Terrorism and about terrorism

29
1 Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 12 Άνοιξη 2004 SCIENCE AND SOCIETY | Issue 12: Spring 2004 Contents Issue 12 (Spring 2004) pp. 219-248 Abstracts ……………………….…………………………………………………………. ……………………….…………………………………………………………. Terrorism and about terrorism Effi Lambropoulou (introduction, translation, editing) The ‘round’ table focuses on terrorism and the subsequent issues caused by the 9/11 attack. In addition, it deals with general questions on urban guerilla activities. This is of special concern for Greece, in light of the arrests of 17N and ELA group members (2002, 2003), the former having recently been convicted. Professor Dr. Raffaele De Giorgi (Italy, Argentina), Prof. Dr. Winfried Hassemer (Vice President of the Supreme Court of Germany), Prof. Dr. Karl-Ludwig Kunz (Switzerland), Professor Dr. Nikos Paraskevopoulos (Greece), Ms. Sina Reichmann (MA, Germany) and Prof. Dr. Sebastian Scheerer (Germany) participated in the panel. A brief analysis of the topics is offered in the Introduction by Associate Prof. Dr. Effi Lambropoulou, the initiator of this discussion who also carried out translation and editing. The participants discuss the development of terrorist activities, the relation of terrorism with political crime and the eventual conditions that support such activities. They also sketch out the circumstances that may have contributed to the evolvement of terrorist groups in the 1970s and 1980s in their countries. They further analyse the impact of anti-terrorist legislation and law enforcement on human rights, fair trial and group radicalization. Finally, the consequences of globalization on terrorism are examined along with the role of social sciences and criminal law, which has motivated the discussion. » Home page © 2005 SCIENCE AND SOCIETY

Transcript of Terrorism and about terrorism

1

Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 12 Άνοιξη 2004 SCIENCE AND SOCIETY | Issue 12: Spring 2004 Contents Issue 12 (Spring 2004) pp. 219-248

Abstracts ……………………….…………………………………………………………. ……………………….…………………………………………………………. Terrorism and about terrorism Effi Lambropoulou (introduction, translation, editing) The ‘round’ table focuses on terrorism and the subsequent issues caused by the 9/11 attack. In addition, it deals with general questions on urban guerilla activities. This is of special concern for Greece, in light of the arrests of 17N and ELA group members (2002, 2003), the former having recently been convicted. Professor Dr. Raffaele De Giorgi (Italy, Argentina), Prof. Dr. Winfried Hassemer (Vice President of the Supreme Court of Germany), Prof. Dr. Karl-Ludwig Kunz (Switzerland), Professor Dr. Nikos Paraskevopoulos (Greece), Ms. Sina Reichmann (MA, Germany) and Prof. Dr. Sebastian Scheerer (Germany) participated in the panel. A brief analysis of the topics is offered in the Introduction by Associate Prof. Dr. Effi Lambropoulou, the initiator of this discussion who also carried out translation and editing. The participants discuss the development of terrorist activities, the relation of terrorism with political crime and the eventual conditions that support such activities. They also sketch out the circumstances that may have contributed to the evolvement of terrorist groups in the 1970s and 1980s in their countries. They further analyse the impact of anti-terrorist legislation and law enforcement on human rights, fair trial and group radicalization. Finally, the consequences of globalization on terrorism are examined along with the role of social sciences and criminal law, which has motivated the discussion. » Home page © 2005 SCIENCE AND SOCIETY

2

Περίληψη της συζήτησης «Τρομοκρατία και περί τρομοκρατίας» Η συζήτηση αφορά την τρομοκρατία και θέματα που προέκυψαν από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Εξετάζει ακόμη ζητήματα σχετικά με την ανάπτυξη τρομοκρατικών ομάδων στην Ευρώπη, τα οποία έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα λόγω των συλλήψεων των τελευταίων ετών. Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση αναλύουν ζητήματα σχετικά με τις σύγχρονες εξελίξεις της τρομοκρατικής δράσης, τη σχέση της με το πολιτικό έγκλημα και τις πιθανές συνθήκες που καλλιεργούν το έδαφος για τέτοιες ενέργειες. Επίσης, σκιαγραφούν το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκαν τρομοκρατικές ομάδες στις χώρες τους τις δεκαετίες ’70 και ’80, και οι επιδράσεις του ασκηθέντος κρατικού ελέγχου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις συνέπειες που έχει η αντιτρομοκρατική νομοθεσία στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δικαστική διαδικασία, αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση των ομάδων. Τέλος, εξετάζονται οι ενδεχόμενες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στην τρομοκρατική δράση και ο ρόλος των κοινωνικών και ποινικών επιστημών. Αυτός ακριβώς ο προβληματισμός υπήρξε και το έναυσμα για τη διεξαγωγή της όλης συζήτησης.

3

ΤΤρροομμοοκκρρααττίίαα κκααιι ππεερρίί ττρροομμοοκκρρααττίίααςς Εισαγωγή, μετάφραση, επιμέλεια: ΄Εφη Λαμπροπούλου

Εισαγωγή (σελ. 219-226) Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έδωσαν νέα διάσταση στο φαινόμενο της τρομοκρατίας. Το πλήγμα στους «δίδυμους πύργους» κατέστησε σαφές ότι το η ένοπλη δράση έχει απρόβλεπτη δυναμική, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη ριζοσπαστικοποίηση της πρακτικής των τρομοκρατικών ομάδων.

Η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε, στη συνέχεια, αφορμή για τον πόλεμο στο Ιράκ και τη γενίκευση του «πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας». Πριν από λίγα χρόνια, η επέμβαση στην Κολομβία έγινε για την εξουδετέρωση των καρτέλ ναρκωτικών, στο πλαίσιο του «πολέμου εναντίον των ναρκωτικών» που είχαν κηρύξει οι ΗΠΑ. Ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία πραγματοποιήθηκε για να σταματήσουν τα εγκλήματα εναντίον των Σέρβων και Αλβανών μουσουλμάνων και να συλληφθεί ο Πρόεδρος Μιλόσεβιτς. Είναι φανερό ότι τα όρια ανάμεσα στον πόλεμο και την εγκληματικότητα έχουν γίνει τελείως ρευστά. Η πολεμική βία, η οργανωμένη εγκληματικότητα και η τρομοκρατία διαπλέκονται ολοένα περισσότερο (Lewis 1998).1 Σ’ αυτούς τους πολέμους εξυπηρετείται πληθώρα συμφερόντων, κρατικών, παρακρατικών και ιδιωτικών. Η παραβίαση συμφωνιών ή η διάπραξη αδικημάτων δεν είναι οι αιτίες της σύγκρουσης, αλλά μάλλον παράγοντες ενδυνάμωσής τους (Kaldor 1999).2 Οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές αναδεικνύονται σε μείζον σημείο διάκρισης μεταξύ φίλου και εχθρού, θέτοντας ουσιαστικά σε αμφισβήτηση τις απόψεις ότι διανύουμε τον αιώνα της παγκοσμιοποιημένης πολιτικής για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει μια τρομοκρατία, άσχετα με το πως παρουσιάζεται την τελευταία περίοδο, και επομένως δεν υπάρχει μόνο μια συζήτηση γι’ αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για τη βία που αποτελεί συστατικό στοιχείο της. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη βία και την τρομοκρατία και ποια η λειτουργία της; Υπάρχει στοιχείο επικοινωνίας

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο. 1 Lewis, R. (1998). Drugs, War and Illegal Enterprise in the Post-Soviet Balkans. Σε Ruggiero, V., South, N. & Taylor, I. (εκδ.) The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, 216-229. London: Routledge. 2 Kaldor, M. (1999). New and old wars: organized violence in a global era. Cambridge: Polity Press.

4

στις «τρομοκρατικές» πράξεις, όπως τις χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι ή «ένοπλη πάλη» όπως τη χαρακτήριζαν παλαιότερα κάποιοι άλλοι;

Στην Ελλάδα, ο πολιτικός, επιστημονικός και δημοσιογραφικός κόσμος αναφερόταν στο «πολιτικό» φαινόμενο της τρομοκρατίας περίπου επί τρεις δεκαετίες. Μετά τις συλλήψεις των ατόμων που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στην οργάνωση 17Ν και τον ΕΛΑ και τη διεξαγωγή της πρώτης δικαστικής διαδικασίας, η πολιτική διάσταση των πράξεών τους εγκαταλείφθηκε ή απορρίφθηκε, με λίγες εξαιρέσεις (Κουράκης 2002, Ιωακείμογλου 2003: 17-68).3 Οι αναλύσεις των ειδικών περιστράφηκαν σε δογματικά ζητήματα (θεωρίες περί πολιτικού εγκλήματος), πολύ σημαντικά βεβαίως (Μαγκάκης 2002)4 τα οποία όμως δεν καλύπτουν επαρκώς το θέμα (Παρασκευόπουλος 2003).5 Η συζήτηση σχετικά με τη φύση, τους παράγοντες, τις ενδεχόμενες εξελίξεις του φαινομένου ή της κρατικής αντίδρασης παρακάμφθηκε, όπως και ο συσχετισμός με ανάλογες καταστάσεις στην Ευρώπη (πρβλ. Κασιμέρης 2002, Μπόση 1996).6 Η επιστημονική εξέταση του θέματος είτε ως προς την ασκούμενη δημόσια /ποινική πολιτική είτε ως προς τις κοινωνικές ή οικονομικές του διαστάσεις, ήταν έτσι κι αλλιώς μέχρι τότε υποτυπώδης, έχοντας κυρίως περιγραφικό χαρακτήρα χωρίς σαφές ερμηνευτικό πλαίσιο. Τα γεγονότα εθεωρούντο (δικαιολογογημένα) περισσότερο υπόθεση των μυστικών υπηρεσιών, με δεδομένες τις ερευνητικές δυσκολίες. Οι εξελίξεις δεν φαίνεται να επηρέασαν προς το παρόν τις αναλύσεις, αν εξαιρέσει κανείς τη δημοσιογραφική λογοτεχνία.

Από τα πιο σοβαρά ζητήματα που τίθενται πιεστικά αυτή την περίοδο αφορούν την αντεγκληματική πολιτική. Εάν στόχος του νομοθέτη, με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, είναι να προληφθούν άλλες τρομοκρατικές πράξεις, δεν θα πρέπει να πληροφορείται πώς προέκυψαν, να γνωρίζει τις πιθανές προεκτάσεις αυτής της νομοθεσίας, και να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες των επιλογών του; Η τρομοκρατία συνιστά απειλή για τα ατομικά έννομα αγαθά, τη ζωή, την υγεία, την ελευθερία κινήσεων. Συνιστά, ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τις πολιτικές

3 Βλ. την εμπεριστατωμένη δικαιική μελέτη του Κουράκη, Ν.E. (2002). ‘Τρομοκρατία και Πολιτικό Έγκλημα’. Ποινικός Λόγος, 1: 1647-51, με αντιπροσωπευτική βιβλιογραφία για το θέμα από αυτή την οπτική. Επίσης, από άλλη διάσταση, Iωακείμογλου, Η. & Τριανταφύλλου, Σ. (2003). Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος. Αθήνα: Πατάκης. 4 Μαγκάκης, Γ.-Α. (2002). ‘Σκέψεις για τη διαστολή της τρομοκρατίας από το πολιτικό έγκλημα’. Νομικό Βήμα, 50: 1813-1818. 5 Γενικότερα για ζητήματα ποινικής καταστολής και τις δικαιοπολιτικές συνέπειές τους, βλ. Παρασκευόπουλου, Ν. (2003a). Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Αθήνα: Πατάκης. 6 Το βιβλίο του Κασιμέρη, Γ. (2002). Η επαναστατική οργάνωση «17Νοέμβρη». Αθήνα: Καστανιώτης, αποτελεί προσπάθεια ευρύτερης προσέγγισης. Βλ. επίσης Μπόση, Μ. (1996). Ελλάδα και τρομοκρατία. Εθνικές και διεθνείς διαστάσεις. Αθήνα, Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας.

5

ελευθερίες, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη δημοκρατία, επειδή το κράτος αντιδρά με τον περιορισμό τους και επειδή καλλιεργεί στον πληθυσμό την προθυμία να αποδέχεται αυτές ή/και άλλες τεχνικές για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Η πρόληψη δεν πρέπει να υλοποιείται με υστερικές αντιδράσεις, εκφοβισμό και δραματοποίηση των γεγονότων γιατί έτσι οδηγούμαστε σε αυτοεκπλήρωση της προφητείας και επιβεβαίωση του μύθου. Η δράση τέτοιων ομάδων απαιτεί την κατά το δυνατόν ορθολογική και πραγματιστική αντιμετώπιση.

Ποιος είναι όμως ο χαρακτήρας της απειλής της τρομοκρατίας; Έχει σχέση με τον αριθμό των θυμάτων ή μήπως με το είδος των πράξεων; Αν κάνουμε μια απλή σύγκριση με τον αριθμό των οδικών ή εργατικών ατυχημάτων ενός έτους, ή αν συγκρίνουμε τον αριθμό και τον τρόπο τέλεσης των ληστειών και των εγκλημάτων βίας, θα δούμε ότι αυτό δεν ισχύει (Επετηρίδα ΕΛ.ΑΣ.).7 Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της τρομοκρατικής απειλής εντοπίζεται στην αμφισβήτηση του επίσημου κράτους. Απέναντι στο κράτος βρίσκεται ένας «εχθρός», ο οποίος δεν μένει παθητικός αλλά αμύνεται σθεναρά ή και επιτίθεται. Βρίσκεται ένας «αντίπαλος», ο οποίος προσπαθεί να κινητοποιήσει κοινωνικές ομάδες αρνούμενος το μονοπώλιο της εξουσίας του. Αυτό δηλαδή που τίθεται υπό αίρεση από την τρομοκρατία είναι η νομιμοποίηση της εξουσίας (Steinert 1984: 395-7). 8

Η τρομοκρατία είναι έννοια με αρνητικό περιεχόμενο και αξιολόγηση και ο τρομοκράτης θεωρείται εχθρός της κοινωνίας. Το φαινόμενο συνδέεται με έναν καθημερινό μύθο, δηλαδή γεγονότα που έχουν διογκωθεί και φορτισθεί με την προσθήκη συναισθηματικών και μεταφυσικών στοιχείων. Ο μύθος συσκοτίζει το γεγονός ότι το περιεχόμενο και το αντικείμενό του είναι μια κοινωνική κατασκευή, ότι η τρομοκρατία εκπροσωπεί «το κακό», και άρα οι αιτίες και οι στόχοι της δεν αξίζουν συζήτηση. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί απαξιώνουν οποιαδήποτε αναφορά στα προαναφερθέντα ζητήματα, όχι πάντως και στις ίδιες τις πράξεις. Ο χαρακτηρισμός πράξεων ως τρομοκρατικών από την πολιτική προσδιορίζει και την αντίδρασή της σ’ αυτές, δηλαδή, το γεγονός και ο χαρακτηρισμός του αλληλοεπηρεάζονται. Η τρομοκρατία δημιουργεί επομένως πολιτική, η οποία δεν είναι απλώς προϊόν των κρατικών αντενεργειών και της στάσης των ΜΜΕ, αλλά και προϊόν της επιστήμης, 7 Ενδεικτικά, κατά το 1999 που έχει εκδοθεί και το τελευταίο δημοσίευμα της Επετηρίδας της Ελληνικής Αστυνομίας, μόνο οι ανθρωποκτονίες από αμέλεια ανέρχονται στις 1.485 και τα θανατηφόρα οδικά ατυχήματα σε 1.870, οι ληστείες στις 1.928, τα εγκλήματα βίας και οι σωματικές βλάβες στις 8.785, εξαιρουμένων εκείνων από οδικά ατυχήματα, Πίνακες 2, 3, 109. 8 Steinert, H. (1984). Sozialstrukturelle Bedingungen des “linken Terrorismus” der 70er Jahre. Σε Sack, F. & Steinert, H. (εκδ.) Protest und Reaktion 4/2, 388-603. ΒΜΙ Analysen zum Terrorismus. Opladen: Westdeutscher Verlag.

6

κυρίως όσον αφορά τις προτάσεις για την καλύτερη αντιμετώπισή της και λιγότερο για τις αιτίες. Για τις τελευταίες ακολουθείται συνήθως μια διαδικασία από-πολιτικοποίησης, περιορισμού τους στο στοιχείο της βίας, πράγμα που οδηγεί στην απαξίωση και την «εγκληματοποίησή» τους. Η από-πολιτικοποίηση εκφράζεται με την αμφισβήτηση των πολιτικών κινήτρων των τρομοκρατών και της πολιτικής σημασίας της τρομοκρατίας, ενώ παραβλέπονται καταστάσεις που συνδέονται άμεσα με αυτή, ζητήματα πολύ ουσιαστικά για τη συζήτηση. Εάν οι τρομοκράτες χαρακτηρισθούν άτομα αποξενωμένα από την πραγματικότητα, διαταραγμένες ή ελλειμματικές προσωπικότητες, στυγνοί δολοφόνοι ή οτιδήποτε άλλο, τότε συσκοτίζεται η πρόθεση επικοινωνίας ή ακόμη και ελέγχου της επικοινωνίας που επιχείρησαν με τις πράξεις τους. Επίσης, αγνοείται το κοινωνικό πλαίσιο εξέλιξης και κατασκευής του φαινομένου. Εάν πάλι, οι δράστες δεν είναι τίποτε περισσότερο από «στυγνοί δολοφόνοι», τότε ποιος ο λόγος της συζήτησης για τις πράξεις τους;

Η τρομοκρατία εξελίσσεται σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δυνάμεις αλλαγής του συστήματος και διατήρησής του. Η τρομοκράτηση, όπως και οι χαρακτηρισμοί, είναι μέθοδοι που μπορεί να χρησιμοποιούν και οι δύο πλευρές. Η πράξη του ενός μέρους δεν είναι ανεξάρτητη από τη στάση και τη δράση του άλλου. Εδώ ακριβώς ανοίγει ένα μεγάλο κεφάλαιο διερεύνησης όσον αφορά τη δημιουργία, εξέλιξη και ριζοσπαστικοποίηση κοινωνικών κινημάτων.

Παρά τις μη συγκρίσιμες (ευτυχώς) αντιδράσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, των πολιτικών κομμάτων και της κοινής γνώμης με εκείνες της ΟΔΓ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, θα πρέπει εντούτοις να αναφέρουμε μια θετική πρωτοβουλία της δυτικογερμανικής κυβέρνησης. Μετά από τα γεγονότα του φθινοπώρου 1977 – απαγωγή και δολοφονία του Hans-Martin Schleyer, αεροπειρατεία του σκάφους της Lufthansa και θάνατος των τριών ηγετικών στελεχών της RAF στη φυλακή του Stammheim – η (διαρκής) σύσκεψη των υπουργών Εσωτερικών των κρατιδίων ανέθεσε σε ομάδα εργασίας να εξετάσει τους παράγοντες και το πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν οι τρομοκρατικές οργανώσεις και τους ενδεχόμενους κινδύνους, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον λανθασμένες εκτιμήσεις και αντιδράσεις (BMI 1981-4).9 Αν και τα αποτελέσματα δεν έτυχαν προσοχής ούτε κατά την περίοδο που δημοσιεύθηκαν ούτε και αργότερα, είναι αξιόλογα από κάθε άποψη. Οι έρευνες έδειξαν ότι ποικιλία παραγόντων (οικονομικοί, κοινωνικο-πολιτικοί, διεθνείς συγκυρίες) και διαφορετικές συνθήκες σε κάθε περίπτωση λειτούργησαν καταλυτικά για τις εξελίξεις και την περαιτέρω 9 Bundesministerium des Inneren (1981-84). Analysen zum Terrorismus, 5 τόμ. Opladen: Westdeutscher Verlag.

7

δράση των ομάδων. Αυτό δεν αφορά μόνο τη Γερμανία, αλλά και την Ιταλία και τη Γαλλία.

Σύμφωνα με τις μελέτες, ενώ στην ΟΔΓ το φοιτητικό κίνημα και η ένοπλη βία προέκυψαν από την προσπάθεια επεξεργασίας του ναζιστικού παρελθόντος της χώρας, στην Ιταλία εμφανίστηκαν ως αντίδραση στην κινητοποίηση φασιστικών ομάδων. Στη Δυτική Γερμανία η δραστηριοποίηση της νεολαίας και οι αναταραχές αφορούσαν τον ρόλο της χώρας στον Τρίτο κόσμο και την υποστήριξη του «αμερικανικού ιμπεριαλισμού». Στην Ιταλία ήταν προϊόν των οικονομικών συνθηκών του Νότου και της αυτονομίας ενός ισχυρού εργατικού κινήματος στον Βορρά (Hess 1984: 474-5, 4/2, Magherini 1993).10 Αντιθέτως, στη Γαλλία δεν αναπτύχθηκε έντονη ένοπλη δράση όπως στις δύο προαναφερόμενες χώρες. Παρόλον ότι χρησιμοποιήθηκε βία σε αρκετές περιπτώσεις, δεν ήταν συστηματική και οι ομάδες λειτούργησαν μεταξύ δημοσιότητας και ημι-παρανομίας (Grimaud 1977, Paas 1984: 478-9).11

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η έντονη θεματοποίηση της τρομοκρατικής απειλής από τους πολιτικούς, τα κόμματα και τα ΜΜΕ στη Γερμανία και ο παροξυσμός που επικράτησε στην κοινή γνώμη, σε συνδυασμό με την αδυναμία κοινοβουλευτικής έκφρασης αυτών των ομάδων, οδήγησαν στην αδιάλλακτη βία. Η βία οδήγησε στην κινητοποίηση ενός ισχυρού κατασταλτικού μηχανισμού, η οποία ενίσχυσε με τη σειρά της την κριτική για το αστυνομικό κράτος και τον «νέο φασισμό», δυνάμωσε τις αντιδράσεις των ομάδων και έδωσε ώθηση στην ανασύνταξη των δυνάμεών τους και ένα νέο κύκλο δράσης που έληξε μετά από είκοσι χρόνια περίπου, όταν εξουθενώθηκαν τελείως οικονομικά (Scheerer 1984: 467, 4/2, Konstandopoulos & Modis 2004).12

Στην Ιταλία και τη Γαλλία όπου υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες πολιτικής έκφρασης των ομάδων, η υιοθέτηση ακραίας βίας δεν ήταν αρχικά ο κανόνας, αφού και στις δύο χώρες οι κινητοποιήσεις και η 10 Hess, H. (1984). Italien oder: die Fähigkeit, mit der “Unordnung” zu leben. Σε Protest und Reaktion, 470-478, όπ.π.

Magherini, F.F. (1993). A comparative analysis of the effectiveness of political violence in Italy. Fascist Squadrism (1919-1922) and Red Brigades terrorism (1970-1982). Medford, Mass.: Fletcher School of Law and Diplomacy (Tufts Univ.), Diss. 11 Grimaud, M. (1977). Εn Mai, fais ce qu'il te plait. Le Prefet de police de Mai 68 parle. Paris: Stock.

Paas, D. (1984). Frankreich oder: der integrierte Linksradikalismus. Σε Protest und Reaktion, 478-495, όπ.π. 12 Scheerer, S. (1984): Die Bundesrepublik Deutschland oder: die Gefahren der “deutschen Empfindlichkeit”. Σε Protest und Reaktion, 463-470, όπ.π.

Από άποψη λογιστικής τεκμηρίωσης, βλ. το ενδιαφέρον άρθρο για τη 17Ν των Konstandopoulos, A.G. & Modis, T. (2004). ‘Urban guerrilla activities in Greece’ 2003. Technological Forecasting & Social Change 71 (υπό δημοσίευση).

8

γενικότερη δράση της νεολαίας αντιμετωπίσθηκε, ακόμη και από την αστυνομία, ως εκδήλωση αυθορμητισμού και αμφισβήτησης. Αποτέλεσε μάλιστα συχνά αντικείμενο δημόσιας πολιτικής συζήτησης (Steinert 1984: 555-64).

Αν θεωρήσουμε ότι στην Ελλάδα κλείνει μια περίοδος, θα ήταν απαραίτητες αντίστοιχες αναλύσεις. Στην ιστορία της χώρας υπάρχουν ανάλογα συμβάντα αναγόμενα όχι μόνο στο πρόσφατο αλλά και στο απώτερο παρελθόν. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να εξετασθούν διαχρονικά και σε βάθος. Τέτοια περίπτωση είναι, για παράδειγμα, η τεράστια ανάπτυξη της ληστείας. Οι «ληστανταρτικές συμμορίες» άσκησαν τουλάχιστον επί 70 έτη μέχρι να διαλυθούν, πραγματική εξουσία στην ύπαιθρο, στρεφόμενες κυρίως εναντίον των Βαυαρών και του κράτους (Κολιόπουλος 1996).13 Υπενθυμίζουμε ακόμη τις περιπτώσεις της ατομικής επαναστατικής βίας, της «προπαγάνδας με δράση», του Σταύρου Καλλέργη, του Δημητρίου Ματσάλη και γενικά των αναρχικών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ακολουθούν περίοδοι κρατικής τρομοκρατίας με την ανάπτυξη ισχυρού παρακρατικού μηχανισμού στις τρεις δικτατορίες και τον εμφύλιο, γεγονότα που εκτυλίχθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Είναι γνωστό, ότι, ήδη από τη δημιουργία του, το νέο ελληνικό κράτος δοκιμάστηκε από εσωτερικά ή και διεθνή συμβάντα τα οποία άφησαν έντονα αποτυπώματα στην ευάλωτη οικονομικά, πολιτικά και ψυχολογικά χώρα. Η μακρά περίοδος διώξεων εναντίον μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, η δράση του παρακράτους και η άμεση ή έμμεση εμπλοκή ξένων δυνάμεων είχαν σοβαρές επιπτώσεις, δημιουργώντας αναταραχή στον πληθυσμό και συγκρουσιακές συνθήκες.

Η ανώμαλη πολιτική κατάσταση και η στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, με αποκορύφωμα την τελευταία δικτατορία, δημιούργησαν το πλαίσιο έκφρασης απόψεων για ένοπλο αγώνα εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος και δυναμική σύγκρουση με το κράτος. Η δράση των ομάδων ξεκινά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η οποία θεωρήθηκε από ορισμένους ως συνέχεια της δικτατορίας λόγω της δεξιάς-συντηρητικής ιδεολογίας του κυβερνώντος κόμματος. Κατόπιν, η κατ’ επανάληψη διάψευση σημαντικών προσδοκιών μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ειδικά όσον αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την οικονομική ανάπτυξη, αναφέρεται με βάση το σύνολο των προκηρύξεων, ως λόγος των επιθέσεων των ένοπλων ομάδων την τελευταία εικοσαετία.

Πώς επέδρασε η συνοχή της ελληνικής κοινωνίας στη μετριοπαθή στάση απέναντι στα γεγονότα, καθώς και η ελεύθερη πολιτική έκφραση για την 13 Κολιόπουλος, I. (1996). Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.). Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

9

πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Υπάρχουν ομοιότητες με τις περιστάσεις υπό τις οποίες ψηφίσθηκε ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος της μεταπολίτευσης (774/1978); Η κυβέρνηση είχε κινηθεί τότε υπό το βάρος των γενικότερων εξελίξεων που προκάλεσε η απαγωγή και δολοφονία του ΄Αλντο Μόρο και της αναταραχής που επικρατούσε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο προαναφερθείς νόμος βασίστηκε στις νομοθεσίες της Γερμανίας και της Ιταλίας, και καταργήθηκε τον Μάιο του 1983. Αν και οι επιθέσεις των διάφορων οργανώσεων όλο το διάστημα ήταν πολλές (22 – Πρακτικά της Βουλής, 16 Φεβρουαρίου 1987: 3620), η τότε κυβέρνηση θεώρησε ότι ο ν. 774 λειτούργησε προληπτικά επειδή το φαινόμενο δεν εξαπλώθηκε (Πρακτικά της Βουλής, 18 Μαΐου 1983: 6558).

Πού οφείλονται ή, καλύτερα, πού απέβλεπαν οι ακρότητες των Μέσων ενημέρωσης το καλοκαίρι του 2002; Πού τελειώνει η σκηνοθεσία και πού αρχίζει η συντήρηση της απειλής; Πώς κατασκευάζεται ένα περιβάλλον όπου η αναταραχή και η σύγχυση γίνονται ωφέλιμες για το πολιτικό σύστημα επειδή υποστέλλουν τις απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές;

Οι διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας δεν συνιστούν εμπόδιο στην έρευνα, ανάλυση και συζήτηση του θέματος. Και εάν όντως αποτελούν εμπόδιο για τους πολιτικούς, αυτό δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση για τους επιστήμονες και τους ειδικούς, των οποίων η συμβολή έγκειται στην ανεξάρτητη από πολιτικές αξιολογήσεις κατάθεση των απόψεών τους.

Επομένως, η αξιοποίηση εμπειριών άλλων κρατών στις οποίες έδρασαν παρόμοιες ομάδες είναι χρήσιμη, εάν γίνει προσεκτικά. Για τον λόγο αυτό ζητήθηκε κατ΄ αρχάς, η άποψη αναγνωρισμένων επιστημόνων οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα και προέρχονται από ευρωπαϊκά κράτη με ανάλογες εμπειρίες ή και ομοιότητες με τη χώρα μας. Κίνητρο της προσπάθειάς μας είναι να συμβάλει στην κατανόηση του φαινομένου της τρομοκρατίας στην Ελλάδα, γιατί μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικότερα. Διαφορετικά, αυτό που ενδεχομένως ακολουθήσει να αποδειχθεί οδυνηρότερο. Αναγνωρίζεται ωστόσο, ότι είναι ακόμη νωρίς για εμπεριστατωμένες αναλύσεις.

Από τη θέση αυτή θέλω να ευχαριστήσω θερμά όσους συμμετείχαν στη συζήτηση και το περιοδικό Επιστήμη και Κοινωνία για την ευγενική φιλοξενία στις σελίδες του.

10

Οι απαντήσεις (σελ. 219-248)

Ερώτηση 1: α) Πώς θα μπορούσε να προσδιορισθεί, κατά τη γνώμη σας, η έννοια της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001; β) Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο φαινόμενο που θα χαρακτηρίζατε σήμερα ως τρομοκρατία με εκείνο που ίσχυε τις δεκαετίες ’70 και ’80; Αν υπάρχει διαφορά, πού την εντοπίζετε; De Giorgi: Δεν νομίζω ότι μπορούμε να «προσδιορίσουμε» την έννοια της τρομοκρατίας γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί συναίνεση, η οποία δεν υπάρχει. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κάποιος ότι ο ορισμός δίνει οντολογικό περιεχόμενο και μεταφυσικό χαρακτήρα στο αντικείμενο της συζήτησης. Η διαδικασία περιγραφής ενός φαινομένου όπως η τρομοκρατία, αλλά και παρόμοιων γεγονότων που απαιτείται συναίνεση για την κατανόηση τους, δεν αντιμετωπίζει το διερευνώμενο ζήτημα ούτε προσοχή ούτε με σεβασμό.

Αυτό που ονομάζουμε «τρομοκρατία» είναι μια κατασκευή του παρατηρητή, υπό την έννοια ότι ο παρατηρητής περιγράφει κάποιες πράξεις ως τρομοκρατικές. Αλλά για να τις περιγράψει πρέπει να τις προσδιορίσει και για να τις προσδιορίσει πρέπει να βρει τη ουσιαστική διαφορά τους από τις άλλες που δεν είναι ονομάζονται έτσι. Ποιο είναι λοιπόν το άλλο τμήμα του φαινομένου που χαρακτηρίζεται τρομοκρατία; Και ποιος είναι ο παρατηρητής; Ένας κοινωνιολόγος, ένας ποινικός επιστήμονας, ένας Αμερικανός, ένας Άραβας, ένας Εβραίος ή ένας δημοσιογράφος; Είναι το ποινικό, το οικονομικό, το θρησκευτικό ή το πολιτικό σύστημα;

Ωστόσο, μπορούμε να θέσουμε στον εαυτό μας μερικούς κανόνες οι οποίοι είναι επιστημολογικά ορθότεροι από τους ευρέως χρησιμοποιούμενους. Για παράδειγμα, να προσδιορίσουμε τη διαφορά λαμβάνοντας υπόψη ότι η μία όψη της, αυτή που είναι αμέσως αντιληπτή, δεν είναι ταυτόχρονα και η άλλη. Κατόπιν να παρατηρήσουμε τον παρατηρητή και να θυμόμαστε ότι ο παρατηρητής μπορεί να παρατηρεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του. Αυτοί είναι οι βασικοί κανόνες που αν τους ακολουθούμε, είμαστε έτοιμοι να εντοπίζουμε αμέσως τις ασάφειες και τις αντιφάσεις των κατά καιρούς ορισμών, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας.

Πριν συνεχίσουμε, πρέπει να τεθούν και κάποια ακόμη ερωτήματα. Γιατί δεν μιλάμε για τρομοκρατία στην περίπτωση εγκληματικών συνδέσμων ή οργανώσεων, όπως π.χ. η τουρκική, η ιταλική ή η ρωσική μαφία, οι οποίες χρησιμοποιούν την τρομοκράτηση και την απειλή για να

11

επιτύχουν τους σκοπούς τους, γιατί δεν είναι τρομοκρατία η περίπτωση του βίαιου εξαναγκασμού γυναικών στην πορνεία από τα δίκτυα εκμετάλλευσης και διακίνησής τους, γιατί δεν μιλάμε για τρομοκρατία της μυστικής αστυνομίας σε ολοκληρωτικά καθεστώτα; Η σύγχρονη ιστορία είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα. Γιατί δεν είναι τρομοκρατία ο ονομαζόμενος «προληπτικός πόλεμος», αφού προκαλεί φόβο και τρόμο σε αθώους πολίτες και όχι μόνο στον στρατό του εχθρού; Το φαινόμενο που ονομάζουμε τρομοκρατία δεν χαρακτηρίζεται έτσι από την τρομοκράτηση και τη βία που ασκεί σε απροστάτευτους ή άοπλους πολίτες, δεν είναι μόνο το αίμα ούτε η απρόσμενη, άμεση, αποτρόπαια και ακραία βία. Εκείνο που δίνει νόημα στο φαινόμενο είναι κάτι πέρα από την τρομοκράτηση, κάτι το οποίο τη μετασχηματίζει και την εξιδανικεύει.

Η τρομοκρατία είναι μια κατασκευή του πολιτικού συστήματος. Παρατηρητής είναι ίδιο το πολιτικό σύστημα, το οποίο διαφοροποιείται από εκείνο του παρελθόντος με την ενσωμάτωση της βίας και τον μετασχηματισμό της σε εξουσία. Η εξουσία αυτοπεριγράφεται ως νόμιμη γιατί υπόκειται στους κανόνες που η ίδια έχει δημιουργήσει. Το παράδοξο της κυκλικότητας δίνει στο καθεστώς νομιμότητα (διότι τα άτομα κοινωνικοποιούνται σ’ αυτή την τάξη και την αποδέχονται. Η πεποίθηση που καλλιεργείται για την ανάγκη να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση και ασφάλεια των κοινωνικών προσδοκιών, ενισχύει τη νομιμότητα της πολιτικής δομής – διευκρίνηση, τ.μ.) και οτιδήποτε απειλεί την κυκλικότητα χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατία. Υπ’ αυτή την έννοια, η παρατήρηση του συστήματος και οι διακρίσεις που κάνει είναι συμμετρικές, αντιπαρατιθέμενες σ’ εκείνες του τρομοκράτη. Και στις δύο περιπτώσεις η διαφορά βρίσκεται στη νομιμοποίηση (ή μη) της εξουσίας με τον εξαγιασμό της θεμελίωσής της. Τόσο η πολιτική εξουσία όσο και η τρομοκρατία διεκδικούν οικουμενικότητα και διεθνή επικράτηση.

Ο μετασχηματισμός της βίας σε πολιτική εξουσία και η σταθεροποίησή της, θεμελιώνεται στο παράδοξο της κυριαρχίας. Αυτό το παράδοξο εγγυάται την ενότητα του πολιτικού συστήματος. Το είδος της βίας που χαρακτηρίζεται ως «τρομοκρατία» έλκει την καταγωγή της από τα βάθη του παρελθόντος. Βασίζεται στη μεσσιανική και προφητική δύναμη μιας αποκαλυπτικής και παγκόσμιας δικαιοσύνης. Και οι δύο μορφές βίας, δηλαδή εκείνη που εκφράζεται ως πολιτική εξουσία καθώς και εκείνη που χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατία (διευκρίνηση, τ.μ.) «δεν βλέπουν ότι δεν βλέπουν» για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Heinz von Förster.1 Την 11η Σεπτεμβρίου η προφητεία ενεπλάκη σε ανοικτό πόλεμο με το παράδοξο, έναν πόλεμο που έχει καταβολές στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας.

12

Hassemer: Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τόσο οι έρευνες όσο και η γενική συζήτηση για την τρομοκρατία, λόγω της διεθνοποίησής της και της στρατηγικής εναντίον της. Έρευνες και συζητήσεις οδήγησαν πρόσφατα σ’ ένα γενικά αποδεκτό ορισμό. Τρομοκρατία είναι η σκόπιμη άσκηση συντονισμένης βίας για την επίτευξη πολιτικών, θρησκευτικών και ηθικών στόχων. Τα θύματα της βίας δεν είναι συνήθως ο βασικός στόχος των πράξεων, αλλά τρίτοι που συμμετέχουν στην άσκηση εξουσίας.

Η «νέα τρομοκρατία» μπορεί να ερμηνευθεί καλύτερα στο πλαίσιο του περιβάλλοντος που αναπτύσσεται. Οι στόχοι της είναι διεθνείς, η δικτύωσή της επίσης διεθνής, και για να είναι πειστική η επιχειρηματολογία της ώστε να επηρεάσει τη διεθνή κοινότητα, η πολιτική της δίνει έμφαση στις πολιτισμικές διαφορές και στην υπεροχή συγκεκριμένων παραδόσεων.

Kunz: Η σύγχρονη μορφή τρομοκρατίας έχει ως χαρακτηριστικά, τη χρήση σωματικής βίας ή την απειλή χρήσης της και τη φυσική εξόντωση. Άμεσος στόχος της βίας ή της απειλής είναι να προκαλέσει φόβο και ανασφάλεια στον πληθυσμό˙ απώτερος, να αποσταθεροποιήσει τη δημόσια και κοινωνική τάξη. Η τρομοκρατία της δεκαετίας ’70 και ’80 επιδίωκε άμεσα με τη βία και την απειλή να αλλάξει συγκεκριμένα κοινωνικά συστήματα, θεωρούσε μάλιστα ότι είχε ηθική υποχρέωση γι’ αυτό. Επίσης, πίστευε ότι η κοινωνία μακροπρόθεσμα θα συμμετείχε στην προσπάθεια και ότι οι τρομοκρατικές πράξεις αποτελούσαν το πρώτο βήμα σε μια γενικότερη αλλαγή συνείδησης που θα οδηγούσε σε ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και σε ριζική μεταβολή της κοινωνίας. Αυτή η μορφή τρομοκρατίας αφορούσε συγκεκριμένες κοινωνίες που οι ομάδες προσπαθούσαν να αλλάξουν.

Το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην τρομοκρατική δράση. Η προσπάθεια της «νέας» τρομοκρατίας να κερδίσει τη συμπάθεια και την αποδοχή του ευρύτερου πληθυσμού δεν αποτελεί πλέον τακτικό στόχο της. Οι ομάδες βασίζονται αποκλειστικά στην ηθική υποστήριξη των οπαδών τους και οι πολιτικές επιδιώξεις τους γίνονται όλο και πιο ασαφείς σε σχέση με τα μέσα που επιλέγουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξάπλωση της «ιδιωτικοποιημένης βίας» μέσω του φόβου και της τρομοκράτησης (Erhard Eppler).2 Τέλος, η νέα τρομοκρατία δεν αποσκοπεί στον εκφοβισμό μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή εθνότητας, αλλά απευθύνεται παγκόσμια. Εμπνέεται από την ιδέα της σύγκρουσης μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών και κόσμων που βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους, αγωνίζεται σε περιοχές που ήταν μέχρι πρότινος ασφαλείς και απρόσβλητες, επιλέγοντας ως θύματα άτομα, κράτη και κοινωνίες, τα οποία δεν διάκεινται με συμπάθεια προς τον αγώνα τους. Το χτύπημα στο εμπορικό κέντρο των ΗΠΑ είναι

13

χαρακτηριστικό της λογικής της νέας τρομοκρατίας. Στο σχέδιό τους είχαν υπολογίσει τον θάνατο των επιτιθεμένων. Η πράξη τους δεν είχε ένα σαφή πολιτικό στόχο αλλά το να επιφέρει μεγάλης κλίμακας καταστροφή, και με αυτό να καταδείξει την ευπάθεια, το ευάλωτο του δυτικού πολιτισμού. Η διαφορά με το παρελθόν συνίσταται αφενός, στο σχεδιασμένο θάνατο των εκτελεστών και, αφετέρου, στον αριθμό των θυμάτων, ο οποίος ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των θυμάτων που είχαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις τα τελευταία τριάντα χρόνια. H επίθεση ξεπερνούσε την ανθρώπινη φαντασία και απέδειξε την παγκόσμια παρουσία των δραστών καθώς και τη διεθνή δικτύωσή τους, αφού μπόρεσαν να επιφέρουν ένα θεαματικό πλήγμα σε μέχρι πρότινος θεωρούμενες ασφαλείς περιοχές.

Παρασκευόπουλος: Η έννοια της τρομοκρατίας τυποποιείται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στον ορισμό, ο οποίος περιλαμβάνεται στην Απόφαση-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13/6/2002 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.3

Είναι θετικό ότι εκεί περιγράφονται με σαφήνεια οι τρομοκρατικές πράξεις με βάση τα άμεσα και τα ευρύτερα αποτελέσματά τους, ενώ η υποκειμενική ευθύνη επικαλύπτει την αντικειμενική. Αυτή η επιλογή νομίζω ότι αποτρέπει, σε σημαντικό βαθμό, διακριτικές μεταχειρίσεις και αξιολογήσεις φρονήματος κατά την εφαρμογή των σχετικών νόμων. Από την άλλη πλευρά, επιτρέπει την απαξιολόγηση πράξεων που έχουν τελεστεί από ιδιώτες, αλλά και από άτομα που ενήργησαν στο πλαίσιο κρατικών υπηρεσιών (φαινόμενο κρατικής τρομοκρατίας). Αυτό που ίσως άλλαξε μετά το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, είναι ότι ο μηχανισμός της ποινικής καταστολής με τα παραδοσιακά του εργαλεία (εξατομικευμένη ευθύνη και ποινές) δείχνει απρόσφορος και ανεπαρκής απέναντι στα λεγόμενα ασύμμετρα κτυπήματα.

Η ασυμμετρία δημιουργεί κινδύνους υπέρβασης τόσο των εθνικών ποινικών δικαίων όσο και του διεθνούς ποινικού δικαίου με προσφυγή σε άμεση (αντι-)βία ή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Τέτοιες εξελίξεις θα έχουν, αναμφίβολα, μακρόχρονες αρνητικές επιδράσεις στην παγκόσμια ειρήνη, την ίδια την ασφάλεια και στον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο σεβασμός ενός προκαθορισμένου θεσμικού πλαισίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί πάντοτε αναγκαίο όρο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Θα ήθελα όμως να επισημάνω ένα έλλειμμα: Οι προσβολές κατά του γήινου περιβάλλοντος και οι προκλήσεις καταστάσεων έσχατης φτώχειας ή και πείνας, αν και έχουν ισοδύναμη με αυτήν της τρομοκρατίας απαξία, δεν απασχολούν εξίσου τη διεθνή νομοθετική δραστηριότητα.

14

Η κύρια διαφορά των σύγχρονων τρομοκρατικών φαινομένων από εκείνα των προηγούμενων δεκαετιών συνίσταται στο ότι σήμερα η πρόοδος της τεχνολογίας και η παγκοσμιοποίηση των δικτύων δημιουργεί κινδύνους για πλήγματα με μαζικές συνέπειες.

Σήμερα εξάλλου, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο άλλοτε, η τρομοκρατία και η προληπτική ή κατασταλτική αντιμετώπισή της γίνονται καθοριστικές για τις εξωτερικές-διεθνείς σχέσεις. Αυτή η διάσταση δημιουργεί νέες αυξημένες ανάγκες για διεθνή ασφάλεια δικαίου.

Reichmann/Scheerer: Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου η έρευνα για την τρομοκρατία είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Για να είναι όμως αξιόπιστα τα αποτελέσματα των ερευνών δεν πρέπει να έχουν ως αφετηρία ηθικές ή πολιτικές αξιολογικές κρίσεις. Ως τρομοκρατία θεωρούμε «την άσκηση σκόπιμης βίας, επιλεκτικής και απρόβλεπτης, με στόχο τη ψυχική επίδραση σε διαφορετικά άτομα από εκείνα που πλήττονται φυσικά και αυτές οι πράξεις τελούνται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής» (Henner Hess).4 Επομένως, η τρομοκρατική μέθοδος διαφέρει από άλλες μεθόδους σύγκρουσης ως προς την επιλεκτικότητα των στόχων της, τον αιφνιδιαστικό χαρακτήρα της και την άσκηση εκφραστικής βίας σε ακανόνιστους χρόνους για την επιρροή τρίτων.

Η «νέα τρομοκρατία» ως διαβάθμιση (έμφαση, τ.μ.) της βασικής έννοιας έχει τρία χαρακτηριστικά: 1) η επαναστατική τρομοκρατία ασκείται στο όνομα του Θεού ακόμη κι αν, σε τελευταία ανάλυση, δεν προκαλείται από τη θρησκεία, 2) είναι έντονα διεθνοποιημένη και 3) οργανωμένη σε δίκτυα. Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση δεν είναι τόσο καινούργια όσο φαίνεται: 1) η καταπιεστική τρομοκρατία που ασκείται από το κράτος ή το παρακράτος υπερτερεί της επαναστατικής ως προς τον αριθμό των θυμάτων, τη συχνότητα και την ωμότητα των τελούμενων πράξεων, επειδή έχει σαν στόχο την κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου και την ολοκληρωτική εξουδετέρωσή του, 2) κάποιες από τις προηγούμενες μορφές της τρομοκρατίας είναι ακόμη άκρως ισχυρές και μεταδοτικές, και 3) ακόμη και η «νέα» θρησκευτική τρομοκρατία είναι αναγέννηση παλαιών γνωστών μορφών δράσης.

Ερώτηση 2: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο πολιτικό έγκλημα και την τρομοκρατία; Τι διαφοροποιεί μια τρομοκρατική πράξη από ένα πολιτικό έγκλημα; De Giorgi: Το «πολιτικό έγκλημα» τελείται εναντίον του κυρίαρχου, επιδιώκει να πλήξει το σώμα του «βασιλιά»: το σώμα που πεθαίνει και

15

όχι εκείνο που συνεχίζει να ζει. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις με τον τραγικό τρόπο που τις βιώνουμε, προσπαθούν να τραβήξουν το πέπλο που σκεπάζει το αθάνατο και άφθαρτο σώμα του βασιλιά. Προσπαθούν να διαρρήξουν το παράδοξο της κυριαρχίας. Όμως, κάτω από το πέπλο δεν υπάρχει αιωνιότητα: κυλάει το αίμα από τα ζεστά και μόλις πριν ζωντανά σώματα ανδρών και γυναικών που τώρα είναι μόνο κομμάτια κρύου θανάτου, όπως και τα σώματα των τρομοκρατών.

Hassemer: Η τρομοκρατία είναι μια μορφή πολιτικού εγκλήματος. Ως «πολιτικά» εγκλήματα θεωρούνται παράνομες πράξεις με στόχους συνδεόμενους, εν ανάγκη και έμμεσα, με τη βλάβη του προστατευόμενου έννομου αγαθού που προσβάλλει η συγκεκριμένη πράξη. Αυτοί οι στόχοι είναι γενικοί, ως επί το πλείστον πολιτικοί ή ηθικοί, χαρακτηριζόμενοι ενδεχομένως έμμεσα ως «εγωιστικοί» και «ιδιοτελείς». Η παράνομη πράξη είναι το τυπικό μέσο που χρησιμοποιούν οι εν λόγω ομάδες για να προβάλουν δημόσια τους σκοπούς τους και να τους καταστήσουν γνωστούς στην κοινή γνώμη.

Kunz: Πολιτικό έγκλημα είναι μια παράνομη συμπεριφορά η οποία με τη βία, την απειλή ή μια απλή συμβολική πράξη έχει έναν πολιτικό στόχο, να επιστήσει την προσοχή και να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη ή τους κρατικούς φορείς τα αιτήματα των δραστών και να συμβάλει μακροπρόθεσμα στην αλλαγή της συνείδησης του πληθυσμού. Οι βλάβες οι οποίες επέρχονται με το πολιτικό έγκλημα σε πρόσωπα ή πράγματα είναι πάντοτε μέσα για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στους απώτερους πολιτικούς στόχους της τρομοκρατικής ομάδας. Η τιμωρία τους είναι παρακινδυνευμένη και αβέβαιη επειδή για την εκπλήρωση των νόμιμων πολιτικών στόχων τους, χρησιμοποιούνται παράνομα μέσα. Εδώ ακριβώς τίθεται το πρόβλημα του αξιόποινου για τους δράστες εκ πεποιθήσεως, καθώς επίσης και του δικαιώματος αντίστασης.

Από όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου δεν διαφέρει από το πολιτικό έγκλημα. Η σύγχρονη τρομοκρατία όμως δεν περιέχει το στοιχείο της επικοινωνίας όπως η παλαιή, δηλαδή δεν προσπαθεί να κερδίσει τη κοινή γνώμη χρησιμοποιώντας και την πειθώ, να την κάνει να καταλάβει το δίκαιο του ένοπλου αγώνα.

Παρασκευόπουλος: Η απάντηση είναι δύσκολη, επειδή προϋποθέτει σύγκριση και διαφοροποίηση δύο φαινομένων που στην εποχή μας το καθένα τους δεν έχει αποκτήσει ένα σαφές και ευρείας αποδοχής εννοιολογικό περίβλημα. Εκ των ενόντων, μπορούμε να στηριχθούμε στα εξής: Η τρομοκρατία ορίζεται με βάση κυρίως τα βαριά άμεσα αλλά και τα απώτερα αποτελέσματά της (βλ. τον περιλαμβανόμενο ορισμό στο άρθρο 1 παρ. 1 της αντίστοιχης Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ,

16

13/6/2002). Για την έννοια του πολιτικού εγκλήματος εξάλλου υπάρχει μια πολυφωνία αντικειμενικών, υποκειμενικών και συνθετικών εκδοχών. Κατά τη γνώμη μου (Παρασκευόπουλος 2003b),5 πολιτικό είναι εκείνο το έγκλημα που τείνει προς τις μείζονες δυνατές πολιτικές επιδράσεις με το ελάχιστο δυνατό κόστος σε ατομικά ή συλλογικά κοινωνικά αγαθά. Η δράση της 17Ν, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να αναλυθεί σε πολιτικά εγκλήματα ακόμη κι αν θα είχε κάποιες πολιτικές επιπτώσεις, επειδή οι επιλεγμένοι ατομικοί στόχοι της προκαλούσαν απώλειες που βάραιναν καθοριστικά από κοινωνική και ανθρωπιστική άποψη.

Τα προαναφερθέντα δείχνουν ότι οι εννοιολογικοί κύκλοι της τρομοκρατίας και του πολιτικού εγκλήματος είναι δύσκολο να συμπέσουν. Αν πάντως επαληθευτεί η εξαίρεση, επειδή τα βαριά αποτελέσματα (τρομοκρατική πράξη) θα ξεπερνιούνται από τα πολιτικά (π.χ. ανατροπή αυταρχικού καθεστώτος) σε κοινωνική-ιστορική σημασία, η ταυτόχρονη συστηματική εφαρμογή των αντίστοιχων ρυθμίσεων αποτελεί την αναγκαία θεσμική λύση.

Reichmann/Scheerer: Πολιτικά εγκλήματα χαρακτηρίζουμε τις παράνομες πράξεις που τελούνται με στόχο να επηρεάσουν τις σχέσεις εξουσίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι αφενός η απόπειρα ή το τετελεσμένο αδίκημα εσχάτης προδοσίας ή προδοσίας της χώρας (άρ. 81-83 γερμΠΚ),6 αφετέρου η ληστεία και η εκβίαση οι οποίες τελούνται για την επίτευξη του σχετικού σκοπού. Ως εκ τούτου, μεταξύ τρομοκρατίας και πολιτικού εγκλήματος υπάρχει εννοιολογική συνάφεια. Οι μορφές τρομοκρατικής πρακτικής είναι υποομάδα των πολιτικών εγκλημάτων.

Πρακτικά, εκείνος ο οποίος τελεί πολιτικό έγκλημα έχει κατά κάποιο τρόπο περισσότερα προνόμια από τον απλό ποινικό παραβάτη που ενεργεί προς ίδιον όφελος. Εξαιτίας δε της άποψης που προέρχεται από τον δικαιο-φιλοσοφικό σχετικισμό, ότι όποιος διαπράττει πολιτικό αδίκημα «δεν είναι κατώτερος» από το κράτος-τιμωρό «αλλά διαφορετικά σκεπτόμενος» (Gustav Radbruch),7 μπορεί εκείνος που διώκεται σ’ ένα κράτος για πολιτικό αδίκημα να ζητήσει πολιτικό άσυλο σε κάποιο άλλο (΄Αρ. 16α γερμΣ/τος).8 Επίσης, τα κράτη μπορούν να αρνηθούν την έκδοση υπόπτου για πολιτικό αδίκημα.

Για ποικίλους λόγους, δεν θεωρείται σήμερα σκόπιμο να παρέχονται τέτοια προνόμια σε τρομοκράτες και δράστες δολοφονιών αρχηγών κρατών. Η αμφισβήτηση και η απόρριψη του πολιτικού χαρακτήρα των πράξεων εκδηλώθηκε αρχικά σε διπλωματικό επίπεδο. Ωστόσο, μια επιστημονική κατασκευή νοήματος για το πολιτικό έγκλημα και την τρομοκρατία δεν μπορεί να εμπλακεί σε τέτοιους χειρισμούς χωρίς να προδώσει τις αρχές της.

17

Ερώτηση 3: α) Τι είναι εκείνο το οποίο κατά τη γνώμη σας υποκινεί άτομα και ομάδες ώστε να παρακάμπτουν εμπόδια και εσωτερικούς δισταγμούς για την τέλεση πράξεων που χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές; Ποιες είναι δηλ. οι συνθήκες που καλλιεργούν το έδαφος για τρομοκρατικές πράξεις; β) Σε σχέση με το προηγούμενο ερώτημα, ποιες είναι οι εμπειρίες της χώρας σας από τη δράση εθνικών τρομοκρατικών ομάδων/ομάδων ένοπλης πάλης και ποιες ήταν οι επιδράσεις του ασκηθέντος ελέγχου; De Giorgi: Δεν πιστεύω ότι είναι δυνατό να προσδιορίσουμε τους «παράγοντες» που συμβάλλουν στην καλλιέργεια τρομοκρατικών «τάσεων» και ανάπτυξη τέτοιου «ηθικού», ούτε μπορούμε να προσδιορίσουμε «αιτίες» για την τρομοκρατία. Στις δυτικές κοινωνίες, το πολιτικό σύστημα θεμελιώθηκε ως κοινωνικό σύστημα καθολικής ενσωμάτωσης μέσω του παράδοξου της κυριαρχίας. Η ορθολογικότητα του παράδοξου δικαιολογεί την αυτοθεμελίωσή του. Στην παγκόσμια κοινωνία, το πολιτικό σύστημα δεν γνωρίζει άδειους τόπους – χώρους ερημικούς στους οποίους δεν μπορεί να διεισδύσει και να ελέγξει. Οι ακατοίκητοι τόποι είναι της αιωνιότητας και ο χρόνος της πολιτικής δεν αναγνωρίζει τέτοιους τόπους. Επομένως, αυτοί μπορεί να καλυφθούν μόνο από μια μεσσιανική προσδοκία, από μια προφητεία, από την αποκάλυψη του χάους της καταστροφής και της αναδημιουργίας. Οι αχανείς χώροι, οι οποίοι δεν έχουν ιστορία ούτε και παρελθόν, επειδή δεν υπάρχουν λόγια να τους περιγράψουν, δίνουν στον χρόνο του πολιτικού συστήματος αιωνιότητα και στο παράδοξο της κυριαρχίας ορθολογικότητα. Όσο διεθνοποιείται η ενσωμάτωση, δηλαδή όσο περισσότερο αποδεκτή γίνεται η ενσωμάτωση ως συστατικό στοιχείο του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, τόσο γενικεύεται ο αποκλεισμός και λιγοστεύουν οι εγγυήσεις προστασίας.

Για να πάρουμε μια ιδέα σχετικά με τον αχανή χώρο που περιβάλλει το πολιτικό σύστημα από τα πρώτα στάδια της συγκρότησής του, θα πρέπει να διαβάσουμε τους αινιγματικούς χρησμούς του 3ου μέχρι τον 1ο π.Χ. αιώνα. Παράλληλα όμως, θα ήταν σκόπιμο να διαβάσουμε και τις προφητείες του Δανιήλ, τις (τρεις καθολικές – διευκρίνηση, τ.μ.) επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη και τις επιστολές του Απόστολου Παύλου, επειδή είναι πιο σύγχρονες και κατανοητές.9

Στην Ιταλία, η τρομοκρατία των δεκαετιών ’70 και ’80 ήταν κυρίως κρατική. Είχε σκοπό να μετατοπίσει την προσοχή από τα υφιστάμενα προβλήματα, παράγοντας έτσι κοινωνική συνοχή γύρω από πιθανούς και επικείμενους κινδύνους. Εκμεταλλεύθηκε το παράλογο μιας ασαφούς

18

αντίθεσης, η οποία ήταν προϊόν ενός ριζοσπαστικού και ακραία συντηρητικού σολιψισμού.10

Η «μαύρη» τρομοκρατία παρήχθη εντός του στρατιωτικού μηχανισμού και εντός του πολιτικού συστήματος, σ’ εκείνες τις ελάσσονος σημασίας περιοχές που διατηρούνται μακριά από τα μάτια του πολύ κόσμου, επειδή θεωρούνται τόποι ανηθικότητας – είναι εντούτοις σημαντικές για την αυτοοργάνωση και αυτοσυντήρηση της πολιτικής εξουσίας. Η «κόκκινη» τρομοκρατία, από την άλλη πλευρά, οργάνωσε την εγκληματική δράση μικρών ομάδων που επιδίωκαν να αναγνωριστούν από το πολιτικό σύστημα με τη χρήση βίας κατά της συμβολικής διάστασης της εξουσίας. Η «μαύρη» τρομοκρατία είχε ως μέθοδο τον φόρο του αίματος, τις δολοφονίες – η «κόκκινη» την προσβολή συμβόλων.

Hassemer: Όταν μεγάλου αριθμού κοινωνικές και πολιτικές μειονότητες βιώνουν καταπίεση, και ταυτόχρονα πιθανολογούν ότι δεν θα μπορέσουν να επικοινωνήσουν πολιτικά γι’ αυτές τις εμπειρίες τους και να τις επεξεργασθούν με ειρηνικό τρόπο, τότε αυξάνει ο κίνδυνος να αντιδράσουν βίαια και μάλιστα με τρομοκρατικές ενέργειες.

Δεν περιλαμβάνουμε βεβαίως εκείνη τη μορφή πολιτικής τρομοκρατίας η οποία χρησιμοποιείται μυστικά και παράνομα από συγκεκριμένες κυβερνήσεις, ως εργαλείο εξουσίας και ελέγχου απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, κατά παράβαση της επίσημης δικαιικής τάξης.

Kunz: Παρατηρώντας την τρομοκρατία συνολικά, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου, μπορούμε να προσδιορίσουμε πέντε παράγοντες που καλλιεργούν το έδαφος για τρομοκρατικές πράξεις, εκ των οποίων οι μεν τέσσερις αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ ο πέμπτος αποτελεί ένα αντι-μοντέλο, ένα τελείως διαφορετικό πρότυπο ευρισκόμενο στον αντίποδα των προηγουμένων. 1) Όταν ένα τμήμα του πληθυσμού δεν έχει καθόλου ή εν πάση περιπτώσει έχει πολύ περιορισμένη δυνατότητα συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι πιθανό να μην υπάρχει στο οπτικό του πεδίο τίποτε άλλο από την τρομοκρατία. Οι πράξεις των ομάδων είναι προϊόν απογοήτευσης. Συνήθως είναι η τρομοκρατία που εμφανίζεται στις δικτατορίες ή σε χώρες όπου καταπιέζονται έντονα οι μειονότητες (π.χ. Κουρδικό Κομμουνιστικό Κόμμα – στην Τουρκία). 2) Η ένοπλη πάλη συνδέεται με την προσπάθεια δημιουργίας ενός εναλλακτικού μοντέλου κοινωνίας. Στηρίζεται στην ιδέα επαναστατικής μεταβολής της κοινωνίας (π.χ. Φράξια Κόκκινος Στρατός – στη Γερμανία, Ερυθρές Ταξιαρχίες – στην Ιταλία).

19

3) Η τρομοκρατία συνδέεται με τον θρησκευτικό φανατισμό. Απορρέει από μια αντιδραστική θρησκευτική διδασκαλία, η οποία καλλιεργεί σε ομάδες του πληθυσμού το αίσθημα ότι απειλούνται οι θρησκευτικές αξίες τους και, ταυτόχρονα, η ίδια τους η ύπαρξη (π.χ. Αλ Κάιντα ). 4) Ένας άλλος ακόμη παράγοντας σχετιζόμενος με την τρομοκρατία είναι η κατασκευή αιρετικών κοσμοθεωριών και η συλλογική παραπλάνηση κοινωνικών ομάδων. Και οι δύο στηρίζονται στην αμάθεια, εξουδετερώνοντας έτσι κάθε ενδοιασμό των οπαδών για την τέλεση τέτοιων πράξεων (π.χ. Αούμ Σινρίκιο στην Ιαπωνία). 5) Τέλος, υπάρχει και εκείνη η μορφή τρομοκρατίας που υποστηρίζεται από το κράτος ή είναι ανεκτή από αυτό διότι τη χρησιμοποιεί πολιτικά. Αντίθετα δηλαδή με τις προηγούμενες περιπτώσεις, δεν υπάρχουν συνθήκες που να καλλιεργούν το έδαφος για τέτοιες πράξεις (π.χ. οι Κόντρας στη Νικαράγουα, τα παραστρατιωτικά αποσπάσματα θανάτου στη Νότια Αμερική). Σ’ αυτή την κατηγορία όμως δεν περιλαμβάνω τα λεγόμενα «κράτη-λωποδύτες ή -εγκληματίες», στα οποία ο κρατικός μηχανισμός καταπιέζει τον πληθυσμό, όπως στην περίπτωση του Σαντάμ Χουσεΐν ή των Ερυθρών Χμερ.

Η Ελβετία επλήγη πολύ λίγο από τρομοκρατικές πράξεις τις δεκαετίες ’60 και ’70, και αυτές ήταν κυρίως έκφραση υποστήριξης στις ομάδες της γειτονικής Γερμανίας και Ιταλίας (συμπαθούντες της μαρξιστικής-αναρχικής τρομοκρατίας, παρενέργειες της λεγόμενης «Globus-Krawalle» της Ζυρίχης το 1968).11 Τη δεκαετία του ’90 υπήρξαν κάποιες μεμονωμένες τρομοκρατικές πράξεις από ακροδεξιές ομάδες σε κρατικές εγκαταστάσεις για αλλοδαπούς και εναντίον αριστερών οργανώσεων.

Επίσης, κατά τη διαδικασία απόσχισης του καντονίου της Γιούρα από της Βέρνης για τη αυτονόμηση του πραγματοποιήθηκαν διάφορα τρομοκρατικά σαμποτάζ. Όμως, η κατάσταση ηρέμησε χωρίς να εφαρμοσθούν κρατικά μέτρα καταστολής για μεγάλο διάστημα.

Παρασκευόπουλος: Στην εποχή μας η δυσκολία ένταξης των τρομοκρατικών πράξεων στο ιστορικό γίγνεσθαι και στο κοινωνικό πλαίσιο είναι χαρακτηριστική. Για παράδειγμα, είναι φανερό ότι το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στο Μανχάταν δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς με αναζήτηση ατομικών-υποκειμενικών κινήτρων στους δράστες, ή έστω στην ένοχη, όπως φαίνεται, ομάδα. Ούτε όμως η ενοχοποίηση γενικότερων συνθηκών (φτώχεια) ή πολιτιστικών-θρησκευτικών στοιχείων (ισλαμισμός) ή αδρανειών των μηχανισμών ασφάλειας ("συνωμοσιολογική εκδοχή") είναι απλή ή γενικότερα αποδεκτή. Η αβεβαιότητα πάντως ως προς τις "ένοχες συνθήκες" δεν σημαίνει ότι αυτές δεν υπάρχουν και ότι δεν οδηγούμαστε σε ένα νέου τύπου μυστικισμό ως προς τα κτυπήματα.

20

Η Αστυνομία όταν αγνοεί τον δράστη αναζητεί ποιος μπορεί να είχε κίνητρα. Η κοινωνιολογία και οι πολιτικές επιστήμες, αναζητώντας τις ένοχες συνθήκες, ίσως χρειάζεται να ακολουθήσουν ανάλογη μέθοδο.

Reichmann/Scheerer: Η «επαναστατική τρομοκρατία» εκφράζει την αποφασιστικότητα μιας μειοψηφίας να αποκτήσει υπεροχή με τη χρήση βίας, παρά την άνιση κατανομή της εξουσίας και τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται. Επειδή αυτή η απόφαση ενέχει πολλούς κινδύνους για τους δράστες, ακόμη και να χάσουν τη ζωή τους, πρέπει να δημιουργηθούν ισχυρά κίνητρα. Τέτοια κίνητρα μπορούν να καλλιεργήσουν μόνο ιδεολογίες, των οποίων τα πρότυπα και τα σενάρια επιδοκιμάζουν ηθικά με πειστικό τρόπο πράξεις βίας και αυτοθυσίας. Τα τελευταία χρόνια, κάποιες θρησκείες (πάλι) είναι εκείνες που διευκολύνουν ή εξουδετερώνουν εσωτερικές αναστολές για την τέλεση απάνθρωπων πράξεων με την επίκληση μιας ανώτερης δύναμης και ανάγκης.

Αντιθέτως, η «καταπιεστική τρομοκρατία» δεν απαιτεί τόση ετοιμότητα αυτοθυσίας. Αρκεί κάποια παρώθηση των επίδοξων δραστών από τις ομάδες εξουσίας. Αυτές, για να τους παρακινήσουν αλλά και για να προσελκύσουν περισσότερα άτομα σε περίπτωση ανάγκης, είναι απαραίτητο να υποσχεθούν την προστασία των αυτουργών από τις ενδεχόμενες συνέπειες («πείραμα Milgram»).12 Γενικά, η διαφορά των τελευταίων με εκείνους οι οποίοι νόμιμα ως αστυνομικοί ή στρατιωτικοί διαπράττουν δολοφονίες είναι σχετικά μικρή, διότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για αφαίρεση της ζωής γενικοπροληπτικά, δηλαδή να εξαναγκάσουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων σε προθυμία υπακοής. Εξάλλου, τόσο αυτοί που δημιουργούν κίνητρα για τρομοκρατική δράση, όσο και αυτοί που δίνουν τις εντολές παραμένουν αφανείς, ενώ στο προσκήνιο εμφανίζονται άτομα κοινωνικά ξεπεσμένα, άτομα που δεν ανήκουν σε συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, τα οποία λειτουργώντας ως αποδιοπομπαίοι τράγοι πιστεύουν ότι με τις επιθέσεις τους θα πλήξουν και κάποιους από τους ενόχους. Στους δράστες ανήκουν όμως και άτομα που αποβλέπουν σε υλικά ανταλλάγματα ή βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης.

Κοινωνικές εντάσεις και βιωμένες αδικίες από τμήματα του πληθυσμού αποτελούν πρόσφορο έδαφος για τρομοκρατικές πράξεις επαναστατικής μορφής. Όσο μεγαλύτερη είναι η αντικειμενική αδυναμία κοινωνικών ομάδων να ασκήσουν βασικά δικαιώματά τους και όσο βαθύτερη είναι η πεποίθησή τους ότι οι κάτοχοι της εξουσίας τις εμποδίζουν σκόπιμα να το κάνουν, τόσο μεγαλύτερη είναι η έλξη σεναρίων βίας, μαζικών τάφων με θύματα κ.λπ., ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ιδεολογίες.

21

Στη Γερμανία, το πείραμα των «αριστερών ριζοσπαστών» διήρκεσε 20 χρόνια. Η πρώτη γενιά συνελήφθη μετά από δύο χρόνια και τότε φάνηκε ότι η τρομοκρατία ήταν στο τέλος της. Τα επόμενα 18 χρόνια μπορούν να χαρακτηρισθούν ως παράγωγα του μηχανισμού ελέγχου. Η δράση της δεύτερης και τρίτης γενιάς τρομοκρατών προέκυψε κυρίως από αντίδραση και αγανάκτηση στην πίεση του κρατικού ελέγχου. Ο βασικός παράγοντας δηλαδή της μακρόχρονης δράσης των ομάδων οφείλεται ακριβώς στην ένταση του ασκηθέντος ελέγχου.

Ερώτηση 4: α) Ποιες είναι οι συνέπειες του ποινικού ελέγχου για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στα ανθρώπινα δικαιώματα; β) Οι εθνικοί αντιτρομοκρατικοί νόμοι του παρελθόντος στις διάφορες χώρες (Ιταλία, Γερμανία) επηρέασαν τα θεμέλια του Κράτους Δικαίου; Ποιες είναι οι επιπτώσεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας των τελευταίων χρόνων στην ποινική δίωξη και τη δικαστική διαδικασία, πλήττονται οι αρχές για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης; De Giorgi: Η πολιτική λειτουργεί πάντα σε μια κατάσταση ανάγκης, σε μια κατάσταση επείγοντος. Πριν 30 χρόνια περίπου, ο Φουκώ σε μία από τις ομιλίες του είχε πει ότι η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου. Η πολιτική δεν μπορεί να λειτουργήσει σε κανονικές συνθήκες ούτε χωρίς εχθρό, ανεξάρτητα από το είδος του. Άσχετα με το εάν πρόκειται για μαύρους, για τους αντίθετους στην παγκοσμιοποίηση, για μετανάστες ή τον τυφώνα Νίνο, η πολιτική αποφασίζει σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Κι αν είναι δύσκολο να βρει μια έκτακτη ανάγκη, τότε την επινοεί ή τη δημιουργεί, όπως έγινε στην Ιταλία με τη «μαύρη» τρομοκρατία. Κάθε έκτακτη ανάγκη δικαιολογεί την πολιτική εκμετάλλευση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όπως συμβαίνει εξάλλου με όλες τις βασικές και θεμελιώδεις αρχές, έτσι και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν καθοδηγούν τη δράση μας αλλά συνιστούν διακρίσεις που διευκολύνουν αποφάσεις σε βάρος τους, συγκαλύπτοντας το παράδοξο κάθε απόφασης. Με άλλα λόγια, ο ισχυρισμός ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου δίνει αφορμή στην άνιση μεταχείριση. Η δημιουργία του κινήτρου βρίσκεται στο ίδια το κίνητρο. Η σύγχρονη τρομοκρατία διαρρηγνύοντας το παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβεται το συστατικό παράδοξο της πολιτικής εξουσίας, αφήνει να περάσει ένα ζοφερό φως στο τυφλό σημείο13 που συνδέει το σύστημα της πολιτικής με το σύστημα δικαίου.

Hassemer: Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας συνεπάγεται τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, όπως συμβαίνει με τη δίωξη κάθε μορφής εγκληματικότητας – από την απειλή της ποινής μέχρι την έκτιση της. Ο περιορισμός των δικαιωμάτων γίνεται όλο και πιο έντονος, όσο

22

περισσότερο το αίσθημα απειλής της κοινωνίας και οι ανάγκες ελέγχου του κράτους θεωρούνται αποτέλεσμα της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, επειδή και η τρομοκρατία προσβάλει τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν αποκλείεται οι εθνικοί αντιτρομοκρατικοί νόμοι να επηρεάσουν θετικά την προστασία των συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Αυτό μπορεί να συμβεί υπό την προϋπόθεση ότι ο πληθυσμός αποδέχεται την αναγκαιότητα της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, όταν οι νόμοι είναι διατυπωμένοι έτσι ώστε να μην θίγουν τις αρχές του κράτους δικαίου και όταν χρησιμοποιούνται με βάση αυτές τις αρχές.

Kunz: Οι τρομοκρατικές πράξεις αντιμετωπίζονται με αυστηρούς νόμους, διευρυμένο προληπτικό έλεγχο (π.χ. ηλεκτρονική παρακολούθηση) και με έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία.

Όσον αφορά τις επιδράσεις του ελέγχου πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σ΄ εκείνες που συνδέονται με την ενσωμάτωση των αντιτρομοκρατικών νόμων στο ουσιαστικό ποινικό και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο και σε όσες απορρέουν από μια εκτεταμένη και αυτόνομη αντιτρομοκρατική νομοθεσία.

Στην πρώτη εκδοχή, έχοντας ο νομοθέτης στο μυαλό του ότι οι κανόνες ανήκουν στο σώμα του κοινού Ποινικού Δικαίου, τους χρησιμοποιεί χωρίς ιδιαίτερο δισταγμό, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος χρήσης τους και σε μη τρομοκράτες. Η δεύτερη εκδοχή, της ειδικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, έχει μεν ως προτέρημα ότι είναι προσανατολισμένη αποκλειστικά σε συγκεκριμένη ομάδα δραστών, από την άλλη πλευρά όμως ο νομοθέτης δεν θα έχει δυσκολία να την εφαρμόσει στους διάφορους κατά καιρούς «εχθρούς του κράτους». Είναι δε γεγονός, ότι όποιος εμπλέκεται σ’ αυτή τη διαδικασία βρίσκεται σε σαφώς δυσχερέστερη θέση από εκείνον που είναι κατηγορούμενος του κοινού ποινικού δικαίου. Συν τοις άλλοις, οι δικαστικές αποφάσεις με βάση την ειδική αντιτρομοκρατική νομοθεσία μπορούν να προσβληθούν σε δεύτερο βαθμό πολύ περιορισμένα, σε αντίθεση με του κοινού Ποινικού Δικαίου.

Είναι λοιπόν φανερό ότι το τελευταίο κύμα καταπολέμησης της τρομοκρατίας απειλεί τις αρχές του κράτους δικαίου, στις δε ΗΠΑ αυτές έχουν πλέον καταλυθεί. Τα μέτρα τα οποία δημιουργήθηκαν αρχικά για την εφαρμογή τους μόνο σε συγκεκριμένες καταστάσεις, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθούν με την πάροδο του χρόνου και σε άλλους τομείς, για παράδειγμα, στην καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας, διότι η επεκτατικές τάσεις είναι συστατικό χαρακτηριστικό τους.

Η σύγχρονη τρομοκρατία, η οποία διαφέρει σαφώς από την πολιτική εγκληματικότητα (των προηγούμενων δεκαετιών, πρβλ. απάντηση του

23

L.K. στην ερώτ. 1, διευκρίνηση, τ.μ.) συνδέεται με στρατηγικές ελέγχου οι οποίες αντιβαίνουν στη μεταχείριση των ποινικών παραβατών με βάση τις αρχές του κράτους δικαίου. Η ιδέα του Διαφωτισμού για ένα «ποινικό δίκαιο των πολιτών» το οποίο θα αντιμετωπίζει τον ποινικό παραβάτη ακόμη και κατά την εκτέλεση της ποινής του ως ισότιμο μέλος της κοινότητας δικαίου, απειλείται να υποσκελισθεί από το «ποινικό δίκαιο του εχθρού». Αυτό έχει ως μοναδικό σκοπό την εξουδετέρωση του τρομοκράτη που θεωρείται εχθρός της κοινωνίας.

Παρασκευόπουλος: Οι συνέπειες του ποινικού ελέγχου για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στα ανθρώπινα δικαιώματα δείχνουν προς το παρόν ιδιαίτερα βαριές. Συνοπτικά, επισημαίνω τα εξής: 1) Σύγχυση προληπτικής και κατασταλτικής δραστηριότητας. Λήψη δυσμενών μέτρων για τις ατομικές ελευθερίες, χωρίς την προηγούμενη διάγνωση ενοχής ή χωρίς βάσιμες υπόνοιες ότι έχουν τελεσθεί συγκεκριμένες πράξεις από τους υφισταμένους τα μέτρα. 2) Διάδοση ηλεκτρονικής παρακολούθησης χωρίς εγγυήσεις για σεβασμό του ιδιωτικού ασύλου και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με μόνη την επίκληση των αναγκών της δίωξης. 3) Σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου της αστυνομίας σε σχέση με αυτόν των δικαστηρίων. Αυτό βέβαια συνεπάγεται σοβαρό έλλειμμα ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων. 4) Ενδυνάμωση αδιαφανών μηχανισμών ασφάλειας (μυστικοί πράκτορες, ανώνυμοι μάρτυρες) που δημιουργούν κινδύνους για τη δίκαια δίκη. 5) Ανοχή αστυνομικής βίας, ακόμη και βασανιστηρίων σε ορισμένες χώρες. 6) Τάσεις εξίσωσης, στο διεθνές ποινικό δίκαιο, της έννοιας του «υπόπτου για συγκεκριμένη πράξη που εκτελέστηκε» με αυτήν του "υπόπτου γενικώς" και αναγωγής του τελευταίου σε στόχο επαχθών δικονομικών μέτρων [αναλυτικότερα, βλ. Παρασκευόπουλου (2003a)].14

Reichmann/Scheerer: Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας επιδρά αρνητικά στα ανθρώπινα δικαιώματα, διότι τείνει να χρησιμοποιήσει ανάλογες μεθόδους και μερικές φορές ανάλογες ιδεολογίες με εκείνη. Ήδη από την εποχή που η τρομοκρατία εθεωρείτο ακόμη εσωτερικό πρόβλημα των κρατών, οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες δεν άφηναν άθικτα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από τότε δε που η «νέα» τρομοκρατία αντιμετωπίζεται στρατιωτικά, χωρίς να παρέχονται στους δράστες οι εγγυήσεις του διεθνούς δικαίου, οι «δίκαιες δίκες» γίνονται όλο και σπανιότερες.

24

Ερώτηση 5: Από τη σκοπιά σας ως ειδικού, ποιες θεωρείται ότι είναι οι συνέπειες της παγκοσμιοποιημένης διακυβέρνησης και των μέσων που χρησιμοποιεί για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας; De Giorgi: Εάν με τον όρο «παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση» εννοείται ότι υπάρχει μία μόνο κοινωνία, η παγκόσμια, και ότι σε αυτήν διαφοροποιείται μόνο ένα σύστημα, εκείνο που χειρίζεται την εξουσία, τότε θα έλεγα ότι η τρομοκρατία εκπροσωπεί τη δύναμη του χάους η οποία βεβηλώνει το μυστήριο της αυτοθεμελίωσης της πολιτικής εξουσίας.

Hassemer: Η παγκοσμιοποίηση και η διεθνοποίηση έχουν παρενέργειες. Η αυξημένη κινητικότητα και οι πολλαπλασιαζόμενες δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων ευνοούν την εγκληματική δράση. Παράλληλα, η επαφή πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές αξίες και πρότυπα αυξάνουν την ανάγκη προσανατολισμού των πολιτών σε σταθερούς κανόνες όπως είναι το δίκαιο. Για όλα αυτά όμως οι γνώσεις μας είναι πολύ περιορισμένες, επειδή δεν έχουν ακόμη επεξεργασθεί ικανοποιητικά.

Kunz: Οι σύγχρονες μορφές τρομοκρατίας συνδέονται με την άνιση κατανομή της δύναμης στις διάφορες περιοχές του κόσμου, δηλαδή τη μονόπλευρη παγκοσμιοποίηση. Η οικονομική και στρατιωτική υπεροχή των βιομηχανικών κρατών της Δύσης έγινε περισσότερο αισθητή από τους άλλους λαούς μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τη διάλυση του Σύμφωνου της Βαρσοβίας, τη σύγκλιση της Κίνας και άλλων χωρών στο δυτικό οικονομικό πρότυπο. Παράλληλα, ένας ριζοσπαστικός (βλ. θρησκευτικός, διευκρίνηση, τ.μ.) φανατισμός καλλιεργεί σ’ αυτούς τους λαούς αισθήματα κατωτερότητας και ταπεινοφροσύνης, τα οποία αποτελούν το υπόστρωμα για τις σύγχρονες μορφές τρομοκρατίας. Ο πόλεμος της Δύσης εναντίον της τρομοκρατίας επικεντρώνεται σε αυτές τις χώρες, χρησιμοποιώντας μάλιστα τόσο εξελιγμένη τεχνολογία που δεν τους αφήνει καμιά ελπίδα υπερίσχυσης. Έτσι, τα αισθήματα κατωτερότητας και ταπείνωσης δυναμώνουν και οδηγούν με τη σειρά τους σε πιο ακραίες μορφές βίας. Δημιουργείται, δηλαδή, ένα φαύλος κύκλος ο οποίος αναπτύσσει δική του δυναμική κλιμάκωσης.

Ο περιορισμός της τρομοκρατίας μέσω του κρατικού ελέγχου απαιτεί κάτι περισσότερο ή μάλλον κάτι διαφορετικό από οικονομική και στρατιωτική υπεροχή. Για να σπάσει ο κύκλος της βίας είναι απαραίτητο να ξεπερασθεί η ασυμμετρία δυνάμεων με τη βοήθεια για αυτοβοήθεια στις μη ανεπτυγμένες χώρες. Η ανεκτικότητα για διαφορετικές ηθικές και θρησκευτικές απόψεις και η ανοικτή συζήτηση για τα όρια αυτής της ανεκτικότητας είναι απαραίτητη. Επίσης, η στρατιωτική δράση της

25

Δύσης θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα διεθνές δίκαιο, το οποίο θα είναι αποδεκτό από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Μόνο έτσι υπάρχει πιθανότητα να χειραφετηθούν μη ανεπτυγμένα έθνη σε μια παγκοσμιοποιημένη «διεθνή κοινότητα» και να εξουδετερωθούν οι προϋποθέσεις για τη σύγχρονη τρομοκρατία.

Παρασκευόπουλος: Χωρίς άλλο, οι παγκοσμιοποιημένες επικοινωνίες και συναλλαγές δημιουργούν δυσκολία περιορισμού και αντιμετώπισης τόσο της τρομοκρατίας όσο και του οργανωμένου εγκλήματος, μέσα σε στενά τοπικά ή εθνικά πλαίσια. Για την αντιμετώπιση της βαριάς εγκληματικότητας, και ιδίως της τρομοκρατίας, χρειάζεται ασφαλώς ανάπτυξη της διακρατικής διεθνούς συνεργασίας σε αστυνομικό και διεθνές επίπεδο. Χρειάζεται όμως προσοχή στα εξής σημεία: 1) Η ανάπτυξη αυτής της συνεργασίας πρέπει να γίνει μέσα σε ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, όπου η συντακτική-νομοθετική λειτουργία θα αποτελεί πάντοτε την αναγκαία αφετηρία και βάση. Η θεσμοθέτηση δεν πρέπει να αφεθεί στην εκτελεστική εξουσία, ούτε –πολύ περισσότερο– να αυτονομηθεί ο αστυνομικός-στρατιωτικός μηχανισμός απάντησης στην τρομοκρατική βία. Επίσης, η δικαιοσύνη δεν επιτρέπεται να αφεθεί να δικάζει χωρίς προϊσχύοντες και σαφείς ποινικούς κανόνες. 2) Η προληπτική και κατασταλτική πολιτική απέναντι στην τρομοκρατία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που τίθενται για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Οικονομική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης συνεχίζουν να είναι δεσμευτικά κείμενα για τις χώρες που τις έχουν υπογράψει, όπως και τα επιμέρους συμβατικά κείμενα, πρωτόκολλα κ.λπ. που εξειδικεύουν τις εγγυήσεις. Η λειτουργία του Διαρκούς Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου μπορεί επίσης να βοηθήσει σημαντικά στην εφαρμογή και την εμπέδωση μιας σύνθετης ασφάλειας και ελευθερίας. Ο δρόμος όμως είναι μακρύς.

Reichmann/Scheerer: Η ιδέα της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας εμπεριέχει δυνατότητες συμμετοχής και αυτοπροσδιορισμού των τμημάτων της, έτσι ώστε άρνηση ή παρεμπόδισή τους να γίνεται αντιληπτή ως καταπίεση και να οδηγεί σε αντισυμβατικές εκδηλώσεις. Η απαίτηση για υποταγή σε μια παγκόσμια εξουσία συνδέεται άμεσα με την αύξηση της έντασης των τρομοκρατικών αντιδράσεων. Ένας διαφορετικός τρόπος σύγχρονης διακυβέρνησης (η καλή διακυβέρνηση – «good governance», σύμφωνα με τον Joseph S. Nye 15 ή η έξυπνη εξουσία – «kluge Macht», σύμφωνα με τον Ernst-Otto Czempiel 16) διαθέτει προτάσεις, η εφαρμογή των οποίων θα μπορούσε να μειώσει τις αφορμές και ταυτόχρονα τις πιθανότητες επιτυχίας της τρομοκρατίας.

26

Ερώτηση 6: Ποιος είναι (ή: θα μπορούσε να είναι) ο ρόλος των κοινωνικών και ποινικών επιστημών την «εποχή της τρομοκρατίας»; De Giorgi: Την «εποχή της τρομοκρατίας» οι ποινικές και κοινωνικές επιστήμες θα συνεχίσουν να έχουν τον ίδιο ρόλο που είχαν μέχρι τώρα, να κρύβουν τα βασικά παράδοξα του νομικού και πολιτικού συστήματος. Θα εξακολουθήσουν να δρουν αποπροσανατολιστικά, διακρίνοντας ανάμεσα στη διακινδύνευση και την ασφάλεια, κρατώντας έτσι ζωντανή τη ψευδαίσθηση ότι ο κίνδυνος μπορεί να εξαλειφθεί και να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας στην κοινωνία. Θα συνεχίσουν να ανακαλύπτουν νέους εχθρούς και να τους πολεμούν και κυρίως να μη βλέπουν ότι δεν βλέπουν. Μόνο ένας εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να εντοπίσει τους ασαφείς διαχωρισμούς που ακολουθούν αυτές οι επιστήμες. Μόνο, ένας παρατηρητής ο οποίος υποβάλλει τις διακρίσεις του στις παρατηρήσεις των άλλων, μπορεί να δει την αθέατη πλευρά αυτών των επιστημών, αλλά ένας τέτοιος παρατηρητής μπορεί να είναι μια κοινωνική θεωρία, η οποία δεν έχει γραφτεί ακόμη.

Hassemer: «Την εποχή της τρομοκρατίας» οι κοινωνικές και ποινικές επιστήμες πρέπει παράλληλα με την εκπλήρωση της κλασικής αποστολής τους, δηλαδή την ανάλυση, πρόγνωση και ερμηνεία των διάφορων κοινωνικών προβλημάτων ή καταστάσεων, να διευρύνουν την οπτική τους. Ιδίως οι ποινικές επιστήμες πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα φαινόμενα της διεθνοποίησης, της παγκοσμιοποίησης και της υπερεθνικής δικτύωσης που δεν ανήκαν μέχρι πρότινος στους τομείς ενδιαφερόντων τους. Επειδή η εγκληματικότητα δεν μπορεί πλέον να ερμηνεύεται αποκλειστικά με βάση παράγοντες οι οποίοι αφορούν ένα κοινωνικά και γεωγραφικά περιορισμένο περιβάλλον, είναι καιρός να στραφεί η έρευνα σε νέα πεδία και ερμηνευτικά πρότυπα.

Kunz: Οι κοινωνικές και ποινικές επιστήμες συμβάλλουν συνήθως στην έρευνα των αιτιών που συνδέονται άμεσα με την τρομοκρατία και στη μελέτη της αποτελεσματικότητας των στρατηγικών ελέγχου. Πρέπει όμως να εξετάσουν και τις δυνατότητες ουσιαστικής αντιμετώπισης των συνεπειών που προκύπτουν από την ασυμμετρία δυνάμεων. Ειδικά οι ποινικές επιστήμες έχουν την υποχρέωση να διατυπώσουν, εκτός των άλλων, κανόνες για τη δίκαιη και ανθρώπινη μεταχείριση των τρομοκρατών. Ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας είναι αποδεκτός όταν νομιμοποιείται ηθικά όχι μόνο γενικά ως στρατηγική, αλλά και ειδικά, όταν μπορεί να δικαιολογεί κάθε μέτρο που χρησιμοποιεί. Δυστυχώς όμως, δεν ευελπιστούμε ότι θα εκτίθενται οι λόγοι βάσει των οποίων λαμβάνονται κάθε φορά οι αποφάσεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Επομένως, το μόνο ρεαλιστικό είναι να αναλάβουν οι

27

ποινικές επιστήμες και κοινωνικές επιστήμες την άσκηση κριτικής στις σύγχρονες στρατηγικές ελέγχου.

Παρασκευόπουλος: Ο ρόλος των κοινωνικών επιστημών γίνεται ολοένα και δυσκολότερος, καθώς η παγκοσμιοποιημένη μαζική επικοινωνία αποστρέφει την προσοχή της από κοινωνικούς παράγοντες και σχετικές αναλύσεις για την εξέλιξη πολύπλοκων φαινομένων. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον καταμερισμό των επιστημών, ο ρόλος τους παύει να είναι δεδομένος, αλλά χρειάζεται να διεκδικείται συνεχώς.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι ποινικές επιστήμες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η ποινική επέμβαση είναι έσχατο μέσο της αντεγκληματικής πολιτικής, αφού η προτεραιότητα ανήκει στη θετική πολιτική (πρόνοια, παιδεία, απασχόληση κ.λπ). Με επιταχυνόμενους ρυθμούς όμως αναπτύσσεται και ένα αντίστροφο φαινόμενο, όχι της διόγκωσης αλλά του παραγκωνισμού της ποινικής δικαιοσύνης. Οι χρονοβόρες δικονομικές διαδικασίες και η ανάγκη εξεύρεσης ασφαλών αποδείξεων οδηγούν το κράτος ασφάλειας να αναζητεί ταχύτερες και αποτελεσματικότερες μεθόδους αντεγκληματικής επέμβασης σε σοβαρά προβλήματα, όπως η τρομοκρατία. Ολοένα και περισσότερο οι αστυνομικές, οι συνοριακές και άλλες διοικητικές αρχές διαχειρίζονται ή προεξοφλούν την τύχη κυρώσεων που θα έπρεπε να επιβάλλονται μόνο από δικαστικές αρχές.

Μια κοινή εξέλιξη χαρακτηρίζει σήμερα τις κοινωνικές και τις ποινικές επιστήμες: όσο μεγεθύνονται τα πεδία τους –επέκταση του κοινωνικού αποκλεισμού, αύξηση πληθυσμού φυλακών– τόσο συρρικνώνονται οι ίδιες – οι αντίστοιχες εκπαιδευτικές δραστηριότητες υποχρηματοδοτούνται, τα υπό επιστημονική επίβλεψη προγράμματα επανένταξης μειώνονται.

Reichmann/Scheerer: Η δυναμική των κοινωνικών και ποινικών επιστημών βρίσκεται στην απόσταση που έχουν από πολιτικές αξιολογήσεις κοινωνικών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα η τρομοκρατία και η αντιμετώπισή της. Τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη είναι η ανάπτυξη μοντέλων για την προσέγγιση των ανθρώπινων πράξεων χωρίς προκαταλήψεις και η δημιουργία εργαλείων για την κατανόησή τους. Το ίδιο ισχύει και για την ερμηνεία των κοινωνικών διαδικασιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι παράδοξες συνέπειες της σκόπιμης συμπεριφοράς, τόσο στην πολιτική όσο και στην καθημερινή ζωή που παραμένουν συνήθως απωθημένες. Σ’ αυτό έγκειται εξάλλου, αν το αντιλαμβανόμαστε σωστά, και η πιθανότητα να αναπτυχθούν αποτελεσματικά προγράμματα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση ανεπιθύμητων καταστάσεων.

28

Σημειώσεις της μτφρ.

1 Βλ. κυρίως, Heinz von Foerster & Bernhard Pörksen (1998). Wahrheit ist die Erfindung eines Lügners, Gespräche für Skeptiker, Heidelberg: Karl-Auer-SystemeVerlag, (105-121), σ. 117. 2 Βλ. κυρίως τη μελέτη του, Eppler, E. (2002). Vom Gewaltmonopol zum Gewaltmarkt? Frankfurt a.M.: Suhrkamp. Ο Eppler αναφέρεται στη συνεχή παραχώρηση κρατικών εξουσιών, ιδίως όσων αφορούν την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών, στον ιδιωτικό τομέα (κρατική εξουσία – ιδιωτικοποιημένη/εμπορευματοποιημένη εξουσία). 3 Απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ, Επίσημη Εφημερίδα L 164, 22.06.2002, σ. 0003-0007. 4 Πρόκειται για γνωστές εργασίες του, κυρίως, Hess, H. (1988). ‘Terrorismus und Terrorismus-Diskurs’. Σε Angriff auf das Herz des Staates. Soziale Entwicklung und Terrorismus. Αναλύσεις από Hess, Η. κ.ά, τόμ. 1, 55-74. Frankfurt/M.: Suhrkamp 1988. Επίσης, Hess, H. (1983). ‘Terrorismus und Terrorismus-Diskurs’. Kriminologisches Journal 15: 89-109, Hess, H. (2002). ‘Terrorismus und globale Staatsbildung’. Kritische Justiz 29: 450-466. 5 Παρασκευόπουλος, Ν. (2003b). ‘Σκέψεις για την έννοια του πολιτικού εγκλήματος στην εποχή μας’. Νομικό Βήμα 51: 397-400. 6 Πρβλ. άρ. 134-135α, 138-142 ελλ.ΠΚ. 7 Γερμανός νομικός και φιλόσοφος του δικαίου, γνωστός για τις αναλύσεις του σχετικά με την υπεροχή του αισθήματος δικαίου (φυσικό δίκαιο) έναντι του θετικού δικαίου, κατά την απονομή της δικαιοσύνης, όταν αυτό έρχεται σε καταφανή σύγκρουση με την ουσία της δικαιοσύνης και την ισότητα, ως συστατικό της στοιχείο (‘Gesetzliches Unrecht und übergesetzliches Recht’. Süddeutsche Juristenzeitung 1946: 105 επ. (-107), και Rechtsphilosophie (1973). Wolf, Ε. (εκδ.), 8η έκδ., Stuttgart: Koehler, σ. 345. Η διατύπωσή του (Radbruchsche Formel) αποτέλεσε συχνά βάση δικαστικών αποφάσεων στη Γερμανία, αλλά χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά, ερχόμενη σε αντίθεση με την αρχή ουδεμία ποινή χωρίς νόμο. 8 Πρβλ. Άρ.5, παρ. 2 εδ. γ΄ ελλΣ/τος 2001 και άρ. 436, 438 περ. β, ε, 440 ελλΚΠΔ. 9 Για τις προφητείες του Δανιήλ, λιγότερο γνωστές σε εμάς, έγραψε πρώτος ο Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus von Hohenheim, γνωστός ως Paracelsus στην Philosophia Mystica: The Prophesies of the Prophet Daniel (1618, 1η έκδ. στην ελβετο-γερμανική διάλεκτο, Newstadt: Lucas Jennis – Bookseller). Βλ. επίσης, κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, Βιβλίο 24, Κεφ. 24, Στίχο 15, και κατά Μάρκον, Βιβλίο 13, Στίχο 14, τα οποία αναφέρονται στην προφητεία για τη μέλλουσα κρίση. 10 Φιλοσοφική θεωρία του άκρατου υποκειμενισμού, αυτοκρατία, βλ. αντί άλλων Francis Herbert Bradley (1893). Appearance and Reality. A Metaphysical Essay, 2 τόμοι, London: Swan Sonnenschein & Co. 11 Αναταραχές που ξέσπασαν στη Ζυρίχη το καλοκαίρι του 1968 (20 Ιουνίου) μετά από συναυλία του Jimmy Hendrix και είχαν αίτημα τη δημιουργία αυτόνομου Κέντρου Νεότητας. Η αναστάτωση στην Ελβετία συνεχίστηκε, για διάφορους λόγους, μέχρι το 1972 και έληξε με τη δημιουργία του αυτόνομου καντονίου της Γιούρα, όπως αναφέρει και ο Kunz. 12 Το πείραμα Milgram έγινε από τον ψυχολόγο Stanley Milgram στο Πανεπιστήμιο του Yale και τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν το 1974 στο βιβλίο του Obedience to Authority: An Experimental View. New York: Harper & Row. Η έρευνα είχε στόχο να μετρήσει την προθυμία του ατόμου να υπακούσει τις εντολές της εξουσίας, η οποία το διατάζει να πράξει

29

αντίθετα με τη συνείδησή του. Τo πείραμα ξεκίνησε το 1961, λίγο μετά τη δίκη του Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ. Το ερώτημα ήταν εάν ο Eichmann και το πλήθος των συνεργών του στο Ολοκαύτωμα, ακολουθούσαν απλώς εντολές ή μπορούσαν να θεωρηθούν όλοι συνένοχοι. Ήταν ένα πείραμα για τη δύναμη της εξουσίας, την πίεση της ομάδας και την ανθρώπινη εξαχρείωση.

Τα επόμενα χρόνια το πείραμα επαναλήφθηκε από πολλούς ψυχολόγους σε όλο τον κόσμο με παρόμοια αποτελέσματα, επιβεβαιώθηκε δηλαδή η προθυμία των ατόμων να ακολουθούν πιστά τις εντολές της εξουσίας. 13 Είναι μια έννοια προερχόμενη από τη βιολογία, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς επιστήμονες, L. Wittgenstein , P. Watzlawick, Η.R. Maturana, F.J. Varela, και αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο στη σκέψη του Heinz von Foerster. Είναι εκείνη η θέση στην οποία το οπτικό νεύρο εξέρχεται του αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα να μη μπορεί ο αμφιβληστροειδής να δεχτεί τους ερεθισμούς του φωτός. Αυτή η θέση είναι, ούτως ειπείν «τυφλή». Η κατάσταση όμως δεν είναι αντιληπτή, διότι το κεντρικό σύστημα όρασης υποκαθιστά την έλλειψη από το σύνολο των οπτικών εντυπώσεων. 14 Bλ. σημ. 5 της Εισαγωγής, Ε.Λ. του παρόντος. 15 Βλ. κυρίως Joseph S. Nye, Philip D. Zelikow & David C. King (εκδ.) (1997). Why People Don't Trust Government. Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Αναφέρεται σε μια δημοκρατική, αποκεντρωμένη, αντιγραφειοκρατική και ευέλικτη διακυβέρνηση την εποχή της πληροφορίας, η οποία βασίζεται στην πειθώ, την ηθική και το σεβασμό κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών. 16 Ernst-Otto Czempiel (1999). Kluge Macht. Außenpolitik für das 21. Jahrhundert. München: C.H. Beck. Πρόκειται για την ιδέα ανάπτυξης ενός δημοκρατικού προτύπου, το οποίο θα δίνει μεγαλύτερο βάρος στη συνεργασία μεταξύ των κοινωνιών αντί των κρατών και μικρότερο στην επικράτηση εθνικών συμφερόντων και τη στρατιωτική ισχύ.