου 1912, την πρώτη Κυριακή της λευτεριάς.

Είχαν μαζευτεί εκεί με σκοπό να ετοιμάσουν ένα ψήφισμα ώστε να διατρανώσουν και

επίσημα την επιθυμία τους το νησί να γίνει τμήμα του ελληνικού κράτους. Ένα

ψήφισμα χρήσιμο στους διπλωματικούς χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης, το οποίο

θα έδειχνε στη διεθνή κοινότητα ότι οι κάτοικοι του νησιού δεν είχαν κατακτηθεί από

τον ελληνικό στόλο αλλά ότι είχαν απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό.

Σήμερον τη 14η Οκτωβρίου 1912 οι κάτωθι υπογεγραμμένοι αντιπρόσωποι των

διαφόρων χωρίων των νήσων Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου συνελθόντες εις γενικήν

συνέλευσιν υπό την προεδρίαν του κ. Θεοδώρου Λασκαρίδου απεφασίσαμεν τα εξής:

α) Εγκρίνομεν το καταρτισθέν σχέδιον του ψηφίσματος της Ενώσεως των δύο νήσων

μετά του Ελληνικού Βασιλείου.

β) Εγκρίνομεν την εκλογήν αντιπροσώπων της Λήμνου οίτινες μεταβαίνοντες εις

Αθήνας να ανακοινώσωσι το γενόμενον ψήφισμα της Ενώσεως εις την Σεβαστήν

Ελληνικήν Κυβέρνησιν και εις τους πρεσβευτάς των Ευρωπαϊκών κρατών και της

Αμερικής έχοντες την απεριόριστον πληρεξουσιότητα να πράξωσι παν ωφέλιμον και

συντελεστικόν εις την του ζητήματος αισίαν διακανόνησιν.

Ο πρόεδρος, Θεόδωρος Λασκαρίδης.

Ακολουθούν οι υπογραφές 190 αντιπροσώπων από όλα τα χωριά και από τον Άη

Στράτη. Ο αριθμός των συγκεντρωμένων ατόμων έχει τη σημασία του. Δεν ήταν οι 40

με 50 δημογέροντες που συνήθως μαζεύονταν στις επαρχιακές συνελεύσεις. Ήταν 190

άτομα, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία το ψήφισμα και να φανεί η ομοθυμία των

κατοίκων στην απόφαση αυτή. Τα επώνυμα γνωστά, σίγουρα υπήρχαν συγγενείς σας

ανάμεσά τους, πρόγονοί σας:

Αποστολίδης, Αχιλαδέλλης, Αχιλλιάς, Βαγιάκος, Βαλέττας, Βαρελτζής, Βέργος,

Βουλγαρίτσας, Γαλάνης, Γαροφάλλου, Γιαννάκης, Γρατσώνης, Δεμερτζής,

Διαμαντάρης, Διολατζής, Εμμανουήλ, Ευστρατίου, Ζαφειρίου, Ζεϊμπέκης, Ηλιού,

Θεοφάνους, Θωμάς, Κακαλής, Καλαφάτης, Καλλαράς, Καλογιάννης, Καμάμης,

Κανέλλης, Καραβίας, Καραγεώργης, Καραγιάννης, Καρτζούνης, Κατρακάζος,

Κάτσικας, Κελλάρης, Κεχαγιάς, Κλάψος, Κόκκινος, Κομνηνός, Κρασσάς, Κριαρής,

Κωνσταντάρας, Κωνσταντέλλης, Κωνσταντίνου, Λαγός, Λαδάς, Λάσκαρης,

Λεοντής, Λυρούδιας, Μάκρας, Μακρής, Μαμαλίκος, Μαντζάρης, Μανώλας,

Μαυροθαλασσίτης, Μιχαηλίδης, Μιχέλης, Μόσχου, Νιάνουρας, Νικολάου,

Παλαιολόγος, Παξιμαδάς, Παπαδόπουλος, Παραθυράς, Παρασκευάς,

Μπαρμπούδης, Περτσάς, Πλούδιας, Πλωμαρίτης, Πολυταρίδης, Ποριάζης,

Πρωτοπάρης, Ραφτόπουλος, Σαβούρας, Σέντος, Σκαπέτης, Σκοπελίτης, Σωτηρίου,

Σφενδύλης, Τακάκης, Ταλιαντζής, Τζαντζόγλου, Τσεπέλιας, Τσολακούδης,

Φράγκαρος, Φραγκούλης, Χαραμής, Χατζηχαραλάμπους, Χλέτσος, Χρηστοφής,

Χρυσάφης, Ψαραδέλλης, Ψαριανός και άλλα πολλά.

Σας κούρασα ίσως με τα ονόματα αλλά οι άνθρωποι αυτοί επιτελούσαν ένα ιστορικό

έργο. Ως αντιπρόσωποι των συμπατριωτών τους, με την ψήφο και την υπογραφή τους

διατράνωναν την επιθυμία τους να αλλάξουν τη μοίρα της πατρίδας τους. Έχω

αναφερθεί πολλές φορές και από το βήμα τούτο και σε κείμενα που έχω δημοσιεύσει

για τον τρόπο που ήταν οργανωμένη η κοινωνία της Λήμνου στα χρόνια της

οθωμανικής κατοχής. Για το σύστημα αυτοδιοίκησης που υπήρχε, για την Επαρχιακή

Συνέλευση που ασκούσε τη νομοθετική εξουσία και κάθε έξι χρόνια ψήφιζε τον

Κοινοτικό Κανονισμό, με βάσει τον οποίο λειτουργούσε η χριστιανική κοινότητα. Για τα

κοινοτικά σωματεία, την Εκκλησιαστική επιτροπή, την Εφορεία των σχολείων, που

εκλέγονταν σε κάθε χωριό για να εποπτεύουν τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά

ζητήματα. Για τη Δημογεροντία και το Πνευματικό δικαστήριο που ασκούσαν την

εκτελεστική και την δικαστική εξουσία. Για την μη ανάμειξη, ουσιαστικά, της

οθωμανικής διοίκησης στα εσωτερικά των ραγιάδων, αρκεί αυτοί να πλήρωναν τους

εκάστοτε φόρους και να μην δημιουργούσαν προβλήματα με την συμπεριφορά τους

στους Οθωμανούς.

- - -

Αρκετά ανεκτική ήταν, επομένως, η οθωμανική κατοχή στη Λήμνο. Πώς εξηγείται,

λοιπόν, αυτό το ξέσπασμα χαράς και ενθουσιασμού με την εμφάνιση του ελληνικού

στόλου; Μα είναι αυτονόητο. Η συναίσθηση πως για όλα όσα επιθυμούσαν, από την

επισκευή μιας εκκλησιάς ως την κατασκευή μιας βρύσης, την τελευταία λέξη είχε πάντα

ο Οθωμανός. Η συναίσθηση πως όσο ψηλά και αν είχαν ανεβεί, κοινωνικά ή οικονομικά

ήταν πάντα ραγιάδες και όφειλαν να χαιρετούν και να παραμερίζουν μπροστά στον

Οθωμανό. Η συναίσθηση πως ουσιαστικά απολάμβανες μια ελευθερία με καθορισμένα

από άλλους όρια, τα οποία μπορούσαν αυθαίρετα να διευρύνονται και να μικραίνουν

ανάλογα με τη συγκυρία και τις ανάγκες του κατακτητή. Η συναίσθηση πως η όποια

ευημερία είχαν αποκτήσει με την εργασία τους ήταν πάντα υπό αίρεση, αν για κάποιο

λόγο έμπαιναν στο μάτι του εξουσιαστή δυνάστη. Όλα αυτά μαζεμένα από γενιά σε

γενιά οδήγησαν σε αυτό το ξέσπασμα χαράς, όταν ήρθε ο ελληνικός στόλος στο νησί

φέρνοντας μαζί του την ελπίδα στους Λημνιούς πως στο εξής θα ζούσαν σε ένα κράτος

ομοεθνών τους ως ισότιμοι πολίτες του με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Εξάλλου οι Λημνιοί της εποχής εκείνης δεν ήταν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο

κόσμο. Γνωρίζετε πως οι περισσότεροι ξενιτεύονταν για μικρό ή μεγάλο χρονικό

διάστημα στην Αίγυπτο, στη Μικρασία, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην

Αθήνα και κάποιοι πρωτοπόροι είχαν φτάσει ως την Αμερική και τη Νότια Αφρική.

Γνώριζαν λοιπόν πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος είτε από δική τους εμπειρία είτε από

αφηγήσεις συγγενών τους. Στα σχολεία του νησιού που το 1912 είχαν επεκταθεί σε

κάθε γωνιά του, μπορεί πολλοί λόγω φτώχιας να φοιτούσαν δυο-τρία χρόνια μόνο,

μπορεί να μην είχαν καταφέρει να μάθουν ανάγνωση και γραφή αλλά είχαν ακούσει

τους δασκάλους να τους αφηγούνται σε ποιο έθνος ανήκαν και ποια ήταν η ιστορία του.

Είχαν νιώσει υπερηφάνεια και είχαν συνειδητοποιήσει πως δεν τους ταίριαζε να

υποτάσσονται πλέον στα καπρίτσια του Οθωμανού κυρίαρχου. Να λοιπόν πώς

εξηγούνται οι εκδηλώσεις χαράς για την άφιξη του ελληνικού στόλου.

Το πώς συνέβησαν τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστό. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες.

Να τα θυμηθούμε, όμως, εν συντομία. Τη Δευτέρα 8 Οκτωβρίου (με το παλιό ημερολόγιο

που ίσχυε τότε - με το σημερινό θα ήταν 21 Οκτωβρίου) δύο λόχοι αποβιβάστηκαν από

τα ελληνικά πλοία στην παραλία Βουρλίδια, κοντά στο Διαπόρι. Στη συνέχεια

καθοδηγημένοι από κατοίκους των γύρω χωριών οι Έλληνες στρατιώτες προχώρησαν

προς το σημερινό προσφυγοχώρι του Αγίου Δημητρίου, που τότε λεγόταν Λέρα και το

κατοικούσαν Τούρκοι. Εκεί διέλυσαν με ευκολία ένα συνονθύλευμα Τούρκων

χωροφυλάκων και χωρικών που προσπάθησε να αντισταθεί συλλαμβάνοντας και 42

αιχμαλώτους. Και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το Κάστρο, όπου έφτασαν το

βραδάκι. Συνέλαβαν τον διοικητή και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο φρούριο της

πόλης καταλύοντας την οθωμανική διοίκηση.

Ακολούθησε μια διπλή προσπάθεια. Αφενός να συνεχιστεί ομαλά η κοινωνική και η

οικονομική ζωή στο νησί με την εγκαθίδρυση πολιτικών αρχών. Και σε αυτό δεν

υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα. Εκτός από τους 42 αιχμαλώτους Τούρκους που

εκτοπίστηκαν, οι περισσότεροι από τους υπολοίπους παρέμειναν στο νησί συνεχίζοντας

το ειρηνικό έργο τους. Κάποιοι που επιχείρησαν να δημιουργήσουν προβλήματα

φυλακίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, ενώ αναφέρονται και δύο καταδίκες

Οθωμανών σε θάνατο για κατασκοπία, απόφαση που εκτελέστηκε στο νησάκι

Αλογονήσι του κόλπου του Μούδρου. Κατά τα άλλα η καθημερινή ζωή συνεχίστηκε

όπως πριν, με την πολιτική διοίκηση φυσικά να ανατίθεται στο ντόπιο ελληνικό

πληθυσμό.

Παράλληλα στον κόλπο του Μούδρου είχε ξεκινήσει μια τιτάνια προσπάθεια να

δημιουργηθεί ένας υποτυπώδης ναύσταθμος ώστε να μετατραπεί σε ορμητήριο του

ελληνικού στόλου. Η προσπάθεια ήταν δύσκολη, διότι τότε ο Μούδρος δεν ήταν

απλωμένος προς την ακτή. Το χωριό που είχε 300 σπίτια περίπου ήταν χτισμένο γύρω

από τον παλιό ναό των Ταξιαρχών. Ως την ακτή μεσολαβούσαν αμπέλια και χωράφια

και ένας στενός λασπόδρομος που συνέδεε το χωριό με το λιμανάκι για τις ψαρόβαρκες.

Εκεί υπήρχε μόνο μια μικρή ξύλινη αποβάθρα, ένα-δυο καφενεδάκια και πρόχειρες

εγκαταστάσεις επισκευής των καϊκιών. Η ύδρευση εξυπηρετείτο από ένα μικρό σωλήνα

που κατέληγε σε μια βρύση, η οποία ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει τα πληρώματα των

πλοίων και πολύ περισσότερο τις ανάγκες των ατμομηχανών τους για νερό.

Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ομαλοποιήθηκε προς τα τέλη Οκτωβρίου, όταν έφτασαν

υδροφόρα πλοία από τον Πειραιά, τα οποία εν συνεχεία άρχισαν να μεταφέρουν νερό

από το λιμάνι της ελευθερωμένης Θεσσαλονίκης. Ο εφοδιασμός σε νωπά τρόφιμα

γινόταν αρχικά από τους αγρότες του νησιού. Η ξηρά τροφή ερχόταν από τον Πειραιά

και τη Θεσσαλονίκη με εμπορικά πλοία ενώ το κρέας αρχικά εξασφαλίστηκε από

σφάγια της Λήμνου και, όταν αυτά λιγόστεψαν, από τα κοντινά ελευθερωμένα νησιά:

Ίμβρο, Σαμοθράκη και Θάσο. Μέχρι να ομαλοποιηθούν τα πράγματα, η κατάσταση των

πληρωμάτων των πλοίων ήταν τραγική. Το φαΐ τους ήταν μόνιμα γαλέτα με όσπρια,

ενώ το νερό που έπιναν ήταν κόκκινο από τη σκουριά των δεξαμενών των πλοίων. Δεν

είναι παράξενο το ότι, παρά τις αυστηρές ποινές, στις εξόδους τους οι ναύτες έκαναν

εφόδους στα κοτέτσια των χωριών για αυγά και κοτόπουλα ώστε να χορτάσουν την

πείνα τους, με αποτέλεσμα να διαμαρτύρονται οι κάτοικοι.

Όλες οι παραπάνω ελλείψεις γινόταν προσπάθεια να καλυφτούν με εντατική

ανθρώπινη εργασία. Πρώτα φτιάχτηκε μια μεγάλη ξύλινη αποβάθρα στην παραλία του

Μούδρου, στην οποία πλεύριζαν οι λέμβοι και οι φορτηγίδες των πλοίων. Επιτάχτηκαν

διάφορα οικήματα, όπου δημιουργήθηκαν αποθήκες τροφίμων και υλικών. Επίσης, με

εξοπλισμό που ήρθε από τον Πειραιά ένα οίκημα του Μούδρου μετατράπηκε σε

νοσηλευτήριο. Ένα-ένα τα προβλήματα άρχισαν να λύνονται και σιγά-σιγά η όψη του

Μούδρου μεταμορφώθηκε, η ακτή του ζωντάνεψε και άρχισε να παίρνει την όψη που

είχε ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ώστε να εξυπηρετεί τον ελλιμενισμό μεγάλων

πλοίων.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού στόλου ήταν η ανθράκευση των ατμόπλοιων,

λόγω της έλλειψης φορτηγίδων που θα μετέφεραν τον άνθρακα από τα ανθρακοφόρα

πλοία στα πολεμικά αλλά και λόγω της έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού, ώστε να

απαλλαγούν οι ναύτες από αυτή την επιπλέον εργασία. Για τη δουλειά αυτή αρχικά

χρησιμοποιήθηκαν τρία μικρά καΐκια από το Μούδρο, μέχρι να φτάσουν κατάλληλες

φορτηγίδες από τον Πειραιά. Όμως, οι ναύτες παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες

που έκαναν να μεταφέρουν τον άνθρακα από τα ανθρακοφόρα πλοία στα καΐκια και

από κει στα θωρηκτά χρειάζονταν πάνω από πέντε μέρες για κάθε πλοίο. Την

προσπάθεια δυσκόλευε ο άσχημος καιρός. Οι άνεμοι που έπνεαν εκείνη τη χρονιά ήταν

τόσο σφοδροί, ώστε πολλές φορές ήταν αδύνατη η επικοινωνία των πλοίων με την

ακτή. Πολλές φορτηγίδες φορτωμένες με κάρβουνο βούλιαζαν μέσα στον κόλπο. Η

κατάσταση βελτιώθηκε με την άφιξη τριών ανθρακοφόρων πλοίων με 90 πολίτες

ανθρακείς από τον Πειραιά. Αργότερα για τη δουλειά αυτή προσλήφθηκαν 50 Λήμνιοι

ενώ αγγαρεύτηκαν και 60 Τούρκοι αιχμάλωτοι. Παρά όλες αυτές τις δυσκολίες κανένα

πλοίο δεν καθηλώθηκε από έλλειψη καυσίμου και οι περιπολίες έξω από τα Στενά των

Δαρδανελλίων συνεχίζονταν κανονικά ενώ, με αφετηρία το Ορμητήριο του Μούδρου, τα

πλοία καταλάμβαναν το ένα μετά το άλλο τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου: τη Θάσο στις 17

Οκτωβρίου, την Ίμβρο στις 18, τη Σαμοθράκη στις 19, τα Ψαρά στις 21, την Ικαρία στις

4 Νοεμβρίου, στις 8 τη Μυτιλήνη, στις 11 τη Χίο, στις 20 Νοεμβρίου τις Οινούσσες και

στις 24 Δεκεμβρίου την Τένεδο. Βέβαια για την ολοκληρωτική κατάληψη της Λέσβου

και της Χίου που ήταν μεγάλα και οχυρωμένα νησιά απαιτήθηκαν στρατιωτικές

επιχειρήσεις διάρκειας ενός μηνός περίπου. Όλα τα υπόλοιπα νησιά καθώς και το Άγιον

Όρος καταλήφθηκαν αναίμακτα από τον ελληνικό στόλο μιας και ο τουρκικός ήταν

εγκλωβισμένος στα Στενά των Δαρδανελλίων και αδυνατούσε να προβάλει αντίσταση.

Και φυσικά εμποδιζόταν να μεταφέρει ενισχύσεις στο πολεμικό μέτωπο της

Μακεδονίας, όπου οι τουρκικές δυνάμεις δυσκολεύονταν πλέον να αμυνθούν και

υποχωρούσαν συνεχώς κάτω από την πίεση των συνδυασμένων ελληνικών, σερβικών

και βουλγαρικών επιθέσεων. Έχει ειπωθεί πολλές φορές αλλά καλό είναι να το

θυμόμαστε πως η ταχεία προώθηση του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία και η

κατάληψη της Θεσσαλονίκης μόλις λίγες ώρες πριν από τους Βουλγάρους, οφείλεται σε

μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως ο Κουντουριώτης με το ελληνικό στόλο επέλεξε να

εγκατασταθεί στη Λήμνο, πριν προλάβει να βγει ο τουρκικός στόλος από τα Στενά.

Οι δύο ναυμαχίες που ακολούθησαν, στις 3 Δεκεμβρίου 1912 απέναντι από το

ακρωτήριο Έλλη και στις 5 Ιανουαρίου 1913, στα ανοιχτά του κόλπου Κέρους της

Λήμνου, προκλήθηκαν από την τουρκική πλευρά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βγει

από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει. Οι νίκες του ελληνικού στόλου με επικεφαλής

το θωρηκτό «Αβέρωφ» απλά επισφράγισαν το πλεονέκτημα και την στρατηγική

υπεροχή που είχε ήδη αποκτήσει από τις 8 Οκτωβρίου καταλαμβάνοντας τη Λήμνο.

- - -

Η 8η Οκτωβρίου 1912, την εκατονταετία της οποίας γιορτάζουμε σήμερα, στην ουσία

αποτελεί τη γενέθλια ημερομηνία της Λήμνου όπως τη γνωρίζουμε. Αν τότε τα

πράγματα στο στρατιωτικό ή στο διπλωματικό επίπεδο είχαν εξελιχθεί αλλιώς, σήμερα

δεν θα μιλούσαμε για αυτήν τη Λήμνο. Δεν χρειάζεται και πολύ φαντασία για να

καταλάβουμε πώς θα ήταν το νησί σήμερα. Μια ματιά στη γειτονική Ίμβρο, με την

οποία η Λήμνος επί χιλιετίες αποτελούσε ένα δίδυμο νησιών με παρόμοια

χαρακτηριστικά, είναι αρκετή για να αντιληφθούμε τι θα είχε συμβεί και στο δικό μας

νησί. Και η Ίμβρος έπρεπε φέτος να εορτάζει την εκατονταετία της απελευθέρωσής της.

Όμως, δεν έχει πλέον παρά ελάχιστους και ηλικιωμένους Έλληνες κατοίκους ενώ

κάποτε είχε επτά χιλιάδες Έλληνες και καθόλου Τούρκους εκτός από κάποιους

υπαλλήλους. Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ίμβρο δεν υπήρχε τουρκικό σχολείο, διότι

δεν είχε Τούρκους μόνιμους κατοίκους, σε αντίθεση με τη Λήμνο που ως το 1923

λειτουργούσαν τουρκικά σχολεία αρρένων και θηλέων.

Στη Ίμβρο, όπως ίσως γνωρίζετε, μετά την επάνοδο της τουρκικής διοίκησης

σταδιακά αφαιρέθηκε από τους Έλληνες κατοίκους η ακίνητη περιουσία με

αναγκαστικές απαλλοτριώσεις αναγκάζοντας τους περισσότερους να μεταναστεύσουν.

Όσοι παρέμειναν, την όποια περιουσία τους έχει απομείνει δεν έχουν δικαίωμα να την

κληροδοτήσουν σε συγγενείς τους που έφυγαν και έχασαν την τουρκική υπηκοότητα,

τα σχολεία δεν λειτουργούν, το νησί έχει εποικιστεί από τουρκικό πληθυσμό και ότι

θυμίζει το ελληνικό παρελθόν του εξαφανίζεται αργά αλλά σταθερά. Εξάλλου, επίσημα

δεν λέγεται καν Ίμβρος. Κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και με τη Λήμνο. Ευτυχώς, η

ιστορία εδώ εξελίχθηκε διαφορετικά. Τα γεγονότα του 1912 ακολούθησαν τρεις

δεκαετίες αλλαγών, κατά τις οποίες διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό η φυσιογνωμία

της Λήμνου που γνωρίζουμε. Η καθεμιά από τις δεκαετίες αυτές είχε τα δικά της

χαρακτηριστικά.

Η πρώτη δεκαετία 1912-1922 μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ρευστή δεκαετία. Την

περίοδο αυτή το διεθνές καθεστώς του νησιού δεν ήταν ξεκαθαρισμένο, αφού τους

βαλκανικούς πολέμους ακολούθησε ο πρώτος παγκόσμιος και στη συνέχεια ο

ελληνοτουρκικός στη Μικρασία. Η κατοχή της Λήμνου από τον ελληνικό στρατό δεν είχε

αναγνωριστεί επίσημα και ήταν πάντα προσωρινή. Η Λήμνος και τα υπόλοιπα νησιά δεν

είχαν ενταχθεί σε κάποιο νομό του ελληνικού κράτους αλλά αποτελούσαν «Διοικήσεις»,

με πολιτικό προϊστάμενο «Διοικητή» και υπάγονταν στη «Γενική Διοίκηση

Καταληφθεισών Νήσων Αιγαίου», μια προσωρινή δομή με έδρα τη Μυτιλήνη. Τη

δεκαετία αυτή το ελληνικό έθνος βίωσε ακραία συναισθήματα, από τον απόλυτο

θρίαμβο της μεγάλης ιδέας με τον ελληνικό στόλο να φτάνει ως την Κωνσταντινούπολη

και τον ελληνικό στρατό να προωθείται στα βάθη της Ανατολίας ως την απόλυτη

απελπισία μετά την καταστροφή του ’22, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο ξεριζωμός του

μικρασιατικού, του ποντιακού και του θρακικού ελληνισμού (μιλώ για την Ανατολική

Θράκη), μια καταστροφή που έχει αποκληθεί πραγματική Άλωση ή οριστική Άλωση.

Κατά τη ρευστή αυτή δεκαετία στο νησί συμβαίνουν πρωτόγνωρα και συχνά

συγκλονιστικά γεγονότα. Το 1915 ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, για τον οποίο οι

αγαθοί κεχαγιάδες δεν είχαν ιδέα ή κι αν είχαν δεν θεωρούσαν πως τους αφορά,

μετακομίζει στο νησί τους. Επί δώδεκα μήνες περίπου ο κόλπος του Μούδρου βρίσκεται

στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Εκατοντάδες πλοία μεταφέρουν

συνεχώς στη Λήμνο δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες κάθε εθνικότητας από όλο τον κόσμο:

από την Αυστραλία ανέμελους αγρότες αλλά και αυτόχθονες Αμπορίτζιναλ, από τη Νέα

Ζηλανδία αγγλοσάξονες αλλά και ντόπιους Μαόρι, από τα νησιά Κουκ, Σαμόα και

Τόνγκα του Ειρηνικού πολυνήσιους ιθαγενείς, από την ινδική χερσόνησο Ινδούς

διαφόρων εθνοτήτων (Σιχ, Ταμίλ, Σριλανκέζους, Ινδουιστές, Μουσουλμάνους,

Νεπαλέζους). Επίσης, στο νησί στρατοπεδεύουν Αιγύπτιοι, Άραβες, Νοτιοαφρικανοί,

Ροδεσιανοί, Άγγλοι, Ιρλανδοί, Σκοτσέζοι, Ουαλοί, Γάλλοι, Καναδοί. Όλοι αυτοί

εκπαιδεύονται στη Λήμνο και στη συνέχεια προωθούνται απέναντι στην χερσόνησο της

Καλλίπολης, όπου γίνονται βορά των τουρκικών, γερμανικών και αυστριακών

πυροβόλων. Ελάχιστοι επιστρέφουν γεροί. Εκατό χιλιάδες περίπου είναι θαμμένοι σε 31

νεκροταφεία στη χερσόνησο της Καλλίπολης. Άλλες τετρακόσιες χιλιάδες θα γυρίσουν

άρρωστοι και σακατεμένοι για περίθαλψη στα νοσοκομεία που έχουν στηθεί στη Λήμνο

και πολλοί από αυτούς θα ταφούν στα δύο συμμαχικά νεκροταφεία που

δημιουργήθηκαν στο νησί, σε Μούδρο και Πορτιανού.

Αλλά και οι Λημνιοί δεν είναι μόνο θεατές του παγκοσμίου πολέμου. Επιστρατεύονται

και στέλνονται στο μακεδονικό μέτωπο, όπου εκατοντάδες σκοτώνονται ή

τραυματίζονται σοβαρά στη μάχη του Σκρα, την πλέον αιματηρή μάχη. Και στη

συνέχεια ακολουθεί η εκστρατεία στη Μικρασία. Κι άλλοι νεκροί, αγνοούμενοι και

τραυματίες. Παράλληλα από το 1914 αρχίζουν να έρχονται στο νησί Έλληνες

πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια, ενώ το 1920 φθάνουν και Ρώσοι φυγάδες μετά

την επικράτηση των μπολσεβίκων στην πατρίδα τους. Όλα αυτά αναστατώνουν την

καθημερινότητα των Λημνιών. Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων προσφέρει

οικονομικές ευκαιρίες αλλά από την άλλη το κόστος των τροφίμων ανεβαίνει και οι νέοι

άνδρες, δηλαδή τα στηρίγματα των οικογενειών, λείπουν στο στρατό. Επιπλέον, ο

εθνικός διχασμός βενιζελικών - φιλοβασιλικών χειροτερεύει τα πράγματα, αφού η

Λήμνος υφίσταται ένα ιδιότυπο εμπάργκο με αποτέλεσμα να λείπει ακόμα και το

αλεύρι. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1915 με άδεια του νομάρχη δημιουργούνται

επιτροπές περίθαλψης των απόρων οικογενειών επιστράτων σε πολλά χωριά αλλά και

στην πρωτεύουσα. Γράφει η τοπική εφημερίδα στις 20 Δεκεμβρίου 1915:

«Ψωμί! ψωμί! Φωνάζουν όλοι. Μα δεν θα ληφθεί επιτέλους μία πρόνοια για το φλέγον

τούτο ζήτημα; Ο Λημνιακός λαός κατεδικάσθη εις τον δι’ ασιτίας θάνατον; Από όλα τα

χωριά καταφθάνουσιν τα παράπονα δια την φοβεράν του άρτου έλλειψιν.»

Λίγες ημέρες αργότερα το χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας έχει ολοσέλιδο

άρθρο με τίτλο: «Τα Χριστούγεννα χωρίς ψωμί», στο οποίο περιγράφονται τραγικές

σκηνές της καθημερινότητας. Μητέρες με δάκρυα να παρακαλάνε για ένα καρβέλι,

παιδιά να τσακώνονται στο δρόμο για ένα κομμάτι ψωμί. Δεν είναι τυχαίο πως τη

δεκαετία αυτή αρχίζει να διογκώνεται το κύμα φυγής προς την Αμερική, που είχε

καταλαγιάσει για ένα διάστημα. Μόνο προς το τέλος της δεκαετίας σημειώνεται κάποια

πρόοδος και εξομαλύνεται η κατάσταση. Καταργούνται οι μεγάλοι δήμοι και τα χωριά

γίνονται κοινότητες, τα δημοτικά σχολεία σε όλα τα χωριά γίνονται εξατάξια,

κυκλοφορούν εφημερίδες και έχουν εγκατασταθεί πολλοί καινούργιοι επαγγελματίες

και επιστήμονες που αλλάζουν την εικόνα του νησιού: γιατροί, δικηγόροι,

εκπαιδευτικοί, έμποροι, τεχνίτες από άλλες περιοχές εμπλουτίζουν τον αστικό

πληθυσμό της πρωτεύουσας και των μεγάλων χωριών.

Η επόμενη δεκαετία, η δεκαετία του ’20, ουσιαστικά ξεκινά το 1922. Ο πληγωμένος

Ελληνισμός προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα που υπέστη από τη μικρασιατική

καταστροφή και το κράτος να τακτοποιήσει τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Στη

Λήμνο έρχονται 4.500 περίπου πρόσφυγες, αριθμός δυσανάλογα μεγάλος αφού

αντιστοιχούσε στο ένα πέμπτο του πληθυσμού της. Αρχικά, έμειναν σε καταυλισμούς

γύρω από το Μούδρο. Ο συνωστισμός, η κακή διατροφή και οι άσχημες συνθήκες

υγιεινής είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας επιδημίας εξανθηματικού πυρετού,

που προκάλεσε πολλούς θανάτους. Έτσι, μετά την ισπανική γρίπη του 1919, ένας νέος

λοιμός ήρθε να προκαλέσει δεινά στους κατοίκους. Στους πρόσφυγες μοιράστηκαν

μικροί κλήροι (περίπου 20 στρέμματα ανά οικογένεια) προερχόμενοι είτε από

τουρκικές ιδιοκτησίες είτε από μοναστηριακά κτήματα. Για τη στέγασή τους, τους

παραχωρούνται οι τουρκικές κατοικίες, οι περισσότερες παλιές και ετοιμόρροπες,

κτίζονται δυο νέα χωριά (η Νέα Κούταλη και ο Άγιος Δημήτριος) και δημιουργούνται

προσφυγικοί συνοικισμοί κοντά στα ήδη υπάρχοντα χωριά, όπως ο Συνοικισμός στο

Μούδρο, στον Κοντιά και στην Παναγία, η Νέα Μάδυτος -τα γνωστά ως «Μαϊτιανά

σπίτια»- στη Μύρινα κλπ.

Οι αστοί πρόσφυγες, δηλαδή έμποροι, τεχνίτες, εκπαιδευτικοί, ιερείς, γρήγορα

συγχρωτίζονται με το ντόπιο στοιχείο. Άλλωστε οι Λημνιοί είχαν πολλές επαφές με τις

μικρασιατικές πόλεις. Είχαν εκεί συγγενείς, φίλους και συνεργάτες, πολλοί από τους

οποίους κατέφυγαν σε αυτούς για βοήθεια μέχρι να ορθοποδήσουν. Μια άλλη

κατηγορία είναι οι αγρότες πρόσφυγες. Συνολικά 795 προσφυγικές οικογένειες

εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές. Αυτοί συνάντησαν περισσότερες δυσκολίες.

Και τούτο διότι οι Λημνιοί αγρότες, ακτήμονες οι περισσότεροι, δυσανασχετούσαν

βλέποντας να μοιράζονται σε πρόσφυγες τα χωράφια που άφησαν φεύγοντας οι

Οθωμανοί, τα οποία ήταν κατά κανόνα τα πιο καρπερά. Πολλά από αυτά τα δούλευαν οι

ίδιοι ως επιστάτες-κεχαγιάδες και προσδοκούσαν να περάσουν στην ιδιοκτησία τους.

Αντί γι’ αυτό έβλεπαν οι οθωμανικές γαίες να δίνονται στους νεοφερμένους και οι ίδιοι

να μένουν και πάλι ακτήμονες. Με την απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων

διορθώθηκε κάπως το πράγμα και μειώθηκαν οι αντεγκλήσεις, χωρίς να λυθεί

ουσιαστικά το ζήτημα.

Για το Λήμνιο αγρότη οι κοινωνικές συνθήκες δεν άλλαξαν και πολύ μετά την

απελευθέρωση. Παρέμεινε μικροϊδιοκτήτης γης ή ακτήμονας, αφού ελάχιστα από τα

οθωμανικά ή μοναστηριακά κτήματα του δόθηκαν. Έτσι για να ζήσει συνέχισε όπως και

πριν να νοικιάζει αγροτικές εκτάσεις, τις οποίες καλλιεργούσε και όφειλε να δίνει μέρος

της παραγωγής στον ιδιοκτήτη, ο οποίος κατοικούσε στο Κάστρο, στην Αίγυπτο ή στην

Αθήνα. Ήταν πάντα χρεωμένος στον έμπορο που αγόραζε την παραγωγή του και με

δυσκολία μπορούσε να εξασφαλίζει τον επιούσιο. Γι’ αυτό άλλωστε μεταπολεμικά ο

κύριος όγκος των μεταναστών ήταν αυτόχθονες Λήμνιοι χωρικοί. Αντιθέτως, είναι πολύ

μικρότερο το ποσοστό μεταναστών που προέρχεται από πρόσφυγες εγκατεστημένους

στη Λήμνο. Σήμερα που οι αντιθέσεις αυτές έχουν αμβλυνθεί πλέον από το πέρασμα του

χρόνου, το θέμα αυτό νομίζω πως αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο κοινωνιολογικής

έρευνας.

Με όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αναφέραμε στις αρχές της δεκαετίας

του ’30 η Λήμνος φαίνεται πως έχει βρει ένα ρυθμό ανάπτυξης. Υπάρχει έντονη

εμπορική δραστηριότητα και οι επαφές με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Μυτιλήνη και την

Αθήνα είναι τακτικές. Δυσκολίες συγκοινωνιακές υπάρχουν πάντα, ουσιαστικά αυτό το

ζήτημα δεν λύθηκε ποτέ, αλλά τα δυο λιμάνια του Κάστρου και κυρίως του Μούδρου,

έχουν έντονη εμπορική κίνηση και εξάγονται τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα

του νησιού: σιτηρά, όσπρια, σουσάμι, βαμβάκι, κρασί, ζώα, αυγά, αλιεύματα ενώ

εισάγονται ξυλεία, λιπάσματα, καύσιμα και διάφορα είδη γενικού εμπορίου. Στην

πρωτεύουσα και στα κεφαλοχώρια λειτουργούν τράπεζες, ταχυδρομική και

τηλεγραφική υπηρεσία, γυμνάσιο, δημοτικά σχολεία σε όλα τα χωριά, ειρηνοδικείο,

αστυνομικοί σταθμοί, λιμεναρχείο, τελωνείο, ιατρεία και ιδιωτικές κλινικές όλων των

ειδικοτήτων, φαρμακεία, δικηγορικά γραφεία, συμβολαιογραφεία, ηλεκτρική εταιρεία,

βιοτεχνίες και εργαστήρια πολλών ειδών (ποτοποιίες, επεξεργασία αλεύρων,

αλιπάστων, φάβας, βαμβακιού, σουσαμιού). Υπάρχει έντονη κοινωνική ζωή.

Λειτουργούν δεκάδες επαγγελματικά και συντεχνιακά σωματεία (διδασκάλων, ιατρών,

εμπόρων, οικοδόμων και εργατών, αρτοποιών, καραγωγέων, αυτοκινητιστών), περίπου

15-20 σύλλογοι πολιτιστικοί, αθλητικοί και ποδοσφαιρικοί, πολλοί αλληλοβοηθητικοί

σύλλογοι και αδελφότητες (προσφύγων, εφέδρων, πολυτέκνων, Λημνίων φοιτητών,

κυριών και δεσποινίδων, φιλόπτωχοι, φιλεκπαιδευτικοί, προσκόπων, φιλαρμονικής,

φιλοδασικοί, κυνηγετικός).

Τη δεκαετία του ’30 παρατηρείται στην κυριολεξία ένας οργασμός δραστηριοτήτων:

ανοίγονται δρόμοι, χτίζονται σχολεία, φτιάχνονται υδραγωγεία, γίνονται αναδασώσεις,

προχωρούν οι ανασκαφές και γίνονται σχέδια για μουσείο, πολλοί νέοι Λήμνιοι

σπουδάζουν και επιστρέφουν στο νησί, όπου δραστηριοποιούνται επαγγελματικά.

Υπάρχει πάντα η οργανωμένη λημνιακή διασπορά που σπεύδει αρωγός σε κοινωφελή

έργα με βασικό μέλημα την ίδρυση Νοσοκομείου. Εκτός από την Λημνιακή Αδελφότητα

της Αιγύπτου και το Σύλλογο «Ήφαιστος» Ν. Υόρκης που λειτουργούσαν από

παλιότερα, τη δεκαετία του ’30 προστίθενται η «Ένωσις των εν Αθήναις Λημνίων» από

το 1933 και η «Λημνιακή Κοινότητα Μελβούρνης Αυστραλίας» από το 1939.

Παράλληλα, αρχίζουν να εμφανίζονται νέα ζητήματα κοινωνικά και πολιτικά, τόσο με

τη δημιουργία στρατοπέδου εξορίστων στον Αϊ Στράτη, όσο και με το δημοψήφισμα για

την επαναφορά της μοναρχίας, τα οποία η τοπική κοινωνία παρακολουθεί μάλλον

αμήχανη. Στο τέλος της δεκαετίας η ισοπεδωτική ιδεολογία της 4ης Αυγούστου θα

καθηλώσει όλη αυτή τη δράση που προαναφέραμε και θα προσπαθήσει να την εντάξει

κάτω από την ομπρέλα της Ε.Ο.Ν., της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας, προωθώντας μόνο

όσους συνεργάζονται μαζί της και διώκοντας ή αφήνοντας στο περιθώριο όσους

αρνούνται.

Το τέλος αυτής της εποχής θα είναι τραγικό. Η χρυσή νεολαία της Λήμνου, όπως την

αποκαλεί ο Ηλίας Ηλιού σε ένα αυτοβιογραφικό άρθρο του, θα χάσει τα καλύτερα μέλη

της στις 9 Σεπτεμβρίου 1939 στα αποκαΐδια του παλιού τζαμιού που είχε γίνει

αυτοσχέδιος κινηματογράφος. Μπορούμε να πούμε πως η δεκαετία του ’30 για τη

Λήμνο τερματίστηκε πρόωρα την ημερομηνία αυτή, στην οποία χάθηκε η αφρόκρεμα

της λημνιακής νεολαίας και κοινωνίας γενικότερα.

- - -

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,

Ένας ολόκληρος αιώνας πέρασε από την ιστορική εκείνη ημέρα που ο Παύλος

Κουντουριώτης ελευθέρωνε πρώτο από όλα τα τουρκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου

τη Λήμνο. Ένας αιώνας που άλλαξε ριζικά τη μοίρα των κατοίκων του νησιού. Πολλά

γεγονότα μεσολάβησαν από τότε: προσφυγιά, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία,

μεταπολίτευση, μετανάστευση Λημνιών όπου γης, πληθυσμιακή συρρίκνωση. Στο

διάστημα αυτό ανδρώθηκαν, δραστηριοποιήθηκαν, δικαιώθηκαν ή αδικήθηκαν γενιές

και γενιές κατοίκων. Χιλιάδες Λημνιοί εγκατέλειψαν το νησί αναζητώντας την τύχη

τους στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας ή στα πέρατα της οικουμένης. Πολλοί πήραν τη

Λήμνο μαζί τους και την κουβαλούσαν σε όλη τη ζωή τους, δημιούργησαν σωματεία και

συλλόγους όπως ο δικός σας, βοήθησαν τους δικούς τους και το νησί γενικότερα. Άλλοι

πάλι έριξαν μαύρη πέτρα είτε εξ αιτίας κάποιας πίκρας οικογενειακής, επαγγελματικής,

πολιτικής είτε γιατί οι δυσκολίες της καθημερινότητας και ο αγώνας για την επιβίωση

δεν τους το επέτρεψε. Στο ίδιο διάστημα χιλιάδες άλλοι έκαναν τη Λήμνο πατρίδα τους,

συνδέοντάς την με την προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική τους προοπτική.

Σήμερα προσπάθησα να σας μεταφέρω το κλίμα των γεγονότων του 1912 αλλά και

των αλλαγών που συνέβησαν στη λημνιακή κοινωνία κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά

την ένταξή της στο ελληνικό κράτος. Ελπίζω να το κατάφερα.

Σας ευχαριστώ.

Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος

*Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Λήμνου.

Σύλλογος Μυριναίων το «Κάστρο», Αθήνα, ξενοδοχείο «Αμαλία».

Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 2012.